κεφάλαιο 19 Η επιμονή σου
Ροζαλία
Από τη πρώτη στιγμή που κατοικήθηκε αυτός ο κόσμος,από τα πρώτα όντα,η ανάγκη για επιβίωση ήταν το κυρίαρχο στοιχείο.
Η γνωστή φράση πως το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό,με ταυτίζει απόλυτα,μόνο που το μέγεθος δεν παίζει πάντα το πρωταγωνιστικό ρόλο.
Σκέψου πως βρίσκεσαι κάτω από το νερό,παλεύεις να φτάσεις στην επιφάνεια,τα πνευμόνια σου δεν αντέχουν άλλο,θέλουν να ρουφήξουν τον αέρα με μανία μα όσο και να κολυμπάς,όσο και να θέλεις να επιβιώσεις, δεν μπορείς να φτάσεις...
Τα πνευμόνια γεμίζουν νερό και εσύ αρχίζεις να κυλάς ξανά στον πάτο...
Ημέρα πρώτη.
Βρίσκομαι σε ένα λαβύρινθο,προσπαθώ να βρω την άκρη του και δεν μπορώ...
Προχωρώ μουδιασμένη και ψάχνω την έξοδο,τη βλέπω μπροστά μου,είναι μικρή και όμορφη,έχει τα μαλλιά της πλεξούδες και πριν προλάβω να τη φτάσω μου ξεγλιστρά και γελάει...
Με θυμώνει...
Με θυμώνει τόσο πολύ...
Τρέχω πιο γρήγορα και βλέπω ένα φώς...
Σταματώ να τη βλέπω πια,κοιτάζω το φως και οι ανάσες μου αρχίζουν να αυξάνονται,τρέχω πολύ γρήγορα προς τα κει μα δεν μοιάζει να το πλησιάζω ούτε στο ελάχιστο.
Τη βλέπω ξανά,είναι λυπημένη,θέλω να τη πάρω αγκαλιά,μα δεν έρχεται...
Ημέρα τέταρτη
Ήδη έχω παραιτηθεί να ψάχνω την έξοδο.
Έχω κουραστεί και έχω ξαπλώσει,όλα μοιάζουν γκρι γύρω μου.
Ξαφνικά το γκρί χάνεται και τριγύρω μου όλα παίρνουν χρώμα.
Το κοριτσάκι είναι από πάνω μου και με κοιτά...
Μου δίνει το χέρι της, χαμογελώ με προσπάθεια,δεν μπορώ για κάποιο λόγο να κουνήσω τα χείλη μου.
Της πιάνω το χέρι και αρχίζει να τρέχει και να γελά,ενώ συγχρόνως με τραβά...
Δεν έχω δυνάμεις να τρέξω μα νιώθω πως πετώ,σαν να σηκώνει όλο το βάρος και για τις δυό μας...
Ξαφνικά βλέπω το φως...
Είμαστε πολύ κοντά,σχεδόν το φτάνουμε.
Με κοιτάζει πάλι και μου γελά,έχει τόσο όμορφο χαμόγελο...
Περνάμε το δυνατό φως και ξαφνικά βρίσκομαι σε ένα δωμάτιο ξαπλωμένη!
Κοιτάζω γύρω μου και όλοι φορούν μάσκες, μοιάζουν γιατροί...
Κουνάνε τα χείλη,μου μιλούν μα δεν ακούω...
Ψάχνω εκείνη...
Κοιτάζω γύρω μου και τη βλέπω,κάθεται στο παράθυρο και μου γελά πονηρά.
Νιώθω πιο ήρεμη,τα μάτια μου κλείνουν...
Ημέρα ενδέκατη.
Είναι κάθε μέρα δίπλα μου,μου χαμογελά και μου κλείνει το μάτι,μου δίνει το χέρι της για να σηκωθώ να δεν έχω δύναμη να το πιάσω.
Θέλω τόσο πολύ να το πιάσω...
