Σκέψου, τι προτιμάς; / 3ο
Ο Σάββας μαζί με τον Λιδάκη κατευθύνθηκαν προς το σπίτι της Κίκα. Ήθελαν να διευθετήσουν εάν οι γείτονες γνώριζαν κάτι, αν ήξεραν το οτιδήποτε.
" Όχι όχι. Ήταν καλό ζευγάρι. Όλοι λένε πως είναι αγαπημένοι. "
" Μπα δεν ξέρουμε κάτι. Είχαμε καιρό να τους δούμε. "
" Την έβλεπα που και που να βγαίνει στο μπαλκόνι. Αυτό. "
" Δεν γνωρίζουμε. Δεν έχουμε πολλές σχέσεις με τους γείτονες. "
Αυτές ήταν οι απαντήσεις των γειτόνων του ζεύγους. Δεν ικανοποίησαν τον Σάββα καθόλου. Ο Λιδάκης που πήγε και σε άλλους δυο τρεις, δε τους γνώριζαν. Οι ελπίδες της Ιόλης να βρουν κάποιο επιπλέον στοιχείο έπεσαν στο κενό. Όταν επέστρεψαν στο τμήμα, βρήκα την Ιόλη ακόμα εκεί. Δεν είχε πάει να βρει τον Μάρκο, ούτε τον ξάδερφο της της Κίκα.
-Ήρθατε κιόλας;
-Ναι. Τζίφος. Κανείς δεν είδε και δεν άκουσε τίποτα.
-Μόνο οι απέναντι την έβλεπαν που και που στο μπαλκόνι.
-Ναι έστω.
Πρόσθεσε ο Σάββας. Πήγε να πιεί μια γουλιά από τον καφέ του αλλά ήταν άδειο το ποτήρι.
-Ρε Ιόλη!
-Αφού ξέρεις. Όταν στρεσάρομαι θέλω καφεΐνη!
-Να πάρεις δικιά σου! Είναι ανάγκη να μου πίνεις πάντα τον καφέ!
-Βρε γκρίνια. Θα σου πάρω άλλο.
Ο Λιδάκης χαχάνιζε από την πόρτα.
- Δε πας να γράψεις καμία αναφορά εσύ;
- Μάλιστα αστυνόμε Πορτοκάλη.
Αποκρίθηκε και έφυγε γελώντας. Η Ιόλη παρατήρησε την κούραση του Σάββα στο πρόσωπο του. Ήρθε και τον ακούμπησε απαλά στον ώμο. Σχεδόν στοργικά.
-Πόσες;
-Τι πόσες;
-Πόσες χιλιάδες καλοκαίρια. Τι πόσες ρε; Πόσες έριξες χτες βράδυ. Πονηρέ;
-Τι; Με δουλεύεις μωρέ;
-Σε βλέπω κομμάτια. Τι έπαθες;
-Έχω να κοιμηθώ μέρες.
-Σάββα τι συμβαίνει; Με ανησυχείς.
-Έρχεται στο σπίτι κάθε βράδυ σχεδόν η Πέλα και χτυπάει τα κουδούνια. Από την ανησυχία μου μήπως ξανά έρθει δεν κοιμάμαι τα βράδια.
-Σε ενοχλεί ακόμα; Δεν έκανες περιοριστικά μέτρα που σου είπα;
-Δε θέλω να τη μπλέξω περισσότερο. Δεν θέλω να ασχοληθώ.
-Θα την αφήσεις να σε ρίχνει έτσι κάθε φορά; Πέρασαν δυο χρόνια από τότε. Πόσο ακόμα θα σε ζητάει πίσω; Σου είπε πολύ σκληρά λόγια.
-Δε μπορώ να τα θυμάμαι. Με πλήγωσε τότε. Πολύ. Με πονάει ακόμα όταν την ακούω. Τα λόγια της είναι σαν ηχείο στα αυτιά μου.
