Η λύτρωση


  Ο Μαθιός επιστρέφει από το αλουμινάδικο στο σπίτι της Βασιλικής. Ο άντρας το τελευταίο διάστημα είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Έχει όσα έχει ονειρευτεί και κάτι παραπάνω.  Επιτέλους, είναι ελεύθερος να ζει με την Βασιλική, την γυναίκα της ζωής του και μάλιστα ο γιος της ο Νικηφόρος δείχνει να το έχει δεχτεί ευχάριστα μετά από το πρώτο σοκ της σχέσης τους. Τον έχει σαν πατέρα του, κι ας του στέρησε τον βιολογικό του πατέρα τον Στεφανή. Και σε αυτό όμως στάθηκε τυχερός, καθώς μέχρι τώρα δεν έχει αποκαλυφθεί ο δολοφόνος του.

   Στον δρόμο κόβει την καθιερωμένη βουκαμβίλια να της προσφέρει. Μια συνήθεια που δεν θα βαρεθεί ποτέ στην ζωή του. Σε λίγο καιρό θα είναι επίσημα γυναίκα του με παπά και κουμπάρο. Θα παντρευτούν. Βλέποντας τα ροζ άνθη σκέφτεται την φράση του αδελφού του  σε μια παλιότερη φάση. ¨Ευτυχία Μαθιέ, μπορείς να την διαχειριστείς;" . Πλέον για πρώτη φορά καταλαβαίνει την πραγματική ευτυχία στην ζωή του και τα λόγια του Αστέρη.

    Λίγο πριν από το σπίτι της Βασιλικής, όπως συνεχίζει να επιστρέφει με τα λουλούδια στο χέρι, ξαφνικά πίσω από ένα δέντρο νιώθει μια παρουσία. Ενστικτωδώς γυρίζει και ψάχνει ποιος είναι. Για μια και μοναδική φορά δεν έχει κανένα όπλο μαζί του ή κοντά του, καθώς πιστεύει ότι πια δεν χρειάζεται. Έχουν ηρεμήσει τα πράγματα και δεν θέλει να στεναχωρεί την γυναίκα του, έχοντας τέτοια πράγματα στην κατοχή του. Ευτυχώς αντικρίζει τον Νικηφόρο. Από την ανακούφιση του δεν παρατηρεί το τρελαμένο βλέμμα του και του μιλάει κανονικά.

   - Τι έγινε Νικηφόρε; Δεν σε περίμενα η αλήθεια είναι. Ήρθες να δεις την μητέρα σου; Πάμε μαζί και εγώ εκεί πηγαίνω.

   Ο νεαρός όμως τον σταματάει και του μιλάει αποφασισμένα.

  - Δεν έχουμε να πάμε πουθενά! Τα ξέρω όλα πια Μαθιό. Μου τα είπε ο Μανώλης. Γιατί σκότωσες τον πατέρα μου; Με ποιο δικαίωμα;

     Ο Μαθιός μένει στήλη άλατος μπροστά στα λόγια του Νκηφόρου. Αυτόν τον νεαρό τον έχει σαν παιδί του και το τον αγαπάει, όπως κανέναν άλλον. Μόνο γι΄ αυτόν και την Βασιλική του θα έδινε την ίδια του την ζωή. Τώρα όμως καταστράφηκαν όλα. Ο Νικηφόρος γνωρίζει ότι σκότωσε με τον Στεφανή, τον πατέρα του και το ίδιο του το αίμα. Δεν θα τον βλέπει πια με θαυμασμό και αγάπη. Πρέπει όμως να του εξηγήσει και την πλευρά του, αυτήν του στυγνού δολοφόνου. Τον λόγο που του όπλισε στο χέρι, μήπως μαλακώσει η καρδιά του μικρού απέναντι του.

      - Ήθελε να σκοτώσει την μητέρα σου, επειδή ήθελε να τον χωρίσει, οπότε δεν μου άφησε άλλη επιλογή. Αν έκανε πράμα στην μητέρα σου, θα πέθαινα και εγώ μαζί της. Θα τελείωνε και η δικιά μου ζωή. Ο θάνατος του, η ζωή μου Νικηφόρε. Ανέχτηκα πολλά από εκείνον. Κάθε μέρα με μαχαίρωνε με τον τρόπο που φερόταν στην Βασιλική. Την έβλεπα ζωντανός νεκρός, χωρίς να ξέρω τι άλλο να κάνω. Έπρεπε να την σώσω κι ας καώ στην κόλαση εγώ ο ίδιος. Αρκεί να είναι καλά εκείνη.

