{33}

Μόνη, ἐντελῶς μόνη,
περπατῶ στὸ δρόμο
καὶ πέφτω πάνω σὲ μεγάλα γεγονότα:
Ὁ ἥλιος σὰν ἐπειγόντως νὰ ἐκλήθη ἀπὸ τὴ Δύση
ἀφήνοντας ἡμιτελὲς τὸ δειλινό...

Σὲ λίγο ἡ νύχτα,
κρατώντας τοὺς ἀμφορεῖς τοῦ μυστηρίου,
τῶν ἰδιοτήτων της ἐπαίρετο,
ὅταν τὸ ρεμβῶδες μάτι της, τὸ φεγγάρι,
ἕνα ἀπρόδεκτο, λαθραῖο σύννεφο, πάτησε
καὶ τὴν τύφλωσε.

Τοῦ ἀτυχήματος τούτου
ἐπωφελήθηκε
κάποιος παράξενος κατάσκοπος
-τὸ μεσονύχτιο ὑποπτεύονται-
τὸ σύμπαν πυροβόλησε
καὶ τὸ ἄφησε ἀκίνητο...

Μετὰ ἀπὸ τέτοια γεγονότα,
τὸ γεγονὸς πὼς εἶμαι πάλι μόνη
παρελείφθη.

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Η κοκκινομάλλα περπατούσε βιαστικά στο δρόμο. Ήξερε ότι τραβούσε πολλά βλέμματα, αλλά δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με αυτό. 

Τα νεύμα μου, μονολόγησε και έστριψε απότομα στο στενό που οδηγούσε στο σπίτι της. 

Έφτασε έξω από την πολυκατοικία και άνοιξε την παλιά μισογκρεμισμένη πόρτα. Η μυρωδιά της κλεισούρας την ενόχλησε, αλλά αποφάσισε να την αγνοήσει. Ανέβηκε με τα πόδια στο, δεύτερο όροφο και άνοιξε την ξύλινη πόρτα, μπαίνοντας στο διαμέρισμά της. Το θέαμα που αντίκρυσε ήταν αποκαρδιωτικό. Η μητέρα της βρισκόταν λιπόθυμη στο πάτωμα με αρκετή σκόνη κοκαΐνης σκορπισμένη γύρω της. Ο Γιάννης, ο γιός της διαχειρίστριας, βρισκόταν από πάνω της προσπαθώντας να τη συνεφέρει.

"Φύγε" του είπε άγρια η Σελήνη, σπρώχνοντάς τον βίαια.

Έπιασε τον λαιμό της γυναίκας προσπαθώντας να βρει σφυγμό. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα τον ένιωσε.

Ζει.

Σηκώθηκε απότομα και έψαξε για το κινητό της. Μόλις το βρήκε κάλεσε τον Λουκ, που έμενε πιο κοντά της. Λίγη ώρα αργότερα βρισκόταν δίπλα της, κοιτώντας την ανήσυχα. Σήκωσε την γυναίκα στα χέρια του και τη μετέφερε στο αυτοκίνητο με προορισμό το νοσοκομείο. 

[...]

"Θα κάνουμε ότι μπορούμε αλλά δεν υποσχόμαστε τίποτα. Η δόση που πήρε ήταν μεγάλη" τους ενημέρωσε ο γιατρός και εξαφανίστηκε από το οπτικό τους πεδίο. Η Σελήνη έπεσε αναστενάζοντας στην καρέκλα. 

"Ότι μαλακία υπάρχει αυτή θα την κάνει" μονολόγησε και ο Λουκ έγνεψε συμφωνώντας.

Όλοι ήξεραν τι άνθρωπος ήταν η Βικτόρια Μάρκου. Και όλοι ήξεραν επίσης πόσο ταλαιπώρησε την κόρη της όλα αυτά τα χρόνια. 

