κεφάλαιο 6
Πλησιάζω τον Άλεξ ο οποίος ανοίγει την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου <<Μωρό μου είσαι υπέροχη>> μου ψιψιρίζει στο αυτί μου καθώς μου δίνει το χέρι του ώστε να μπω μέσα στο αμάξι και κλείνει την πόρτα ο Άνταμ ανοίγει την πόρτα στον Άλεξ ο οποίος κάθετε δίπλα μου. <<Άνταμ μπορείς να ξεκινήσεις>> λέει ο Άλεξ και αυτός βάζει μπροστά αμέσως και βγαίνει στους δρόμους τους Μανχάταν <<Μπορώ να μάθω που ακριβώς πηγαίνουμε;>> ρωτάω τον Άλεξ <<Υπομονή μωρό μου σε λίγο θα δεις>> μου λέει και πιάνει το δεξί μου χέρι και το φιλάει απαλά. Μετά από περίπου δέκα λεπτά ο Άνταμ σταματάει μπροστά σε ένα εστιατόριο και κατεβαίνει να ανοίξει την πόρτα του Άλεξ ενώ την δικιά προλαβαίνει και την ανοίγει ένας από τους υπαλλήλους του εστιατορίου. Μου δίνει ευγενικά το χέρι του ώστε να κατέβω και ακριβώς εκείνη την στιγμή ο Άλεξ βρίσκετε στο πλευρό και μόνο τότε παρατηρώ ότι δεν είναι ένα οποιοδήποτε εστιατόριο αλλά το Daniel το καλύτερο Γαλλικό εστιατόριο της Νέας Υόρκης. Ποτέ μου δεν φανταζόμουν πως θα έτρωγα εδώ, ο Άλεξ πιάνει απαλά το χέρι μου και με οδηγεί προς την είσοδο όπου ένας υπάλληλος ρωτάει το όνομα της κράτησής μας <<Άντριου>> του λέει απλά ο Άλεξ και μας οδηγεί στο εσωτερικό και στον κύριο χώρο όπου μας δείχνουν το τραπέζι μας.
Ο χώρος είναι γεμάτος από κόσμο που δειπνούν ενώ η αρχιτεκτονική και η διακόσμηση του χώρου είναι εντυπωσιακή και άκρος πολυτελής. Ο Άλεξ τραβάει την καρέκλα μου ώστε να κάτσω και στην συνέχεια κάθετε απέναντί μου. Παρατηρώ πως το χαμόγελο το οποίο είχε πριν από λίγα λεπτά στο πρόσωπό του πλέον έχει εξαφανιστεί και κάτι άλλο φαίνεται πως τον απασχολεί αλλά, δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς. Ένας από τους σερβιτόρους έρχεται και μας φέρνει ένα μπουκάλι ερυθρό κρασί Unico 2005 από Bodegas Vega Sicilia και ρίχνει μια μικρή ποσότητα στο ποτήρι μου για να το δοκιμάσω. Πριν καν γευτώ το κρασί το άρωμά του κατακλύζει την ατμόσφαιρα, πλησιάζω το ποτήρι στα χείλη μου και πίνω μια γουλιά κλείνοντας τα μάτια και νιώθω όλες τις πλούσιες τανίνες του να μου κυριεύουν τον ουρανίσκο μου και να βγάζει τόσο υπέροχα αλλά και ταυτόχρονα περίπλοκα αρώματα μοναδικά όπως και το όνομά του. Ο σερβιτόρος γεμίζει το ποτήρι του Άλεξ και αφού αφήνει το μπουκάλι μέσα στην σαμπανιέρα αποχωρεί από το τραπέζι μας.