Το δωμάτιο μυρίζει κάτι όμορφο, οικείο,μυρίζει κανέλα!
Μου δείχνει να κοιτάξω δίπλα μου,βλέπω μια γυναίκα,είναι σε ένα άλλο δωμάτιο,η μικρή πάλι γελά σαν να τη γαργαλούν.
Η γυναίκα είναι κοντά στα σαράντα,μοιάζει κουρασμένη,όπως εγώ.
Απέναντι μου βλέπω ένα βάζο, έχει τριαντάφυλλα,προσπαθώ να τα μετρήσω και η μικρή με βοηθάει.
Μου δείχνει τα δάχτυλα της, είναι δέκα...
Μετά μου δείχνει ένα δάχτυλο...
Όχι δεν είναι ένα...
Είναι έντεκα!!
Γελάει με ικανοποίηση και της χαμογελώ αχνά.
Θέλω να τη πάρω αγκαλιά μα για άλλη μια φορά δεν έρχεται.
Ημέρα δέκατη τρίτη.
"Εάν όλα χάνονταν κι έμενε εκείνος, θα συνέχιζα να υπάρχω. Κι αν όλα έμεναν κι εκείνος χανόταν, το Σύμπαν θα μετατρεπόταν σε μια δύναμη ξένη. Δε θα αποτελούσα μέρος του. Η αγάπη μου για τον Λίντον είναι όπως το φύλλωμα του δάσους: οι εποχές θα την αλλάξουν, το γνωρίζω, όπως ο χειμώνας αλλάζει τα δέντρα. Η αγάπη μου για τον Χίθκλιφ μοιάζει με τους αιώνιους κρυμμένους βράχους -μια πηγή ελάχιστης ορατής απόλαυσης, μα απαραίτητη..."
Μου μιλάει,τον ακούω που μου μιλά,κοιτάζω τα τριαντάφυλλα απέναντι μου, είναι πιο πολλά,πάω να τα μετρήσω μα η μικρή δεν με βοηθά,κάθεται στη καρέκλα και έχει στηρίξει το κεφαλάκι της στο χέρι της.
Κοίτα κάποιον σαν μαγνητισμένη...
Κοιτάζω δειλά με την άκρη του ματιού μου εκεί που κοιτά,τα μάτια της λάμπουν...
"Νέλλυ, είμαι ο Χίθκλιφ - είναι πάντοτε, πάντοτε στο μυαλό μου - όχι σαν ευχαρίστηση, περισσότερο από ότι είμαι εγώ στον εαυτό μου, αλλά ως το ίδιο μου το είναι -γι'αυτό μη μιλήσεις για το χωρισμό μας ξανά -είναι αδύνατος."
Όχι δεν μου μιλά,μου διαβάζει,μου διαβάζει κάτι που ξέρω καλά,τα ξέρω αυτά τα λόγια...
Τα ανεμοδαρμένα ύψη,είναι το αγαπημένο μου βιβλίο...
Εκείνος...
Κοιτάζω πάλι τη μικρή,αναστενάζει, σαν από έρωτα.
Και εγώ έτσι νιώθω...
Προσπαθώ να βγω από αυτή τη φυλακή του κορμιού μου, πονάω...
Θέλω να τον αγγίξω...
Η φωνή του είναι ήρεμη...
Κλείνω τα μάτια...
Ημέρα δέκατη έβδομη.
Μου διαβάζει πάλι,τον ακούω.
Με γεμίζει συναισθήματα.
Εκείνος μου φέρνει τα τριαντάφυλλα,νιώθω τη καρδιά μου μέσα στο στήθος μου, εκείνη είναι η μόνη που δεν πονάει πια πάνω μου.
Μου διαβάζει εδώ και μέρες,όλους τους αγαπημένους μου συγγραφείς...
Τους ξέρει...
Μπροντέ,Ώστεν, Πώε....
Μα πως;
Με ηρεμεί,η φωνή του με ηρεμεί,θέλω να τον αγγίξω...
