κεφάλαιο 36

Ο Άλεξ με οδηγεί μέσα στο εσωτερικό του σπιτιού αλλά αυτή την φορά από την πλευρά της πισίνας προσπερνάμε το σαλόνι που καθόμασταν εχθές το βράδυ και μπαίνουμε στην τεράστια κουζίνα όπου παντού κυριαρχεί το άσπρο. Η κουζίνα είναι σε σχήμα γάμα αλλά στην μέση ξεχωρίζει ένας πάγκος μαύρος με χρυσές πινελιές στο οποίο βρίσκονται οι εντοιχισμένες εστίες αερίου αλλά και ο ασορτί τεράστιος απορροφητήρας που κρέμεται από το ταβάνι ενώ δίπλα από το ψυγείο ντουλάπα και το συντηρητή κρασιών υπάρχει ακόμα ένα πάσο σε ίδιο χρώμα με την υπόλοιπή κουζίνα με μια χρυσή μπαταρία πάνω του και με τρις γκρι ψιλές καρέκλες . Άλλη μια ίδια υπάρχει και στην άλλη πλευρά ενώ αυτό που ξεχωρίζει είναι η κυκλική τζαμαρία που σου χαρίζει απεριόριστή θέα στην πισίνα και ο χτιστός κυκλικός καναπές με μπλε σκούρα μαξιλάρια πάνω. Υπάρχει και ένα τραπεζάκι στο ίδιο σχήμα με ένα μικρό βάζο με λουλούδια πάνω του και δυο μπεζ σκαμπό.


Ο Άλεξ ανοίγει την πόρτα του συντηρητή και βάζει μέσα το κρασί για <<Επιτέλους σας βρίσκω>> λέει η Βικτόρια καθώς μπαίνει μέσα στην κουζίνα βιαστική <<Το φαγητό είναι έτοιμο σας περιμένουμε στην τραπεζαρία>> συμπληρώνει καθώς μας κοιτάζει <<Ερχόμαστε μαμά>> λέει ο Άλεξ και προχωράει για να βγει από την κουζίνα στον χώρο υποδοχείς <<Πηγαίνετε εσείς θα έρθω σε ένα λεπτό >> τους λέω και πριν ανέβω την σκάλα για τον επάνω όροφο ο Άλεξ χαμογελάει πονηρά. Προφανώς κατάλαβε τον λόγο για τον οποίο ανεβαίνω στο δωμάτιο μου όσο σκέφτομαι τι ακριβώς συνέβη μεταξύ μας πριν λίγο στο κελάρι νιώθω τους χτύπους της καρδίας μου να αυξάνονται και πάλι. Ήθελα να τον νιώσω μέσα μου απεγνωσμένα και αυτός με τιμωρούσε αλλά μην ανησυχείς μωρό μου να βρω τον τρόπο να σε τιμωρήσω και εγώ. Βγάζω ένα δαντελωτό μαύρο εσώρουχο από την βαλίτσα μου και το φοράω κοιτάζομαι μια τελευταία φορά στον καθρέφτη και φτιάχνω λίγο τα μαλλιά μου που είχαν ανακατευτεί από πριν και βγαίνω από το δωμάτιο για να πάω στην τραπεζαρία απ' όπου ακούγονται φωνές και συζητήσεις.

Μετά από δυο ώρες και ένα υπέροχο δείπνο καθόμαστε στο σαλόνι χαλαρώνοντάς μπροστά στο τζάκι κρατώντας στα χέρι μου ένα ποτήρι με Querciabella Batar Bianco μπορώ να πω πως είναι ένα από τα καλύτερα λευκά της Τοσκάνης που έχω δοκιμάσει μέχρι τώρα ενώ αναδεύει αρώματα φρεσκοκομμένου σταχυού, μελιού, ανθέων και μαρμελάδας κυδώνι και έχει αρκετή οξύτατα βάλσαμο στον ουρανίσκο μου. ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΠΟΥΚΑΛΙ ΔΕΝ ΠΗΓΕ ΧΑΜΕΝΟ φωνάζει αυτή η απρόσκλητη φωνή μέσα στο μυαλό μου. Μπορώ να πω πως μου έλειψες καιρό είχα να σε ακούσω της απαντάω σε έναν νοητό διάλογο μέσα στο κεφάλι μου. Ο πατέρας μου συζητάει με τον Άλεξ για την εταιρία <<Άννα>> λέει η Μια που κάθετε δίπλα μου στην πολυθρόνα <<Έγινε κάτι που δεν ξέρω>> λέει και με κοιτάζει εξεταστικά. Η κοπέλα πρέπει να έχει μαντικές ικανότητες δεν εξηγείτε αλλιώς. Της χαμογελάω λοξά <<Ίσως>> λέω σιγανά και γυρίζει αυτόματα το κεφάλι της κοιτώντας με άναυδη στα μάτια <<Ο Κρις σε ξενάγησε στο κελάρι>> της λέω ψιθυριστά και της κλείνω το μάτι <ΤΙ;>> φωνάζει και όλα τα κεφάλια γυρίζουν καταπάνω μας και εγώ γίνει κατακόκκινη <<Αλήθεια τόσο νωρίς πετάμε αύριο>> λέει η Μια προσπαθώντας να σώσει την κατάσταση αλλά ούτε εμένα δεν έπειθε αυτό σαν δικαιολογία. <<Νωρίς σου φαίνεται εσένα Μια το δώδεκα το μεσημέρι;>> ρωτάει η μητέρα μου επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο την όλη άβολη κατάσταση <<Κάνω μια πολύ μεγάλη πρωινή ρουτίνα>> της απαντάει <<Δεν πάμε να μαζέψουμε σίγα σιγά τα πράγματά μας τουλάχιστον να μην χρειαστεί να κάνεις και αυτό το πρωί Μία>> της ανταποδίδει η μητέρα μου