Βλέπω το χαμόγελο του Άλεξ να εμφανίζεται και πάλι στο πρόσωπό του <<Γιορτάζουμε κάτι και δεν το ξέρω;>> τον ρωτάω αναρωτώμενη ακόμα το λόγο της σημερινής μας εξόδου <<Δεν χρειάζεται να γιορτάζουμε κάτι για να φέρω την κοπέλα μου για δείπνο σε ένα εστιατόριο στο κάτω κάτω είναι το πρώτο μας ραντεβού σαν κανονικό ζευγάρι>> λέει και χαμογελάει καθώς ο σερβιτόρος έρχεται και φέρνει τα πρώτα πιάτα με φουά Γκρα. Όντως είναι το πρώτο μας κανονικό ραντεβού μου φαίνεται τόσο περίεργο που τόσο καιρό δεν έχουμε βγει μόνοι μας. Ο Άλεξ ξεκινάει να τρώει και δείχνει με νεύμα το πιάτο μου σαν να μου λέει να φάω. Παίρνω το πιρούνι μου και δοκιμάζω μια μπουκιά είναι πραγματικά υπέροχο δεν έχω δοκιμάσει καλύτερο ποτέ. Ο σερβιτόρος ήρθε πάλι αυτή την φορά με ένα πιάτο που περιέχει ραβέντι, σέλινο, σουσάμι, γουασάμπι και κρέμα γάλατος. Συνεχίσαμε με αρνί και άλλα υπέροχα πιάτα στο σύνολό τους επτά με τελευταίο ένα υπέροχο παγωτό σορμπέ. Η αλήθεια είναι πως με το ζόρι έφαγα το επιδόρπιο στο τέλος είχα είδη χορτάσει από όλα τα υπόλοιπα αλλά, δεν υπήρχε περίπτωση να άφηνα ένα τόσο τέλειο παγωτό. Ο Άλεξ με παρατηρούσε καθώς έτρωγα την τελευταία κουταλιά από το γλυκό και ο σερβιτόρος πήρε τα πιάτα μας ώστε να ήμαστε άνετα στο τραπέζι και να απολαύσουμε το υπόλοιπο κρασί μας.
Ένιωθα το βλέμμα του Άλεξ να γίνεται πιο έντονο καθώς πίναμε και οι δυο μας από τα ποτήρια μας σε όλο το δείπνο είχαμε ανταλλάξει ελάχιστες κουβέντες και αυτές σχετικά με την δουλειά με έτρωγε η περιέργεια να μάθω που είχε εξαφανιστεί όλη την ημέρα <<Είχες κάποιο ραντεβού σήμερα;>> τον ρώτησα αδιάφορα χωρίς να θίξω άμεσα το ερώτημα το οποίο με βασάνιζε από το πρωί <<Όχι κανένα>> λέει απλά και χαμογελάει ελάχιστα και το αίμα μου αρχίζει να βράζει και ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΗΤΑΝ. Ο Άλεξ καταλαβαίνει πως προφανώς αναρωτιέμαι που ήταν όλη μέρα γιατί το χαμόγελό του γίνετε όλο και μεγαλύτερο. Το κάθαρμα παίζει μαζί μου <<Γιατί δεν με ρωτάς Άννα αυτό που θες να μάθεις;>> λέει τάχα αδιάφορα και με εκνευρίζει ακόμα περισσότερο από πριν <<Ωραία θέλω να μάθω που ήσουν όλη την ημέρα και δεν μου έστειλες ούτε ένα μήνυμα ούτε τηλέφωνο και δεν ήρθες σπίτι>> του λέω με μια ανάσα. Βλέπω στο πρόσωπό του ακόμα το χαμόγελο <<Δεν ήξερα μωρό μου πως ζηλεύεις>> λέει και θέλω να τον παρατήσω και να φύγω αλλά, περιμένω μια απάντηση <<Δεν ζηλεύω>> λέω και σηκώνει το φρύδι του. Ξέρει πως αυτό είναι ψέμα όπως το γνωρίζω και η ίδια <<Μη λες ψέματα μωρό μου>> λέει και πίνει λίγο από το κρασί του επίτηδες δεν μου απαντάει εκτός και εάν δεν θέλει να μου πει εάν ήταν κάπου που δεν θέλει να ξέρω. Διώχνω την σκέψη από το μυαλό μου και το κοιτάζω έντονα στα μάτια περιμένοντας να ακούσω την απάντηση του αλλά τίποτα.
