κεφάλαιο 14

Μετά από λίγα λεπτά μπαίνω μέσα στο υπνοδωμάτιο ντυμένη με τις φόρμες μου. Η Ολίβια έχει κάτσει πάνω στο κρεβάτι οκλαδόν κρατώντας τα δυο ποτήρια κρασί. Μόλις με βλέπει μου δίνει το ένα και κάθομαι και εγώ στην ίδια στάση με την Ολίβια στο κρεβάτι <<Λοιπόν για πες μας πως είναι να είσαι διευθυντήρια μάρκετινγκ;>> με ρωτάει ενώ πίνει λίγο από το κρασί της. <<Υπέροχα λατρεύω την δουλειά μου και κάθε νέος πελάτης είναι για εμένα μία πρόκληση να τον κερδίσω στην εταιρία μας>> της λέω πίνοντας μία γερή δόση από το κρασί. Μμμ υπέροχο ότι πρέπει μετά από μια τόσο κουραστική μέρα σκέφτομαι <<Και οι άντρες που δουλεύουν στην εταιρία μη μου πεις ότι δεν υπάρχει κάποιος κούκλος μέσα σε τόσους;>> ρωτάει πονηρά <<Νομίζω πως εσύ ήθελες να μου μιλήσεις για κάποιον>> την κοιτάω με το ίδιο βλέμμα. Το τελευταίο πράγμα που θέλω τώρα είναι να εξομολογηθώ για τον Άλεξ. 

Η Ολίβια παίρνει μια βαθιά ανάσα <<Καλά αλλά δεν τελειώσαμε είμαι σίγουρη πως κάτι υπάρχει στην ζωή σου θα το μάθω μέχρι την Κυριακή>> λέει με ύφος τάχα μου σκεφτικό. Αμ δε σκέφτομαι πίστεψε με ξαδέλφη δεν θα μου πάρεις λέξη. <<Όπως σου είπα πριν στις σκάλες υπάρχει κάποιος>> λέει και τα μάγουλα της κοκκινίζουν ελαφρά <<Και;>> την παροτρύνω να συνεχίσει <<Γνωριστήκαμε πέρσι στο πανεπιστήμιο είναι ψιλός μελαχρινός με πράσινα μάτια γύρω στο 1.80 τον λένε Μάικ και όπως λέει με βλέπει σοβαρά>> λέει η Ολίβια με στενός ενώ τα μάτια της λάμπουν <<Εδώ και κάποιους μήνες αποφασίσαμε να έρθουμε πιο κοντά αφού με φλέρταρε από την αρχή του σχολικού έτους>>  Η Ολίβια μιλάει ασταμάτητα ενώ τα μάγουλα της πλέον έχουν πάρει πιο έντονο κόκκινο χρώμα. <<Χαίρομαι πολύ για εσένα και που υπάρχει κάποιος που σε θέλει πραγματικά>> της λέω πίνοντας το χέρι της. Πίνουμε και οι δυο από κρασί μας μια γουλιά <<Εσύ δεν μου έχεις πει ποτέ πως ήταν στο πανεπιστήμιο>> με ρώτησε κοιτάζοντας με. Και μόνο η θύμηση του πανεπιστημίου με κάνει να ανατριχιάσω πέρα από τα τυπικά ποτέ δεν συζήτησα με κανέναν τα χρόνια εκείνα. ΟΙ μόνες που γνώριζαν ήταν οι φίλες μου. <<Δεν υπάρχει κάτι να πω διάβασμα εξόδους με τις φίλες μου αυτά>> είπα γρήγορα προσπαθώντας να αλλάξω θέμα <<Και από αγόρια δεν υπήρξε κάποιος;>> Η Ολίβια συνέχιζε να με ρωτάει αλλά εγώ είχα ήδη διαγράψει από το μυαλό μου εκείνη της περίοδο της ζωής μου. <<Όχι δυστυχώς δεν είμαι και πολύ υπέρ των σχέσεων και αγοριών τότε ήμουν το λεγόμενο φυτό της τάξης>> είπα και γέλασα όπως και η Ολίβια ενώ έδειχνε πως είχε πειστεί από την απάντησή μου

