κεφάλαιο 12

Η εβδομάδα πέρασε χωρίς να γίνει κάτι το ιδιαίτερο μετά την περασμένη Δευτέρα όπου και ξέσπασα κλαίγοντας στο μπάνιο προσπαθούσα να σκέφτομαι όσο λιγότερο μπορώ τον Άλεξ. Αυτό βέβαια είναι αδύνατον όσο είμαι στο γραφείο και τον βλέπω να κάθετε απέναντί μου και δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Όμως τον έχω πιάσει αρκετές φορές και τον ίδιο να με κοιτάζει είτε από το γραφείο του είτε σε κάποια από τις συναντήσεις μας στον χώρο των συσκέψεων, αυτό σημαίνει πως ακόμα με θέλει ή έτσι πιστεύω τουλάχιστον αφού έκτος από ένα για και τι κάνεις καλά δεν έχουμε ανταλλάξει άλλες κουβέντες μεταξύ μας από εκείνη την ημέρα στο σπίτι του. Σήμερα είναι Τετάρτη παραμονή των ευχαριστιών και οι περισσότεροι ετοιμάζονται να φύγουν για να επισκεφτούν τους δικούς του και να περάσουν την γιορτή όλοι μαζί. Η εταιρία μας θα μείνει κλειστή και θα ανοίξουμε από Δευτέρα αφού κάποιοι θα πρέπει να ταξιδέψουν αρκετά μακριά και δεν θα μπορέσουν να γυρίσουν πίσω για την Παρασκευή. 

Τακτοποιώ κάποια τελευταία έγραφα σε φακέλους και μαζεύω τα πράγματά μου. Έχω ήδη την βαλίτσα στο αμάξι μου για να φύγω κατευθείαν από την δουλειά. Θέλω το λιγότερο τέσσερις ώρες μέχρι την Βοστόνη εφόσον δεν έχει κίνηση στους δρόμους - πράγμα αδύνατον κοιτάω το ρολόι που δείχνει 15:25. Ευτυχώς σήμερα φόρεσα ένα εφαρμοστό τζιν παντελόνι με ένα πουκάμισο σε λαδί χρώμα ώστε να μπορώ να οδηγήσω άνετα. Έχω πάρει και τα αγαπημένα μου αθλητικά μαζί ώστε να τα φορέσω όσο θα οδηγώ γιατί με τις γόβες μου μέχρι να φτάσω στο σπίτι δεν θα νιώθω τα πόδια μου. Παίρνω την τσάντα μου φοράω το παλτό μου και βγαίνω απο το γραφείο μου.  <<Έλενα>> λέω στην γραμματέα μου <<Εγώ θα φύγω μπορείς να πηγαίνεις και εσύ δεν υπάρχει λόγος να κάτσεις άλλο>> της λέω γλυκά <<Σε ευχαριστώ πολύ Άννα>> λέει χαμογελώντας μου <<Που θα περάσεις εσύ την ημέρα των Ευχαριστιών>> της ρωτάω <<Θα επισκεφτώ τους γονείς μου στην Βιρτζίνια έχω πολύ καιρό να τους δω>> λέει κάπως στεναχωρημένα <<Σε καταλαβαίνω καλά να περάσεις>> της λέω γλυκά <<Και εσείς επίσης θα πάτε στην Βοστόνη όπως έμαθα >> με ρωτάει με χαμόγελο <<Ναι μαζί με τα ξαδέλφια μου τα παιδιά του αδελφού του πατέρα μου>> λέω ενώ σκέφτομαι πόσο μου άρεσε να περνάω παλιά τις γιορτές μαζί τους και να παίζουμε μέχρι το βράδυ όταν ήμασταν μικρά. <<Καλό ταξίδι>> μου λέει η Έλενα <<Επίσης>> της ανταποδίδω το χαμόγελο και πάω να φύγω όταν ξαφνικά η πόρτα του γραφείου του Άλεξ ανοίγει και αυτός βγαίνει έξω κρατώντας τα πράγματά του. 