"Το μόνο που αγαπάς εσύ είναι η κωλοδουλειά σου! Δεν νοιάστηκες ποτέ για μένα. Ποτέ σου δεν με αγάπησες. Πάντα με έβαζες δεύτερη. Εγώ δεύτερη δεν είμαι στη ζωή κανενός. Φεύγω για να σε απαλλάξω. Εύχομαι να μην μπορέσεις ποτέ να βρεις την ευτυχία που μου στέρησες. "
-Το ξέρω. Αλλά πέρασε τόσος καιρός. Θα έπρεπε να το ξεχάσεις. Να πας παρακάτω.
-Προσπαθώ ακόμα. Δε βοηθάς και συ με τα μεταμεσονύκτια τηλεφωνήματα όμως! Ντριν κάθε λίγο και λιγάκι είσαι.
-Ε τι να κάνουμε. Είμαι σε εγρήγορση πάντα εγώ.
Κατέβηκε από το γραφείο που καθόταν και έκανε να φύγει. Αλλά τελευταία στιγμή κοίταξε την ώρα και αποφάσισε να του δώσει ένα μίνι ρεπό. Να ηρεμήσει λίγο. Η ώρα ήταν κοντά μια και ο Σάββας είχε από τις πέντε στο πόδι. Του άξιζε μια στάλα ηρεμίας.
-Αν και δεν με ικανοποίησαν τα στοιχεία που μου έφερες, θα σου δώσω ένα ρεπό λίγες ώρες. Πήγαινε στης Αδελάιδας πάρε τον καφέ σου, ξεκουράσου μέχρι τις πέντε και έλα πίσω στο γραφείο να συνεχίσουμε.
-Στον ξάδερφο θα πας εσύ;
-Θα πάω. Θα περάσω και από το σπίτι να δω που είναι ο Μάρκος πια.
-Γειά σου ρε αφεντικό με τις διαταγές σου!
-Έλα φύγε πριν έρθει ο από πάνω και μας κατσαδιάσει.
Κάπως έτσι η Ιόλη πάσαρε διακριτικά τον Σάββα στην Αδελάιδα. Ήταν σίγουρη πως αυτοί οι δύο κάνανε το τέλειο ζευγάρι. Τους είχε κόψει από την αρχή. Της έστειλε βιαστικά ένα μήνυμα και όλα πλέον ήταν στο χέρι της Αδελάιδας. Ο Σάββας χρειαζόταν λίγη ξεκούραση. Ήταν βέβαιο.
Η Ιόλη παρόλα αυτά, δεν σταματούσε λεπτό. Οι σκέψεις της έτρεχαν, γέμιζαν κενά στο μυαλό της. Πήρε τον Λιδάκη και αποφάσισε να του αναθέσει τις κάμερες της περιοχής. Θα παρακολουθούσε από το σύστημα τις γύρω κάμερες της περιοχής. Όλο και κάποια θα είχε καταγράψει την Εριέττα ή το αυτοκίνητό της. Εν τω μεταξύ κάτι θυμήθηκε.
-Ρε Λιδάκη. Στην κόρη μιλήσατε;
-Όχι αστυνόμε...ο αστυνόμος δεν με ενημέρωσε.
Τελικά όντως χρειαζόταν ξεκούραση ο Σάββας σκέφτηκε. Του θόλωνε το μυαλό η Πέλλα. Δεν συγκεντρωνόταν.
- Καλά άσε. Ψάχνεις από την Γρηγορίου Λαμπράκη μέχρι και την έξοδο για Λαμία για κάμερες. Να δούμε εάν έχει βγει εκτός Αττικής. Εάν έχεις χρόνο δες και τις επόμενες στην εθνική οδό.
