{05}
Σε περιμένω. Μη ρωτάς γιατί.
Μη ρωτάς γιαπί περιμένει κείνος
που δεν έχει τι να περιμένει.
Κιόμως περιμένει.
Γιατί σαν πάψει να περιμένει
είναι σα να παύει να βλέπει.
Σα να παύει να κοιτά τον ουρανό.
Να παύει να ελπίζει.
Να παύει να ζει.
Αβάσταχτο είναι.
Πικρό είναι.
Να σημώνεις αργά στο ακρογιάλι
χωρίς να είσαι ναυαγός
ούτε σωτήρας.
Παρά ναυάγιο.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
"Θα πάμε τη βόλτα που μου υποσχέθηκες;" ρώτησε με νάζι η Νατάσσα και ο γοητευτικός φιλόλογος της χαμογέλασε αφηρημένα
"Ναι αγάπη μου" της είπε και μπήκε στην κρεβατοκάμαρα για να ντυθεί.
Φόρεσε μια απλή γκρι φόρμα με ένα μαύρο φούτερ και αφού έφτιαξε λίγο τα μαλλιά του, την πλησίασε.
"Έτοιμη;" την ρώτησε γλυκά και η κοπέλα έγνεψε
[...]
Περπατώντας στην παραλία, ο Αχιλλέας είχε περασμένο το χέρι του γύρω από τους ώμους της κοπέλας του. Το μυαλό του όμως ήταν αλλού. Στη μικρή κοκκινομάλλα που σήμερα έκλεψε ένα περίπτερο.
"Κύριε Ευθυμίου" άκουσε μια φωνή και θα ορκιζόταν ότι ήταν η δική της.
Γύρισε και την είδε μπροστά του. Με ένα γκρι μπλουζάκι που άφηνε ακάλυπτο το στήθος της και το σκουλαρίκι του αφαλού της, κατάφερνε να κάνει τους πάντες να τη θαυμάζουν. Τα κόκκινα μαλλιά της ανέμιζαν από τον αέρα, κάνοντας τη να μοιάζει σα να ήταν από άλλο πλανήτη. Ο Αχιλλέας χαμογέλασε.
"Γεια σου Σελήνη" της είπε και η Νατάσσα δίπλα του χαμογέλασε.
Τα έντονα βλέμματα που αντάλλασσαν οι δυό τους, έκαναν την μελαχρινή κοπέλα να νιώθει άβολα.
"Γεια σου είμαι η Νατάσσα" έσπευσε να συστηθεί απλώνοντας το χέρι της προς το μέρος της εντυπωσιακής κοπέλας.
"Σελήνη" είπε ξερά η κοκκινομάλλα, χωρίς να κάνει τον κόπο να δώσει το χέρι της.
Η μελαχρινή μάζεψε το δικό της ντροπιασμένη.
"Η Σελήνη είναι μαθήτριά μου" πετάχτηκε ο Αχιλλέας και η μελαχρινή έγνεψε
"Λοιπόν εγώ σας αφήνω" πετάχτηκε η κοκκινομάλλα και αφού πέταξε κάτω το τσιγάρο της, τους προσπέρασε.
Η Νατάσσα κοίταξε τον γοητευτικό άντρα που στεκόταν δίπλα της.
"Αυτή η κοπέλα είναι μαθήτριά σου;" ρώτησε καχύποπτα
"Ναι. Είναι τρίτη λυκείου" απάντησε εκείνος
"Και καπνίζει;" ρώτησε φρικαρισμένη η κοπέλα του.
Ήταν γνωστό το πόσο φανατική αντικαπνίστρια ήταν. Μέχρι και τον Αχιλλέα ανάγκασε να το κόψει.
"Ναι Νατάσσα. Ο κόσμος καπνίζει ξέρεις" μουρμούρισε εκνευρισμένος ο φιλόλογος και η κοπέλα μούτρωσε. Ποτέ δε της μιλούσε απότομα.
[...]
Ώστε αυτή είναι η κοπέλα του;
Μονολόγησε η κοκκινομάλλα ξενερωμένη.
Απορώ τι της βρήκε, συνέχισε και ρόλαρε τα μάτια της.