Προχώρησα γρήγορα προς το ασανσέρ και το κάλεσα ελπίζοντας πως δεν θα με προλάβει αλλά δυστυχώς τον ένιωσα να έρχεται από πίσω μου. Οι πόρτες του ασανσέρ ανοίγουν και μπαίνουμε και οι δυο μέσα αμίλητοι. Ο Άλεξ πατάει το κουμπί του ισογείου και το ασανσέρ αρχίζει να κατεβαίνει προς τα κάτω. Μετά από λίγα λεπτά αποφασίζω να σπάσω την σιωπή <<Καλά να περάσεις>> λέω κάπως ξέπνοά χωρίς να μπορώ να ακούσω ούτε η ίδια σχεδόν την φωνή μου. Άλεξ όμως το άκουσε και σήκωσε απότομα το κεφάλι του από το κινητό του που τόση ώρα κοιτούσε απορροφημένος. <<Σε ευχαριστώ πολύ επίσης>> λέει κάπως σκεφτικός <<Θα πας κάπου για την ημέρα των Ευχαριστιών;>> συνεχίζω ρωτώντας τον <<Ναι θα επισκεφτώ τους γονείς μου στο Σιάτλ πετάω σε μιάμιση ώρα>> λέει κοιτάζοντάς με στα μάτια. Τα μάτια του μαγνητίζουν τα δικά μου και δεν μπορώ να κοιτάξω αλλού νιώθω τόσο οικία στο βλέμμα του λες και τον γνωρίζω μια ζωή <<Καλά να περάσεις>> του απαντάω προσπαθώντας να δείχνω ψύχραιμη <<Και εσύ ο πατέρας σου μου είπε πως θα πάτε στην Βοστόνη για το τετραήμερο>> λέει ενώ συνεχίζει να με κοιτάζει αλλά πλέον το βλέμμα με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω και αρχίζω να ανατριχιάζω και κάτι που είχα εδώ και κάποιο διάστημα να νιώσω επιστρέφει εκεί χαμηλά μέσα μου ανάμεσα στα πόδια μου. Μπορεί να καθόμαστε στις δυο άκρες του ασανσέρ αλλά η επιρροή που ασκεί πάνω στο σώμα μου ακόμα είναι τεράστια ακόμα και με ένα του βλέμμα μόνο. 

Αχ σκέφτομαι πόσο μου έχει λείψει να τον νιώσω μέσα μου. Ξαφνικά ο ήχος από τις πόρτες του ασανσέρ που ανοίγουν με βγάζουν από τις σκέψεις μου και με επαναφέρουν στην πραγματικότητα. <<Ναι φεύγω τώρα αμέσως για Βοστόνη>> λέω και βγαίνω από το ασανσέρ πηγαίνοντας προς την είσοδο. Νιώθω τον Άλεξ πίσω μου να με ακολουθεί <<Καλά να περάσεις να προσέχεις>> μου λέει και γυρίζω να τον κοιτάξω . Βλέπω στα μάτια του πως με νοιάζεται πραγματικά <<Σε ευχαριστώ πολύ και εσύ>> του λέω και προχωράω προς το γκαράζ μπαίνω στο αμάξι μου και αφού βγάλω τις γόβες μου και φορέσω τα αθλητικά βάζω μπροστά και ξεκινάω για την Βοστόνη κάτω από το σκοτεινό και βροχερό ουρανό του Μανχάταν. Μετά από πέντε ώρες φτάνω επιτέλους έξω από το τεράστιο πατρικό μας σπίτι σε άσπρο χρώμα ενώ τα μαύρα παραθυρόφυλλα έρχονται σε αντίθεση με το οίκημα.  Το σπίτι μας διαθέτει τεράστιο κήπο με λουλούδια και πολλά δέντρα βέβαια, λόγο τις εποχής δεν υπάρχουν πολλά. Παρκάρω το αμάξι μου έξω από το γκαράζ μας το οποίο είναι και αυτό σε ίδια απόχρωση με το σπίτι. Βλέπω το SUV Mercedes  GLE Coupé του πατέρα μου παρκαρισμένο καθώς και το  Audi SUV του θείου μου. Προφανώς έχουν φτάσει όλοι ήδη. Ο πατέρας μου είχε φύγει ήδη από το πρωί όπως με είχε ενημερώσει η Έλενα για να υποδεχτεί τον θείο μου και την οικογένειά του. 

Βγάζω από το πορτ μπαγκαζ την μεγάλη βαλίτσα μου καθώς και άλλη μία πιο μικρή με τα καλλυντικά μου. Παίρνω την τσάντα μου και τις γόβες που είχα βγάλει και αφού κλειδώνω το αυτοκίνητό μου πηγαίνω προς την είσοδο του σπιτιού  ακούω φωνές από μέσα ενώ τα φώτα του σπιτιού φαίνονται απ' έξω δεξιά και αριστερά υπάρχουν μαύρα κάγκελα και ανεβαίνω τα δυο σκαλοπάτια και χτυπάω το κουδούνι περιμένοντας να μου ανοίξουν. Η θεία, η Έμμα ανοίγει την πόρτα είναι γύρω στα 50 με μαύρα μαλλιά και μάτια. <<Άννα καλώς ήρθες γλυκιά μου>> μου λέει και με αγκαλιάζει σφιχτά τι έχουν πάθει όλοι και με αγκαλιάζουν λες και θα  θέλουν να με σκάσουν <<Μόνη;>> ρωτάει και ανασηκώνει το φρύδι της. Ήμαρτον λέω από μέσα μου <<Καλησπέρα θεία ναι όπως βλέπεις>> της λέω και προσπαθώ να ξεκολλήσω από την αγκαλιά της <<Ίσως του χρόνου>> ρωτάει ρητορικά σαν να ελπίζει για κάτι <<Πέρνα μέσα σε περιμένουν>> μου λέει και παραμερίζει για να μπω στο εσωτερικό του σπιτιού. Αφήνω τα πράγματά μου δίπλα από την διπλή τεράστια σκάλα με τις δυο κυνικές κολόνες να της συγκρατούν και πηγαίνω προς το μεγάλο σαλόνι. 