- Να ρωτήσω στα Κεντρικά να ψάξουν;
-Όχι. Είναι ακόμα σχεδόν απόρρητη. Ο διοικητής δεν δίνει περιθώρια συνεργασίας. Πάω σπίτι μου να πάρω κάτι και μέχρι να έρθω θέλω διεύθυνση και τηλέφωνο του ξαδέρφου της Κίκα. Ή πάρτε τον σύζυγο. Με την κόρη θα μιλήσω εγώ. Εάν με ζητήσει ο διοικητής έχω πάει στον ξάδερφο πες του.
Κάπως έτσι η Ιόλη έφυγε ξανά για το σπίτι της. Ήλπιζε πως ο Μάρκος θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση από το πρωί εκείνο. Μπαίνοντας στο σπίτι τον βρήκε να κάθεται στο σαλόνι, να πίνει πάλι, να καπνίζει. Σάστισε. Τι τον προβληματίζει πια; Γιατί είναι κάθε μέρα και χειρότερα;
-Νωρίς ήρθες.
-Θα ξαναφύγω. Ήθελα να δω πως είσαι.
- Καλά είμαι.
Φυσικά δε τον πίστεψε, παράτησε το σακάκι της σε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα του. Εκείνος τραβήχτηκε λίγο προς το μέρος του, ήπιε μια τζούρα ακόμα, φύσηξε τον καπνό προς το απόλυτο κενό.
-Θες να μου πεις τι έχεις;
-Δεν έχω κάτι.
-Αφού σε βλέπω. Πες μου αγάπη μου, τι έχεις; Όλο πίνεις, καπνίζεις, δεν κοιμάσαι, κρυφά τηλεφωνήματα, δε πας στη δουλειά σου, δεν μι...
-Με απέλυσαν.
Η σιωπή κυρίευσε την συζήτηση τους. Η Ιόλη έμεινε με το στόμα ανοικτό. Τώρα εξηγούνταν πολλά.
-Για ποιον λόγο; Έτσι στο άκυρο;
-Είπαν περικοπές. Αλλά δε το πιστεύω. Κάτι άλλο τρέχει που μέρες τώρα με τρώει που δε μπορώ να το βρω.
- Γιατί δεν μου είπες κάτι; Ίσως μπορούμε να κάνουμε κάτι.
-Είναι όλα νόμιμα. Πήρα αποζημίωση, τον τελευταίο μου μισθό. Όλα.
-Όμως;
-Όμως μόνο εγώ απολύθηκα Ιόλη. Είπαν περικοπές. Όχι περικοπή.
-Πότε σε απέλυσαν;
-Είναι πέντε μέρες, έξι.
Αποκρίθηκε και ήπιε μια γουλιά από το ποτό του. Η αλήθεια είναι ότι φαινόταν απελπισμένος σχεδόν. Η Ιόλη δεν πίστευε αυτά που άκουγε. Είναι δυνατόν να τον εξαπάτησαν έτσι;
-Μην ανησυχείς. Δε θα σε πάρει άλλο από κάτω. Θα ψάξεις να βρεις άλλη δουλειά και θα δω τι μπορώ να μάθω από την εταιρεία. Στο υπόσχομαι.
-Ρε γαμώτο νιώθω χάλια! Σκατά νιώθω! Δεν αντέχω να δουλεύεις εσύ και για τους δυο μας!
Απάντησε. Την πήρε μια αγκαλιά. Πρώτη φορά μετά από τόσες μέρες ένιωθε πάλι λίγο στοργή. Και εκείνη κι εκείνος.
Ο Σάββας περπάτησε στον πεζόδρομο μπροστά από τον φούρνο. Σαν να δίσταζε να μπει μέσα.
