κεφάλαιο 4
Μετά άλλη μια ώρα το δείπνο μας είχε φτάσει στο τέλος του και επιτέλους θα ήμουν ελεύθερη μακριά απο τον Άλεξ. Ήθελα να πάω σπίτι μου να πέσω για ύπνο και να ξυπνήσω την Δευτέρα δεν ήθελα να σκέφτομαι την ιδέα οτι δεν μπορούσα να είμαι μακριά απο τον Άλεξ. Ήθελα απόσταση και την ήθελα ΤΩΡΑ φώναζε το μυαλό μου άλλα οι χτύποι τις καρδίας μου ακούγονταν πολύ πιο δυνατά μέσα μου από την φωνούλα στο μυαλό μου που μου έλεγε να τρέξω όσο πιο μακριά μπορούσα απο αυτόν τον άντρα. Ο πατέρας μου επιτέλους σηκώθηκε απο το τραπέζι τον ακολουθήσαμε και οι υπόλοιποι κάνοντας το ίδιο. Δίνω το χέρι μου στον Έντουαρντ <<Σας ευχαριστούμε πολύ για το δείπνο και ελπίζω να έχουμε σύντομα νέα σας>> είπα χαμογελώντας.
Ό Έντουαρντ μου έκανε ένα χειροφίλημα και χαμογέλασε <<Να είστε σίγουρη δεσποινίς μου πέρασα υπέροχα στο δείπνο. Ίαν ελπίζω να τα ξαναπούμε και πιο χαλαρά>> είπε ο Έντουαρντ κοιτάζοντας τον πατέρα μου <<Φυσικά Έντι ίσως εάν δεν έχεις δουλειά και ήθελες να πάμε για ένα ποτό να συνεχίσουμε την συζήτηση μας>> του πρότεινε ο πατέρας μου <<Τέλεια ιδέα Ίαν δεν έχω να κάνω τίποτα άλλο για σήμερα>> συμφώνησε ο Έντουαρντ <<Πάμε με το αμάξι μου τότε Έντι και σε αφήνουμε στο ξενοδοχείο σου μετά>> ο Έντουαρντ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και αφού πήραμε τα πράγματά μας προχωρήσαμε προς την έξοδο. <<Άλεξ δεν θα σε πείραζε να πας την κόρη μου να πάρει το αμάξι της απο την εταιρία>> WHAT THE FUCK πρότεινε τώρα ο πατέρας μου <<Μα μπαμπά εσύ θα με άφηνες στην εταιρία ο Άλεξ>> και δείχνω προς το μέρος του <<Μπορεί να έχει κάποια δουλειά να κάνει>> είπα ταραγμένη με αυτό που πήγαινε να συμβεί <<Λυπάμαι καλή μου άλλα η εταιρία είναι απο την άλλη πλευρά και με αυτήν την κίνηση θα κάνουμε πάνω απο μια ώρα να πάμε να σε αφήσουμε και γυρίσουμε>> είπε ο πατέρας μου <<Δεν έχω πρόβλημα να την πάω εγώ>> Πετάχτηκε ο Άλεξ και είπε κοιτάζοντάς με <<Εκτός και αν δεν θέλει η Άννα και έχει πρόβλημα;>> ρώτησε σηκώνοντας το βράδι του ελάχιστα. Το κάθαρμα ήξερε πως δεν μπορούσα να φέρω αντίρρηση <<Άννα τι λες υπάρχει κάποιο θέμα τι εννοεί ο Άλεξ >> με ρώτησε ο πατέρας μου με έντονο ύφος <<Όχι μπαμπά δεν υπάρχει πρόβλημα ας με πάει ο Άλεξ>> Είπα το όνομα του και αμέσως ένιωσα πως η βραδιά θα είχε άσχημη κατάληξη για εμένα. Βγήκαμε απο το εστιατόριο και περιμέναμε να φέρουν τα αμάξια στο λόμπι.
Ο Έντουαρντ ενημέρωσε τον οδηγό του να φύγει και πως θα γύριζε μ τον πατέρα μου δεν μπορούσε να πάει εμένα αλλά δεν τόλμησα να το πω δυνατά αυτό. Χαζή θα σε πάει Ο Άλεξ φώναζε η μικρή φωνούλα στο κεφάλι που μόνη μικρή δεν ήταν πλέον όσο πήγαινε και μεγάλωνε. Έφτασαν τα αμάξια και ο Άλεξ πέρασε μπροστά μου και μου άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού για να μπω μέσα. Ο Άλεξ είχε στην κατοχή του ένα Audi R8 διθέσιο αλλά και θυμάμαι καλά ότι τον έχω δει και με ένα Audi SUV σίγουρα δεν έχει οικονομικό πρόβλημα. Η εταιρία μας τον πληρώνει με πολλά λεφτά αλλά γνωρίζω πως και η οικογένεια του είναι πολύ πλούσια. Θα μπορούσε άνετε να μην δουλεύει αλλά εγώ ξέρω πολύ καλά πως οτι κάνει θέλει να το πετυχαίνει μόνος του χωρίς το όνομα της οικογένειας του.
