{16}

'Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια

- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου' λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
'Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

'Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
'Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
'Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας

'Άκουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
'Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
'Η για να πας καβάλα στο μαίστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου. μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια

- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου' λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
'Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
'Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
'Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας

'Ακουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
'Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
'Η για να πας καβάλα στο μαίστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

"Και δηλαδή εσύ δε τον θες τον Μάριο πια;" τη ρώτησε με σηκωμένο φρύδι ο Ζήνων και η κοκκινομάλλα ρόλαρε τα μάτια της.

"Ποιο είναι το πρόβλημά σας γαμώ; Είναι ένα θέμα μεταξύ εμού και του Μάριου. Σταματήστε να χώνεστε" φώναξε η κοπέλα αγανακτισμένη.

"Το πρόβλημά μας είναι ότι χωρίς λόγο και αιτία τον άφησες. Και εσένα μπορεί να μη σε νοιάζει, αλλά ο Μάριος σε γούσταρε και σε γουστάρει ακόμα σαν τρελός" την επέπληξε το αγόρι

Εν μέρει είχε δίκιο. Κανένας δεν ήξερε τον πραγματικό λόγο που χώρισαν, οπότε η αντίδρασή τους ήταν δικαιολογημένη.

"Φεύγω. Έχω αργήσει για τη δουλειά" δήλωσε η κοκκινομάλλα και σηκώθηκε, σε μια προσπάθεια να ξεγλιστρήσει από την άβολη και ενοχλητική συζήτηση.

"Όχι ρε γαμώτο. Και γω" βλαστήμησε ο Λουκ και σηκώθηκε από τη θέση του απότομα.

Βγήκαν από το σπίτι χαιρετώντας τους υπόλοιπους και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους. Αφού βγήκαν από την παλιά πολυκατοικία, η Σελήνη κοίταξε τον Λουκ.

"Θα με πας; Δεν έχω εδώ τη μηχανή" ζήτησε και το αγόρι χαμογέλασε

"Μπες. Θα σε πετάξω" είπε αμέσως και η κοκκινομάλλα μειδίασε.

Ήταν ευγνώμον που είχε τόσο καλούς φίλους. Ήταν πολύ δεμένη παρέα εδώ και πέντε χρόνια. Είχαν γνωριστεί στο γυμνάσιο και από τότε ήταν αχώριστοι.

"Σταμάτα εδώ" του είπε η κοπέλα, μόλις είδε ότι έφτασαν έξω από το μπαρ που δούλευε.

"Τα λέμε" την χαιρέτησε ο Λουκ και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα είχε χαθεί από το οπτικό της πεδίο.

Η κοκκινομάλλα έστρωσε τα μαλλιά της με το χέρι της και μπήκε στο μαγαζί. Μόλις την είδε η Κατερίνα, χαμογέλασε και τη χαιρέτησε με ένα νεύμα.

Η κοπέλα πλησίασε το μπαρ και έπιασε αμέσως δουλειά. Ήδη είχε αργήσει 10 λεπτά και δεν ήθελε να απολυθεί.

"Ποιος ήταν ο όμορφος που σε έφερε;" ρώτησε πονηρά την κοκκινομάλλα η Κατερίνα.

Η Σελήνη γέλασε ειρωνικά και ρόλαρε τα μάτια της.

"Ο Λουκ" απάντησε χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες

"Τι εστί Λουκ;" ξαναρώτησε η κοπέλα

"Ένας φίλος μου είναι" την ενημέρωσε η Σελήνη και τα μάτια της ξανθούλας γυάλισαν

"Ελεύθερος;" ρώτησε και η κοκκινομάλλα την κοίταξε

"Τι έγινε Κατερίνα; Μας γυάλισε ο Λουκ;" ρώτησε η κοπέλα σηκώνοντας το ένα φρύδι της και η κοντή ξανθούλα γέλασε ένοχα.

"Ε ντάξει καλός είναι. Ξέρω γω;" απάντησε τάχα αδιάφορα η Κατερίνα και η κοκκινομάλλα γέλασε.

"Αργότερα θα έρθει όλη η παρέα μου για ποτό εδώ, οπότε θα τους γνωρίσεις" τη δελέασε η κοπέλα και η ξανθούλα μειδίασε

Η ξανθιά κοπέλα έφυγε για να πάρει παραγγελίες και η Σελήνη ξεκίνησε να φτιάχνει ποτά. Ξαφνικά ένιωσε κάποιον να την ακουμπάει στον ώμο και γύρισε ενστικτωδώς. 

"Γεια" είπε στον άντρα που στεκόταν μπροστά της, που δεν ήταν άλλος από τον Δημήτρη.