" Έλα μωρέ. Ένας καφές είναι. "
Σκέφτηκε και έκανε το βήμα να μπει μέσα. Προχώρησε στο χολ. Αχ μοσχομύριζαν τόσο ωραία τα κουλουράκια κανέλας, τα μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες. Είχε μια αδυναμία στα γλυκά ο Σάββας. Οι δίπλες του κίνησαν το ενδιαφέρον. Ίσως να του άρεσαν λίγο παραπάνω. Τόσες τούρτες, κορμοί, άλλα γλυκάκια, πάστες που γέμιζαν τον χώρο μυρωδιές. Για μια στιγμή ξέχασε τον λόγο που ήρθε. Η Αδελάιδα, άθελά της τον παρατηρούσε από την ώρα που περπάταγε απέξω. Της άρεσε καιρό είναι η αλήθεια, αλλά δεν τολμούσε να κάνει κίνηση. Συνήθως οι άντρες ήταν αυτοί που την κυνηγούσαν και όχι το αντίθετο, όμως ο Σάββας ήταν διαφορετικός. Πιο σίγουρος, πιο εκδηλωτικός, με χιούμορ, οξυδερκής και καλοσυνάτος. Κι όμως, όλα αυτά τα είχε διακρίνει πάνω του. Έκανε να βγει από το εργαστήρι και του μίλησε πρώτη.
-Καλώς τον Σάββα.
-Τι κάνεις Αδελάιδα;
-Όπως τα βλέπεις. Κοπάνα;;
-Μου έδωσε το αφεντικό άδεια και είπα να πάρω έναν καφέ μπας και καταφέρω να ξυπνήσω.
-Τέλεια. Φρέντο εσπρέσσο μέτριο με μαύρη, σωστά;
Ο Σάββας εντυπωσιάστηκε σχεδόν. Συνήθως έπαιρνε καφέ από το σπίτι ή από άλλους φούρνους. Δεν συνήθιζαν να γνωρίζουν τον καφέ του. Έκανε ένα νεύμα έκπληξης.
-Ναι ακριβώς. Που το θυμάσαι;
-Μια φορά που είχαμε πάει με την Ιόλη και την Αλκυώνη για καφέ, έτυχε να το αναφέρει και μου έκανε εντύπωση η μαύρη ζάχαρη.
Απάντησε καθώς άνοιγε την κούτα με τον πάγο. Ο Σάββας πάλι εντυπωσιάστηκε. Ίσως τελικά ήταν καλή ιδέα που ήρθε.
-Βάλε μου και κανένα κουλουράκι και έλα να τον πιούμε μαζί έξω.
Της είπε μασουλώντας ένα κουλούρι κανέλας με ζάχαρη πασπαλισμένο.
"Αμ θα τον πιούμε, θα τον πιούμε."
Πέρασε και εκείνη με τον καφέ της στο εξωτερικό τραπεζάκι, άρπαξε λίγα βουτήματα και κάθισε στην ψηλή καφέ καρέκλα. Ήταν πιο καπάτσα από εκείνον, πιο ενεργή. Θα τον έκανε σύντομα να έχει άλλη γνώμη για εκείνη.
-Καλός;
Τον ρώτησε δείχνοντας τον καφέ.
-Πολύ καλός. Μπράβο! Αλήθεια, όλα αυτά εσύ τα φτιάχνεις; Δεν είναι πολλά για ένα άτομο;
-Έρχεται και η ξαδέρφη μου. Εκείνη είναι τα απογεύματα και εγώ τα πρωινά. Που και που έρχεται και ο αδερφός της και μας βοηθάει αν έχουμε πολύ κόσμο. Ευτυχώς μένουν κοντά.
-Α τώρα μάλιστα. Πάντως εξαιρετικό το κουλουράκι. Θα με παχύνεις αν έρχομαι εδώ κάθε μέρα.
-Δεν έχεις ανάγκη εσύ. Διατηρείσαι.
Ντιν! Πρώτο καμπανάκι κοπλιμέντου της Αδελάιδας για τον Σάββα. Εκείνος γέλασε αμήχανα.
-Έχεις και δίπλες με σοκολάτα;
-Και με πραλίνα φιστικιού έχω.
