Σκέψου, τι προτιμάς; / 7ο
Τρεις μέρες πριν την μοιραία βραδιά
Βρισκόταν σε ένα ποτάμι. Ήταν σε ένα δάσος, γεμάτο δέντρα, φύλλα. Ακούγονταν κελαηδίσματα πουλιών. Το νερό ήταν δροσερό. Κολυμπούσε χωρίς έγνοιες, άνοιγε διάπλατα τα χέρια της μια δεξιά και μια αριστερά, χωρίς να σκέφτεται τι θα γίνει στη δουλειά αύριο, πως θα αντιμετωπίσει τις νέες υποθέσεις. Μια στιγμή ηρεμίας και δροσιάς. Ήταν τόσο ήρεμη, το νερό την ηρεμούσε. Έβλεπε στα χαλίκια τον Μάρκο να την χαιρετάει παραστατικά. Φόραγε το κόκκινο μαγιό του, τύπου βερμούδα σόρτς, και καθόταν οκλαδόν σε ένα παλιό παρεό της. Την κοιτούσε, χαμογέλαγε και την χαιρετούσε από μακριά. Εκείνη τον κοίταζε με χαρά. Επιτέλους ήταν λίγες μέρες μαζί, λίγος καιρός οι δυο τους και μακριά από δουλειές και οικογένειες. Η Ιόλη κολύμπαγε ασυνήθιστα γρήγορα από το κανονικό. Άρχισε η ατμόσφαιρα να είναι αποπνικτική. Καπνός λευκός και γκρι εξαπλωνόταν τριγύρω της. Μόνο τριγύρω της. Ο Μάρκος συνέχιζε να της χαμογελάει, δεν έβλεπε τον καπνό, δεν έβλεπε το χάος. Συνέχιζε να κάθεται χαμογελαστός. Εκείνη σάστισε, "μα γιατί δε μιλάει" σκέφτηκε. Σε κάποια στιγμή, από τους φυλλώδεις θάμνους ξεπρόβαλε ο Σάββας. Εκείνος της μίλαγε σε αντίθεση με τον Μάρκο, μίλαγε αλλά η Ιόλη δεν άκουγε. Δεν άκουγε τίποτα. Τότε ο καπνός έγινε μαύρος, το νερό άρχιζε να καίει, έκαιγε έκαιγε πολύ και εκείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Τα πόδια της ήταν ακίνητα, δεν μπορούσε να κολυμπήσει καθόλου. Χέρια δεν κούναγε, ούτε πόδια. Τι συνέβαινε; Ο Σάββας της μίλαγε, φαινόταν να φώναζε αλλά δεν την πλησίαζε. Ο Μάρκος ακίνητος με το χαμόγελο στα χείλη. Όταν άρχισε να εξαφανίζεται το ποτάμι από τον καπνό ξύπνησε.
Αυτό το όνειρο τις τελευταίες τρεις βραδιές έχει γίνει ο εφιάλτης της, νιώθει πως μυρίζει ακόμα τον καπνό που έβλεπε στον ύπνο της. Κάθε βράδυ στριφογύριζε, ο Μάρκος είχε αρχίσει να ανησυχεί αλλά προσπάθησε να μην πανικοβάλλεται, ήξερε ότι το στρες της δουλειάς της το προκαλούσε. Κάθε μέρα από εκείνη της ανακοίνωσης για την υπόθεση της Παλαιονίκα, ήταν ανιαρή και χωρίς νόημα. Ο Σάββας την κρατούσε πίσω, συνεχώς της υπενθύμιζε πως θα χάσει την θέση της με την απερισκεψία και το πείσμα που την διακατέχει. Δεν θα έμπλεκε μόνο εκείνη αλλά και όποιος άλλος την βοηθούσε. Οπότε προσπαθούσε να μη το θυμάται. Τα απειλητικά μηνύματα είχαν σταματήσει, προς το παρόν τουλάχιστον και ο Σάββας είχε επίσης ηρεμήσει. Την Ιόλη όμως ακόμα την έτρωγε η υπόθεση, που δεν μπορούσε πια να ασχολείται. Αντ'αυτού είχε άλλα στο μυαλό της. Η μάνα της της είχε αναθέσει μια σημαντική αποστολή! Και έπρεπε να την φέρει εις πέρας. Έπρεπε να μάθει ποιος ήταν ο νέος φίλος της αδερφής της και γιατί τον κρατάει κρυφό τόσο καιρό. Όταν η κυρία Κυβέλη είχε έρθει τις επόμενες μέρες με ένα χαρτάκι από τις πινακίδες του αμαξιού και την μάρκα του φυσικά, η Ιόλη, μολονότι δεν ήθελε να το κάνει, να μην φέρει σε δύσκολη θέση την αδερφή της περισσότερο, ανέθεσε στον Σπανό, που είχε βάρδια εκείνη την ημέρα, να της βρει τον κάτοχο του αμαξιού και όλα τα συναφή στοιχεία για αυτόν. Ίσως τότε να λυνόταν το μυστήριό της.
