{01}

Κι έφυγες και πας,
πας με το καλό
και να σε καλώ,
πίσω μη γυρίσεις.

Ήσουνα για μένα
μιας αυγής δροσιά, 
ήμουνα για σένα
συννεφιά σταχτιά,

συννεφιά θολή.
Ήρθες να τη σβήσεις
κι έσβησες, καλή
πίσω μη γυρίσεις.

---------------------------------------------------------------------------------------------------------

"Το Υπερεγώ μπορεί να θεωρηθεί ως μια συνείδηση που τιμωρεί το άτομο με συναισθήματα ενοχής όταν το άτομο λειτουργεί με μη κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους. Το Υπερεγώ είναι το αντίθετο του Εγώ γιατί αποζητά να λειτουργεί το άτομο με έναν κοινωνικά αποδεκτό τρόπο ενώ το Εγώ θέλει μόνο να ικανοποιήσει της ενορμήσεις του. Συνεπώς όπως αναφέραμε λειτουργεί ως συνείδηση η οποία μας κρατάει μακριά από αντικοινωνικές συμπεριφορές και από διάφορα ταμπού." έλεγε ο καθηγητής

Η κοπέλα στο τελευταίο θρανίο ρόλαρε τα μάτια της.

Τα ξέρω όλα αυτά.

Κοίταξε την ώρα στο κινητό της και αναστέναξε. Μισή ώρα ακόμη.

"Δεσποινίς Μάρκου γιατί αναστενάζετε; Τόσο αδιάφορα σας είναι αυτά που λέω;" ακούστηκε η βροντερή φωνή του γέρου καθηγητή και η κοκκινομάλλα σήκωσε τα μάτια της από το πάτωμα.

"Κάθε άλλο. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα θεωρία του Φρόυντ, αλλά την έχω ήδη μελετήσει" του απάντησε κάπως ειρωνικά.

Χωρίς να του δώσει την ευκαιρία να της απαντήσει, έπιασε την μαύρη τσάντα της και την πέρασε στο δεξιό της ώμο. Με μεγάλα βήματα βγήκε από την τάξη, χωρίς να δώσει την παραμικρή σημασία στις φωνές πίσω της.

[...]

Οι φωνές της ίδιας και των φίλων της είχαν ξεσηκώσει τη γειτονιά.

Μια μεγάλη παρέα των 8 ατόμων είχε κάνει κατάληψη στο πάρκο. Όλοι μαυροντυμένοι, με σκουλαρίκια και τατουάζ, που τους έκαναν ακόμη πιο τρομακτικούς. Οι μηχανές τους παρκαρισμένες απ' έξω, έκλειναν όλο το πεζοδρόμιο.

Πολλοί περαστικοί τους κοιτούσαν εχθρικά, πολλές μητέρες θυμωμένες και πολλά παιδιά τρομαγμένα.

Η εντυπωσιακή κοκκινομάλλα άναψε το τέταρτο τσιγάρο για σήμερα. Καθισμένη πάνω σε μια κούνια, με τα μαλλιά της πιασμένα σε έναν ατημέλητο κότσο και το απαλό δέρμα του λαιμού της εκτεθειμένο, φύσηξε τον καπνό από τα σαρκώδη χείλια της.

"Σελήνη" άκουσε κάποιον να τη φωνάζει και γύρισε το κεφάλι της.

"Αναπτήρα" ζήτησε το μελαχρινό αγόρι απέναντί της χαμογελώντας της πονηρά και η κοπέλα ρόλαρε τα μάτια της

"Έλεος Μάριε" είπε και του πέταξε τον μαύρο αναπτήρα της

"Μου τέλειωσαν τα τσιγάρα" αναφώνησε η Έλενα, μια από τις κοπέλες της παρέας και καλή φίλη της Σελήνης.

"Να πάει ο Γιώργος να σου πάρει" είπε αυταρχικά η Σελήνη, αναφερόμενη στο πιο καινούριο μέλος της παρέας τους.

Ο Γιώργος την κοίταξε βαριεστημένα, αλλά εκείνη δεν έδειξε να πτοείται.

"Γιατί δεν πας εσύ Σελ;" τη ρώτησε η φίλη της ειρωνικά και η κοπέλα την κεραυνοβόλησε με το βλέμμα της.

Ο Γιώργος τις κοίταξε εκνευρισμένος και βγήκε από το πάρκο, προχωρώντας προς το κοντινότερο περίπτερο.

"Πρέπει να αρχίσει να μαθαίνει" είπε ο Ζήνωνας και η Σελήνη δε θα μπορούσε να συμφωνήσει περισσότερο.