Λίγη ώρα αργότερα ακούστηκαν γρήγορα βήματα. Η Σοφία εμφανίστηκε στον διάδρομο του νοσοκομείου. Κοίταξε ανήσυχα την αδερφή της περιμένοντας εξηγήσεις, ενώ προσπαθούσε να ξαναβρεί την ανάσα της.

"Κοκαΐνη" της είπε μονολεκτικά η κοκκινομάλλα 

Η Σοφία έδειξε να καταλαβαίνει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγε ότι η μητέρα τους έκανε χρήση ουσιών, οπότε η είδηση δε την εξέπληξε. 

Η Σελήνη σηκώθηκε και αφού έλεγξε τις τσέπες της, κατευθύνθηκε προς το μπαλκόνι του νοσοκομείου. Άκουσε τα βήματα του Λουκ πίσω της και χαμογέλασε αχνά. Τουλάχιστον ότι και να γινόταν είχε τους φίλους της.

Το αγόρι έκλεισε την πόρτα πίσω του και στήριξε τα χέρια του στο κάγκελο, μιμούμενος τη Σελήνη. Το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη της την έκανε ακόμη πιο ελκυστική. Ο Λουκ την κοίταξε και έπειτα γύρισε το βλέμμα του στο κενό.

"Δε σου αξίζει να τα περνάς όλα αυτά" είπε σπάζοντας τη σιωπή

Η κοπέλα ανασήκωσε τους ώμους της.

"Δεν έχει σημασία πλέον. Σταμάτησα να σκέφτομαι τι μου αξίζει και τι όχι. Ότι είναι να συμβεί, θα συμβεί" απάντησε

"Έλα να μείνεις σε μένα" πρότεινε το αγόρι απελευθερώνοντας τον καπνό από το στόμα του.

Η κοκκινομάλλα τον κοίταξε. 

"Μπορεί" του απάντησε και έριξε το κεφάλι της πίσω. 

Είχε να κοιμηθεί και να φάει κανονικά πολλές μέρες και τα αποτελέσματα ήταν φανερά. Έσβησε το τσιγάρο της και τίναξε τα μαλλιά της.

"Φεύγω. Φύγε και συ. Αν γίνει κάτι θα με πάρει η Σοφία" είπε η κοκκινομάλλα αδιάφορα και χωρίς δεύτερη σκέψη έφυγε από το μπαλκόνι. 

[...]

Το κρύο ήταν τσουχτερό. Τρυπούσε το σώμα της σαν μικρές βελόνες. Το παγκάκι στο οποίο καθόταν ήταν η μόνη της λύση. Στο σπίτι της δεν ήθελε να γυρίσει, οπότε αυτό το παγκάκι ήταν η τελευταία της εναλλακτική. 

Τα δύο δάχτυλα που κρατούσαν το τσιγάρο ήταν παγωμένα και κόκκινα, αλλά η κοπέλα δεν έδωσε σημασία. Ξαφνικά ένιωσε κάποιον δίπλα της. Γύρισε το κεφάλι της και αντίκρυσε τον Αχιλλέα.

"Θα κρυώσεις" ήταν το πρώτο πράγμα που της είπε και κάθισε δίπλα της.

Η κοπέλα ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα. Ο άντρας την κοίταξε και έβγαλε το μπουφάν του. Έβγαλε τη ζακέτα που φορούσε από μέσα και της την έδωσε, ξαναβάζοντας το μπουφάν του. Η κοκκινομάλλα τον κοίταξε ειρωνικά.

"Δε τη θέλω" του απάντησε απότομα

"Μη κάνεις μαλακίες. Πάρτη. Θα είσαι άρρωστη αύριο" προσπάθησε να την πείσει και στο τέλος φάνηκε να τα καταφέρνει.

Η κοπέλα την έπιασε στα χέρια της και έβγαλε το μπουφάν της. Τη φόρεσε και το ξαναέβαλε από πάνω. Πλέον ένιωθε πολύ καλύτερα.

"Ευχαριστώ" είπε τόσο σιγά που ούτε η ίδια δεν άκουσε τον εαυτό της.