Ο Άλεξ μπαίνει στο αμάξι και μετά απο δυο λεπτά ήμαστε στο αυτοκινητόδρομο με κατεύθυνση την εταιρία. Δεν μιλάει κανείς μας. <<Άννα>> λέει. Η φωνή του με κάνει να σταματήσω να κοιτάζω την θέα απ' έξω και να γυρίσω να κοιτάξω τον Άλεξ <<Ναι>> λέω και ξεροκαταπίνω <<Πρέπει να μιλήσουμε>> παίρνει μια ανάσα <<Για αυτό... Για εμάς>> λέει και δείχνει εμάς. ΌΧΙ ΟΧΙ ΔΕΝ ΠΡΈΠΕΙ <<Ναι... Δηλαδή ναι το ξέρω πως πρέπει>> λέω και προσπαθώ να μην τον κοιτάζω όσο οδηγεί - αλλά αυτά τα χέρια του έτσι πως έχει πιάσει το τιμόνι και οδηγεί με σταθερό τρόπο μέσα στην φωτισμένη πλέον πόλη μου είναι αδύνατον να πάρω τα μάτια μου απο πάνω του <<Ξέρω πως έχουμε συμφωνήσει να κάνουμε...>> Παίρνει μια κοφτή ανάσα και με κοιτάζει για μια στιγμή και γυρίζει πάλι τα μάτια του στον δρόμο. Αλλά εγώ πρόλαβα να δω την φωτιά που άναβε μέσα στα μάτια που όπως πριν. <<Αυτό που κάνουμε τέλος πάντων πρέπει να βρούμε μια άκρη>> λέει πλέον με πιο σταθερή φωνή . << Δεν ξέρω τι κάνουμε πια>> λέω με ειλικρίνεια και χαμηλώνω το βλέμμα μου.
Ό Άλεξ το βλέπει και μου γυρίζει το κεφάλι να με κοιτάξει στα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα τόσο όσο για να καταφέρει να πυροδοτήσει και την δικιά μου φωτιά. <<Θα ήθελες να πιούμε ένα ποτό στο σπίτι μου και να μιλήσουμε θα είναι πιο ήρεμα εκεί>> λέει με χαμηλή φωνή σαν να μην είναι ούτε αυτός σίγουρος για αυτό που μόλις μου είπε<<Εάν θες φυσικά και μετά σε φέρνω να πάρεις το αμάξι σου>> προσθέτει. ΟΧΙ ΜΗΝ ΠΑΣ ΜΗΝ ΤΟΛΜΉΣΕΙΣ φωνάζει το μυαλό μην αλλά η καρδιά μου πλέον είχε πάρει φωτιά και τώρα το αίμα μου έβραζε. Έπρεπε να ξεκαθάριζα την κατάσταση και ίσως έπρεπε να έβαζα ένα τέλος σε όλο αυτό. <<Μπορούμε να πιούμε ένα ποτό σπίτι σου...>> Τα μάτια του Άλεξ με κοίταξαν για δευτερόλεπτα και μια ελπίδα φαίνεται να γεννιέται μέσα τους. <<Για να μιλήσουμε φυσικά>> συμπλήρωσα ήθελα να ξεκαθαρίσω την στάση μου αν και μέσα καιγόμουν να με ακουμπήσει να τον νιώσω μέσα μου όπως το πρωί. Όχι η λογική μου επέστρεψε θα κρατηθώ στο ύψος μου θα μιλήσουμε μόνο.
Δεν μιλήσαμε άλλο, ο Άλεξ βγήκε απο τον αυτοκινητόδρομο και πήρε την κατεύθυνση για το σπίτι του. Ήταν η πρώτη φορά που θα έβλεπα το σπίτι του. Όσο περίεργο και αν ακούγετε αυτούς τους έξη μήνες το κάναμε οπουδήποτε αλλού εκτός απο τα σπίτια μας κυρίως σε ξενοδοχεία και στην αίθουσα συσκέψεων σήμερα το πρωί πετάχτηκε η φωνή το μυαλό μου και είπε. Ναι και εκεί, αποφεύγαμε τα σπίτι για να ήμαστε όσο μπορούσαμε πιο αποστασιοποιημένοι απο το οποιοδήποτε συναισθηματικό δέσιμο μεταξύ μας. Μετά απο τριάντα λεπτά φτάσαμε σε ένα πελώριο κτήριο. Ο Άλεξ έβγαλε ένα μικρό πομπό και η πόρτα του γκαράζ άνοιξε. Πάρκαρε το αμάξι του δίπλα απο ένα SUV το οποίο και αναγνώρισα αμέσως γιατί ήταν το δικό του. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα απο το πάρκινγκ το ίδιο και ο Άλεξ. Προχώρησε προς τα μέσα του γκαράζ ενώ πάτησε το πομπό για να κλείσει την πόρτα του πάρκινγκ. Ακριβώς απέναντι ήταν η πόρτα του ασανσέρ πάτησε το κουμπί και περιμέναμε μέχρι να ανοίξουν οι πόρτες του. Δεν μίλαγε κανένας μας μόνο ρίχναμε κάποιες κλέφτες ματιές ο ένας στο άλλον. Ξαφνικά ακούστηκε ο ήχος του ασανσέρ και οι πόρτες άνοιξαν. <<Πέρασε>> μου είπε και δεν ήξερα εάν ήθελα να μπω ή να τρέξω όσο πιο μακριά μπορούσα. ΤΙ ΠΗΓΑΙΝΑ ΝΑ ΚΆΝΩ. Μπήκα μέσα στο ασανσέρ και με ακολούθησε και ο Άλεξ πάτησε το νούμερο 50 στο πληκτρολόγιο. Πενήντα δυστυχώς σίγουρα δεν μπορούσα να πηδήξω για να φύγω και να ήθελα θα σκοτωνόμουν. Δεν είχα τρόπο διαφυγής έπρεπε να υποστώ τις συνέπιες αφού δέχτηκα να έρθω για ποτό στο σπίτι του. Αυτό που αντίκρισα μόλις άνοιξαν οι πόρτες ΜΟΥ ΈΚΟΨΕ ΤΗΝ ΑΝΆΣΑ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top