<<Άλεξ θα μου πεις επιτέλους που στο καλό ήσουν όλη την ημέρα;>> λέω με πιο δυνατή φωνή απ΄ ότι ήθελα και η ίδια και κάποια κεφάλια γυρίζουν προς το μέρος μας και μας κοιτάζουν και γίνομαι κατακόκκινη από ντροπή. Ο Άλεξ καταλαβαίνει πως είμαι έκτος εαυτού και πλησιάζει πιο κοντά στο τραπέζι και πιάνει το χέρι μου το οποίο έχω ακουμπήσει πάνω. Το χαϊδεύει απαλά και κάπως η καρδιά μου ηρεμεί αλλά, ακόμα θέλω να μάθω <<Θες να μάθεις που ήμουν όλη την ημέρα θα σου πω>> λέει ο Άλεξ και περιμένω να ακούσω <<Είχα πάει μια βόλτα ήθελα να αγοράσω κάτι>> λέει κάπως αινιγματικά και σφίγγει ελάχιστα το χέρι μου πριν το απομακρύνει από το δικό μου και το βάζει μέσα στην τσέπη του σακακιού του βγάζοντας ένα μικρό κουτάκι από μέσα. Ένα πολύ γνωστό μπλε κουτάκι και ξαφνικά μου κόβετε η ανάσα το βάζει πάνω στο τραπέζι και το ανοίγει σιγά - σιγά αποκαλύπτοντας ένα πανέμορφο διαμαντένιο δαχτυλίδι από Tiffany & Co. Προσπαθώ να αναπνεύσω αλλά, μάταια <<Άννα θέλω να με παντρευτείς θέλω να γίνεις γυναίκα μου μόνο δικιά μου πρώτη φορά στην ζωή μου νιώθω έτσι όπως αισθάνομαι μαζί σου σε θέλω σε χρειάζομαι>> λέει και με κοιτάει βαθιά στα μάτια και ξέρω πως εννοεί την κάθε του λέξη έχω σοκαριστεί.
Ο Άλεξ περιμένει την απάντηση μου εισπνέω βαθιά προσπαθώντας να γεμίσω τους πνεύμονές μου με οξυγόνο κλείνω για λίγα λεπτά τα μάτια μου για να συνειδητοποιήσω αυτό που μόλις συνέβη και όταν τα ανοίγω βλέπω το άγχος να έχει κυριεύσει τον Άλεξ αλλά, του χαμογελάω και καταπίνω πριν του δώσω την απάντησή μου <<Δεν υπάρχει τίποτα που θα με έκανε πιο ευτυχισμένη από το να γίνω γυναίκα σου σε ερωτεύτηκα Άλεξ από την πρώτη στιγμή που σε είδα αν και άργησα να το καταλάβω>> του λέω και χαμογελάει επιτέλους αφήνοντας την ανάσα που κρατούσε τόση ώρα. Βγάζει το δαχτυλίδι από το κουτάκι και παίρνει το αριστερό μου χέρι και το τοποθετεί στο παράμεσο δάχτυλό μου, μου κάνει ένα απαλό χειροφίλημα και ύστερα αφήνει το χέρι μου απαλά στο τραπέζι. Αυτή την στιγμή νιώθω η πιο τυχερή γυναίκα σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Κοιτάζω το δαχτυλίδι το οποίο θα πρέπει να κοστίζει μια περιουσία στην μέση υπάρχει ένα τεράστιο διαμάντι καθώς και δυο σειρές με μικρότερα τα οποία φτάνουν μέχρι την μέση του δαχτυλιδιού δεξιά και αριστερά. Κοιτάζω το χέρι μου και ακόμα δεν μπορούσα να πιστέψω τι ακριβώς συνέβη πριν από λίγο θέλω να τον αγκαλιάσω αλλά, αυτό σίγουρα δεν είναι το κατάλληλο μέρος. Ο Άλεξ σηκώνετε από την θέση του και μου δίνει το χέρι του <<Νομίζω πως η βραδιά μας έφτασε στο τέλος της θα ήθελα να περάσω λίγο προσωπικό χρόνο με την αρραβωνιαστικιά μου>> λέει και με κοιτάζει και πιάνω το χέρι του μόνο στο άκουσμα της λέξης αρραβωνιαστικιάς μου κόβετε η ανάσα αλλά αυτή την στιγμή θέλω όσο τίποτα άλλο να βρεθώ στην αγκαλιά του. Παίρνω την τσάντα μου και τον ακολουθώ προς την έξοδο <<Καλό σας βράδυ>> μας εύχεται η κοπέλα στην υποδοχή και βλέπω πως ο Άνταμ είναι ήδη στην είσοδο και μας περιμένει ο Άλεξ μου ανοίγει την πόρτα και στην συνέχεια πηγαίνει προς την άλλη πλευρά του αυτοκινήτου. Μόλις ο Άλεξ μπαίνει στο αμάξι ο Άνταμ βάζει μπροστά <<Σπίτι Άνταμ>> λέει ο Άλεξ και αμέσως βγαίνει στην Ε 65 με κατεύθυνση το σπίτι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top