Κεφάλαιο 3
Στην αρχή το βλέμμα του έλαμψε από την συνειδητοποίηση και έπειτα σκοτείνιασε από θυμό και οργή. Ναι, καλά. Φοβήθηκα τώρα. Δεν τράβηξα το βλέμμα μου από το δικό του που τον κοιτούσε ατάραχο. Σιγά μην του έδινα την ικανοποίηση της υποχώρησης.
Αποτράβηξε το βλέμμα του πρώτος για το λόγο και μόνο ότι κάποιος του μίλησε και αναγκαστικά έπρεπε να του προσφέρει την προσοχή του. Τελικά δεν είναι καθόλου εύκολος αντίπαλος. Είχα βεβαιωθεί πως θα κοιτιόμασταν αιωνίως χωρίς κανείς να οπισθοχωρεί αν είμασταν κάπου μόνοι μας. Αλλά καθόλου δεν με ανησυχεί αυτό, ίσα ίσα το αντιμετωπίζω σαν την μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής μου και ομολογουμένως... την πιο ενδιαφέρουσα.
«Πως βρέθηκε αυτή η καρέκλα εδώ» άκουσα τον διευθυντή να ωρύεται. Μόλις είχε μπει στο γραφείο του Μάξιμου σκουντώντας με κάπως δυνατά. Έτριψα τον ώμο μου για να απαλύνω τον πόνο που μου προκάλεσε η σύγκρουση με την κάσα της πόρτας.
«Η καρέκλα που μπήκε εδώ είχε μόλις έρθει από το μαγαζί που την είχαμε παραγγείλει. Ολοκαίνουρια» τόνισε την κάθε συλλαβή.
Ξέροντας τον διευθυντή τόσα χρόνια ήξερα καλά πως δεν τον ένοιαζε στο ελάχιστο το ελαφρύ στραπατσάρισμα του Μάξιμου, αλλά αυτό που τον έκαιγε ήταν το τυχόν στραπατσάρισμα του κύρους και της σοβαρότητας της κατά τ' άλλα εταιρείας κολοσσού.
Αηδίασα με την κενότητα κάποιων ανθρώπων. Αποφάσισα πως αρκετά κάθισα, καιρός να επιστρέψω στο γραφείο μου και στη δουλειά μου, οπότε έκανα μεταβολή και κατευθύνθηκα στο γραφείο μου. Αμέσως αναγνώρισα τα ανάλαφρα βήματα που με ακολούθησαν. Η Εύη φυσικά, ποιος άλλος;
«Να σας φέρω καφέ κυρία Κλέλια;»
«Όχι. Σε ευχαριστώ. Χρειάζομαι κάτι πιο δυνατό. Υπάρχει ακόμα εκείνο το κρασί, θυμάσαι; Που είχαμε ανοίξει, πριν λείψω για τόσο καιρό, για να γιορτάσουμε την προαγωγή του μαλάκα του Πάνου; Τι ηλίθια θεέ μου; στριφογύρισα τα μάτια μου σκεπτόμενη το πόσο αφελής υπήρξα και μουντζώθηκα και με τα δυο μου χέρια.
«Α, όχι, κυρία Κλέλια μη φταίτε τον εαυτό σας. Κανείς δεν μπορεί να σας φταίξει ούτε καν εσείς επειδή ερωτευτήκατε. Μπορεί τελικά να σας βγήκε μάπα το καρπούζι, αλλά εσείς δε φταίτε σε τίποτα» με κοίταξε τόσο παραπονιάρικα με τα γλυκά της μάτια και της χαμογέλασα. «Σ' ευχαριστώ. Θα το θυμάμαι» της απάντησα.
«Εκείνο το κρασί θα έχει γίνει ξίδι μετά από τόσο καιρό που είναι ανοικτό. Να πάω να αγοράσω ένα άλλο από την κάβα που υπάρχει εδώ κοντά;»
Χωρίς να το σκεφτώ παραπάνω της είπα να πεταχτεί βάζοντάς της με το ζόρι λεφτά στο χέρι.
Όταν έφυγε η Εύη, κάθισα στο γραφείο μου και πάτησα το κουμπί στον υπολογιστή ώστε να επανέλθει μετά από τόση ώρα που πέρασε χωρίς να τον χρησιμοποιήσω.
Έγειρα πίσω στην καρέκλα μου κλείνοντας τα μάτια μου.
«Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος» άκουσα ξαφνικά μια βαθιά φωνή να λέει και με έβγαλε από τις σκέψεις μου τρομάζοντάς με.
Η φωνή ανήκε στο Μάξιμο που στεκόταν ακουμπισμένος στην κάσα της πόρτας με τα χέρια δεμένα στο στήθος του και τα πόδια του ήταν σταυρωμένα στο μέρος των αστραγάλων. Έτσι όπως είχε δεμένα τα μπράτσα του φούσκωναν ελαφρώς από τους μύες. Μάλλον θα γυμνάζεται. Είχε βγάλει την γραβάτα του και είχε ανοίξει τα πρώτα τρία κουμπιά του πουκαμίσου του, αφήνοντας να φανεί το σημείο της κλείδας του και λίγο από το στέρνο του.
