{44}

Το χάσαμε κι αυτό το ηλιοβασίλεμα.
Κανείς δεν μας είδε εμάς χεράκι, χεράκι το βράδυ εκείνο
όπου έπεφτε η γαλάζια η νύχτα και εσκέπαζε τον κόσμο.
Απ' το παράθυρο μου είδα μόνος εγώ
τη φιέστα του ηλιογέρματος ψηλά στ χάη.
Και πότε, πότε σαν πυρακτωμένο κέρμα
κράταγα ένα κομματάκι ήλιο στην παλάμη μου.
Και σε συλλογιζόμουν με τη καρδιά σφιγμένη
από κείνο εκεί το σφίξιμο που ξέρεις πως με κυβερνάει.
Λέγε μου, που ήσουνα?
Με τι κόσμο?
Και τι τους έλεγες?
Και γιατί ακαριαία με κυριεύει ακέριος ο έρωτας εμένα
μόλις νιώσω μοναχός, με σένανε μακριά μου?
Μου 'φυγε το βιβλίο που πάντα ανοίγω το βραδάκι
και σα λαβωμένο κουτάβι γλίστρησε
κι έπεσε στα πόδια μου το παλτό.
Μα όλο φεύγεις εσύ, φεύγεις τα βράδια
με το δειλινό παρέα που πιλαλάει και αφανίζει τ' αγάλματα.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------

Το επόμενο πρωί, την βρήκε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Όλο το βράδυ δεν είχε κλείσει μάτι. Ο ψυχικός πόνος που ένιωθε, είχε μετατραπεί σε σωματικό. Το συναίσθημα της απώλειας σε συγκλονίζει. Και η κοπέλα το είχε βιώσει πολλές φορές. 

Σηκώθηκε αργά και έπιασε το κινητό της από το πάτωμα. Μόλις το άνοιξε, ήρθε αντιμέτωπη με πολλές κλήσεις τόσο από τους φίλους της, όσο και από τον Αχιλλέα. Τις αγνόησε και έψαξε μια συγκεκριμένη επαφή.

Σοφία.

Αφού το σκέφτηκε για λίγο, πάτησε πάνω. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα ακούστηκε η ενοχλητική, αγουροξυπνημένη φωνή της αδερφής της.

"Στον ύπνο σου με έβλεπες;" είπε ειρωνικά.

Σε άλλη περίπτωση η Σελήνη θα της απαντούσε αναλόγως, αλλά σήμερα δεν είχε την ψυχική δύναμη να το κάνει.

"Σοφία έγινε κάτι. Πρέπει να έρθεις εδώ" ψιθύρισε η κοκκινομάλλα, με βραχνή φωνή από το κλάμα.

"Τι έγινε;;; Σελήνη είσαι καλά;" ρώτησε αγχωμένα η αδερφή της.

"Απλά έλα" είπε η κοπέλα και έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς περαιτέρω κουβέντες.

Λίγη ώρα αργότερα, η Σοφία βρισκόταν στο μικρό διαμέρισμα. Μόλις άνοιξε η πόρτα το θέαμα που αντίκρυσε την έκανε να βουρκώσει. Η, άλλοτε, όμορφη αδερφή της, βρισκόταν αναμαλλιασμένη και κόκκινη από το κλάμα στην είσοδο του σπιτιού. Χωρίς να το πολυσκεφτεί έπεσε στην αγκαλιά της. Η κοκκινομάλλα ανταπέδωσε αμέσως. 

"Τι συνέβη;" ρώτησε η ξανθιά κοπέλα, απομακρύνοντας κάπως το σώμα της από την αδερφή της.

"Η Αλίκη" ψιθύρισε η Σελήνη

Δε χρειάστηκε να πει τίποτα άλλο. Η κοπέλα είχε καταλάβει. Ένιωσε ένα βάρος να πλακώνει το στήθος της. Με το χέρι της έψαξε ένα μέρος για να στηριχτεί. Η Σελήνη την έσπρωξε σε μια καρέκλα. Τα μάτια της ξανθιάς δεν άργησαν να γεμίσουν δάκρυα.

"Πότε;" 

"Χθες"

"Γιατί δε με πήρες αμέσως;"

"Το τελευταίο πράγμα που είχα στο μυαλό μου ήταν το κινητό μου" απάντησε επιθετικά η κοκκινομάλλα

Η Σοφία προσπάθησε να ηρεμήσει. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και σηκώθηκε από την καρέκλα. Άφησε σε μια γωνία τα πράγματά της και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της αδερφής της. Η Σελήνη την ακολούθησε παραξενεμένη χωρίς να μιλήσει. Η ξανθιά κοπέλα μπήκε στο δωμάτιο και έπιασε ένα πακέτο τσιγάρα που βρισκόταν παρατημένο στο κρεβάτι. Αφού βρήκε και έναν αναπτήρα, άναψε το πρώτο τσιγάρο.