<<Πάμε Μία>> λέω προσπαθώντας να μαζέψω τα αμάζευτα και σηκωνόμαστε με κατεύθυνση τον πάνω όροφο. Η μητέρα μου μας ακολουθεί από πίσω χωρίς να κάνει κάποιο άλλο σχόλιο ευτυχώς. <<Άννα μπορείς να έρθεις στο δωμάτιο μου να μου πεις την γνώμη σου για ένα φόρεμά μου>> λέει η Μια καθώς προχωράμε στο διάδρομο προφανώς σαν δικαιολογία για να με παρασύρει στο δωμάτιό της <<Φυσικά>> της λέω και ανοίγει την πόρτα για να μπούμε μέσα. <<Και τώρα πες τα μου όλα τι έγινε στο κελάρι με τον Άλεξ;>> ρωτάει χωρίς να πάρει ανάσα η Μία και δεν βλέπω να έχω καμία άλλη επιλογή από το να τις τα πω όλα. Ύστερα από μια ώρα βγαίνω κλείνοντας την πόρτα του υπνοδωματίου της Μίας και πηγαίνω προς το δικό μου για να μαζέψω τα πράγματά μου αλλά, ξαφνικά προσέχω πως η πόρτα του δωμάτιου του Άλεξ είναι μισάνοιχτη και βλέπω πάνω στο κρεβάτι του το εσώρουχό μου. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στον διάδρομο ευτυχώς δεν υπάρχει κανένας και αποφασίζω να το πάρω πίσω. Μπαίνω διστακτικά στο δωμάτιο του αλλά δεν τον βλέπω πουθενά ίσως να άφησε κάλαθος την πόρτα του ανοιχτή.

Πραγματικά το δωμάτιό του είναι τεράστιο είναι βαμμένο σε μια παστέλ απόχρωση του μπλε και έχει ένα τζάκι το οποίο είναι αναμένω και ζεσταίνει το δωμάτιο. Το κρεβάτι του είναι σιδερένιο σε χρυσή απόχρωση και έχει πάνω του κάποια άσπρα και μπλε μαξιλάρια. Απέναντι υπάρχει μια συρταριέρα vintag σε γκρι χρώμα με ένα καθρέφτη από πάνω του με χρυσές λεπτομέρειες και δυο πολυθρόνες. Η αλήθεια είναι πως το περίμενα σαν το δωμάτιο που έχει στο Μανχάταν αλλά σε αυτό βέβαια μεγάλωσε και ίσως να έχει βάλει και η Βικτόρια το χεράκι της σκέφτομαι καθώς κοιτάζω το δωμάτιο.

Προχωράω προς το κρεβάτι και παίρνω στο χέρι μου το εσώρουχό μου <<Ψάχνεις κάτι;>> γυρίζω απότομα το κεφάλι μου και βλέπω τον Άλεξ να στέκετε στην πόρτα του μπάνιο γυμνός με μια πετσέτα τυλιγμένη γύρω του και νιώθω το αίμα μου να παίρνει φωτιά <<Άννα κάτι σε ρώτησα;>> επιμένει αφού δεν παίρνει απάντηση και έρχεται προς το μέρος μου ενώ εγώ κάνω ένα βήμα προς τα πίσω <<Δωσ' το μου>> λέει επιτακτικά και με κοιτάζει στα μάτια <<Είναι δικό μου>> του αντιζυγίζω <<Όχι μωρό μου τώρα ανήκει σε εμένα >> λέει και πλησιάζει πιο κοντά μου <<Θες να σου θυμίσω τον τρόπο με τον οποίο το πήρα;>> λέει και βλέπω τα μάτια του να γίνονται πιο σκοτεινά <<Ίσως>> λέω προκαλώντας τον τον θέλω απεγνωσμένα και το ξέρει το ΚΑΘΑΡΜΑ <<Πρόσεχε γιατί εδώ δεν μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως δεν θα σε ακούσει κάποιος>> λέει στο αυτί μου σιγανά και καταπίνω. Ξέρει πως δεν θα τον προκαλούσα άλλο και ήξερα και εγώ πως δεν θα έκανα σεξ σε ένα σπίτι με τους γονείς μας στα διπλανά δωμάτια. Απλώνω το χέρι μου και του το δίνω <<Καλό κορίτσι>> λέει και το παίρνει από το χέρι μου <<Άλεξ;>> ένας χτύπος ακούγετε στην πόρτα και γυρίζουμε να κοιτάξουμε. Η Βικτόρια έχει μείνει με ανοιχτό στόμα και μας κοιτάζει. ΣΚΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΚΑΤΑ. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top