Σκέψου, τι προτιμάς; / 9ο
Μια μέρα πριν τη μοιραία βραδιά
Η Αδελάιδα είχε βάλει στο μυαλό της Ιόλης την ιδέα της παρακολούθησης της αδερφής της. Έπρεπε πάσει θυσία να βρει την άκρη του νήματος. Μια εβδομάδα τώρα δεν είχε το παραμικρό νέο για την υπόθεση. Πως να είχε άλλωστε εφόσον την απάλλαξε ο Γερασιμάτος; Ο Σάββας ήταν ο μόνος που μπορούσε να κινηθεί υπηρεσιακά αλλά διακριτικά. Η ίδια η Ιόλη είχε αποφασίσει να φέρει την υπόθεση εις πέρας. Τουλάχιστον να απομακρύνει την Αλκυώνη από τα χέρια του παράξενου δικηγόρου της οικογένειας Παλαιονίκα. Ήταν έπειτα και η ιστορία με τον Τρύφωνα και την Άρια. Τι σχέση είχαν αυτοί οι δύο; Αυτό θα ήταν το επόμενο βήμα της. Τώρα όμως είχε εστιάσει στην αδερφή της.
Κατά το μεσημεράκι πήγε στο σπίτι της μητέρας της. Γνώριζε από πριν πως σε εκείνο το διάστημα η αδερφή της επέστρεφε από τη δουλειά και ήθελε να της ανοίξει μια κουβέντα. Οσονούπω θα μάθαινε τις προθέσεις του Σεράλη και τι ήθελε από την Αλκυώνη πραγματικά. Κατευθύνθηκε προς την πολυκατοικία που διέμεναν οι γονείς της και της άνοιξε για καλή της τύχη ο πατέρας της Χριστόφορος. Ο Χριστόφορος, συνταξιούχος ναυτικός, ήταν ένας άνθρωπος γύρω στα εβδομήντα, με πλούσια λευκά μαλλιά και μούσι ίδιας απόχρωσης. Χαιρόταν πάντα όταν έβλεπε τα παιδιά του, αλλά λίγη περισσότερη αδυναμία είχε στην μικρή του κόρη, την Ιόλη, που δεν την έβλεπε όσο συχνά θα ήθελε. Η αρθρίτιδα του δεν του επέτρεπε πολλές μετακινήσεις και ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να οδηγήσει πλέον μετά από τόσα χρόνια. Όταν άνοιξε την πόρτα ενθουσιάστηκε που την έβλεπε μετά από τόσες μέρες. Δυστυχώς όμως, είχε ένα σοβαρό ελάττωμα, για άλλους προτέρημα. Όταν κάτι δεν του άρεσε, το εξέφραζε αμέσως χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες. " Αν έχεις να πεις κάτι να το λες αμέσως, αλλιώς θα σε καταπιεί η θάλασσα. " έλεγε. Κλασικές φιλοσοφίες ενός ναυτικού.
-Κορίτσι μου! Παιδί μου!
Της είπε αγκαλιάζοντάς την σφιχτά. Ήταν έκπληξη το σημερινό, σκέφτηκε.
-Μπαμπά μου. Πως είσαι; Έλα κάθισε. Που είναι η μαμά; Γιατί σηκώνεσαι από τον καναπέ; Δε θυμάσαι τι έχει πει ο γιατρός;
-Έλα μωρέ Ιόλη! Γιατρός είναι, κάτι θα λέει.
Κάθισαν μαζί στον άνετο καναπέ του σαλονιού. Η Ιόλη κοιτούσε τριγύρω για να βρει την μητέρα της, ή να εντοπίσει αλλαγές από την τελευταία φορά που είχε έρθει. Όλα έμεναν ίδια και απαράλλαχτα.
-Τσάμπα ψάχνεις. Έχει πάει στο ζαχαροπλαστείο για τη καθιερωμένη πορτοκαλόπιτα.
