{38}

Άγνωστοι φόβοι στο μυαλό σου πολεμούν,
με τις σκιές που θολά σε καλύπτουν κάθε βράδυ.
Ανυποψίαστοι περαστικοί γελούν μαζί σου,
μα τους ανέχεσαι παθητικά με τη σιωπή σου.

Μια συνουσία μυστική,
μια συνουσία μυστική της διαφθοράς,
χώροι στενοί μες στη μιζέρια,
δε νιώθεις τίποτα.

Πετάς τα ρούχα σου ψηλά,
γυμνός μες τη χαρά σου,
κρατάς τη λύπη σου μακριά,
δε νιώθεις τίποτα.

[...]

Η κοκκινομάλλα βρήκε νευριασμένη από την πολυκατοικία. Δεν ένιωθε κάτι ερωτικό για τον Μάριο, αλλά το να τον βλέπει με αυτή την κοπέλα την έβγαζε εκτός εαυτού. Τον φανταζόταν με μια κοπέλα σαν εκείνη. Δυναμική, που ξέρει τι θέλει από τη ζωή. Όχι με ένα κοριτσάκι που κάθεται σε όποιον βρει.

Προχώρησε στο πρώτο άδειο παγκάκι που βρήκε και κάθισε, ανάβοντας ένα τσιγάρο. Έριξε το βλέμμα της προς την αριστερή μεριά του δρόμου, απ' όπου είχε έρθει και η ίδια. Ξαφνικά ένιωσε τα νεύρα της να τσιτώνονται όταν είδε τη Δήμητρα να κατευθύνεται προς το μέρος της. Η ξανθιά κοπέλα, χωρίς να πει κουβέντα, κάθισε δίπλα της, έτοιμη να μιλήσει. Η Σελήνη δεν ήθελε πολύ για να εκραγεί.

"Γεια" έσπασε τη σιωπή η κοπέλα 

Η κοκκινομάλλα δεν απάντησε. Γύρισε το κεφάλι της επιδεικτικά από την άλλη, δείχνοντας της ξεκάθαρα πως ήταν ανεπιθύμητη.

"Ξέρω πως δεν κάναμε και πολύ καλή αρχή, όμως θα ήθελα να το διορθώσω όλο αυτό." ξεκίνησε να λέει και η Σελήνη ένιωσε μια έντονη επιθυμία να την πετάξει σε χαντάκι.

"Εγώ δε θα ήθελα. Κάνε ότι θες με τον Μάριο, που απορώ τι σου βρήκε, αλλά μη νομίζεις ότι θα μπεις στην παρέα. Μείνε μακριά και μη μας πρήζεις με τις κοριτσίστικες μαλακίες σου" της είπε άγρια και φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου της πάνω στο πρόσωπο της κοπέλας.

Εκείνη έβηξε ενοχλημένη, αλλά δε μίλησε. Η Σελήνη την κοίταξε μια ακόμη φορά υποτιμητικά και σηκώθηκε από το παγκάκι, χωρίς να της δώσει άλλη σημασία. 

[...]

Το επιβλητικό κτίριο του νοσοκομείου εμφανίστηκε στο επόμενο στενό. Η κοκκινομάλλα προχώρησε και μπήκε μέσα. Ανέβηκε βιαστικά στον τρίτο όροφο και άνοιξε την πόρτα του δωματίου της Αλίκης. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στην μελαχρινή κοπέλα που κοιτούσε προσηλωμένη το κινητό της. 

"Γεια" είπε σιγά και έκλεισε την πόρτα του δωματίου

Η Αλίκη σήκωσε το βλέμμα της και μόλις είδε τη Σελήνη, χαμογέλασε αυτόματα.

"Σε περίμενα" είπε η κοπέλα και έκανε λίγο χώρο στο κρεβάτι για να κάτσει η κοκκινομάλλα.

"Πώς είσαι; Πονάς;" ρώτησε ανήσυχα η Σελήνη.

"Τα φάρμακα μου φέρνουν υπνηλία, οπότε τις περισσότερες ώρες ξυπνάω. Αλλά όταν είμαι ξύπνια πονάω" είπε με το παράπονο να ξεχωρίζει στη φωνή της.

Η κοκκινομάλλα έπιασε απαλά το χέρι της και το χάιδεψε. Δεν ήξερε τι έπρεπε να πει σε αυτή την περίπτωση. Η Αλίκη ήταν πολύ συνειδητοποιημένη. Ήξερε ότι ο χρόνος που της απέμεινε ήταν ελάχιστος. Δεν έτρεφε αυταπάτες ότι θα γινόταν κάποιο θαύμα και θα ζούσε. Και αυτό ήταν τρομακτικό. Το να γνωρίζεις το πότε θα πεθάνεις είναι τρομακτικό.