Το σπίτι μας είναι τεράστιο με πέντε υπνοδωμάτια και άλλα τόσα μπάνια υπάρχει μια μεγάλη βιβλιοθήκη με γραφείο για όσους θέλουν να εργαστούν καθώς διαθέτει μεγάλο γραφείο και υπολογιστή αλλά υπάρχει και στον επάνω όροφο δυο εξωτερικά μπαλκόνια με καναπέδες αλλά τα χρησιμοποιούμε μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι γονείς μου μαζί με τον θείο μου τον Τζέιμς κάθονται στο πρώτο σαλόνι δίπλα στο τζάκι υπάρχου δυο σαλόνια τα οποία ενώνονται μεταξύ τους με μια εσωτερική πόρτα. Υπάρχουν τρία μεγάλα παράθυρα που την ημέρα μπαίνουν οι ακτίνες του ήλιου και το ζεσταίνουν ενώ σου επιτρέπουν να θαυμάσεις την ομορφιά από τους κήπους έξω. Τριγύρω στο δωμάτιο μπορείς να δεις διάφορα αντικείμενα εποχής από ξύλο καθώς και πολλούς πίνακες ζωγραφικής που διακοσμούν τους τοίχους. Σε μια γωνία του δωματίου υπάρχει ένα στρογγυλό τραπεζάκι σε φυσικό ξύλινο χρώμα με τέσσερις ασορτί καρέκλες και ένα βάζω με λουλούδια πάνω του ενώ στην απέναντι γωνία υπάρχει άλλο ένα στρογγυλό με δυο πολυθρόνες. Ακούω τις φωνές από τα ξαδέλφια μου να έρχονται από το άλλο σαλόνι. 

<<Καλησπέρα σας>> λέω στους γονείς μου και στον θείο μου. Ο θείος μου σηκώνετε αμέσως όρθιος με το που ακούει την φωνή μου <<Καλώς ήρθες Άννα>> μου λέει και με αγκαλιάζει ενώ μου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο. <<Καλώς ήρθες αγάπη μου>> λέει η μητέρα μου φιλάω την μητέρα μου και τον πατέρα μου στο μάγουλο <<Κάθισε Άννα πως ήταν το ταξίδι σου;>> με ρωτάει ο θείος μου. Κάθομαι σε μία απο τις δυο καρέκλες δίπλα απο το άσπρο καναπέ που υπάρχουν. Η θεία μου έρχεται και κάθετε και αυτή δίπλα απο την δικιά μου <<Μια χαρά ήταν θείε ευτυχώς δεν είχε πάρα πολύ κίνηση>> του λέω χαμογελώντας <<Ελπίζω του χρόνου να την κάνεις την διαδρομή αυτή με παρέα και όχι μόνη σου>> πετάγεται και λέει η θεία μου ενώ η μητέρα μου κουνάει το κεφάλι της συγκαταβατικά <<Είναι ώρα να νοικοκυρευτείς Άννα>> συμπληρώνει. Κάποιες πρέπει να έχουν συζητήσει μεταξύ τους μέχρι να έρθω είναι σαν να ακούω την μητέρα μου. <<Θα δούμε>> λέω απλά και κοιτάζω την φωτιά που σιγοκαίει. Ήρθα να ξεχάσω τον Άλεξ όχι να μου τον θυμίζουν κάθε τρις και λίγο <<Είμαι σίγουρος πως θα βρεθεί και για την Άννα ο κατάλληλος αργά η γρήγορα>>λέει ο θείος μου που κατάλαβε ότι με πιέζουν. <<Ο Λούκας και η Ολίβια είναι στο άλλο σαλόνι;>> Ρωτάω τον θείο μου προσπαθώντας να βρω απεγνωσμένα διαφυγή απο εκεί. <<Ναι σε περιμένουν, ανυπομονούσαν απο το πρωί να σε δουν>> Σηκώνομαι και πηγαίνω προς το άλλο δωμάτιο. Άλλες χρονιές με πείραζε που ή μητέρα μου με την θεία μου με πίεζαν να βρω κάποιον αλλά φέτος δεν μπορώ να το διαχειριστώ ξέρω πες βαθιά μέσα μου αυτός που επιθυμούσα να είναι εδώ βρίσκετε χιλιόμετρα μακριά μου...    

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top