Η τραγική της μοιραία ζωή...

Στο μέχρι πρότινος έρημο τοπίο της μεγάλης ακτογραμμής, ξεχώριzε η φιγούρα μιας γυναίκας που περπατούσε αργά, σταθερά αλλά με ένα δυσμενή, δραματικό, συγκλονιστικό θα έλεγε κανείς βηματισμό. Το μακρύ φόρεμα της, άσπρο στο πάνω μέρος και μαύρο στο κάτω έφτανε μέχρι την άμμο και άρχιζε να ανεμίζει όταν ο άνεμος ξεσηκώθηκε. Όμως δεν ήταν δυνατός.

Πλησίασε προς την ακτή και στάθηκε για να παρατηρήσει τη θάλασσα. Η μέρα ήταν μουντή καθώς ο ήλιος δεν έκανε τη χάρη να βγει για πολύ σήμερα και ο ουρανός συννεφιασμένος καθώς ήταν, έδειχνε σημάδια ότι θα φέρει βροχή. Η νεαρή γυναίκα κοίταξε για λίγο μονάχα τον γκρίζο από σύννεφα ουρανό και στη συνέχεια στύλωσε τη ματιά της προς τη θάλασσα για τα επόμενα δεκαπέντε λεπτά. Την κοίταξε μέχρι τον πιο μακρινό ορίζοντα, εκεί όπου ξεκινούσε κάτι σαν ωκεανός. Από ήρεμη μετατρεπόταν και αυτή σε φουρτουνιασμένη σε σκοτεινό χρώμα, σταδιακά λόγω της ακραίας μεταβολής του καιρού. Τα κύματα ωστόσο, μέχρι τότε ήταν ακόμα μικρά και έβρεχαν ίσα ίσα τα πέλματα των ποδιών της.

 Οι ενθυμήσεις του τότε αναδύθηκαν στην επιφάνεια...Το κρατούσε στην αγκαλιά της πριν λίγο καιρό, το νανούριζε, το τάιζε και το φρόντιζε όσο πιο καλύτερα γινόταν. Με τη γεμάτη της καρδιά από το αίσθημα της μητρικής στοργικής και ανιδιοτελούς αγάπης. Τυλιγμένο  στο ζεστό κόρφο της το είχε συνήθως, σε εκείνη τη καλύβα με τις υποτυπώδεις συνθήκες διαβίωσης, όπου το γέννησε με τη βοήθεια μιας μαίας. Δεν έβγαινε συχνά από το σπίτι-ειδικά από τη στιγμή που η εποχή ήταν παγωμένη με ψυχρούς τραχείς χειμώνες- παρά μόνο για τα απαραίτητα τρόφιμα και φάρμακα του μωρού και άμα ήταν τυχερό, της τα έφερνε η μαία η ίδια.

Δεν είχε πλέον το παιδάκι της, εκείνο το αθώο πανέμορφο πλάσμα κοντά της. Το έχασε, της το 'πήρε' η θάλασσα και το παρέσυρε. {Στη πραγματικότητα, κάποιος κακός απάνθρωπος έκλεψε το καλάθι στο οποίο συνήθιζε να αναπαύεται το μωρό, ενόσω η μητέρα κοιμόταν. Ο άκαρδος ανέβηκε στο πλοίο με κατεύθυνση το λιμάνι της μακρινής μεγαλούπολης και χάθηκε για πάντα πίσω από τα σύννεφα της πυκνής ομίχλης. Τη πρώτη μέρα του ταξιδιού ξέσπασε μια ομίχλη που πύκνωσε επικίνδυνα κάνοντας δύσκολο το ταξίδι του πλοίου και καθιστώντας το εξαφανισμένο. Κανείς δεν έμαθε για τη τύχη του, αν έφτασε στο προορισμό του ή αν βούλιαξε εξαιτίας μιας πιθανής διαταραχής του καιρού. Όλοι οι επιβάτες εκείνου του μοιραίου πλοίου κηρύχθηκαν αγνοούμενοι. Το νεογέννητο πλασματάκι διασώθηκε, όμως με τίμημα τη καινούρια και διαφορετική ταυτότητα της ύπαρξης του. Κλήθηκε να μεγαλώσει σε ένα σπίτι ξένων ανθρώπων οι οποίοι ωστόσο του έδειξαν την ανάλογη αγάπη, όμοια με τη δύσμοιρη χαμένη μητέρα του.}

Θρήνησε το χαμό του παιδιού της για επανειλημμένη φορά, επειδή θυμήθηκε...και όταν της πέρασε  το βάρος της ψυχικής φόρτισης στιγμιαία και τα αλμυρά της δάκρυα  στέγνωσαν θυμήθηκε πως είχε να ασχοληθεί με οικιακές δουλειές και πήρε το δρόμο για την επιστροφή στην καλύβα της. Ο ψυχικός πόνος δεν θα έφευγε ποτέ πάνω από τους ώμους της καρδιάς της.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top