{08}
Σ' αγαπάω μ' ακούς;
Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς
και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.
Για τα "πίστεψέ με" και τα "μη."
Μια στον αέρα μια στη μουσική,
εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω
κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα..
Επειδή σ' αγαπάω και στην αγάπη
ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος
από παντού, για σένα
μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.
Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού,
σ' έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,
πως φιλάς, πως λες ψιθυριστά το "τι" και το "ε."
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.
Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,
πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.
Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.
Επειδή σ' αγαπάω και σ' αγαπάω.
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει
τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο.
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή που πια
δεν έχω τίποτε άλλο μες στους τέσσερις τοίχους,
το ταβάνι, το πάτωμα να φωνάζω από σένα
και να με χτυπά η φωνή μου
να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι.
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ'ακούς;
Είναι νωρίς ακόμη μέσα στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
να μιλώ για σένα και για μένα.
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς;
Είμ' εγώ, μ' ακούς; Σ' αγαπάω, μ' ακούς;
Πού μ' αφήνεις, που πας, μ' ακούς;
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς; για μας, μ' ακούς;
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς;
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς;
το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ' ακούς;
Της αγάπης μια για πάντα το κόψαμε
και δεν γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς;
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς;
δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας που αγγίξαμε,
ο ίδιος, μ' ακούς;
και κανείς δεν κατάφερε από τόσον χειμώνα
κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς;
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς;
Μες στη μέση της θάλασσας
από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ 'ακούς.
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς.
Άκου, ποιος μιλάει στα νερά και ποιος κλαίει, ακούς;
Είμαι εγώ που φωνάζω κι είμαι εγώ που κλαίω, μ' ακούς;
Σ' αγαπάω, σ' αγαπάω, μ' ακούς;
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
και γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου να 'ρθω.
Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον αέρα που αναπνέεις
και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει.
Μόνη να περιμένω που θα πρωτοφανείς
σαν από μια εικόνα καταστραμμένη.
Που κανείς να μην έχει δει για σένα για σένα μόνο εγώ,
μπορεί, και η μουσική που διώχνω μέσα μου
αλλά αυτή γυρίζει δυνατότερη για σένα,
όλα για σένα, για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή.
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί.
Να' χει ο χρόνος όλος αθωωθεί μες σε αυτά που το πέρασμα σου αφήνει.
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί πριν από εσένα και μαζί σου.
Πήγαινε, και ας έχω εγώ χαθεί ένα κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μέσα μια φωνή κι έναν καθρέφτη να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ.
Να σε βλέπω μισό να περνάς από μπροστά μου
και μισή να κλαίω για αυτό που χάνω, σ' αγαπάω... Μ' ακούς;
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
"Το καταλάβατε;" φωνάζει ο μαθηματικός και κάποια παιδιά έγνεψα θετικά
"Ελεύθεροι" είπε τη λέξη που στους μαθητές ακούστηκε σα λύτρωση.
Όλοι ξεχύθηκαν έξω από την τάξη. Η ώρα τον μαθηματικών ήταν ανυπόφορη. Ο συγκεκριμένος καθηγητής, πέραν του ότι μύριζε φριχτά, ήταν και αρκετά 'διαχυτικός' με τις μαθήτριες.
Η κοκκινομάλλα έπιασε το μπουφάν της και βγήκε από την τάξη χωρίς να δώσει σημασία στο βλέμμα του γλοιώδη καθηγητή που την ακολουθούσε. Κάποια στιγμή άκουσε το όνομά της.
"Σελήνη" φώναξε ο μαθηματικός και η κοπέλα γύρισε.
"Τι;" τον ρώτησε με αγένεια.
"Έχω παρατηρήσει ότι τώρα τελευταία τα πας λίγο καλύτερα στα μαθηματικά" της είπε και η κοπέλα ανασήκωσε το καλοσχηματισμένο φρύδι της ειρωνικά.
"Από που ακριβώς το συμπεράνατε αυτό; Από το 2 που σας έγραψα την προηγούμενη βδομάδα ή από το χτεσινό πεντάρι;" τον ρώτησε όλο ειρωνεία.
Ο καθηγητής την κοίταξε με ένα μειδίαμα στα χείλη. Ήταν έξυπνη, εκτός από όμορφη και αυτό τον εξίταρε. Παρά τα 50 του χρόνια, δεν δίσταζε να την πέφτει απροκάλυπτα στην κοκκινομάλλα.