"Τι κάνει ο Αχιλλέας;" ρώτησε η μελαχρινή κοπέλα

"Καλά είναι" απάντησε η Σελήνη, χαμογελώντας ασυναίσθητα.

Η Αλίκη γέλασε. 

"Σου πάει να είσαι ερωτευμένη. Σε κάνει καλύτερη" διαπίστωσε.

Η Σελήνη έσμιξε  τα φρύδια της εκνευρισμένη. Μέσα της ήξερε την αλήθεια, αλλά δε θα την παραδεχόταν σύντομα. Δε της άρεσε η ιδέα του έρωτα. Και αυτό γιατί ήξερε ότι, όπως όλες οι σχέσεις, είτε ερωτικές είτε φιλικές, έτσι και η συγκεκριμένη είχε ημερομηνία λήξης. 

"Δεν είμαι" απάντησε απότομα και κοίταξε αλλού.

Το πονηρό χαμόγελο της φίλης της εμφανίστηκε, κάνοντας την κοκκινομάλλα να εκνευριστεί περισσότερο.

"Αλίκη με εκνευρίζεις" της είπε

"Και γω σ' αγαπώ" την κορόιδεψε εκείνη και της έκλεισε το μάτι.

"Και γω" απάντησε με ειλικρίνεια η κοπέλα και σηκώθηκε από το κρεβάτι.

Άφησε ένα απαλό φιλί στο μάγουλο της Αλίκης και της χαμογέλασε. 

"Πρέπει να φύγω, αλλά θα ξανάρθω" της υποσχέθηκε και η κοπέλα έγνεψε.

[...]

Έβαλε το παλιό κλειδί στην κλειδαρότρυπα και προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα, η οποία για μια ακόμη φορά είχε κολλήσει. Προσπάθησε λίγο περισσότερο και έπειτα από αρκετή πίεση η πόρτα υποχώρησε, επιτρέποντας επιτέλους στην κοκκινομάλλα να μπει στο διαμέρισμα. Πλησίαζε μεσημέρι και η κοπέλα δεν είχε κλείσε μάτι εδώ και πολλές ώρες. Η κούραση σιγά σιγά την κατέβαλε. Προχώρησε στο δωμάτιό της και πέταξε άτσαλα τα ρούχα της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της, σκεπάστηκε μέχρι πάνω και παραδόθηκε σε έναν λυτρωτικό ύπνο. 

Ξύπνησε από έναν δυνατό θόρυβο, κάνοντάς τη να τρίψει εκνευρισμένα τα μάτια της. Φόρεσε μια φαρδιά μπλούζα και βγήκε από το δωμάτιο. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στη Βικτώρια και έναν άγνωστο τύπο που φιλιόντουσαν παθιασμένα στον στενό καναπέ του σαλονιού. Η κοπέλα ρόλαρε τα μάτια της και ξαναμπήκε στο δωμάτιό της. Άναψε ένα τσιγάρο και έτριψε τα μάτια της. Η ώρα ήταν 4. Είχε ακόμα αρκετές ώρες μέχρι να πιάσει δουλειά.

Άνοιξε την ντουλάπα της και αφού έψαξε για λίγο, έβγαλε ένα χαμηλοκάβαλο φαρδύ τζιν και μια κοντη μπλούζα με τιράντες από δαντέλα. Βάφτηκε και φόρεσε τα παπούτσια της. Έπιασε το μπουφάν της από την καρέκλα και βγήκε από το δωμάτιο. Το θέαμα της μάνας της με κάποιον άγνωστο δεν ήταν πρωτόγνωρο, οπότε πλέον της περνούσε αδιάφορο.

Πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και βγήκε από το διαμέρισμα χτυπώντας την πόρτα πίσω της. Στην είσοδο είδε παρκαρισμένο το παλιό αυτοκίνητο της Βικτώριας. Χωρίς δεύτερη σκέψη, μπήκε μέσα και έβαλε μπρος. Λίγη ώρα αργότερα βρισκόταν στο σπίτι του Αχιλλέα.


ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΜΟΥΥΥΥ

ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ;;;; ΜΟΥ ΛΕΙΨΑΤΕ ΠΟΛΥ

Πείτε μου τα νέα σας. Πώς πάει η ζωή;

Ναι μπορείτε να με βρίσετε ελεύθερα που λείπω τόσο καιρό:(

Επιτέλους όμως ανέβασα κεφάλαιο. 

Περιμένω τη γνώμη σας.

Φιλάκιαααα❤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top