{04}

Το παράπονο που δε θα μπορέσει ποτέ να σβήσει από το μυαλό μου, είναι πως εγώ και εσύ δεν τελματώσαμε τη σχέση μας.
Ενωθήκαμε, βιώσαμε το ασύλληπτο, βαφτίσαμε τη ζωή μας σε παράδεισο.
Δε φτάσαμε όμως στο τέρμα.
Διωχθήκαμε από την κοινή μας όαση σαν κλέφτες.
Αποκοπήκαμε τόσο ξαφνικά από όλα όσα μας έδεναν.
Θέσαμε ένα πρέπει αρχηγό στη σχέση μας και εκτελέσαμε τις εντολές του κατά γράμμα.

Εμείς που περάσαμε από χίλια κύματα.
Και άλλα τόσα.
Που αποδείξαμε στη μοίρα πως δε τη φοβόμαστε.
Στις δυσκολίες πως δε μασάμε και στην καθημερινότητα πως δεν κωλώνουμε.

Φαίνεται όμως πως δεν ήταν αρκετό.
Τίποτα από όλα όσα καταφέραμε δεν εμπόδισε το τέλος να διαδεχτεί το δυνητικό μας ''για πάντα''.
Και να βάλει στη θέση του ένα παγερό μιζεριασμένο πρέπει.
Και θα με τρώνε πάντα οι ίδιες αμφιβολίες.
Θα αμφισβητώ το μέτρο της αγάπης σου.
Αν τελικά κουράστηκες και μέχρι εκεί μπορούσες.
Αν όλα όσα τελικά μου έδωσες είχαν ημερομηνία λήξης και τίτλο ''ως εδώ''.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Αν κάποιος τους έβλεπε έξω μπορεί και να τρόμαζε. Μαυροντυμένοι, με μηχανές και άγριο βλέμμα. Δεν ήταν δύσκολο να σε τρομάξουν. Όμως η αλήθεια ήταν ότι δεν ήταν παρά μερικά παιδιά. 

Πληγωμένα παιδιά.

Παιδιά που από νωρίς βίωσαν δυσκολίες.

Παιδιά που πάλεψαν.

Και όλοι τους είχαν κάτι να σου πουν. Αρκεί να τους άκουγες.

[...]

Ο Αχιλλέας φόρεσε ένα από τα πολλά μαύρα τζιν του και ένα γκρι φούτερ. Πότε δε ντυνόταν πιο καλά και δεν είχε σκοπό να το αλλάξει αυτό. 

Κοιτάχτηκε μια τελευταία φορά στον καθρέφτη και αφού ψεκάστηκε δύο φορές με την αγαπημένη του κολόνια, βγήκε από το δωμάτιο. Μπαίνοντας στην κουζίνα είδε την Νατάσσα να μαγειρεύει.

"Καλημέρα" του είπε χαμογελώντας και την χάιδεψε απαλά στον ώμο.

Με τη Νατάσσα είχαν γνωριστεί πριν 3 χρόνια. Φοιτητές και οι δύο, είχαν γνωριστεί στη βιβλιοθήκη. Έπιασαν το ίδιο βιβλίο, και έτσι ξεκίνησε η γνωριμία τους.

Αργότερα όλο αυτό εξελίχθηκε σε μια ερωτική έλξη και κατέληξε σε σχέση. Ήταν μια γλυκιά κοπέλα. Μελαχρινή, μέτρια σε ύψος, με καστανά μάτια και πολύ γοητευτικό χαμόγελο. 

Αυτό που τον τράβηξε σε εκείνη ήταν ο χαρακτήρας της. Πάντα ήταν χαμογελαστή και έβλεπε την καλή πλευρά των πραγμάτων.

"Τελειώνεις νωρίς σήμερα;" τον ρώτησε

"Ναι, στις 1 θα είμαι πίσω" της απάντησε και η κοπέλα έγνεψε ικανοποιημένη.

"Έλεγα αν θες να πάμε μια βόλτα" πρότεινε 

"Θα πάμε" της είπε χαμογελαστά και σηκώθηκε 

Φόρεσε το μπουφάν του και αφού της άφησε ένα αποχαιρετιστήριο φιλί στα χείλια, βγήκε από το διαμέρισμά του με κατεύθυνση το σχολείο.