Παράλληλα με όλα αυτά τα γεγονότα, η Αδελάιδα, που πια είχε δεχτεί ότι ο Σάββας αντιμετώπιζε κάποιο σεξουαλικό - ψυχολογικό - ψυχοσωματικό πρόβλημα, ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει στην κολλητή φίλη της για το θέμα που την απασχολούσε στην προσωπική ζωή της με τον υφιστάμενο (και φίλο μην ξεχνάμε) της καλύτερής της φίλης.
-Πάλι;
Ρώτησε με απορία η Ιόλη ρουφώντας μια γουλιά από τον καφέ της.
-Πάλι! Και τι δεν έκανα για να του δημιουργήσω έτσι μια κάψα, μια φλόγα. Θεωρείς φυσιολογικό να μην έχουμε βρεθεί έναν μήνα που είμαστε μαζί; Ούτε προκαταρκτικά, τίποτα!
-Κοίτα...Πιο λογικό να πω την αλήθεια θα μου φαινόταν αν εσύ δεν ήσουν έτοιμη να το κάνεις, όχι αυτός. Γιατί όσο να πεις οι άντρες είναι πιο χύμα, πιο απλοί, πιο ντόμπροι. Μ 'αρέσεις κυρία μου; Ναι. Τέλος.
Δάγκωνε από νευρικότητα το καλαμάκι της η Αδελάιδα. Οι δυο τους βρισκόντουσαν στο μαγαζί που εργαζόταν ο Μάρκος. Η Ιόλη είχε ένα κενό μιας ώρας και αποφάσισαν να περάσουν λίγο ποιοτικό χρόνο μεταξύ τους οι δυο φιλενάδες. Ο χώρος της καφετέριας ήταν πολύ φιλόξενος και άνετος. Τον κοσμούσαν πολύχρωμα μαξιλάρια και πίνακες ενώ κυριαρχούσε το μαύρο χρώμα στα έπιπλα, καναπέδες τραπεζάκια και καρέκλες. Αυτό που έκανε αίσθηση ήταν τα μοσχομυρωδάτα κέικ που φημιζόταν το μαγαζί. Ο Μάρκος δε τα είχε δοκιμάσει όλα.
-Μάρκο εσύ τι λες;;
Πλησίαζε ο Μάρκος μόλις άκουσε το όνομά του. Άφησε τον δίσκο στο διπλανό τραπέζι και στάθηκε πάνω από το κεφάλι της Αδελάιδας.
-Τι είναι ρε κορίτσια;
-Λέω, υπάρχει περίπτωση άντρας να μη μπορέσει να έρθει σε επαφή τέλος πάντων με μια γυναίκα ενώ είναι στους πρώτους μήνες της σχέσης τους;
Ο Μάρκος έκανε πως το σκεφτόταν. Είχε φυσικά μια έτοιμη απάντηση.
-Δεν σου κάθεται ο Σάββας ε; Δε μου κάνει εντύπωση.
-Μάρκο!
-Γιατί το λες αυτό Μάρκο;
-Μη του δίνεις σημασία Αδελάιδα. Βλακείες του Μάρκου.
-Μάρκο λέγε!
Η Ιόλη του έκανε έναν περίεργο μορφασμό αποδοκιμασίας και εκνευρισμού. Εκείνος φυσικά προσπάθησε να αποφύγει την απάντηση. Πάντα με τον έξοχο τρόπο που αυτός ξέρει.
-Α! Με φωνάζουν! Κάποιος θέλει να του βγάλω από το κέικ το αλεύρι! Καλό κουράγιο και καλό βόλι. Αν και δεν το βλέπω!
Είπε και αποχώρησε πετώντας την μπηχτή του ως συνήθως.
- Ρε Ιόλη τα πάντα έκανα! Δε μπορείς να φανταστείς...!