Όταν τελικά το βλέμμα μου έφτασε στο πρόσωπό του χαμογελούσε ειρωνικά και τα μάτια του είχαν μια περίεργη λάμψη.
«Τι έγινε Κλέλια; Μας αρέσει αυτό που βλέπουμε;» ρώτησε χωρίς να χάνει την ειρωνική του διάθεση.
Τον κοίταξα με μάτια που πετούσαν φλόγες. «Με τίποτε» του φώναξα και του γύρισα πλάτη μαζί με την καρέκλα μου. «Είπες ό,τι είχες να πεις και τώρα, άει στο διάολο».
«Για το ποιος θα πάει αυτό θα το δούμε» μου πέταξε και άκουσα τα βήματά του να απομακρύνονται.
«Σιγά. Φοβηθήκαμε» ψιθύρισα γυρνώντας την καρέκλα μου στη σωστή της θέση.
Μετά από λίγο γύρισε και η Εύη με το κρασί. Πάνω στην ώρα που το είχα περισσότερο ανάγκη...
Την επόμενη μέρα κατά τις εννιά έφτασα στην εταιρεία όλο χάρη και νάζι με το σινιέ λευκό ταγιεράκι μου. Ανέβηκα πάνω και κατευθύνθηκα προς τα γραφεία. Καλημέρισα την Εύη που πάντα έρχεται πριν από μένα ώστε να έχει τα πάντα έτοιμα πριν έρθω. Της έχω πει επανειλημμένως πως δεν χρειάζεται να το κάνει αυτό, αλλά τίποτα. Η Εύη αμέσως έτρεξε για τον καφέ μου και εγώ κάθισα στο συγυρισμένο γραφείο μου (από την Εύη φυσικά. Όπως και το κομπιούτερ μου με περίμενε αναμμένο έτοιμο για δουλειά. Τελικά η Εύη αποδείχτηκε θησαυρός σκέφτηκα χαμογελαστή και ρίχτηκα με τα μούτρα στη δουλειά.
Είχε περάσει λίγη ώρα όταν η Εύη μπήκε στο γραφείο μου με ένα φλιτζάνι καφέ που άχνιζε και πραγματικά μοσχοβόλησε όλο το γραφείο.
«Θαυμάσια. Σε ευχαριστώ» της είπα όταν άφησε το φλιτζάνι πάνω στο γραφείο μου.
«Δεν κάνει τιποτα. Χαρά μου» μου είπε και μου χαμογέλασε.
«Δεν μου λες; Ήρθε αυτός;;»
«Ναι. Στις 9 παρά τέταρτο ήταν εδώ».
Αμέσως κατάλαβε ποιον εννοούσα. Αυτό πάντα μου άρεσε στην Εύη. Είναι σπίρτο αναμμένο.
«Χμμμ, ναι ε; Θέλει να το παίξει και καλά ευσυνείδητος υπάλληλος τρομάρα του. Εντάξει Εύη μου, μπορείς να πηγαίνεις».
Είχα τελειώσει σχεδόν τον καφέ μου όταν ένιωσα κάτω χαμηλά στο πόδι μου ένα έντονο τσίμπημα. Τσίριξα από τον πόνο και έντρομη έσκυψα να δω τι υπήρχε. Γούρλωσα τα μάτια στο θέαμα που αντίκρυσα. Σκορπιοί!!
Το γραφείο μου είχε γεμίσει από σκορπιούς. Αν είναι δυνατόν !! από πού κι ως πού;;
Ενιωσα άλλο ένα τσίμπημα και πετάχτηκα πάνω. Σε δευτερόλεπτα ανέβηκα πάνω στο γραφείο μου ουρλιάζοντας.
Αμέσως Εύη εμφανίστηκε στην πόρτα αναστατωμένη.
«Τι συμβαί...» δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της όταν η ματιά της έπεσε στους σκορπιούς που είχαν κάνει κατάληψη στο χώρο και γούρλωσε τα μάτια της.
«Χριστός και Παναγία» φώναξε και έκλεισε το στόμα της με το χέρι της.
«Εύη, μη στέκεσαι έτσι κάλεσε βοήθεια» της είπα πανικόβλητη και αυτή έτρεξε να βρει βοήθεια. Εν τω μεταξύ ένιωθα τα πόδια μου να καίνε από τα τσιμπήματα και ο πόνος γινόταν όλο και πιο έντονος.
Η αναμονή ήταν ατελείωτη. Ο πόνος αφόρητος και στο μυαλό μου άρχισε να δημιουργείται μια υπόνοια για το ποιος ήταν αίτιος για αυτήν την τραγωδία.