Μετά από δυο ώρες συζήτησης και αφού μου ανέλυσε διεξοδικά τον χαρακτήρα του Μάικ της είπα να ακολουθήσει την καρδία της και το ένστικτο της και να κάνει ότι την κάνει εκείνη χαρούμενη. <<Σε ευχαριστώ πολύ για τις συμβουλές και την παρέα Άννα μπορεί να μην συναντιόμαστε τακτικά αλλά νιώθω σαν να μην έχει περάσει μέρα από το καλοκαίρι που βρεθήκαμε>> είπε η Ολίβια και αφού μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο κατέβηκε με ένα σάλτο από το κρεβάτι μου. Κοίταξα την ώρα ήταν σχεδόν 2 ποτέ δεν έμενα τις καθημερινές τόσο αργά γιατί έπρεπε να σηκωθώ νωρίς το πρωί για την δουλειά. Η Ολίβια πήρε τα ποτήρια στα χέρια της <<Κι εγώ νιώθω το ίδιο είσαι υπέροχη Ολίβια μην το ξεχάσεις αυτό ποτέ>> της είπα <<Άσε θα τα κατεβάσω εγώ στην κουζίνα τα ποτήρια>> της λέω και αφού κατέβηκα από κρεβάτι τα παίρνω στα χέρια μου. Η Ολίβια μου ανοίγει την πόρτα να περάσω πρώτη και μετά βγαίνει και αυτή <<Καληνύχτα Άννα θα τα πούμε αύριο>> μου λέει σιγανά για να μην ακουστεί <<Καληνύχτα>> της λέω στο ίδιο τόνο και κατεβαίνω την μεγάλη σκάλα να πάω στην κουζίνα ευτυχώς υπάρχουν κάποια φώτα μικρά και βλέπω που πάω. 

Αφήνω τα ποτήρια μέσα στον νεροχύτη απ' ότι φαίνεται οι μαμάδες μας πρέπει να είχαν μαζέψει το τραπέζι και να είχαν πλύνει τα πιάτα διότι όλα ήταν πεντακάθαρα. Ένοιωθα κουρασμένη ήθελα απεγνωσμένα να πέσω για ύπνο. Προχώρησα πάλι προς την μεγάλη σκάλα για να ανέβω πάνω αλλά πρόσεξα ότι τα φώτα τις βιβλιοθήκης ήταν αναμμένα και η πόρτα μισάνοιχτη κάποιος ακόμα θα δουλεύει σκέφτηκα και πήγα στην σκάλα <<Άννα>> άκουσα μια φωνή να με φωνάζει από μέσα ο πατέρας μου ήταν ακόμα στην βιβλιοθήκη τόσες ώρες. Πήγα στην πόρτα και την άνοιξα σιγά σιγά ο πατέρας μου καθόταν στην καρέκλα πίσω από το γραφείο και κοίταζε κάποια χαρτιά. Αν και ήταν πενήντα 55 τα μαλλιά του παρέμεναν καστανά σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε με τα μαύρα μάτια του έμοιαζαν αρκετά με τον θείο μου. <<Μπαμπά με θέλεις κάτι;>> τον ρώτησα μπαίνοντας μέσα και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. 

   Όλος ο χώρος την βιβλιοθήκης είχε ξύλο παντού γύρω γύρω ενώ δυο μεγάλα παράθυρα ήταν πίσω από το ξύλινο γραφείο αλλά δεν μπορούσες να δεις τίποτα έξω ήταν σκοτάδι. Σε αρκετά σημεία στους τοίχους υπήρχαν ράφια και πάνω τους βιβλία αλλά μυθιστορήματα κλασικά εγκυκλοπαίδειες και διάφορα επιστημονικά βιβλία. Μπροστά από το γραφείο υπήρχε ένας μεγάλος λευκός καναπές με μια ασορτί πολυθρόνα και άλλη μια δερμάτινη σκούρα καφέ και στην μέση ένα ξύλινο τραπεζάκι με τζάμι ενώ μια αρκετά μεγάλη τηλεόραση κρεμόταν από ένα σημείο αριστερά στην βιβλιοθήκη. <<Κάθισε Άννα ξέρω ότι θα είσαι κουρασμένη αλλά θέλω να συζητήσουμε λίγο για την δουλειά>> μου είπε ο πατέρας μου ενώ εγώ κάθισα στην άσπρη πολυθρόνα. Σηκώθηκε από το γραφείο και αφού πήρε στο χέρι του το ποτήρι με το ουίσκι του που ήταν πάνω στο γραφείο ήρθε προς το μέρος μου. <<Θέλεις;>> με ρώτησε δείχνοντάς μου το τροχήλατο μπαρ σε χρυσό χρώμα πίσω από την δερμάτινη πολυθρόνα <<Όχι ήπιαμε πριν λίγο με την Ολίβια κρασί>> του είπα κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου. Ο πατέρας μου κάθισε στην δερμάτινη πολυθρόνα και σταύρωσε τα πόδια του <<Άννα θέλω να μου πεις πως βλέπεις το μέλλον της εταιρίας;>> με ρώτησε ο πατέρας μου κοιτάζοντάς με στα μάτια <<Μια χαρά γιατί υπάρχει κάποιο θέμα;>> ρώτησα ανησυχώντας λίγο μέσα μου μήπως και υπήρχε κάτι που δεν γνώριζα <<Όχι δεν υπάρχει κάτι, αντιθέτως εγώ βλέπω μεγάλη βελτίωση στα οικονομικά μας και πολλοί καινούργιες εταιρίες προτιμούν την δικιά μας>> λέει χαμογελαστά ο πατέρας μου. 

