1⟭

   Από μωρό η Αντιγόνη συνάντησε δυσκολίες, καταθλίψεις και πόνο. Η ζωή της συνέθεσε και έδεσε τη μοίρα της με τραγωδίες. Αρρώστησε όταν ήταν νεογέννητο, πέρασε την ψυχολογική κακομεταχείριση από τον πατέρα της, πληγώθηκε από συνομίληκες στην εφηβεία και πλήγωσε με τη σειρά της άδικα ορισμένους ανθρώπους, ερωτεύτηκε τον ακατάλληλο άντρα που της καθόρισε το πιο απρόβλεπτο και συγκλονιστικό κομμάτι της μοίρας της.

  [...]

 Γεννήθηκε ένα φωτεινό δειλινό και το δυνατό της κλάμα ξέσκιζε την ατμόσφαιρα στο δωμάτιο της κλινικής. Η μαμά της πάλευε να την ηρεμήσει στην αγκαλιά της, όμως η Αντιγόνη δεν έλεγε να ησυχάσει. Ο γιατρός παραξενεύτηκε και τελικά λίγες μέρες αργότερα εντόπισε και διέγνωσε την αιτία. Το μωρό γεννήθηκε κουβαλώντας ένα σοβαρό μικρόβιο που έπρεπε να εξουδετερωθεί το συντομότερο. Οι γονείς έκαναν τάμα και προσευχές στην Παναγία και από ότι φάνηκε έπιασαν τόπο σε συνδυασμό με την έγκαιρη προσπάθεια του γιατρού. Το νεογέννητο θεραπεύτηκε αλλά η αρρώστια του ξαναεμφανίστηκε έξι χρόνια μετά όταν σαν παιδάκι είδε ένα 'τρομακτικό' συμβάν-τον πόλεμο ανάμεσα σε δύο ταύρους στο χωράφι- να εκτυλίσσεται μπροστά του με αποτέλεσμα να ανεβάσει υψηλό πυρετό από το άγχος και έτσι να επαναφέρει το μικρόβιο. Ο γιατρός διαβεβαίωσε τους γονείς μόλις θεράπευσε την μικρούλα τους ξανά, ότι δεν έπρεπε να αγχώνεται υπερβολικά το παιδάκι γιατί είναι σαν να έφερνε ξανά το σοβαρό μικρόβιο στον οργανισμό της.

Οκτώ χρονών θα'ταν όταν έζησε το δεύτερο δυσάρεστο περιστατικό της ζωής της... χρειάστηκε ένα απόγευμα να το περάσει με τον μπαμπά της. Η μαμά της τους είχε αφήσει για μερικές ώρες επειδή έπρεπε να πάει στο σπίτι δύο ηλικιωμένων, για χάρη των οποίων αναλάμβανε τη φροντίδα τους σαν σπιτική νοσοκόμα.   

 Η μικρή έπαιζε σε μια γωνίτσα με τα παιχνίδια της ήσυχα και ζωγράφιζε αφηρημένα με τις κηρομπογιές. Ξαφνικά ο μπαμπάς της την έπιασε νευριασμένος από τους αγκώνες και την κατηγόρησε για το γεγονός ότι δεν έμαθε ακόμα να κάνει δουλειές στο σπίτι, πλύσιμο έστω αν όχι σιδέρωμα και κηπουρική. Τα περισσότερα παιδάκια του νησιού μάθαιναν και ήξεραν από τους δικούς τους μια, δύο τουλάχιστον οικιακές δουλειές, όμως η μαμά της Αντιγόνης την πρόσεχε υπερβολικά και την κρατούσε μακριά από αυτές, γιατί όπως έλεγε ήταν πολύ μικρή ακόμα. Ο πατέρας  παραπονιόταν και θύμωνε με τον καιρό, ιδιαίτερα επειδή η γυναίκα του δεν μπορούσε να φέρει στο κόσμο άλλα παιδιά. Βασικά επειδή δεν θα είχε την ευκαιρία να αποκτήσει αρσενικούς απογόνους ξανά, για αυτό ως αποτέλεσμα ξεσπούσε τα νεύρα του πάνω στην κόρη του.