Για κάποιο λόγο ανυπομονούσε να δει την κοκκινομάλλα μαθήτριά του. Ένιωθε ενοχές απέναντι στη Νατάσσα, αλλά έπεισε τον εαυτό του ότι ήθελε να τη δει μόνο και μόνο επειδή ήταν πολύ έξυπνη.

[...]

Η Σελήνη σηκώθηκε και έτριψε τα μάτια της. Έπιασε το κινητό της από το κομοδίνο και το άνοιξε. Πολλές ειδοποιήσεις ήρθαν αμέσως, αλλά δεν έδωσε σημασία. 

Έστειλε μήνυμα στην Έλενα ειδοποιώντας την ότι θα πήγαινε να την πάρει και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Μια σκοτοδίνη την ανάγκασε να ξανακάτσει στο κρεβάτι. 

"Γαμώ το κέρατό μου" έτριξε η κοπέλα και ξεφύσιξε.

Κοίταξε κάτω και το βλέμμα της έπεσε στα δάχτυλα των ποδιών της. Το μαύρο χρώμα στα νύχια της, έκανε αντίθεση με το άσπρο πλακάκι του δωματίου της.

Χαμογέλασε ειρωνικά και σηκώθηκε, ευτυχώς χωρίς να ξαναζαλιστεί.

Προχώρησε προς το μπάνιο και αφού πλύθηκε, έφτιαξε τον καθημερινό της καφέ. Ήταν η πρώτη φορά που μετά από καιρό ξυπνούσε στην ώρα της. 7.25.

Ήπιε μια γουλιά από τον ζεστό καφέ και αμέσως ένιωσε καλύτερα. Προχώρησε στο δωμάτιό της και άνοιξε τη ντουλάπα της. Φόρεσε μια γκρι φαρδιά φόρμα και ένα μαύρο φούτερ και έπιασε τα μαλλιά της σε έναν ατημέλητο κότσο. 

Έριξε μια ματιά στη ντουλάπα της. Τα χρώματα που κυριαρχούσαν ήταν το μαύρο και το γκρι, εκτός από ένα κόκκινο και ένα άσπρο φόρεμα.

Φόρεσε τα παπούτσια της και άρπαξε την τσάντα της. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο βιβλίο της λογοτεχνίας που ήταν πεταμένο σε μια γωνιά του γραφείου της. Το έπιασε στα χέρια της και το ξεφύλλισε. Ήταν σχεδόν ανέγγιχτο. Το έβαλε στην τσάντα της και βγήκε από το δωμάτιό της.

Κατεβαίνοντας από την πολυκατοικία, είδε τη μηχανή της παρκαρισμένη μπροστά στην είσοδο. Χαμογέλασε στην ιδέα ότι δε θα χρειαστεί να περπατήσει και ανέβηκε πάνω περνώντας τα πόδια της και από τις δύο πλευρές.

[...]

Πάρκαρε έξω από το σχολείο και κατέβηκε από τη μηχανή μαζί με τη μελαχρινή φίλη της. Πολλά βλέμματα έπεσαν πάνω τους. Οι δύο φίλες χαμογέλασαν αλαζονικά. Τους άρεσε να τραβούν την προσοχή. 

Προχώρησαν προς τους φίλους τους και κάθισαν στα συνηθισμένα παγκάκια. Ο Μάριος δεν είχε έρθει ακόμα αλλά δεν παραξενεύτηκε κανένας. Συνήθως κανένας τους δεν ερχόταν πριν την τρίτη ώρα.

Η κοκκινομάλλα άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε από μέσα το μισογεμάτο πακέτο της. Άναψε ένα τσιγάρο, που είχε γίνει προέκταση του χεριού της, και έριξε τον αναπτήρα στην τσέπη της.

"Τι θα κάνουμε σήμερα;" ρώτησε η Έλενα και η Έμμα την κοίταξε.

Η Σελήνη ελευθέρωσε τον καπνό από το στόμα της.

"Ελάτε σε μένα" είπε και οι κοπέλες έγνεψαν

"Τα αγόρια;" αναρωτήθηκε η Έμμα και η κοκκινομάλλα ανασήκωσε τους ώμους της

"Ας έρθουν και αυτοί" είπε αδιάφορα και η κοπέλα έγνεψε θετικά.