Λίγα λεπτά αργότερα, ο Γιώργος γύρισε με ένα πακέτο στο χέρι του. Το έτεινε προς την Έλενα και εκείνη τον ευχαρίστησε με ένα νεύμα του κεφαλιού της.

"Ελπίζω να μη το πλήρωσες" του είπε η Σελήνη ειρωνικά και εκείνος την κοίταξε προσβεβλημένος.

"Όχι Σελ δε το πλήρωσα" είπε εκνευρισμένος και η κοκκινομάλλα γέλασε.

[...]

Πέταξε το τσιγάρο της κάτω και το πάτησε με το παπούτσι της. 

Γύρισε την πλάτη της και προχώρησε προς την είσοδο του σπιτιού της.

"Κοπελιά" άκουσε κάποιον να φωνάζει και γύρισε

Είδε έναν άντρα γύρω στα 25 να την κοιτάει ελαφρώς εκνευρισμένος. Ήταν ψηλός, μελαχρινός με έντονες γωνίες και γυμνασμένο σώμα.

"Τι;" τον ρώτησε η κοπέλα με αγένεια και εκείνος την κοίταξε εξεταστικά.

Παραείναι όμορφη, σκέφτηκε ο άντρας απέναντί της.

"Πέταξες το τσιγάρο σου κάτω" της είπε και η κοκκινομάλλα ένιωσε τα νεύρα της να τσιτώνονται.

"Άντε γαμήσου" του είπε άγρια και γύρισε να φύγει, αλλά μάλλον ο άγνωστος είχε άλλα σχέδια.

"Μάζεψέ το" της είπε άγρια κρατώντας το χέρι της σφιχτά, αλλά εκείνη δε φάνηκε να ενδιαφέρεται.

Χωρίς καμία προειδοποίηση σήκωσε το γόνατό της και τον κλώτσησε στον ανδρισμό του. Ο άντρας απέναντί της βόγκηξε και διπλώθηκε στα δύο, αφήνοντας το χέρι της.

Η Σελήνη χαμογέλασε ειρωνικά και του γύρισε την πλάτη, μπαίνοντας στο παλιό κτίριο.

Ανέβηκε με τα πόδια στον δεύτερο όροφο, αφού το ασανσέρ ήταν μια πολυτέλεια που δεν είχαν, και άνοιξε μια από τις ξύλινες πόρτες στα δεξιά της.

Μπαίνοντας στο σπίτι της, η γνωστή μυρωδιά της κλεισούρας εισχώρησε στα ρουθούνια της. Χωρίς να βγάλει τα παπούτσια της, προχώρησε προς την μικροσκοπική κουζίνα.

Φυσικά και δεν έχει φαγητό, κάγχασε η κοπέλα και προχώρησε προς το δωμάτιό της.

Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω της. 

Το κρεβάτι ήταν ξέστρωτο, τα ρούχα της πεταμένα παντού και το τασάκι ήταν γεμάτο αποτσίγαρα.

Έβγαλε τα παπούτσια της και τα πέταξε σε μια γωνιά. Σειρά είχε το κολάν, το φούτερ και το σουτιέν της. Φόρεσε μια φαρδιά μπλούζα του Μάριου και ξάπλωσε στο κρεβάτι της.

[...]

Άνοιξε τα μάτια της εκνευρισμένη από το φως του ηλίου που τη χτυπούσε κατευθείαν στο πρόσωπο. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα. Οποιοσδήποτε άλλος θα χαιρόταν. Αλλά όχι εκείνη.

Πέταξε το σεντόνι από πάνω της και ακούμπησε τα πόδια της στο κρύο πάτωμα.

Το βιβλίο με τα ποιήματα του Ελύτη βρισκόταν πεσμένο δίπλα στο κρεβάτι της, ανοιχτό στη σελίδα 88.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.

Το έπιασε στα χέρια της και το έκλεισε, αφήνοντάς το πάνω στο ξέστρωτο κρεβάτι της.

Έπιασε τα μαλλιά της ψηλά με ένα στιλό που έτυχε να βρει μέσα στο δωμάτιο και προχώρησε προς το μπάνιο. 

Η μπλούζα της είχε ανέβει, αποκαλύπτοντας το καλοσχηματισμένο σώμα της και το μαύρο δαντελωτό μπραζίλ της. Έπλυνε τα δόντια της και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της μητέρας της.

Άνοιξε την πόρτα και τη βρήκε να κοιμάται γυμνή με έναν άγνωστο άντρα. 

Ρόλαρε τα μάτια της και έκλεισε την πόρτα. 

Έφτιαξε έναν ζεστό καφέ και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας με το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια της.