Απάντησε. Τον κοίταξε πονηρά, χιουμοριστικά.
-Με πέθανες!
Έβαλε το χέρι του στην καρδιά σαν να τον πυροβόλησαν εκεί. Η Αδελάιδα τον απολάμβανε τόσο πολύ.
-Θες να σου φέρω; Να δοκιμάσεις;
-Είσαι με τα καλά σου; Μου φτάνουν όλα αυτά που έφερες.
Κοίταξε το ρολόι του. Ήθελε να πάει να ξαπλώσει. Μέχρι να φτάσει στο σπίτι του σκέφτηκε, θα θέλει μια ωρίτσα. Έκανε να σηκωθεί, να βγάλει το πορτοφόλι του αλλά η Αδελάιδα τον απώθησε.
-Κερασμένα από το κατάστημα.
-Τι; Δεν παίζει.
-Παίζει παίζει. Άντε πήγαινε και χαιρετισμούς στην αστυνόμο από εμένα.
-Θα ανταποδώσω.
Πήγε να φύγει.
"Είναι η ευκαιρία σου μεγάλε! Δώσε πόνο!"
-Μεθαύριο το απόγευμα είσαι ελεύθερη;
-Είμαι.
-Τώρα δεν θα είσαι.
Της έκλεισε το μάτι, της έκανε μια χειρονομία πως θα την πάρει τηλέφωνο αργότερα και έφυγε. Η Ιόλη έμμεσα τα είχε καταφέρει!
Η Άρια Παλαιονίκα βρισκόταν σε μια καφετέρια κάπου στην Ακρόπολη κοντά. Η Ιόλη είχε ρωτήσει και είχε μάθει πως σύχναζε εκεί όταν γύρναγε από το εξωτερικό. Αποφάσισε να μιλήσει πρώτα με εκείνη, και μετά να πάει στον ξάδερφο της Εριέττας. Ήταν ανεπίσημη η κατάθεση, οι ερωτήσεις. Η Ιόλη πίστευε πως η μικρή δεν γνώριζε τίποτα αλλά έπρεπε να σιγουρευτεί για κάποιες λεπτομέρειες. Η Άρια όταν την είδε, παραξενεύτηκε. Άφησε το βιβλίο της στο τραπέζι, ήπιε μια γουλιά από τον καπουτσίνο της και έκανε στην άκρη για να καθίσει η αστυνόμος.
-Καλησπέρα Άρια. Αστυνόμος Καστριώτη.
-Χάρηκα αστυνόμε. Πείτε μου. Βρήκατε κάτι για την μητέρα μου;
-Ήρθα να σου κάνω κάποιες απλές ερωτήσεις. Να μας βοηθήσεις για να σε βοηθήσουμε.
-Φυσικά. Αν μπορώ να φανώ χρήσιμη.
Η Άρια φαινόταν πιο συνεργάσιμη από τον Βύρωνα Παλαιονίκα διαπίστωσε η Ιόλη.
- Αρχικά, πότε ήρθες στην Ελλάδα και κατάλαβες ότι η μητέρα σου έλειπε;
-12 Δεκεμβρίου έφτασα Θεσσαλονίκη και στις 15 Αθήνα. Σε εσάς ήρθα να δηλώσω την εξαφάνιση στις 17. Προσπαθούσα να μάθω τι γινόταν, την έψαξα εκεί που ήξερα αλλά δεν βρήκα κάτι δυστυχώς.
-Ναι με είχε ενημερώσει ο υπαστυνόμος. Εσείς τι πιστεύετε ότι έχει συμβεί;
-Τι να σας πω...Ο πατέρας μου πάντα έλειπε από το σπίτι. Η μαμά δεν είχε φίλες. Δεν έβγαινε συχνά. Μόνο στον Γρηγόρη πήγαινε κάποιες φορές. Ίσως να θέλει να δώσει στον πατέρα ένα μάθημα. Να την υπολογίζει περισσότερο. Κάτι τέτοιο. Δεν θέλω να πιστεύω ότι κάτι έπαθε.