Από τις σκέψεις μου με έβγαλαν ομιλίες που ακούγονταν από τον διάδρομο και σε μερικά δευτερόλεπτα εμφανίστηκαν δύο εξολοθρευτές εντόμων ντυμένοι με τις στολές τους και εφοδιασμένοι με όλα τα απαραίτητα. Ένιωσα μεγάλη ανακούφιση.
Ο ένας ήρθε κοντά μου, με σήκωσε στα χέρια του και με έβγαλε από το γραφείο. Να' ναι καλά ο άνθρωπος. Αμέσως η Εύη ήρθε κοντά μου.
«Πονάω Εύη μου, με τσίμπησαν τα καθάρματα. Θα πεθάνω;»
Η Εύη γέλασε. «Όχι, μην ανησυχείς. Έλα να πάμε στην κουζίνα. Ξέρω τι πρέπει να κάνω ώστε να ανακουφίσω τον πόνο».
Την ακολούθησα κουτσαίνοντας και όταν φτάσαμε με κάθισε σε μια από τις καρέκλες.
Μου έβγαλε τις γόβες και έπειτα έβγαλε από την τσάντα της ένα μικρό πράσινο σαπούνι. Το έβρεξε ελαφρώς στη βρύση και έπειτα με απαλές κυκλικές κινήσεις το έτριψε πάνω από τα επίμαχα σημεία που με είχαν τσιμπήσει οι σκορπιοί. Δεν χρειάστηκε να την κατευθύνω στα σημεία. Ξεχώριζαν καθώς είχαν γίνει ολοκόκκινα.
Αναστέναξα από ανακούφιση. Πραγματικά το σαπούνι βοήθησε. Το επόμενο βήμα της διαδικασίας ήταν να φτιάξει δύο κομπρέσες με κρύο νερό και τις εναπόθεσε στα πονεμένα σημεία. Προς μεγάλη μου έκπληξη ο πόνος υποχώρησε αρκετά.
Άφησε τις κομπρέσες στα πόδια μου και κάθισε δίπλα μου.
«Σε δέκα λεπτά θα στις αφαιρέσω και θα στις ξαναβάλω αφού περάσουν άλλα δέκα λεπτά».
«Αχ, Εύη μου, είσαι καταπληκτική! Μα πως τα ξέρεις όλα αυτά;»
«Εχμ..» με κοίταξε ντροπαλά «Μου αρέσει το διάβασμα».
Την άγγιξα στο χέρι. «Δεν πρέπει να ντρέπεσαι για αυτό. Άμα σου αρέσει το διάβασμα τότε να διαβάζεις. Εγώ να ξέρεις πως σε θαυμάζω για τα τόσα πράγματα που ξέρεις».
Χαμογέλασε και το προσωπάκι της έλαμψε. Ήταν τόσο όμορφη. Εν τω μεταξύ, είναι όμορφη απλά δεν το έχει συνειδητοποιήσει.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Μάξιμος στην είσοδο της πόρτας.
«Τι γίνεται;» μας ρώτησε με παιχνιδιάρικη φωνή. Ήταν προφανές πως το διασκέδαζε. Μου είχε καρφωθεί πως αυτός κρυβόταν πίσω από όλο αυτό.
Η Εύη με κοίταξε κάπως αμήχανα και της έσφιξα καθησυχαστικά το χέρι.
«Μας κάνεις τη χάρη να εξαφανιστείς από εδώ;» του πέταξα.
«Φυσικά. Με μεγάλη μου χαρά. Πρώτα όμως θα ήθελα να σας συστηθώ»
«Μα τι βλακείες είναι αυτά. Αμνησία έχεις; Ξέρουμε ακριβώς ποιος είσαι».
«ΚΑτ' ακρίβεια ποιος μαλάκας είσαι» ψιθύρισα στην Εύη και της ξέφυγε ένα γελάκι.
«Υπάρχει λόγος» είπε με στόμφο ο Μάξιμος.
«Ε άντε, τελέιωνε και άδειαζε μας τη γωνιά» του είπα απότομα.
«Ωραία λοιπόν. Είμαι ο Μάξιμος Αναστασάτος και επειδή ξέρω πως εσείς οι γυναίκες ασχολείστε με την αστρολογία, να σας πω λοιπόν πως είμαι Σκορπιός».
Να και η επιβεβαίωση της υποψίας μου...
Γύρισα απότομα και τον κοίταξα. Τα μάτια του άστραψαν εχθρικά. Φεύγοντας αμόλησε ένα κακόηχο γέλιο.
Με έκανε έξαλλη. «Άει στον κόρακα. Θα σου δείξω εγώ παλιομαλάκα» είπα σφίγγοντας τη γροθιά μου.
Γύρισα στην Εύη.
«Και εγώ μαζί σου» μου είπε αποφασιστικά.
Της χαμογέλασα. «Ο πόλεμος τώρα ξεκινά» της απάντησα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top