Έπιασε τα τσιγάρα της μητέρας της από το τραπέζι και άναψε ένα. Πήρε τον καφέ της και ήπιε μια γερή γουλιά. Δεν ήταν πρωινός τύπος και ο καφές αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για να ανοίξουν τα μάτια της.

Ξαφνικά ακούστηκε το κουδούνι. 

Αν είναι η διαχειρίστρια τη γαμήσαμε. Πάλι δεν έχουμε λεφτά για το νοίκι, μονολόγησε η κοκκινομάλλα και προχώρησε βαριεστημένα προς την πόρτα με τον καφέ και το τσιγάρο στα χέρια της.

 Άνοιξε την πόρτα, αλλά την τελευταία στιγμή ευχήθηκε να μη το είχε κάνει. Μπροστά της βρισκόταν ο γιος της διαχειρίστριας. 

Ήταν ένας 20χρονος νεαρός που κυνηγούσε τη Σελήνη εδώ και ένα χρόνο. Ήταν αρκετά εμφανίσιμος, αλλά η κοπέλα δεν ενδιαφερόταν.

"Καλημέρα στην πιο όμορφη της πολυκατοικίας" είπε και της χαμογέλασε

Η Σελήνη τον κοίταξε άγρια, ενώ μέσα της σκεφτόταν 100 τρόπους για να τον δολοφονήσει.

"Γεια σου Γιάννη" χαιρέτησε βαριεστημένα

Το αγόρι απέναντί της τη σκάναρε και το βλέμμα του κόλλησε στο μαύρο εσώρουχό της. 

"Ωραία εσώρουχα" της είπε κοιτώντας τη πονηρά

"Στον κώλο σου θα ταίριαζαν καλύτερα" είπε η κοπέλα εκνευρισμένη και του έκλεισε την πόρτα στα μούτρα.

Έφτιαξε τη μπλούζα της και έλεγξε την ώρα στο κινητό της.

10.23

Τέλεια. Είχε χάσει τις τρεις πρώτες ώρες. 

Φόρεσε μια μαύρη φαρδιά φόρμα, ένα γκρι φούτερ και τα χιλιοφορεμένα παπούτσια της και αφού έβαλε στην τσάντα της τα τσιγάρα και τον αναπτήρα της, βγήκε από το διαμέρισμα με το κινητό της στο χέρι.

Βγαίνοντας από την πολυκατοικία αποφάσισε να πάει με τα πόδια. Σήμερα ήθελε να περπατήσει.

Ξέμπλεξε τα ακουστικά της και τα φόρεσε, βάζοντας το αγαπημένο της τραγούδι. Ταυτιζόταν απίστευτα πολύ με τους στίχους και αυτό της άρεσε. Ένιωθε σα να είχε ένα τραγούδι γραμμένο αποκλειστικά για εκείνη.

Φτάνοντας στο σχολείο, έβγαλε τα ακουστικά της και τα πέταξε μέσα στην τσάντα της. 

Προχώρησε προς το πίσω μέρος της αυλής, οπού ήξερε ότι θα έβρισκε την παρέα της. Πράγματι, μόλις έφτασε, είδε όλους τους φίλους της να κάθονται στα παγκάκια και να συζητάνε καπνίζοντας.

"Καλώς την κοκκινομάλλα μας" αναφώνησε ο Μάριος και πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της.

Ήταν γνωστό ότι οι δυό τους έκαναν κάτι εδώ και καιρό. Δεν το ονόμαζαν σχέση - και οι δύο μισούσαν τις ταμπέλες. Παρ' όλα αυτά όποιος τολμούσε να πλησιάσει τη Σελήνη, είχε να κάνει με τον Μάριο, και το αντίστροφο.

"Καλημέρα" μουρμούρισε ανόρεχτα η κοπέλα και κάθισε στο παγκάκι που της έκανε χώρο ο Λουκ.

Άναψε ένα τσιγάρο και τράβηξε μια τζούρα. Ήταν το μόνο που χρειαζόταν αυτή τη στιγμή.

"Σελ έχουμε καινούριο φιλόλογο" της είπε στο άσχετο η Μαριάννα και η Σελήνη την κοίταξε βαριεστημένα

"Και;" 

"Και είναι μουνί" συμπλήρωσε η κοπέλα και η Σελήνη ρόλαρε τα μάτια της.

Όλοι ήξεραν την προτίμηση της Μαριάννας για τους μεγαλύτερους άντρες, οπότε κανένας δεν εξεπλάγην με τη δήλωσή της.

Το κουδούνι χτύπησε, διακόπτοντας την κουβέντα τους. Η κοκκινομάλλα πέταξε κάτω το τσιγάρο της, πατώντας το με το παπούτσι της. 

Ο Μάριος πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και την φίλησε στα χείλια. 


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top