-Ο ξάδερφος της μητέρας σας είναι ο Γρηγόρης, σωστά;
-Μάλιστα. Ο γιος της θείας της.
-Παρατραβηγμένο να λείπει τόσες μέρες για ένα "μάθημα" δεν νομίζετε;
-Όταν έμαθα ότι έλειπε από τις 13 του μήνα, ταράχτηκα είναι η αλήθεια. Αλλά τι μπορούσα να κάνω; Ο πανικός δεν βοηθάει σε τίποτα. Ψάχνω διακριτικά και με ψυχραιμία. Δεν θέλω να φέρω και σε δύσκολη θέση τον ρόλο του πατέρα μου στην εργασία του.
-Σπουδάζετε ψυχολογία;
Η Άρια δεν περίμενε την ερώτηση αυτή τόσο νωρίς.
-Μάλιστα.
-Έχετε αρκετές γνώσεις. Μπράβο.
-Πείτε μου ότι θα κάνετε ό,τι μπορείτε για να τη βρείτε. Όσο και να προσπαθώ, κάποια στιγμή θα καταρρεύσω...Σας παρακαλώ...
-Μην ανησυχείς. Για νεότερα θα σε ειδοποιήσω. Ευχαριστώ πολύ Άρια.
Η Άρια την ευχαρίστησε, την αποχαιρέτισε και συνέχισε αμέριμνη να διαβάζει το βιβλίο της. Η Ιόλη τηλεφώνησε στο τμήμα. Ήθελε να εξακριβώσει τα λεγόμενα της Άριας για την άφιξή της στην Ελλάδα, αν και πίστευε πως δεν υπάρχει λόγος. Αμέσως, πήρε το υπηρεσιακό όχημα και κατευθύνθηκε προς την Εκάλη που έμενε ο ξάδερφος της Κίκα, Γρηγόρης Τρύφωνας. Η κίνηση, η βαβούρα, τα πολλά οχήματα την καθυστέρησαν. Όταν έφτασε κοντά στο αρχοντικό, εντυπωσιάστηκε με την μεγαλοπρέπεια των σπιτιών της περιοχής. Πλούσια περιοχή και με πυκνή βλάστηση. Δεν συνήθιζε να έχει υποθέσεις σε τέτοιες περιοχές, όντας στα Πετράλωνα, αλλά ήταν όμορφα και εκεί. Προχώρησε σε ένα μονοπάτι με πέτρες εδάφους και βρήκε μια μεγάλη καγκελόπορτα. Την έσυρε για να μπει μέσα. Περπάτησε στον διάδρομο και βρήκε παρατημένα στην είσοδο ένα ζευγάρι γυναικεία παπούτσια, νούμερο 38 με 39. Έκανε να τα σηκώσει αλλά εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα. Εμφανίστηκε ένας νέος, γύρω στα 30 με μεγάλα στρόγγυλα γυαλιά, ανακατεμένα μαλλιά, λυγερόκορμος σχεδόν και με καστανά μεγάλα μάτια.
-Θέλετε κάτι;
-Αστυνόμος Καστριώτη. Ήρθα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις για την ξαδέρφη σας, Εριέττα Κίκα Παλαιονίκα.
-Τι ερωτήσεις; Δεν καταλαβαίνω.
-Δεν γνωρίζετε ότι έχει εξαφανιστεί;
-Η Έρη; Από πότε;
-Μπορώ να περάσω μέσα; Να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα;
-Εμμ...ξέρετε δεν είμαι μόνος. Θα προτιμούσα εδώ.
Μάλιστα. Παράξενο σκέφτηκε η Ιόλη.
-Πότε την είδατε τελευταία φορά την κυρία Παλαιονίκα;
-Πρέπει να ήταν τέλη Νοέμβρη. Ήρθε να με βοηθήσει στο καθάρισμα. Κάθε μήνα έρχεται.