[...]

"Ομοιοπολικός ή μοριακός ονομάζεται ο δεσμός που δημιουργείται μεταξύ αμέταλλων στοιχείων όμοιων ή ανόμοιων με αμοιβαία συνεισφορά μοναχικών ηλεκτρονίων. Στον ομοιοπολικό δεσμό δημιουργούνται κοινά ζεύγη ηλεκτρονίων και ένας δεσμός ηλεκτρομαγνητικής φύσεως" έλεγε ο καθηγητής της Χημείας.

Τα παιδιά των πρώτων θρανίων είχαν την προσοχή τους στραμμένη πάνω του, σε αντίθεση με όσους κάθονταν στα πίσω θρανία. 

Η κοκκινομάλλα χασμουρήθηκε και άνοιξε το κινητό της. 

"Σελ να ερθω να σε πάρω" έλεγε το μήνυμα του Μάριου και η κοπέλα χαμογέλασε πονηρά

"Αναλόγως πως το εννοείς" του απάντησε και μπορούσε ήδη να φανταστεί το πονηρό μειδίαμα που είχε σχηματιστεί στο πρόσωπο του φίλου της.

"Με όλες τις έννοιες" απάντησε εκείνος

"Θα έρθω εγώ όταν τελειώσω" του απάντησε εκείνη και έκλεισε το κινητό της

Ψαχούλεψε τις τσέπες της μήπως βρει λίγα χρήματα για να φάει κάτι. Είχε να φάει από το προηγούμενο μεσημέρι, που καταβρόχθισε το παστίτσιο της μάνας του Μάριου.

Αναστέναξε όταν κατάλαβε ότι δεν είχε τίποτα.

[...]

Βγήκε από το σχολείο και φόρεσε την κουκούλα της. Ο καιρός ήταν μουντός, πράγμα που της άρεσε. 

Πλησίασε το κοντινότερο περίπτερο.

Δεν έχει κάμερες; Ευκολάκι, μονολόγησε και έπιασε ένα πακέτο τσιγάρα και δύο κρουασάν. 

Τη στιγμή που ο περιπτεράς γύρισε να κοιτάξει τον δρόμο, η κοκκινομάλλα έτρεξε από την αντίθετη κατεύθυνση με όλη της τη δύναμη. Άκουγε διάφορες φωνές από πίσω της αλλά δεν έδωσε σημασία.

Έφτασε σε ένα στενό και χώθηκε μέσα. Έπιασε τα γόνατά της λαχανιασμένη και έσκυψε το κεφάλι της. Μόλις σηκώθηκε ήρθε αντιμέτωπη με τον γοητευτικό φιλόλογο. Τον κοίταξε ενοχλημένη και ρόλαρε τα μάτια της.

Πάλι αυτός;

"Σελήνη τι έκανες;" τη ρώτησε αυστηρά και η κοπέλα δυσανασχέτησε

"Τι έκανα;" αντιγύρισε εκείνη ανήξερη

"Γιατί έκλεψες από το περίπτερο;" τη ρώτησε και ένιωσε τα νεύρα του να τσιτώνονται

"Να μη σε νοιάζει" του απάντησε άγρια και προσπάθησε να φύγει.

Για καλή του τύχη ο γοητευτικός φιλόλογος δε τη σταμάτησε. 

Η κοκκινομάλλα ανέβηκε στη μηχανή της και λίγη ώρα αργότερα είχε φτάσει έξω από το σπίτι του Μάριου. Χτύπησε την πόρτα και περίμενε. Ένας βρεγμένος Μάριος με μια πετσέτα στη μέση, εμφανίστηκε. 

Οι σταγόνες του νερού πάνω στο σώμα του, τον έκαναν ακόμη πιο σέξι στα μάτια της εντυπωσιακής κοκκινομάλλας. Χαμογέλασε πονηρά και μπήκε μέσα, κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

Τον έσπρωξε μέχρι τον καναπέ και του έκλεισε το μάτι. Εκείνος ξάπλωσε και χαμογέλασε περιμένοντας την επόμενη κίνησή της. Η Σελήνη άνοιξε την πετσέτα του και το βλέμμα της έπεσε στον ανδρισμό του.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top