Η μικρή έτρεχε στην μαμά της στεναχωρημένη και εκείνη πάσχιζε να την καθησυχάσει και φυσικά να συνετίσει τον άντρα της Χαρίδημο, ακόμα και αν χρειαζόταν  να καυγαδίσει μαζί του. Το αποτέλεσμα -μιας σωρείας άσχημων γεγονότων που συνέβαιναν- ήταν να πάθει κατάθλιψη και ο μπαμπάς της μικρής να στραφεί εναντίον της για το πάθημα της γυναίκας του. Όμως μια μέρα...ο Χαρίδημος  πλησίασε διστακτικά και με γλυκιά διάθεση την Αντιγόνη και της είπε: « συγνώμη χαρά μου, υπήρξα ανάλγητος και απότομος μπαμπάς που ωστόσο σε αγαπά. Δεν θα σε ξαναμαλώσω, ούτε θα κατηγορήσω την μαμά σου επειδή δεν γέννησε αγόρι » την πήρε και την έβαλε να καθίσει στα πόδια του. Το κοριτσάκι τον κοιτούσε με φανερής δυσπιστία, αλλά σιγά σιγά δεχόταν την αγκαλιά και  το να κάθεται στα πόδια του μπαμπά του. Ο δεσμός τους είχε στα σίγουρα φτιαχτεί; Θα γινόταν ξεκάθαρο τα επόμενα χρόνια, μόλις η Αντιγόνη μεγάλωνε και εξελισσόταν σε κοπέλα.


    [...]

Η Ηλιάδα ήταν ένα ντόπιο κορίτσι του νησιού που έμαθε να εργάζεται σταθερά και τακτικά από μικρή για να βοηθά τους δικούς της. Τα χέρια της δημιουργούσαν με μαεστρία χειροποίητες κατασκευές  ξύλινων ή πάνινων παιχνιδιών και καταπιάνονταν τέλεια με ένα σωρό άλλες δουλειές όπως μαγείρεμα και πλύσιμο. Με το που αποφοίτησε από το λύκειο, ξεκίνησε να εργάζεται λίγο στο εργαστήρι παραγωγής μικροκατασκευών στο πλευρό των θείων της και σε μια ταβέρνα προκειμένου να συμπληρώνει καλύτερα το εισόδημα της οικογένειας της. Δεν κοιτούσε να προσφέρει μόνο στους ανήμπορους συνταξιούχους γονείς της αλλά κρατούσε τα χρήματα και για τον εαυτό της. Είχε πολλά σχέδια για το μέλλον της....

Πολλά κορίτσια εντυπωσιασμένα από τον γλυκομίλητο και καλόκαρδο-χωρίς ίχνος δόλου χαρακτήρα της, επεδίωκαν τη συντροφιά της παρέας της. Μία από αυτές τις κοπέλες υπήρξε η Αντιγόνη. Την είχε σε υπόληψη και ήθελε τη παρέα της, την έβλεπε σαν πρότυπο επειδή  ήταν πιο έξυπνη, ώριμη, ευφυής, πεισματάρα, οραματίστρια και φιλελεύθερη.

Μόνο αυτή εμπιστευόταν και είχε ως φίλη για τρία χρόνια, Οι περισσότερες προηγούμενες φίλες την απογοήτευσαν. Για αυτό όταν η Ηλιάδα ετοίμασε τις αποσκευές της και μετακόμισε στην μεγαλούπολη η Αντιγόνη στεναχωρήθηκε και κατσούφιασε. Θα αναγκαζόταν να βρει καινούριες παρέες και να συμβιβαστεί με τα ίδια απλά, στενόμυαλα, βαρετά παιδιά του τόπου της.