Η μελαχρινή κοπελίτσα δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο. Ήταν άοσμη και αόρατη. Δε μπορούσε λοιπό, να καταλάβει, τι ακριβώς της είχε βρει ο γοητευτικός φιλόλογος.
Άνοιξε με το κλειδί την παλιά πόρτα του διαμερίσματός της και μπήκε μέσα. Μια άγνωστη μυρωδιά έκανε την Σελήνη να σμίξει τα καλοσχηματισμένα φρύδια της.
Τι διάολο ποιος μαγείρεψε;
Άφησε τα πράγματά της στο δωμάτιό της και άναψε ένα τσιγάρο. Ύστερα κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, από όπου ερχόταν η μυρωδιά.
Μπαίνοντας μέσα είδε τη μάνα της να κάθεται πάνω από το μάτι της κουζίνας. Μόλις η γυναίκα την αντιλήφθηκε, γύρισε.
"Ήρθες;" ρώτησε ρητορικά
"Όχι" απάντησε η κοπέλα απότομα
"Πώς και δεν είσαι έξω;" τη ρώτησε ανάβοντας και εκείνη ένα τσιγάρο
"Εσύ πως και δεν πηδιέσαι με κανέναν;" ρώτησε ειρωνικά η κόρη της, φυσώντας τον καπνό από το στόμα της
"Μαζέψου" έτριξε η μάνα της αλλά η κοπέλα δε φάνηκε να πτοείται.
Αν κάποιος τις έβλεπε δίπλα δίπλα, αμέσως καταλάβαινε ότι ήταν μάνα και κόρη. Και οι δύο κοκκινομάλλες, με αδύνατο σώμα. Είχαν και οι δύο ίσια μύτη, σαρκώδη χείλια και καμπύλες που κόλαζαν όποιον τις κοιτούσε. Η μόνη τους διαφορά ήταν τα μάτια τους. Η μικρή κοκκινομάλλα είχε διαπεραστικά μπλε μάτια, που την έκαναν να μοιάζει με άγγελο.
"Γιατί να μαζευτώ; Λέω ψέματα;" ρώτησε ευθαρσώς η κοπέλα και η μητέρα της ρόλαρε τα καστανά μάτια της.
"Μαγείρεψα κάτσε να φας" είπε προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα
"Πώς το έπαθες;" ρώτησε ειρωνικά η κοκκινομάλλα
Πήρε ένα πιρούνι από τον πάγκο της κουζίνας και δοκίμασε μια μπουκιά από το φαγητό της μητέρας της. Αμέσως τα μάτια της γούρλωσαν και το έφτυσε απότομα στον κάδο.
"Τι στον πούτσο γαμώ; Αν ήθελες να με δηλητηριάσεις υπάρχουν και πιο ανώδυνοι τρόποι" της φώναξε και έσβησε το τσιγάρο της, φεύγοντας από την κουζίνα.
Μπήκε στο δωμάτιό της, κοπανώντας την πόρτα δυνατά και κάθισε στο κρεβάτι της. H μάνα της κατάφερνε κάθε φορά να την κάνει έξαλλη. Ανεύθυνη μέχρι εκεί που δεν πάει.
Ξεντύθηκε πετώντας τα ρούχα τις σε μια γωνία και. Σύνδεσε τα ακουστικά με το κινητό της και έψαξε ένα τραγούδι.
Λευκή μου τύχη και λευκή ζωή μου
Γιατί τα βράδια κρύβεστε στο γκρίζο;
Βλέπω στο άσπρο σας την προβολή μου
και το μετά απ' το μετά γνωρίζω
Τραγουδούσε η αγαπημένη της τραγουδίστρια και η Σελήνη έκλεισε τα μάτια της, δυναμώνοντας κι άλλο τον ήχο.
Η ξανθιά τραγουδίστρια είχε κερδίσει την κοκκινομάλλα από την πρώτη στιγμή. Πρέπει να ήταν 7 χρονών όταν η Σελήνη άκουσε για πρώτη φορά την Μποφίλιου να τραγουδάει. Από τότε δεν σταμάτησε ποτέ να την ακούει.