-Πορτοκαλόπιτα; Πόσο έχει ο μήνας σήμερα;
Ο Χριστόφορος με την Κυβέλη, κάθε χρονιά που έχουν επέτειο έχουν καθιερώσει να τη γιορτάζουν με πορτοκαλόπιτα. Ήταν το πρώτο πράγμα που έκαναν μαζί όταν πρωτογνωρίστηκαν. Από τότε δεν έχουν σταματήσει την παράδοση. Είναι επίσης από τις ελάχιστες φορές που τα τρία αδέρφια μαζεύονται για να φάνε με την υπόλοιπη οικογένεια.
-Δώδεκα. Πέρασαν οι μέρες.
-Είμαι εκτός τόπου και χρόνου μπαμπά. Το ξέχασα εντελώς.
Ο Χριστόφορος έπιασε στοργικά το χέρι της. Προφανώς και έβλεπε πως κάτι απασχολούσε την κόρη του. Είχε χάσει εκείνο το φως που έλαμπε στα μάτια της.
-Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε. Πάλι καλά που μας θυμάσαι που και που!
-Έλα τώρα. Ξέρεις ότι πνίγομαι στην ασφάλεια. Εξάλλου έχεις την άλλη σου τη κόρη να σε συντροφεύει και το εγγονάκι του γιου σου πατερούλη! Μη το ξεχνάς!
-Μπηχτή ήταν αυτό;
-Ξεκάθαρο κάρφωμα ήτανε.
-Εγώ πρέπει να παραπονιέμαι που είμαι γέρος άνθρωπος και δεν έρχεσαι να με βλέπεις καθόλου.
-Εσύ καλύτερα και από μένα είσαι! Άστα αυτά.
-Αυτό το βλέπω. Κάτι σε τρώει. Πες στον γέρο σου τι σε προβληματίζει.
-Μπα...στη δουλειά διάφορες υποθέσεις με ταλανίζουν.
-Να βάλω ένα τσιπουράκι να μου τα πεις;
-Μπαμπά ο κόσμος τρώει τέτοια ώρα, δε πίνει. Στη κυρά Κυβέλη τι θα πεις; Είπαμε κομμένο το αλκοόλ.
-Έλα έλα δε θα το μάθει κανείς!
Ο Χριστόφορος έκανε να σηκωθεί, αλλά η Ιόλη τον απέτρεψε. Είχαν σοβαρέψει τα πράγματα. Η Ιόλη δεν έλεγε εύκολα όχι σε ένα τσιπουράκι...
-Τι έχεις κορίτσι μου; Τι έπαθες;
-Μπαμπά...ξέρεις πότε έρχεται η Αλκυώνη;
-Όπου να 'ναι. Έχει κανονίσει όμως. Θα αλλάξει και θα φύγει κατευθείαν. Έτσι μου είπε το πρωί.
-Που θα πάει σου είπε;
-Όχι. Σαν πως μας δίνει και λογαριασμό;
-Μάλιστα.
-Έγινε κάτι;
-Όχι, απλά μου είπε η μαμά πως βγαίνει με κάποιον και ανησυχεί. Αυτό. Την ξέρεις τώρα.
-Ακόμα και πενήντα χρονών να πάτε, πάντα θα ανησυχεί αυτή η γυναίκα.
-Και πόσο καιρό έχει που βγαίνει;
-Ε θα είναι δυο τρεις εβδομάδες. Περίπου δέκα δεκαπέντε μέρες. Όχι πολύ.
-Άλλο είναι δυο τρεις εβδομάδες και άλλο δεκαπέντε μέρες ρε μπαμπά.
-Κάπου εκεί γύρω βρε Ιόλη τώρα, κουβέντα θα ανοίξουμε για την αδερφή σου; Μεγάλη κοπέλα είναι, ας κάνει ό,τι θέλει. Καιρός είναι να παντρευτεί.
Η συζήτηση αυτή σιγά σιγά πήγαινε στο γνωστό θέμα. Ο Χριστόφορος στα τριάντα του είχε τρια παιδιά και στρωμένη δουλειά. Προσπαθούσε να περάσει την ίδια νοοτροπία και στα παιδιά του. Μέχρι τώρα μόνο ο Ηλίας τα είχε καταφέρει.
-Καλά βρε μπαμπά δεν θα μείνει και στο ράφι.