"Πάμε να φάμε;" τη ρώτησε ο Αχιλλέας 

Η κοπέλα το σκέφτηκε. Δεν είχε καθόλου χρήματα οπότε η μόνη λύση ήταν να αρνηθεί.

"Όχι άστο" του απάντησε, αλλά εκείνος δεν έδειξε να το βάζει κάτω.

"Έλα που σου λέω" την προέτρεψε.

Πριν προλάβει να ξανά αρνηθεί το στομάχι της έκανε έναν δυνατό θόρυβο. Ο άντρας γέλασε, παρασύροντας και τη Σελήνη. Την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε για να τη σηκώσει.

"Ποτέ μην αρνείσαι δωρεάν φαγητό" τη συμβούλεψε και η κοπέλα γέλασε δυνατά.

"Αυτούς τους κανόνες τους ξέρω καλύτερα από εσάς κύριε καθηγητά" του απάντησε πονηρά και γέλασε γοητευτικά.

Ο Αχιλλέας ένιωσε να χάνει έναν χτύπο. Το χαμόγελο της κοκκινομάλλας ήταν πολύ γοητευτικό και πάντα τον έκανε να χάνει τα λόγια του. Το χέρι του τυλίχτηκε γύρω από το δικό της. Η κοπέλα τον κοίταξε ξαφνιασμένη, αλλά εκείνος δεν έδειξε να πτοείται. 

"Τι;" τη ρώτησε όταν εκείνη δε σταμάτησε να κοιτάει τα χέρια τους

"Τίποτα" απάντησε μετά από λίγο εκείνη και κοίταξε από την άλλη χαμογελώντας.

Λίγη ώρα αργότερα έφτασαν έξω από μια πιτσαρία. Ο Αχιλλέας άφησε το χέρι της και της άνοιξε την πόρτα. Η Σελήνη τον κοίταξε παραξενεμένη αλλά δεν είπε κάτι. Μπήκαν στο μαγαζί και κάθισαν. Η ώρα ήταν περασμένες 11 οπότε δεν είχε πολύ κόσμο.

Ένας σερβιτόρος πλησίασε βαριεστημένα.

"Τι θα πάρετε;" ρώτησε και έβγαλε ένα στυλό για να σημειώσει την παραγγελία.

"Μια μαργαρίτα, μια σπέσιαλ και δύο μπύρες" είπε γρήγορα ο Αχιλλέας και γύρισε το βλέμμα του στην εντυπωσιακή κοπέλα που καθόταν απέναντί του.

"Σελήνη" είπε το όνομά της για να έχει την αμέριστη προσοχή της

"Πες μου"

"Μου αρέσεις. Σίγουρα το έχεις καταλάβει. Και ξέρω ότι και γω σου αρέσω." ξεκίνησε να λέει κάπως απότομα

"Ναι" απάντησε η κοπέλα αόριστα χωρίς να διευκρινίσει το που αναφέρεται

"Δε μπορώ και δε θέλω να σε βλέπω με άλλα αγόρια ή κορίτσια. Θέλω να δοκιμάσουμε και όπου μας βγάλει. Αλλά πραγματικά θέλω να το δοκιμάσουμε" της είπε, αλλά πριν προλάβει να πάρει την πολυπόθητη απάντηση, πλησίασε ο σερβιτόρος ακουμπώντας τα πιάτα τους στο τραπέζι.

Η Σελήνη ήπιε μια γουλιά από την μπύρα της και τον κοίταξε έντονα, εντείνοντας την αγωνία του.

"Και γω θέλω" του είπε και χαμογέλασε στραβά, κερδίζοντας ένα έκπληκτο βλέμμα από εκείνον.


Γεια σας κορίτσια μου. 

Τι κάνετε;

Το έγραψα στα γρήγορα αυτό το κεφάλαιο γιατί σε μια ώρα πρέπει να είμαι σε ένα πάρτι. Ελπίζω να σας αρέσει.

Τα λέμε στο επόμενο.

Φιλάκια πολλά πολλά❤❤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top