    Τα μάτια του Νικηφόρου δακρύζουν ακούγοντας τον, τρελαίνεται από θυμό και πόνο. Δεν άντεχε να ακούει το μέχρι τώρα πρότυπο του. Με τρεμάμενα χέρια βγάζει το όπλο που είχε πάρει μαζί του με αυτόν τον σκοπό και με φωνή ίσα που βγαίνει, απαντάει ειρωνικά.

   - Τόσα χρόνια ζεις μέσα στο ψέμα και περιμένεις να σε πιστέψω τώρα; Μας πρόδωσες με τον χειρότερο τρόπο Μαθιό, ενώ εμείς σε είχαμε μέσα στο σπίτι μας. Σ΄αγάπησα περισσότερο από τον βιολογικό μου πατέρα, ενώ τον σκότωσες. Μόνο που μαζί του σκότωσες και ότι καλό είχα για σένα, μαζί με την πίστη μου στους ανθρώπους. Θα σου ρίξω όσες σφαίρες έριξες στον Στεφανή. Από όλους το περίμενα, αλλά όχι από σένα ¨μπαμπά¨.

      Ανεβάζει το όπλο και σημαδεύει τον Μαθιό, με τον ίδιο τρόπο που είχε κάνει και ο άντρας  στον Στεφανή. Μάλιστα όπως ο άντρας τον καθοδηγούσε στις εξορμήσεις τους στα βουνά με τα όπλα.


     Ο Μαθιός τον κοίταξε κατάματα και φώναξε.

  - Τι περιμένεις; Κάντο! Σκότωσε με. Έτσι κι αλλιώς μακρυά σας δεν μπορώ να ζήσω.

     Την ώρα που ο Νικηφόρος αγγίζει την σκανδάλη, ο άντρας κλείνει τα μάτια του και απλά περιμένει το τέλος του. Εκείνη την ώρα ακούγεται η κραυγή της Βασιλικής, που είχε ακούσει τις φωνές τους και βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος τελευταία στιγμή.

   - Νικηφόρε μη. Είναι ο πατέρας σου!

    Εκείνη την στιγμή από την τρομάρα του ο νεαρός πατάει την σκανδάλη και αμέσως μετά του πέφτει το όπλο κάτω. Ο λυγμός της Βασιλικής πλέον ακούγεται μέχρι πολύ μακρυά. Ο Νικηφόρος τα έχει χαμένα, όσο βλέπει τον βιολογικό του πατέρα να πέφτει κάτω από την σφαίρα που εκείνος έριξε. Προσπαθεί να συνειδητοποιήσει όσα άκουσε. Ακατόρθωτο θα έλεγε κανείς. Η γυναίκα πάει στον τραυματισμένο άντρα και κλαίει από πάνω του. Ο Μαθιός με όση δύναμη του έχει απομείνει της δίνει το χαρακτηριστικό λουλούδι τους. Η Βασιλική τον παρακαλάει.

   - Κλείσε τα μάτια σου τώρα, μην σπαταλάς την δύναμη σου άσκοπα. 

  - Όχι, αν είναι να πεθάνω, τουλάχιστον να κοιτάω τα μάτια σου. Βασιλική για σένα τα έκανα όλα και δεν το μετανιώνω. Ο χρόνος πάλι πίσω να γύριζε, δεν θα άλλαζα τίποτα. Θα σε αγαπούσα πάλι ολόκληρη ζωή μέχρι θανάτου.

    Με αυτά τα λόγια ο άντρας χάνει τις αισθήσεις του, ενώ η γυναίκα καλεί για βοήθεια ένα ασθενοφόρο. Ο Νικηφόρος με απλανές βλέμμα κοιτάζει και με το ερωτηματικό στην φωνλη του ρωτάει.

    - Μπαμπάς; Ο πατέρας μου;

  Η Βασιλική αφού ζήτησε βοήθεια, σαν νεκρή πηγαίνει πάλι και κάθεται κάτω, δίπλα του, και μονολογεί.

   - Εγώ φταίω για όλα, που δεν το είπα τόσα χρόνια και το κράτησα μυστικό. Που δεν βρήκα την δύναμη να ακούσω την καρδιά μου και να ακολουθήσω τον έρωτα μου. Μαθιέ, αν με ακούς ξύπνα. Για εμάς κάνε το. Σε συγχωρώ για όλα αγάπη μου. Όπως μου έλεγες και εσύ μας το χρωστάει η ζωή. Ευτυχισμένες στιγμές μαζί. Εμάς τους δυο δεν μπορεί να μας χωρίσει ούτε το αίμα. Ζήσε για μένα, ξέρω πως μπορείς {χιουμοριστκή  συμπλήρωση  να σταματήσουν τα δάκρυα[ Ζήσε  για το twiitter, γιατί αλλιώς θα κηρύξει εθνικό πένθος]}


Η ιστορία συνεχίζεται...... Ελπίζω να σας άρεσε

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top