"Τέλος πάντων. Αν πιστεύεις ότι δε τα πας καλά, μπορείς να έρθεις να σου τα εξηγήσω κάποια στιγμή" της είπε και η κοπέλα άρχισε να θυμώνει.
Πώς τολμάει ο μαλάκας;
"Όχι θα μου τα εξηγήσει η παρέα μου" του απάντησε κοφτά, αλλά εκείνος δε φάνηκε να παρεξηγείται.
"Ποιος απ' όλους Σελήνη; Ο Μάριος που με το ζόρι γράφει 4; Η Έλενα που δε ξέρει καν τι μάθημα κάνω; Ή ο Ζήνων που δεν έχει γράψει ποτέ πάνω από μονάδα;" τη ρώτησε ειρωνικά και το πρόσωπο της κοπέλας πήρε το ίδιο χρώμα με τα μαλλιά της.
"Θα μου τα εξηγήσει ο Μάριος με τον δικό του τρόπο" του είπε πονηρά και του έκλεισε το μάτι, φεύγοντας από κοντά του.
Φτάνοντας στο πίσω μέρος του σχολείου, βρήκε όλη την παρέα της μαζεμένη.
"Πού ήσουν;" τη ρώτησε η μελαχρινή φίλη της και η κοκκινομάλλα έκανε μια γκριμάτσα
"Μου την έπεσε πάλι ο μαθηματικός" είπε και ένιωσε τον Μάριος δίπλα της να σφίγγεται.
"Θα του γαμήσω του πούστη" είπε και σηκώθηκε με φόρα.
Περπάτησε γρήγορα προς το εσωτερικό του κτιρίου. Η κοκκινομάλλα ευτυχώς τον πρόλαβε. Τον τράβηξε από το χέρι απότομα και τον κοίταξε στα μάτια.
"ΆΦΗΣΕ ΜΕ" της φώναξε το αγόρι, αλλά εκείνη δε φάνηκε να πτοείται.
Τον τράβηξε δυνατά και τον έβαλε να κάτσει σε μια γωνία.
"Μάριε κοίτα με. Αν τον δείρεις θα σε διώξουν για πάντα για το σχολείο. Και δε το θέλουμε αυτό. Δε θα σε δεχτεί κανένα σχολείο αν μάθουν ότι έδειρες καθηγητή" είπε προσπαθώντας να τον ηρεμήσει. Στην πραγματικότητα ήξερε ότι ούτε ο Μάριος, αλλά ούτε η ίδια ενδιαφέρονταν πραγματικά για το σχολείο.
Ο 'φίλος' της ξεφύσιξε και την κοίταξε στα έντονα μπλε μάτια της. Έπιασε το απαλό πρόσωπό της στις παλάμες του και της άφησε ένα τρυφερό φιλί στα χείλια. Ένα βήξιμο όμως τους διέκοψε.
Πρώτη απομακρύνθηκε η Σελήνη, η οποία όταν είδε ότι τους διέκοψε ο Αχιλλέας, ρόλαρε τα μάτια της.
Μόνο χαλάστρες ξέρει να κάνει αυτός ο άνθρωπος, σχολίασε μέσα της.
"Τι θα γίνει με εσάς τους δύο;" ρώτησε θυμωμένος ο γοητευτικός φιλόλογος.
"Τι θα γίνει;" ρώτησε η κοκκινομάλλα ανήξερη.
"Σπίτια έχετε. Να κάνετε εκεί πέρα ότι θέλετε. Εδώ είναι σχολείο" είπε κάπως νευριασμένα και τους γύρισε την πλάτη, φεύγοντας από δίπλα τους.
Τα δυο παιδιά κοιτάχτηκαν, αλλά δε το σχολίασαν. Δε τους συνέφερε. Το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος καθηγητής τους έπιασε δύο φορές, αλλά δε τους κάρφωσε έλεγε πολλά.
[...]
"Έχει ένα πάρτι το βράδυ. Θα πάμε;" ρώτησε η Μαριάννα
"Προφανώς" απάντησε η Έμμα και κοίταξαν τα αγόρια για επιβεβαίωση
"Θα πάμε" της απάντησε ο Ζήνων
Καθόντουσαν όλοι μαζί στο μπαλκόνι της Μαριάννας, που είχε θέα όλη την παραλία της Θεσσαλονίκης. Η κοκκινομάλλα καθόταν στα πόδια του 'φίλου' της, με το κεφάλι ριγμένο στη στήθος του.
"Ο Ευθυμίου πάλι σας κάλυψε;" έσπασε τη σιωπή η Έμμα και η κοκκινομάλλα την κοίταξε.