-Καλά εκείνη που δεν είχε σχέση τόσο καιρό. Εσύ; Ο αχαΐρευτος ο Μάρκος πότε έχει σκοπό να σου βάλει στεφάνι παιδί μου; Τι θα γίνει; Θα δούμε καμιά χαρά σε αυτό το σπίτι;
Το θέμα αυτό την εκνεύριζε κάθε φορά που το ανέφερε ο πατέρας της. Δεν πίστευε ιδιαίτερα στο γάμο, αλλά δεν ήταν και έτοιμη για να το κάνει. Άλλωστε ούτε ο μάρκος ήταν σε αυτή τη θέση ακόμα. Μετά την απόλυσή του, σκεφτόταν την προσωπική του αποκατάσταση και όχι την αποκατάσταση και τον δυων τους. Βέβαια, ήταν σαν παντρεμένοι. Έμεναν στο ίδιο σπίτι, μοιράζονταν τις υποχρεώσεις, χωρίς επισημοποιήσεις. Η Ιόλη σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ, σχεδόν αγανακτισμένη.
-Έχεις για χαρά το εγγόνι σου! Αυτό το θέμα γιατί το συζητάς ακόμα; Δεν τα έχουμε ήδη πει; Μια χαρά είμαστε με τον Μάρκο έτσι. Και μη τον λες αχαΐρευτο. Έχει βρει νέα δουλειά και είναι καλά με αυτό. Επιτέλους βγάλε από το μυαλό σου τον γάμο!
-Τι μου λες τώρα; Δουλειά είναι αυτή που έχει; Σερβιτόρος είναι, δεν μπορεί να είναι για μία ζωή έτσι. Γιατί δεν πάει στην προηγούμενη του δουλειά, τι έγινε; Μη νομίζεις πως δεν ξέρω. Γνωρίζω ότι τον απέλυσαν. Τι έκανε; Γιατί κάτι θα έκανε.
-Μην ανακατεύεσαι στις δουλειές μου και στη ζωή μου! Άσε να γνωρίζω καλύτερα τι έχει γίνει με τη δουλειά του. Δεν πρέπει να σε απασχολεί εσένα αυτό ειδικά. Και επιτέλους το πρόβλημα ποιο είναι; Εσύ υποτίθεται τον συμπαθούσες, σου είχε κάνει καλή εντύπωση.
-Ιόλη, ξέρω ότι πίνει. Μια γυναίκα που μένει με έναν μεθύστακα, θα βρει το μπελά της.
Οι εντάσεις είχαν ανέβει και η αστυνομικός δεν είχε το ψυχικό απόθεμα για να ασχοληθεί περαιτέρω με το θέμα αυτό. Δεν μπορούσε να δικαιολογεί τον Μάρκο για άλλη μία φορά στον πατέρα της. Εν μέρει είχε δίκιο, όμως τον τελευταίο καιρό ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα. Εκείνη την στιγμή ακούστηκαν κλειδιά στην πόρτα. Δεν ήταν η Αλκυώνη αλλά η Κυβέλη που μόλις είχε επιστρέψει. Άκουγε τον τσακωμό ήδη από τις σκάλες.
-Τι έπαθες χριστιανέ μου και φωνάζεις; Ιόλη, τι πάθατε;
-Καλησπέρα μαμά και γεια. Θα τα πούμε μεθαύριο στην επέτειο σας.
Αποκρίθηκε και έφυγε σχεδόν αμέσως τραβώντας με μανία την πόρτα πίσω της. Δεν άντεχε να απολογηθεί και στη μητέρα της. Κατευθύνθηκε προς το αμάξι της που ήταν παρκαρισμένο σε μία διπλανή πολυκατοικία μπήκε μέσα και περίμενε εκεί. Γύρω στα 40 λεπτά είχαν περάσει όταν την κάλεσε ο Σάββας στο τηλέφωνο.