Πράγματι έκανε τα πάντα εκείνο το βράδυ. Ο Σάββας θα γυρνούσε από την απογευματινή του βάρδια πριν τις 11. Η Αδελάιδα τον είχε ενημερώσει να έρθει σπίτι της. Η ίδια είχε κάνει ψώνια προηγουμένως. Τα εσώρουχα που είχε αγοράσει ήταν ένα θαύμα. Ποιο είναι το πιο σέξι χρώμα; Το κόκκινο φυσικά. Σουτιέν δαντελωτό κόκκινο, με χιαστί κορδόνια στη πλάτη και ένα χαρακτηριστικό φιογκάκι μπροστά. Το κάτω μέρος οριακά υπήρχε θα έλεγε κανείς. Ήταν στρίνγκ φυσικά. Κόκκινο του πάθους και αυτό. σετ με το από πάνω. Τριγωνικό μπροστά και πίσω κορδόνι σκέτο. Δεν θα έλειπαν οι ασορτί ζαρτιέρες με το δικτυωτό μαύρο καλσόν. 'Έβαλε και τις μαύρες γόβες της, φόρεσε και την ρόμπα της την μαύρη σατέν με τα λευκά τριαντάφυλλα και περίμενε στο σαλόνι να καταφτάσει ο Σάββας. Είχε στο μεταξύ φτιάξει και ένα δείπνο, κοτόπουλο αλα κρεμ, σαλάτα λάχανο καρότο, κόκκινο κρασί, αναμμένα κεριά, αναμμένη και αυτή, απαλή μουσική. Μια υπέροχη ατμόσφαιρα για ένα νέο ζευγάρι. Καθόταν στην πολυθρόνα και άλλαζε συνεχώς θέσεις στα πόδια της, στα χέρια της, στο σώμα της, πως στο καλό να τον υποδεχτεί, πως θα του φαινόταν ποθητή και έτοιμη για μια φλογερή νύχτα πάθους; Πάνω που είχε κατασταλάξει σε μια θέση, ανοίγει η πόρτα. Ο Σάββας κατέφτασε με τον σάκο του από τη δουλειά, με το κράνος παραμάσχαλα, φαινόταν κουρασμένος αλλά ευδιάθετος, η στολή του είχε τσαλακωθεί από το καθισιό στο γραφείο και ο ίδιος είχε βαρεθεί την ημέρα εκείνη. Όταν μύρισε στο βάθος ένα μιξάρισμα κοτόπουλου, κρύου κρασιού και του αρώματος la vie est belle της Αδελάιδας που επανειλημμένως είχε ψεκάσει ακόμα και πίσω από τα γόνατά της, αισθάνθηκε μια ευφορία.
-Καλώς τον κύριο μπάτσο μας!
Τον πλησίασε, ναζιάρικα όπως ήθελε, του πήρε το σακάκι, τον σάκο, το κράνος, τα έβαλε στις θέσεις τους, παράλληλα άνοιγε και λίγο τη ρόμπα για να δείξει πως όλως τυχαίως δεν φόραγε τις πιτζάμες της.
-Τι κάνει η κουκλάρα μου; Ποπο τι έχεις μαγειρέψει εδώ; Ποπό έχω σκυλοπεινάσει.
-Έλα πασά μου να φας και σου έχω και συνέχεια.
Παράτησε αυτόματα ο Σάββας ό,τι είχε στα χέρια του, και κάθισε στο τραπέζι να φάει. Όντως πείναγε.
-Πες μου ότι έφερες τιραμισού από το μαγαζί;
Η Αδελάιδα αλλού ήθελε να το πάει αλλά ο Σάββας δεν έπαιρνε το μήνυμα.
-Όχι μωρό μου, πάστες αμυγδάλου έχω φέρει αλλά άλλο θέλω να σου πω. Σιγά βρε αγάπη μου θα πνιγείς, τρώγε με ρέγουλα. Για κοίτα.
Τότε έλυσε πλήρως την ρόμπα, έπεσε κάτω σχεδόν.
-Ποπό. Φοβερό είναι.
-Το σετάκι μου;
-Το κοτόπουλο!
-Κοίτα βρε μωρό μου! Τσάμπα ντύθηκα;
-Πςς! Αυτό δεν είναι ντύθηκα κούκλα μου, γδύθηκα είναι! Αλλά παραδέχομαι. Είσαι μια οπτασία. 'Ελα κάτσε κάτσε να φάμε.
-Μετά το φαγητό τι θες να κάνουμε;;
Τον ρώτησε με αισθησιακή φωνή, αγκαλιάζοντάς τον από τη πλάτη προς το στήθος.