Στο λιμένα τη μέρα της αναχώρησης της Ηλιάδας, γονείς, συγγενείς και φίλοι έλεγαν το αντίο στην κοπέλα και η Αντιγόνη περίμενε υπομονετικά στη σειρά της ελπίζοντας να έβρισκε αρκετά σημαντικά λεπτά η Ηλιάδα για να της δώσει τον χρόνο της.

« Σε αποχαιρετώ, αλλά να θυμάσαι ότι θα σε παίρνω τηλέφωνο ή θα σου στέλνω αλληλογραφία πάντα. Να περνάς καλά Αντιγόνη μου και να το φροντίζεις καθημερινά αυτό » της χαμογέλασε συμπονετικά η Ηλιάδα κοιτώντας τα δάκρυα που αχνοφαίνονταν στις άκρες των ματιών της φίλης της.

« Πως να περάσω καλά βρε Ηλιάδα, αφού φεύγεις σε μακρινές πολιτείες χωρίς επιστροφή; Είσαι η μόνη που μου συμπαραστεκόταν και συνέβαλες στην ενδυνάμωση του χαρακτήρα μου» της έλεγε μουτρωμένη και ενοχλημένη Αντιγόνη.

« Έλα δεν θέλω να ακούω τέτοια παραπονιάρα μου, θα τα καταφέρεις. Πίστεψε στις δυνάμεις σου. Είσαι πολύ γενναιότερη και ισχυρότερη από ότι νομίζεις » της μιλούσε παρακινητικά και η Αντιγόνη έμενε να τη θαυμάζει και να την ευχαριστεί για τις προτροπές της με δέος.

Η είδηση της φυγής της Ηλιάδας φυσικά απλώθηκε σε ολόκληρο σχεδόν το νησί.

« Δεν θα το πιστέψεις αυτό που έμαθα. Η κόρη του Πατρόκλου Ακαμνέα  που δούλευε σε ψαροταβέρνα έφυγε από το νησί και πήγε στην πόλη. Μόνιμα  θα ζήσει εκεί, μου είπαν οι δικοί της. Κρίμα που χάσαμε ένα ακόμα νέο κορίτσι του τόπου μας. Δεν είναι καλό και ευμενές αυτό για τον πληθυσμό μας που τείνει να συρρικνωθεί » πληροφόρησε μια ηλικιωμένη νοικοκυρά η Καλλινίκη την φίλη της.

«Και καλά έκανε, μεταξύ μας Καλλινίκη. Τα όνειρα, οι στόχοι και οι επιδιώξεις της είναι μεγαλύτερα από μια θαλάσσια ταβέρνα. Δεν περιορίζεται σε μια ανιαρή, μίζερη ζωή. Τι να κάνει στο νησί τόσο νέα που είναι, θα μαραζώσει. Για αυτό για να μην αρχίσει να μισεί και να απεχθάνεται τους γύρω της και τις λιγοστές ευκαιρίες του νησιού, καλύτερα που έφυγε. Θα φτάσει στη πόλη και αν είναι έξυπνη, φιλότιμη, εργατική και υπομονετική θα προκόψει » υποστήριζε την άποψη της για την κοπέλα η Νεκταρία, παραξενεύοντας τη φίλη της όποτε την άκουγε. Η Νεκταρία παρά την μεγάλη ηλικία, λίγο πριν τα γεράματα είχε προοδευτικές απόψεις για τη ζωή, δεν ήταν συντηρητική όπως οι κάτοικοι. Η Καλλινίκη δεν συμφωνούσε τόσο με τον τρόπο σκέψης της Νεκταρίας αλλά δεν είχε παρά να υποχωρήσει.

   Ένα φιλικό δέσιμο αναπτύχθηκε ανάμεσα στην Αντιγόνη και ένα από τα κορίτσια της τάξης της, τη Ρόζη που έτεινε να γίνει στενός, ειλικρινής και ψυχικός διότι με κανέναν άλλον δεν είδε η Αντιγόνη να ταιριάζει τόσο καλά. Βέβαια η Ρόζη έφερε και δύο ακόμα φίλες της στη παρέα για να τη μεγαλώσει και η Αντιγόνη δεν έλεγε κουβέντα μέχρι που μια μέρα δεν άντεξε, έπιασε από το χέρι τη Ρόζη για να πάνε να μιλήσουν στο χώρο του γυμναστηρίου του σχολείου.