Αν είχα θάρρος για να πω το "έλα"
τώρα δε θα 'χα τη φωτιά στο αίμα
Αν είχε χρώμα θα 'ταν άσπρη η τρέλα
Αν είχε σώμα θα 'ταν πάλι ψέμα.
Χαμογέλασε θλιμμένα και ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Τα κόκκινα μαλλιά της έπεφταν σα χείμαρρος πάνω στο μαξιλάρι της. Πέρασε το ένα της χέρι πίσω από το κεφάλι της και έκλεισε τα μάτια της.
[...]
Άνοιξε τα μάτια της από ένα σκούντηγμα που ένιωσε στον ώμο της. Κοίταξε γύρω της και είδε τους φίλους της να κάθονται στο δωμάτιό της. Έβγαλε τα ακουστικά της και έκλεισε τη μουσική.
"Τι έγινε;" μουρμούρισε νυσταγμένα και ο Μάριος την σκέπασε καλύτερα με το σεντόνι.
Η φαρδιά μπλούζα της είχε ανέβει και το μπραζίλ εσώρουχό της φαινόταν ξεκάθαρα. Το αγόρι δεν ήθελε να την βλέπει κανένας άλλος έτσι.
"Σήκω Σελ, 8 η ώρα" της απάντησε η μελαχρινή φίλη της
"Ποιος σας άνοιξε;" ρώτησε ξανά η κοκκινομάλλα
"Η μάνα σου που έφευγε" της απάντησε ο Ζήνων και η κοπέλα ρόλαρε τα μάτια της.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και έψαξε τα ρούχα που είχε πετάξει νωρίτερα. Αφού τα βρήκε, ντύθηκε και έστρωσε υποτυπωδώς το κρεβάτι της.
"Πάμε να κάτσουμε στο σαλόνι" είπε η Μαριάννα και όλη η παρέα μεταφέρθηκε εκεί
Ο τριθέσιος καναπές επέτρεψε μόνο στην Έμμα, την Μαριάννα και τον Ζήνων να καθίσουν. Ο Λουκ με τον Γιώργο βολεύτηκαν σε δύο καρέκλες, ενώ η Έλενα στο πάτωμα.
"Ωραίοι είστε ρε. Πιάσατε όλες τις θέσεις" μουρμούρισε η Σελήνη και έφερε δύο καρέκλες από την κουζίνα, για να κάτσουν εκείνη και ο Μάριος.
Ο Λουκ άναψε ένα τσιγάρο και έριξε τον αναπτήρα πίσω στην τσέπη του. Το παράδειγμά του ακολούθησαν όλοι οι υπόλοιποι.
"Κάτι μύριζε μόλις μπήκαμε" ξεκίνησε την κουβέντα ο Γιώργος, που ως καινούριος της παρέας, δεν είχε μάθει ακόμα τη μάνα της κοκκινομάλλας.
"Η μάνα μου αποφάσισε να με δηλητηριάσει" σάρκασε η Σελήνη
"Δε μπορεί να είναι τόσο χάλια" σχολίασε δύσπιστα ο Γιώργος και η κοκκινομάλλα τον κατακεραύνωσε με το βλέμμα της.
"Τράβα να το δοκιμάσεις" του είπε απότομα
Ο φίλος τους ανασήκωσε τους ώμους του και προχώρησε μέχρι την κουζίνα. Η Έμμα έκανε νόημα σε όλους να κάνουν ησυχία, έτσι ώστε να ακούσουν την αντίδραση του Γιώργου. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ακούστηκε ένας ήχος αηδίας. Ένας κόκκινος Γιώργος εμφανίστηκε ξανά στο σαλόνι.
"Σελ τι στον πούτσο ρε φίλε;" τη ρώτησε και όλοι ξέσπασαν σε γέλια
"Στο είπα. Η μάνα μου μόνο να πηδιέται ξέρει" είπε κάπως θλιμμένα και κανείς δε μίλησε. Δεν είχαν τι να πουν άλλωστε.
"Έχω χόρτο" είπε ξαφνικά ο Ζήνων και όλοι άρχισαν να φωνάζουν
"Γιατί δε το λες τόση ώρα ρε μαλάκα;" ρώτησε ο Μάριος και όλοι γέλασαν.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top