-Θα δούμε θα δούμε. Άντε έλα.
"Μακάρι να δούμε άσπρη μέρα σήμερα" Σκέφτηκε η Ιόλη
- Και δεν είδατε να φανταστώ.
-Όχι βέβαια! Μετά από δύο πιάτα αλα κρέμ, και δυο πάστες, ξεράθηκε στον ύπνο στον καναπέ.
-Τι περίμενες μωρή και εσύ; Να έχει όρεξη για κοκό μετά από τόσο φαΐ; Αμάν ρε Αδελάιδα!
- Φιλενάδα κάτι τρέχει. Κάποιο πρόβλημα έχει και δε μου το λέει. Ξέρεις εσύ; Τίποτα για κάποιο θέμα υγείας; Κάποια πρώην κάτι;
Η Ιόλη ήθελε να αλλάξει θέμα, γνώριζε κάποια πράγματα αλλά δεν ήθελε να προδώσει τον Σάββα, και ούτε να μιλήσει εκείνη για λογαριασμό του. Αυτός έπρεπε να λύσει το πρόβλημα στη σχέση τους με την Αδελάιδα, ακόμα και σεξουαλικό να είναι.
-Πο! Πήγε τέσσερις. Πρέπει να φύγω, τελείωσε το διάλειμμα. Ενημέρωσέ με για εξελίξεις. Μην ρωτήσω τον Σάββα, κρίμα είναι κουρασμένος άνθρωπος.
Η Αδελάιδα έγνεψε θετικά και η Ιόλη αποχώρησε χαιρετώντας τον Μάρκο με ένα πεταχτό φιλί.
Το θέμα του Μάρκου το είχε παραμερίσει. Επειδή μπλεκόταν το όνομα του Παλαιονίκα, δεν μπορούσε να ασχοληθεί αναγκαστικά. Στον Μάρκο είχε πει ότι έχει μείνει στάσιμη η διαδικασία από τη πλευρά της εταιρείας. Δεν του είχε αποκαλύψει ότι την έβγαλαν από την υπόθεση, σε κανέναν βασικά. Μόνο ο Σάββας γνώριζε. Ακόμα δεν τολμούσε να ψάξει σε αρχεία, φοβόταν μη την καταλάβουν. Καλύτερα έτσι. Ίσως.
Επιστρέφοντας στην υπηρεσία βρήκε τον Σάββα να είναι σε αναμμένα κάρβουνα. Χτυπούσε νευρικά το στυλό στο γραφείο και κουνούσε νευρικά το πόδι του.
-Τι έπαθες καλέ;
-Ιόλη κάτσε κάτω γιατί αυτό που θα ακούσεις δεν θα σου αρέσει.
-Τι; Σου κάτσε βαρύ το αλα κρεμ;
-Ε; Τι; Ποιο αλα κρεμ ρε Ιόλη; Εδώ καιγόμαστε.
-Λέγε ρε Σάββα τι είναι.
Του είπε, έκατσε στο γραφείο της και περίμενε να ακούσει το τόσο σημαντικό γεγονός.
-Θυμάσαι που ήρθε η μάνα σου και έφερε μια πινακίδα.
-Ναι παρακάτω.
-Ο Σπανός βρήκε ποιος είναι.
-Ποιος είναι ρε Σάββα; Μη με σκας.
- Υπάτιος Σεράλης. Ο δικηγόρος της Κίκα Παλαιονίκα!
Η Ιόλη πίστεψε ότι δεν άκουσε καλά προς στιγμήν. Τώρα ήταν που θα ασχολούνταν ξανά με την υπόθεση και δεν την ενδιέφερε τίποτα. Τώρα που μπλέχτηκε και η οικογένεια της, τώρα δεν θα άφηνε τίποτα όρθιο.
*Γεια σας! Πως είστε αγαπητοί αναγνώστες; Είχα λίγο χρόνο από το διάβασμα της εξεταστικής και είπα να σας γράψω ένα αλλιώτικο κεφάλαιο, λίγο πιο εύθυμο για να γελάσουμε μες στην δυστυχία των ημερών, μες στις φωτιές, ίσα που γλίτωσε το σπίτι μου το πατρικό να πω την αλήθεια, και μες σε όλα αυτά που ακούμε στη τηλεόραση. Μην ξεχάσετε να αφήσετε τα σχόλιά σας και να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά! Σας φιλώ! *
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top