-Δεν θυμάστε μέρα;
-24, 25 κάπου εκεί γύρω.
-Άρα από τότε δεν την έχετε δει.
-Όχι. Πότε εξαφανίστηκε;
-Έχει λίγες μέρες. Εσείς μένετε μόνος εδώ;
-Ναι.
-Προλίγου είπατε έχετε κόσμο...
-Ναι δεν μένει εδώ η φίλη μου. Έρχεται περιστασιακά. Κάτι άλλο;
-Βιάζεστε;
-Η συζήτηση αυτή δεν μου είναι καθόλου εύκολη. Η Έρη κάθε φορά που τα βρίσκει σκούρα με τον Βύρωνα, φεύγει για να γλιτώσει. Θα σας έλεγα να πάψετε να τη ψάχνετε. Άδικος κόπος. Κάποια στιγμή θα γυρίσει.
"Βγάλαμε λαυράκι"
-Το έχει ξανά κάνει λέτε;
-Μην την ψάχνετε κυρία...
-Καστριώτη.
-Ναι. Σας είπα, όταν τα βρίσκει σκούρα, όταν τσακώνονται, φεύγει. Θα γυρίσει όταν καταλάβει πως δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
-Δηλαδή;
-Δηλαδή δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτόν τον άνδρα η Έρη. Πάντα θα γυρνάει σε αυτόν. Μη την ψάξετε άλλο!
-Ξέρετε κάτι παραπάνω;
-Δεν είναι Κίκα Παλαιονίκα. Είναι Κίκα σκέτο.
Είπε και της έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. Τι θράσος που είχε αυτός ο νεαρός. Η Ιόλη δεν ήθελε να το παρατραβήξει αλλά πίστευε πως ο Γρηγόρης κάτι ήξερε παραπάνω. Την επόμενη φορά θα φροντίσει να έχει ένταλμα. Πήρε τηλέφωνο ξανά στο τμήμα καθώς έβγαινε από την καγκελόπορτα.
-Λέγε.
-Η Άρια Παλαιονίκα ήρθε στην Αθήνα όντως στις 15 αλλά πριν από αυτό είχε έρθει Ελλάδα στις 30 Νοέμβρη ξανά.
Πάλι αυτό της φάνηκε παράξενο. Γιατί να έρθει από το εξωτερικό στις 30 Νοέμβρη ενώ είχε προγραμματίσει να έρθει για τις διακοπές των Χριστουγέννων στις 12;
-Μάλιστα. Θέλω να μου βρεις ό,τι μπορείς για τον Βύρωνα Παλαιονίκα. Οτιδήποτε. Ακόμα και τι άρωμα φοράει.
-Τον σύζυγο;
-Ναι.
Τότε στάθηκε λίγα μέτρα πιο κάτω και είδε ένα αμάξι. Σχεδόν γνώριμο. Σαν να αναθάρρεψε.
-Αστυνόμε; Με ακούς;
-Νομίζω την βρήκαμε!
Το κινητό της ξάφνου σαν να χάλασε. Έπεσε η γραμμή. Ένα μήνυμα ωστόσο που έλαβε την ταρακούνησε.
"Σταμάτα να ασχολείσαι. Θα το μετανιώσεις. "
Σκέψου, τι προτιμάς; Να ξέρεις ότι είσαι ένα βήμα πριν βρεις έναν άνθρωπο και να το ρισκάρεις; Ή επειδή σε απειλούν να κρεμάσεις την κόρη της αγνοούμενης;
*Χελλό! Τι κάνετε;; Καλές γιορτές, καλή χρονιά με υγεία! Σας είπα Τετάρτη και Τετάρτη ανέβηκε! Πείτε μου την γνώμη σας και πατήστε το αστεράκι! Φιλιά!*
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top