"Τι νομίζεις ότι κάνεις;" την επέπληξε η αδερφή της.

"Ποια μιλάει" αντιγύρισε η κοπέλα και τράβηξε μια τζούρα

"Σοφάκι ηρέμησε λίγο μη τα πάρω" φώναξε η κοκκινομάλλα και άρπαξε το τσιγάρο από τα χέρια της.

"Α εσύ μπορείς να καπνίζεις ενώ εγώ όχι;" αντιγύρισε, ανεβάζοντας κατά πολύ τον τόνο της φωνής της.

"Εγώ αν δε το θυμάσαι καπνίζω σχεδόν όλη μου τη ζωή. Ενώ εσύ στα σαλόνια που μεγάλωσες, ούτε που ήξερες πως έμοιαζε ένα τσιγάρο. Και στο κάτω κάτω δε σου κάνει καλό" φώναξε με νεύρα η Σελήνη.

Η μικρή της αδερφή ρόλαρε τα μάτια της.

"Ούτε σε σένα κάνει καλό" απάντησε σε πιο ήπιο τόνο αυτή τη φορά.

Η ξανθιά κοπέλα περιεργάστηκε την αδερφή της. Την κοίταξε με τρυφερότητα.

"Σελήνη"

"Ναι;"

Οι δύο αδερφές κοιτάχτηκαν.

"Γιατί δεν ήρθες;" 

"Πού να έρθω;" απόρησε η κοκκινομάλλα

"Στο γράμμα σου είχα γράψει ένα μέρος για να βρεθούμε όλοι μαζί και να φύγουμε, αλλά εσύ δεν ήρθες ποτέ" αποκρίθηκε με παράπονο η Σοφία.

"Ποιο γράμμα; Τι λες;" ρώτησε με την απορία να ξεχωρίζει στη φωνή της

"Το γράμμα που σου άφησα στην κουζίνα όταν έφυγα" της απάντησε 

"Δεν βρήκα ποτέ κανένα γράμμα" απάντησε η Σελήνη μπερδεμένη

"Η Βικτώρια" διαπίστωσαν ταυτόχρονα οι δύο κοπέλες και κοιτάχτηκα.

Η Σελήνη ρόλαρε τα μάτια της.

"Αυτή η γυναίκα δε θα σοβαρευτεί ποτέ" είπε αγανακτισμένα και ξάπλωσε στο κρεβάτι της.

Η Σοφία ξαναέπιασε το πακέτο και έβγαλε ένα τσιγάρο από μέσα.

"Σοφία" είπε προειδοποιητικά η κοκκινομάλλα

"Ξέρω Σελήνη μην ανησυχείς. Ένα μόνο. Ένα ίσον κανένα" της απάντησε η κοπέλα και το άναψε.

Ήταν πρωτόγνωρο για τις δύο αδερφές να κάθονται στο ίδιο δωμάτιο χωρίς να μαλώνουν. Πόσο μάλλον να συζητάνε. Τόσα χρόνια ένιωθαν ότι δεν είχαν κανένα σημείο επαφής. Από τη μία, η Σελήνη πίστευε ότι η αδερφή της την είχε παρατήσει και είχε φύγει για μια πιο εύκολη ζωή, ενώ από την άλλη, η Σοφία νόμιζε ότι η μεγάλη της αδερφή την είχε απορρίψει για ακόμη μια φορά.

"Το βράδυ τι θα κάνεις;" ρώτησε διστακτικά η Σοφία

"Δε ξέρω ακόμα"

"Θες να πάμε για ένα ποτό; Να τα πούμε λίγο μετά από τόσα χρόνια" πρότεινε η ξανθιά κοπέλα 

Ως ένδειξη ανακωχής, η Σελήνη χαμογέλασε.

"Θέλω" απάντησε


Γεια σας κορίτσια μου.

Τι κάνετε; Πώς περνάτε τις διακοπές σας;

Η Σοφία και η Σελήνη σε ανακωχή; Πώς σας φάνηκε αυτό; Θα κρατήσει πιστεύετε;

Τα λέμε στο επόμενο.

Φιλάκιααα❤❤❤



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top