"Γεια. Πώς πάει σήμερα;" την ρώτησε ευγενικά ο άντρας και η κοκκινομάλλα ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα.

"Καλά. Έχει λίγη δουλειά, αλλά όλα καλά" απάντησε η κοπέλα και ο Δημήτρης χαμογέλασε

"Πάντως όλα τα υπόλοιπα παιδιά που δουλεύουν εδώ έχουν πει πολύ καλά λόγια για σένα. Πιστεύω ότι θα έχουμε μια καλή συνεργασία" συνέχισε ο άντρας και η κοπέλα μειδίασε.

"Χαίρομαι, γιατί τη χρειάζομαι αυτή τη δουλειά." του απάντησε και ξαναγύρισε στη δουλειά της, δείχνοντας έτσι πως η συζήτηση είχε τελειώσει.

[...]

"Καλώς τους" χαμογέλασε η Σελήνη, χαιρετώντας τους φίλους της που μόλις είχαν μπει στο μαγαζί.

"Γεια σου Σελ" την χαιρέτησε η Έλενα και κάθισε σε ένα από τα ψηλά καθίσματα μπροστά στο μπαρ, για να κάνει παρέα στη φίλη της.

Η κοκκινομάλλα έφτιαξε ποτά για όλους και τα άφησε μπροστά τους. Ο Μάριος δεν είχε σταματήσει να την κοιτάει, πράγμα που έκανε την Σελήνη να νιώθει περίεργα. 

"Κατερίνα" φώναξε την κοπέλα, με σκοπό να τη γνωρίσει στην παρέα της και πιο συγκεκριμένα στον Λουκ.

"Παιδιά από εδώ η Κατερίνα" έκανε τις συστάσεις η κοκκινομάλλα και όλοι τη χαιρέτησαν.

Ο Λουκ τη σκάναρε και χαμογέλασε. Έπιασε το χέρι της και το έφερε κοντά στα χείλια του, αφήνοντας ένα φιλί στο ανάστροφο της παλάμης της. Η ξανθούλα ένιωσε να κοκκινίζει.

"Λουκ είσαι πέφτουλας" τον κορόιδεψε η Μαριάννα και το εντυπωσιακό αγόρι ρόλαρε τα μάτια του, χωρίς να σταματήσει να χαμογελάει στην Κατερίνα.

Η Σελήνη γέλασε με τους φίλους της και επέστρεψε στη δουλειά της.

"Σελήνη" άκουσε το όνομά της και ήξερε ήδη ποιος τη φώναζε

"Πες μου" απάντησε

"Θέλω τεκίλα" της είπε ο Μάριος γελώντας και η κοπέλα ρόλαρε τα μάτια της.

"Αφού δε την αντέχεις. Τι τη θες;" τον ρώτησε γελώντας.

"Εγώ δε την αντέχω; Ψεύτρα" προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, γελώντας

"Ας μη θυμηθώ τις φορές που ήπιες τεκίλα Μάριε" είπε με τη σειρά της η Σελήνη

"Μ' αρέσει όταν λες το όνομά μου" είπε σιγά το αγόρι και όλη η καλή διάθεση που είχαν, εξανεμίστηκε.

Η κοπέλα τον κοίταξε και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν απαντήσει. Ούτε για εκείνη ήταν εύκολο, αλλά έτσι έπρεπε να γίνει. Πριν προλάβει να μιλήσει, το αγόρι την έπιασε από το μπράτσο και την έφερε κοντά του, σε απόσταση αναπνοής.

"Μάριε τι κάνεις;" φώναξε εκνευρισμένη η κοπέλα, αλλά εκείνος φάνηκε να αδιαφορεί.

"Τι παραπάνω έχει αυτός από μένα Σελήνη; Τόσο λίγος σου πέφτω;" μου φώναξε.

Φαινόταν ότι είχε πληγωθεί.

Τα πρόσωπά τους πλησίασαν. Τα χέρια του Μάριου, τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση της και την κόλλησε πάνω του. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα τα χείλια τους ενώθηκαν σε ένα παθιασμένο φιλί.

Απομακρύνθηκαν για να πάρουν ανάσα και τα μάτια του αγοριού, χάθηκαν στα μπλε μάτια της εντυπωσιακής κοκκινομάλλας που στεκόταν απέναντί του. Η Σελήνη απομακρύνθηκα και ξερόβηξε. 

Ξαφνικά το βλέμμα της έπεσε πάνω σε δύο άτομα, κάνοντάς τη να παγώσει.


Γειααα.

Πώς είστε;

Ο Μάριος φίλησε τη Σελήνη....

Ποιους λέτε να είδε η Σελήνη και ταράχτηκε;

Πώς σας φάνηκε;

Τα λέμε.

Φιλιάαα❤❤



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top