« Γιατί κάνεις παρέα με αυτές; Νομίζεις ότι σου προσφέρουν κάτι καλύτερο από τη δική μου φιλία; »

« Αντιγόνη! Ακούγεσαι εγωίστρια, ατομικίστρια και μην αναφέρω κάτι άλλο » την κοίταξε νευρικά και αγχωμένα η Ρόζη.

Ένα μεσημέρι, η Αντιγόνη πλησίασε τη Ρόζη εντός του κτιρίου του σχολείου και κουβέντιαζε με τις φίλες της οι οποίες είχαν κάνει ξεκάθαρο πως δεν θέλουν να αναμειγνύονται με την Αντιγόνη λόγω εμπάθειας και ασυμφωνίας χαρακτήρων, επομένως η Ρόζη αναγκάστηκε να μοιράζεται πότε χρόνο με τις κολλητές της πότε με την Αντιγόνη ξεχωριστά. Καμιά τους δεν ήθελε να χάσει. 

« Σας τη παίρνω για λίγο» τους είπε η Αντιγόνη θαρρετά όταν μπήκε με σκοπό να σταματήσει τη συζήτηση τους.

« Εε! Παίρνεις τη φίλη μας μακριά από εμάς με θρασύτητα. Η Ρόζη δεν έχει χρόνο να σπαταλά τρέχοντας κοντά σου όποτε την καλείς ή την τραβάς, χρειάζεται να επικοινωνεί με εμάς κάπου κάπου »

« Ναι έχουμε να πούμε κάποια σημαντικά πράγματα για λίγο » υπογράμμισε η Αντιγόνη με ιδιαίτερη σαφήνεια κοιτάζοντάς τες με μια άκρη του ματιού καθώς γύριζε το κεφάλι της.

« Δεν πρέπει να στο επιτρέπουμε κανονικά ούτε για λίγο. Πως μπορείς να παίρνεις τη Ρόζη τη πιο πιστή φίλη  από τη παρέα μας; Μόνο εδώ τη βλέπουμε για ελάχιστα λεπτά στο διάλειμμα, πουθενά αλλού »

« Είναι δική μου φίλη επίσης πλέον! » τους τόνισε κοφτά και αυστηρά. « Σταματήστε το γιατί δεν έχω σε τίποτα να ξεκινήσω καυγά και να μας δουν όλοι οι καθηγητές και η διευθύντρια »


    [...]

Ο Ευδόκιμος αδημονούσε να αγκυροβολήσει το πλοίο στο οποίο επιβιβαζόταν στο λιμάνι του νησιού. Είχε έρθει εδώ με σκοπό να χαρεί όχι απλώς διακοπές, αλλά να εξασφαλίσει επαγγελματικές συμφωνίες (για την οικοδόμηση παλιών και νέων κτιρίων αρχοντικών κατοικιών)  με μια ομάδα μηχανικών και τους τοπικούς άρχοντες της κοινωνίας. Αυτό ήταν το πιο σημαντικό από όλα και έπρεπε να επιστρατεύσει τη πειθώ του για να το καταφέρει διότι υποψιαζόταν πως μερικοί θα ήταν δύσπιστοι και αρνητικοί στο ενδεχόμενο σύναψης συμφωνίας. Ποιος του έλεγε ότι θα δέχονταν όλοι; Όλο και κάποιος θα έφερνε αντιρρήσεις.