Ουφ ένα βάρος έφυγε από πάνω μου <<Τότε και εγώ αυτή την άποψη έχω θωρώ πως έχουμε ανοδική πορεία και πως σε λίγα χρόνια θα ήμαστε μέσα  στις τρις καλύτερες εάν συνεχίσουμε έτσι>> του λέω και μέσα μου το πιστεύω πραγματικά. Ο πατέρας χαμογελάει <<Χαίρομαι που το ακούω αυτό αυτό ήθελα να ακούσω την γνώμη σου>> είπε και πίνει μια γουλιά ουίσκι <<Άρα θεωρείς σωστό να βάλω τον Άλεξ στην θέση μου>> λέει και με κοιτάζει. Το όνομά του με χτυπάει απροειδοποίητα στο μυαλό και στην καρδία μου <<Ή έχεις αντίθετη άποψη;>> συμπληρώνει ο πατέρας μου. Έχω γυρίσει και κοιτάζω πλέον το τζάκι που καίει απέναντι μου και ακούγετε το θρόισμα από τα ξύλα που καίγονται. Δεν μπορώ να κοιτάξω τον πατέρα μου νοιώθω ότι όλα μου τα συναισθήματα για τον Άλεξ διαγράφονται αυτή τι στιγμή στα μάτια μου. Μάλλον δεν έπρεπε να είχα αρνηθεί το ουίσκι πριν τώρα νιώθω να το χρειάζομαι. 

Μετά από λίγα λεπτά γυρίζω προς στον πατέρα μου ο οποίος συνεχίζει και με κοιτάζει <<Όχι θεωρώ ότι είναι ο κατάλληλος για την θέση>> απαντάω και πράγματι δεν υπάρχει κάποιος που να πιστεύω πως αξίζει την θέση περισσότερο. <<Εάν εσύ ήθελες..>> πάει να πει ο πατέρας μου <<Όχι μου αρέσει η θέση μου μπαμπά σου το είχα πει άλλωστε ο Άλεξ είναι ο κατάλληλος για αυτή την θέση και μόνο>> λέω στωικά και ελπίζω στα σταματήσει η συζήτηση εδώ. <<Ωραία τότε σκέφτομαι να το ανακοινώσω στο πάρτι τις γιορτές>> λέει χαμογελαστά <<Πολύ καλή ιδέα μπαμπά>> λέω με ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη <<Λοιπόν να μη σε κρατάω άλλο πήγαινε να ξεκουραστείς σήμερα ήταν μια μεγάλη μέρα όπως και η αυριανή>> λέει ο πατέρας μου και σηκώνετε από την πολυθρόνα πηγαίνοντας πάλι πίσω στο γραφείο <<Καληνύχτα μπαμπά>> του λέω χαμογελαστά βγαίνοντας από το γραφείο του κλείνω την πόρτα και ανεβαίνω προς τα πάνω στο υπνοδωμάτιό μου. Αφού πλένω τα δόντια μου και βάζω τις πιτζάμες μου ξαπλώνω στο κρεβάτι μου επιτέλους. Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι το γεγονός πως σε λίγο διάστημα ο πατέρας μου δεν θα έρχεται πλέον καθημερινά στην δουλειά ενώ ο Άλεξ θα είναι το αφεντικό μου πλέον και θα αναγκάζομαι να τον βλέπω σε καθημερινή βάση λόγο τις δουλειάς χωρίς να μπορώ να το αποφύγω. Και με όλες αυτές τις σκέψεις βυθίζομαι σε έναν όχι και τόσο ευχάριστο ύπνο. 


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top