"Ναι. Περίεργο αλλά ευτυχώς να λέμε" είπε ο Μάριος και όλοι συμφώνησαν.
Η ώρα ήταν 3.30 το μεσημέρι, αλλά η ζέστη ήταν υποφερτή. Στο μπαλκόνι της φίλης τους, με την άσπρη τέντα να τους προστατεύει από τις ακτίνες του ηλίου, οι οχτώ φίλοι χάζευαν τη θέα που απλωνόταν στα πόδια τους.
"Βαρέθηκα" μουρμούρισε νωχελικά η Έμμα και οι περισσότεροι συμφώνησαν
"Εγώ θα φύγω" ανακοίνωσε η κοκκινομάλλα.
Το προηγούμενο βράδυ της είχαν τηλεφωνήσει από ένα μπαρ που είχε ρωτήσει για δουλειά και σήμερα της είχαν ζητήσει να την δουν.
"Πού πας;" ρώτησε ο Ζήνωνας
"Σε μια δουλειά. Μακάρι να την πάρω" του απάντησε η Σελήνη και πλησίασε την εξώπορτα
"Τα λέμε το βράδυ" είπε σε όλους και άνοιξε την πόρτα, βγαίνοντας από το διαμέρισμα.
[...]
Η κοκκινομάλλα άνοιξε την βαριά πόρτα και μπήκε στο μπαρ, που δεν είχε ανοίξει ακόμα για το κοινό. Η κοπέλα προχώρησε προς το εσωτερικό του μαγαζιού, κοιτώντας γύρω της.
"Καλησπέρα" άκουσε μια φωνή και γύρισε
Το βλέμμα της έπεσε πάνω σε έναν άντρα γύρω στα 30 που την κοιτούσε χαμογελαστός. Ήταν ψηλός, με ξανθά μαλλιά και καστανά μάτια.
"Γεια" απάντησε εκείνη
"Πρέπει να είσαι η Σελήνη Μάρκου. Σωστά;" τη ρώτησε και η κοπέλα έγνεψε
"Ναι εγώ είμαι"
"Πάμε μέσα να μιλήσουμε" πρότεινε εκείνος χαμογελαστά και προχώρησε προς μια πόρτα που βρισκόταν στο βάθος του μαγαζιού.
Η κοκκινομάλλα τον ακολούθησε χωρίς να μιλήσει. Μπήκε στο δωμάτιο και έριξε μια ματιά γύρω της. Ένα γραφείο βρισκόταν στη μία μεριά του δωματίου, ενώ από την άλλη βρισκόταν ένα χρηματοκιβώτιο.
Κάθισε σε μια από τις καρέκλες, ενώ ο άντρας απέναντί της, κάθισε στην καρέκλα του γραφείου του.
"Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε με τα βασικά. Με λένε Δημήτρη Οικονόμου, είμαι 28 και είμαι ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού. Αν σε προσλάβω θα δουλεύεις από τις 8 το απόγευμα μέχρι τις 4 το πρωί." ξεκίνησε να λέει.
"Είμαι 19 και δούλευα για 3 χρόνια σε μια καφετέρια οπότε δε θα έχω θέμα" του είπε η κοπέλα
"Πηγαίνεις σχολείο όμως" παρατήρησε ο άντρας και η κοκκινομάλλα έγνεψε
"Ναι δε το έχω τελειώσει ακόμη"
"Μπορώ να μάθω το γιατί;" ρώτησε εκείνος και η Σελήνη κοίταξε αλλού
"Για οικογενειακούς λόγους" του απάντησε κάπως απότομα
"Μάλιστα. Λοιπόν, το γεγονός ότι έχεις εμπειρία βοηθάει αρκετά. Επίσης είσαι όμορφη κοπέλα και φαίνεσαι έξυπνη. Θα σε πάρω δοκιμαστικά για ένα μήνα και αν όλα πάνε καλά θα μείνεις. Θα δουλεύεις Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή τις ώρες που σου είπα" της ανακοίνωσε και η εντυπωσιακή κοπέλα, του χαμογέλασε αφοπλιστικά.
"Ευχαριστώ πολύ. Θα είμαι εδώ αύριο στις 8" του απάντησε και σηκώθηκε από τη θέση της, βγαίνοντας από το γραφείο του.
Γειααα.
Πώς είστε;
Ευτυχώς η Σελήνη πήρε τη δουλειά.
Πώς σας φάνηκε;
Τα λέμε στο επόμενο.
Φιλιάαα❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top