Η μικρή έχει αρχίσει να με παρατάει,φεύγει και έρχεται,έχω πραγματικά κουραστεί...
Ημέρα εικοστή πρώτη.
Είναι μέσα στο δωμάτιο,κοιτάζει το φόρεμα της στο καθρέφτη.
Μπαίνει και εκείνος,για πρώτη φορά βλέπω μαζί του ένα μικρό αγόρι.
Η μικρή του πιάνει το χέρι και γελούν ενώ κάνουν κύκλους.
Εκείνος σκύβει στα πόδια μου, υποφέρει!
Κάθεται δίπλα μου σιωπηλός και μου κρατάει το χέρι.
Έχω αρχίσει και μετράω κάθε φορά που ξυπνάω πότε θα έρθει.
Σήμερα μέτρησα πολύ και κουράστηκα.
Νιώθω τα χέρια του να με τυλίγουν,με παίρνει αγκαλιά.
Οι αισθήσεις μου ξυπνούν,θέλω να τυλίξω τα χέρια μου γύρω του.
Τα παιδιά παίζουν και τρέχουν γύρω μας, σήμερα ανακάλυψα πως τα βλέπω μόνο εγώ...
Το φως εδώ που με έφερε είναι δυνατό,νιώθω τα μάτια μου να συρρικνώνονται, κρυώνω...Με σκεπάζει και με κουνά...
Αρχίζει πάλι να μου διαβάζει...
Όχι όχι...
Δεν μου διαβάζει...
Δεν μου μιλά για ήρωες της φαντασίας,μου μιλάει για εκείνον...
Κοιτάζω τα παιδιά που παίζουν και ξεμακραίνουν,η φωνή του με τραβάει σαν μαγνήτης,για πρώτη φορά γυρίζω και τον κοιτάζω,μοιάζει πολύ με το αγοράκι...
Κλαίω,με πονάνε αυτά που μου λέει...
Το αγοράκι σταματάει και το κοριτσάκι το αντιγράφει.
Γελάνε ευτυχισμένα και μας χαιρετούν...
Φεύγουν...
Θα μου λείψει...
Ακόμη και το αγοράκι...
Ακούω αυτά που μου λέει και κλαίω πολύ,απλά τρέχουν τα μάτια μου.
Ίσως να κλαίω που τους αποχαιρετώ...
Μου φιλάει τα δάκρυα και τα σκουπίζει ένα ένα με τα χείλη του...
Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά...
Το σώμα μου με υπακούει...
Του χαϊδεύω το χέρι...
Θέλω να του μιλήσω...
Λυπάμαι για εκείνον...
Τα παιδιά έχουν φύγει.
Μου μιλάει για τα σκοτάδια του και σκέφτομαι πόσο αγαπώ τη νύχτα.
Τα αστέρια της να φωτίζουν και να στολίζουν τον ουρανό τόσο όμορφα.
"Χωρίς το σκοτάδι δεν θα μπορούσαμε να δούμε ποτέ τα αστέρια..."
Μου έλειψε πολύ!
Ο αέρας μου φέρνει στη μύτη μου τη μυρωδιά της κανέλας...
Με φιλάει και σκέφτομαι πως ανήκω εδώ,στα χείλη του,στο κορμί του.
Όλα έχουν γίνει μια θηλιά στο παρελθόν και πνίγονται.
Υπάρχω μόνο εγώ και εκείνος.
Στεκόμαστε στο σκοτάδι και κοιτάζουμε τα αστέρια που λάμπουν...
Δεν θα παραιτηθώ,θα ζήσω...
Θα ξανά γεννηθώ!
Συγχωρέστε με για τα λίγο μικρά κεφάλαια,μα είναι δύο!
Ξέρω είναι λίγο μονότονα,μα ήθελα να δείτε τις σκέψεις της Ροζαλίας πριν έρθει το μετά και η ανάρρωση της.
Θα ζήσουμε μεγάλες στιγμές,πριν έρθει η φυγή...
Καληνύχτα και φιλιαααααα!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top