Το πλοίο σταθεροποιήθηκε σε πρόσφορο χώρο και ο νέος άντρας ήταν από τους πρώτες επιβάτες που κατέβηκαν ευτυχώς χωρίς πολλές καθυστερήσεις και αναμονές. Πάτησε στο έδαφος του τόπου και κοίταξε προς όλα τα σημεία ολόγυρα με περηφάνια. Τούτο το νησί εκτός από του ότι ήταν αξιοθαύμαστο, γραφικό και με πανέμορφη βλάστηση θα του 'διασφάλιζε' το αποκορύφωμα της επαγγελματικής του επιτυχίας. Γι αυτό έπρεπε να προσπαθήσει να τα καταφέρει και να μην άφηνε τα εμπόδια να τον αποθαρρύνουν από τον στόχο του.

Η Αντιγόνη κρατούσε στο ένα καλάθι λαχανικά και στο άλλο φρούτα που αγόρασε από τους μανάβηδες της αγοράς. Για να φτάσει στο σπίτι της, αναγκαζόταν να περνάει μπροστά από το λιμάνι, αλλά δεν τη πείραζε τόσο. Είχε την περιέργεια και ευκαιρία να παρακολουθεί τους επιβάτες που αποβιβάζονταν από τα καράβια: πως ντύνονταν, αν ήταν ξένοι ή ομογενείς, τα συναισθήματα και τη διάθεση τους ως ταξιδιώτες που έρχονταν σε έναν άγνωστο για εκείνους μέρος. Ο ξαφνικός αγέρας τη τύλιξε και σήκωσε λίγο το στρίφωμα του μπλε σκούρου πουά φορέματος της, ενώ αντίθετα τα μαλλιά της δεν ανέμισαν ιδιαίτερα. Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε απέναντι από τον όμορφο νεαρό κύριο Ευδόκιμο. « Δεσποινίς » της φώναξε από μισό μέτρο απόσταση. Σταμάτησε για να τον περιεργαστεί ξαφνιασμένη και επιφυλακτική.   « Τι σας συμβαίνει κύριε;» πήρε το θάρρος να του θέσει την ερώτηση τελικά.  « Με συγχωρείτε αν σας τρόμαξα, απλά δεν υπάρχει πουθενά τριγύρω κάποιο ταξί και εγώ πρέπει να βιαστώ για να φτάσω στο επαγγελματικό ραντεβού μου. Ξέρετε που θα βρω; » τη ρώτησε πηγαίνοντας κοντά της.

« Ναι εδώ στο λιμάνι δεν έρχονται ταξί, επικρατεί προς το παρόν μια ανοργανωσιά εξαιτίας της αδιαφορίας των αρχόντων μας. Θα χρειαστεί να περπατήσετε δέκα λεπτά με τα πόδια, να πάτε στη διασταύρωση που βγάζει στο κέντρο και να κάνετε νόημα ή να καλέσετε τηλεφωνικώς ταξί »

« Μπορείτε να μου πείτε ποια κατεύθυνση θα πάρω;»

« Βέβαια, στρίψτε αριστερά από το λιμάνι και ακολουθήστε το μονοπάτι με τα πλατάνια και οπωροφόρα δέντρα το οποίο θα σας οδηγήσει σχετικά γρήγορα στο σημείο της διασταύρωσης. Είναι ο πιο γρήγορος δρόμος καθώς αν ακολουθήσετε εναλλακτικές διαδρομές, πιθανών να μπερδευτείτε και να χαθείτε » του εξήγησε με σαφήνεια η νεαρή.

« Σας ευχαριστώ...μια στιγμή η κοτσίδα σας λύθηκε σε ένα σημείο » της φώναξε όταν η Αντιγόνη άρχισε να φεύγει από κοντά του.

« Σοβαρά; Όντως μου λύθηκε επειδή δεν είχα πιάσει τόσο καλά τα μαλλιά μου, με αποτέλεσμα να πέσει το λαστιχάκι δίχως να το αντιληφθώ. Δεν πειράζει, καλά που κουβαλώ μια στέκα στο μικρό τσαντάκι μου » είπε και έβγαλε τη στέκα από το τσαντάκι που βρισκόταν κρεμασμένο χιαστί πάνω της. Ο Ευδόκιμος έκανε να ακουμπήσει τα μαλλιά της που άρχισαν να κολλάνε στο κούτελο της. 