-Έλα, τι έγινε; Δεν κοιμάσαι;
-Τι πας και κάνεις; Είσαι με τα καλά σου; Δεν έχεις καμία επίγνωση από αυτά που σου είπε ο διοικητής; Θες να φας το κεφάλι σου;
-Όπα όπα! Κόψε κάτι. Η Αδελάιδα σου μίλησε; Θα της τα πω ένα χεράκι. Το πρόβλημα σου ποιο είναι ακριβώς;
-Ότι κάνεις του κεφαλιού σου και θα μπλέξεις! Εάν το μάθει ο διοικητής θα σε διώξει! Το καταλαβαίνεις αυτό;
-Σάββα χαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου. Αρχικά δεν έχω σκοπό να κάνω τίποτα παράνομο, δεν θα μπλεχτείς πουθενά. Δεν σου ζήτησα τίποτα.
-Για σένα νοιάζομαι Ιόλη! Χέστηκα για μένα! Βάζεις πάνω από όλα τη δουλειά και αδιαφορείς για τις συνέπειες.
-Σταμάτα να μου κάνεις υποδείξεις για τη δουλειά μου! Αυτή τη στιγμή μιλάμε για την οικογένειά μου και όχι για τη δουλειά. Το τι πρέπει να κάνω και τι όχι το ξέρω εγώ και τελείωσε η συζήτηση. Να ασχοληθείς με τις υπόλοιπες υποθέσεις που εκκρεμούν!
Είπε και του έκλεισε το τηλέφωνο. Πραγματικά δεν μπορούσε να καταλάβει τι μύγα τον τσίμπησε. Ο Σάββας ήταν πάντα υποστηρικτικός με τις αποφάσεις της, αλλά τώρα είχε ξεπεράσει τα όρια. Αν μη τι άλλο υπάρχει ιεραρχία και καλώς ή κακώς, εκείνη δίνει τις εντολές και εκείνος τις εκτελεί.
"Εάν θες να σε καλύψω ή να κλαφτείς όταν χάσεις την θέση σου, μην με υπολογίσεις. Βγάλτα πέρα μόνη σου! "
Αυτό ήταν το τελευταίο μήνυμα που της άφησε μετά το ξέσπασμά του. Η νεαρή αστυνομικός είχε απογοητευτεί από την στάση του καλύτερου της φίλου και συναδέλφου της. Τώρα που μπορεί όντως να τον χρειαζόταν πραγματικά εκείνος δεν ήταν διατεθειμένος να την βοηθήσει. Ίσως να φοβόταν και εκείνος.
Η έντονη συζήτηση που είχε με τον Σάββα την έκανε να μην προσέξει την αδερφή της που μόλις είχε βγει από την πολυκατοικία με πιο επίσημα και αμπιγέ ρούχα από αυτά που φορούσε συνήθως στη δουλειά της. Η Ιόλη κατέβασε ελάχιστα το κάθισμα του αυτοκινήτου της για να μην την αντιληφθεί η αδερφή της. Μετά από περίπου δέκα λεπτά εμφανίστηκε μπροστά από την οικογενειακή πολυκατοικία ένα μαύρο εντυπωσιακό αυτοκίνητο, με φιμέ τζάμια. Ο αριθμός κυκλοφορίας που αναγραφόταν στην πινακίδα, φαινόταν ίδιος εκείνον που προηγουμένως έμαθε ότι άνηκε στον δικηγόρο Σεράλη.
Ακολουθούσε το αυτοκίνητο μέχρι και το τελευταίο λεπτό. Βρέθηκαν σε ένα ξενοδοχείο λίγο πιο έξω από το προάστιο της Κηφισιάς. Δεν ήξερε εάν έπρεπε να καθίσει ή να μπει μέσα και να παρακολουθήσει με περισσότερη προσοχή το ζευγάρι. Της φαινόταν παρακινδυνευμένο. Ίσως η Αλκυώνη την αναγνώριζε. Ακόμα και ο Υπάτιος την είχε δει στο γραφείο του. Μάλλον πιο συνετό θα ήταν να επιστρέψει στο ξενοδοχείο κάποια άλλη στιγμή και να ρωτήσει στη ρεσεψιόν την συχνότητα των επισκέψεων του ζευγαριού και από πότε ξεκίνησαν να πηγαίνουν εκεί. Δε θα πήγαινε εκείνη βέβαια. Θα έστελνε τον Λιουδάκη ή τον Σπανό. Συνεπώς δεν ωφελούσε να τους περιμένει. Έκανε αναστροφή και γύρισε πίσω στα Πετράλωνα. Όμως δεν ήξερε πως ένα ακόμα αμάξι παρακολουθούσε και αυτήν αλλά και αυτούς.
Όταν έφτασε στο τμήμα, ο Σάββας ήταν αφαντος. Θεώρησε πως θα είχε τσαντιστεί με τον τσακωμό τους και θα έφυγε. Παράτησε την τσάντα της στο άδειο καναπέ της υπηρεσίας και παρατήρησε στον διάδρομο το τραπεζάκι με τους φακέλους. Ο τελευταίος πάνω πάνω ήταν ο φάκελος με την επωνυμία "Παλαιονίκα" . Για να βρίσκεται ο φάκελος σε εκείνο το σημείο σημαίνει ότι υπήρχαν νεότερες εξελίξεις. Το κακό ήταν ότι ο διοικητής βρισκόταν μέσα στο χώρο. Εννοείται πως είχε την περιέργεια να μάθει τι νέο υπάρχει. Τότε φώναξε στο γραφείο της τον Λιουδάκη.
-Με ζητήσατε;
-Ναι. Οι φάκελοι αυτοί γιατί είναι παρατημένοι στο τραπέζι;
-Είναι οι φάκελοι που θα μετατεθούν σε άλλο αστυνομικό.
-Θα σε ρωτήσω κάτι αλλά να μείνει μεταξύ μας. Υπάρχει κάποια εξέλιξη με την υπόθεση Παλαιονίκα;
-Από όσο γνωρίζω όχι.
Περίμενε να ακούσει μια πιο ενδιαφέρουσα απάντηση.
Μετά από μια κουραστική μέρα, ήρθε η ώρα να γυρίσει στο σπίτι της. Ο Μάρκος δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Η καφετέρια έμενε ως αργά ανοιχτή. Δεν είχε καμία όρεξη να μιλήσει με τον Σάββα. Η στάση του μολονότι σωστή και λογική, την πλήγωσε πάρα πολύ. Ήθελε πολύ να μιλήσει με την κολλητή της αλλά γνώριζε πως θα ήταν μαζί με τον Σάββα. Αναζητούσε κάποιον να μιλήσει αλλά πλέον ή τις είχαν γυρίσει την πλάτη ή δεν ήταν σε θέση να την αντιληφθούν και να την καταλάβουν. Ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού, πάτησε με τα παπούτσια της έναν φάκελο. Φαντάστηκε πως θα είναι κάποιος ξεχασμένος λογαριασμός. Όταν τον σήκωσε από το πάτωμα και τον άνοιξε, είδε πως ήταν πάλι ένα γράμμα από τα απειλητικά που είχαν σταματήσει να της στέλνουν εδώ και λίγο καιρό.
Έγραφε μονάχα 2 λέξεις: "Σε προειδοποίησα"
-Άι στο διάολο και εσύ!
Αγανακτησμένη πέταξε το χαρτί με τον φάκελο έξω από τη πόρτα και περπάτησε προς το μπαλκόνι. Παρατηρούσε έξω τη γειτονιά. Κάποια παιδιά που έπαιζαν σε μία ταράτσα, ένα ζευγάρι που μιλούσε στο απέναντι μπαλκόνι, κάποια αδέσποτα ζωάκια που προχωρούσαν στο πεζοδρόμιο. Όμως δεν είχε καταλάβει ότι το αμάξι που την ακολουθούσε στο ξενοδοχείο ήταν τώρα έξω από το σπίτι της.
Κάποιος την παρακολουθούσε.
Σκέψου, τι προτιμάς; Να εγκαταλείψεις έναν φίλο προσπαθώντας να τον πείσεις ότι κάνει λάθος ή να καείτε και οι δύο εξαιτίας ενός;
*Καλησπέρα σε όλους! Ελπίζω να μη με ξεχάσατε!!! Είχα πολλές υποχρεώσεις...μαθήματα...τελευταίο έτος φέτος και πολλά τα βάρη...Ελπίζω να σας αρέσει το κεφάλαιο και αφήστε μου τα σχόλια σας και την αγάπη σας!*
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top