« Τι κάνετε;»

« Συγνώμη, νόμιζα πως αν τα έστρωνα ελάχιστα δεν θα σας ενοχλούσαν μέχρι να βρείτε τη στέκα » το βλέμμα του τη χάιδευε και την επηρέαζε ευχάριστα. Καθώς στύλωσε το βλέμμα της προς το δικό του, πρόσεξε δύο έντονα, εκφραστικά μάτια ικανά να προκαλούν μόνο αναστάτωση. Ομοίως και ο Ευδόκιμος. Όταν είδε τα καστανά μάτια της-παρόμοιο χρώμα με τα μαλλιά της- του φάνηκαν τα πιο όμορφα και συνταρακτικά, από αυτά που  είχε δει ποτέ του. '' Όμορφη, συμπαθητική κοπέλα '' εξέφρασε η φωνή του εαυτού του.

« Να πηγαίνω, μεγάλη μου τιμή που σας βοήθησα » διέκοψε την κυριευμένη στιγμή η Αντιγόνη και γύρισε τη πλάτη της για να φύγει και να γυρίσει στο σπίτι της επιτέλους.

« Σε ευχαριστώ... εύμορφη άγνωστη. Μακάρι να μάθαινα το όνομα σου » μουρμούρισε ο άντρας απορώντας με τον εαυτό και τις σκέψεις του ώρες-ώρες. Μια ντόπια νησιωτοπούλα θα ήταν η μικρή και θα τη ξεχνούσε στο αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο. Ειδικά αφού είχε τόσα σημαντικά πράγματα να κάνει.


Και μία μέρα, η έκπληξη διαδέχτηκε την Αντιγόνη όταν είδε αυτοπροσώπως τον άντρα που γνώρισε στο λιμάνι . Ο κύριος Ευδόκιμος την πρόσεξε με το που άνοιξε εκείνη το κούφωμα της πόρτας για να εισέλθει στο εσωτερικό του σπιτιού της. Όσο για εκείνη, πάγωσε σαν εμβρόντητο άγαλμα με το που τον είδε-δεν είχε χαιρετήσει τον πατέρα της καλά-καλά.

« Κόρη μου πλησίασε να χαιρετήσεις και να περιποιηθείς τον καλεσμένο κύριο...ντροπή να στέκεσαι άπραγη και μαγκωμένη στο κατώφλι της πόρτας » της υπέδειξε σοβαρά και όχι ιδιαίτερα αυστηρά ο μπαμπάς της.

« Αξιότιμε κύριε» υποκλίθηκε ελαφριά η Αντιγόνη με χάρη, τιμή και σεβασμό όπως έκαναν στους καλεσμένους τους και μάλιστα ήταν υποχρεωτικό να τους προσφωνούν με το ''αξιότιμε'' είτε επρόκειτο για άντρα είτε για γυναίκα.

Συνέδεε μια φιλία τον μπαμπά της Αντιγόνης και τον Ευδόκιμο παρά τη διαφορά ηλικίας τους. Ο Ευδόκιμος ήταν τριανταδύο χρονών, ενώ ο Χαρίδημος σαράντα οκτώ. Οι δύο τους, είχαν γνωριστεί πριν τρία χρόνια στα εγκαίνια ενός καινούριου οικοδομημένου μουσείου στο νησί και επειδή διαπίστωσαν πως μοιράζονταν τα ίδια οικονομικά συμφέροντα κατέληξαν πως φρόνιμο ήταν να συνεργαστούν και να γίνουν φίλοι. Ο Ευδόκιμος χρειαζόταν κάποιον στενό φίλο για να μην βρίσκεται εντελώς μοναχός στη περιοχή. Επιπλέον ο συγκεκριμένος φίλος ήταν καλός για να κατευθύνει τη γνώμη των συγχωριανών του και να τους πείσει γρηγορότερα ότι κάθε ανέγερση στο νησί, γίνονταν για το όφελος.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top