...Τι είπες πως είσαι;...{17}
Η αγάπη μοιάζει με τον ατμό. Όσο περισσότερο πιέζεται, τόσο πιο δυνατή γίνεται.
Βίκτωρ Ουγκώ, 1802-1885, Γάλλος συγγραφέας
Είχαν να μάθουν πολλά...
Ο ήλιος είχε επανέλθει στον ουρανό και σαν κλέφτης έμπαινε από τα παράθυρα και χτύπαγε το πρόσωπο της Ρενέ φωτίζοντας το.Η χθεσινή νύχτα ήταν υπέροχη,το σώμα της ακόμα ένιωθε πως έτρεμε από τα χάδια του.Ακόμα την κρατούσε στην αγκαλιά του,τόσο σφιχτά λες και δεν ήθελε να του φύγει.Αυτό που της έδωσε μεγαλύτερη ικανοποίηση ήταν πως φάνηκε να μην σκεφτόταν την Αμέλια.Ήταν αυτός και εκείνη και κανένα φάντασμα του παρελθόντος δεν θα τους χώριζε,τουλάχιστον αυτό ήθελε να πιστεύει η Ρενέ.Έστριψε αργά τον κορμό της θέλοντας να παρατηρήσει το γλυκό πρόσωπο του Νόα να κοιμάται.
Μπορεί να έδειχνε σκληρός,γιγάντιος και επικίνδυνος,αλλά είχε ψυχή μικρού παιδιού.Το διαπίστωσε εχθές αυτό,ακόμα και όταν κοιμόταν της θύμιζε την Αλίσια,που είχε περάσει ώρες να την παρατηρεί.
Με το ένα χέρι πάνω από το κεφάλι του,ανάσκελα και με το άλλο χέρι να κρατάει εκείνη,σφιχτά.
Ήθελε να αναστενάξει από την τόση χαρά που ένιωθε.Το χέρι της πλανήθηκε στο αξύριστο μάγουλο του και έπειτα στον σκληρό στέρνο του.
Πλησίασε τα χείλη της στον λαιμό του και άφησε εκεί μερικά φιλιά.Ένιωσε το σώμα του να τσιτώνεται,της άρεσε που και εκείνη είχε επιρροή σε εκείνον.
«Ξέρεις είμαι καρδιακός άνθρωπος μην τα κάνεις αυτά.»μουρμούρησε με την αγουροξυπνημένη του φωνή.
«Αφού είσαι πειρασμός»είπε στο αυτί του γελώντας.Εκείνη συνέχιζε το παιχνίδι της ακάθεκτη.Της έριξε ένα πονηρό βλέμμα και την έπιασε από τους γοφούς αναποδογυρίζοντας την.Εκείνη βρισκόταν τώρα κάτω από το ατσάλινο σώμα του χωρίς να μπορεί να αντισταθεί και δεν ήθελε να αντισταθεί.Γέλασε σαν παιδί και του άφησε ένα γλυκό φιλί στα χείλη.
«Μην με βασανίζεις..»της ψυθίρισε στο αυτί δαγκώνοντας τον λοβό της.
«Εε...πρέπει να σηκωθούμε..»ψέλισσε,ο Νόα άρχισε να γελάει που έχανε τα λόγια της εξαιτίας του.
«Πειράζει που θέλω να σου κάνω έρωτα σε κάθε γωνία του σπιτιού;»η Ρενέ τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια,πρέπει να είχε γίνει κατακόκκινη,σαν μπατζάρι.
«Εμμ πάμε να φτιάξουμε πρωινό;»απέφυγε την ερώτηση του και πήγε να σηκωθεί.Όμως, δεν είχε σκοπό να την αφήσει να φύγει.
Λίγες ώρες αργότερα έφτιαχναν μαζί πρωινό.Τι πρωινό δηλαδή μεσημεριανό έπρεπε να φτιάχνουν,διότι ο Νόα έπρεπε να κάνει την δήλωση του πράξη και την στρίμωχνε κάνοντας της παθιασμένο έρωτα σε κάθε γωνία του σπιτιού.
Αυτό όμως που τώρα την εντυπωσίασε πιο πολύ από όλα ήταν οι μαγειρικές του ικανότητες.Έφτιαχνε υπέροχες τηγανίτες με μέλι που μοσχοβολούσαν.Του χαμογέλασε πονηρά και πήρε μια τηγανίτα από το πιάτο και την έφαγε.Ήταν η καλύτερη τηγανίτα που είχε φάει στην ζωή της,ήταν μία πανδεσία γεύσεων.
«Οο θεέ μου,Νόα τι μυστικά κρύβεις πίσω από αυτό το πρόσωπο;»τον ρώτησε γελώντας και άρπαξε ακόμα μία τηγανίτα,λούζοντας την με μπόλικο μέλι.
«Ήθελα να γίνω μάγειρας.»μουρμούρισε εκείνος.Στην αρχή νόμιζε πως της έκανε πλάκα,όμως όταν τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του είδε μία σκιά να περνάει από μπροστά τους.
«Συνέχισε..»τον πρότρεψε η Ρενέ.
«Ο πατέρας μου σαν άνθρωπος φορούσε παροπίδες.Ήταν στριμένος και κακός και ότι άρεσε σε εμένα έκανε δυστηχισμένο εκείνον και το ανάποδο.Τα όνειρα μου δεν εκπληρώθηκαν ποτέ.Σπούδασα οικονομικά με μεγάλη πίεση γιατί ήθελε να είμαι ο κληρονόμος της εταιρίας του,χωρίς να τον νοιάζει τι θέλω εγώ με έκανε έναν ικανό διευθυντή που μισούσε τον εαυτό του.»
Άπλωσε το χέρι της τρυφερά και χαίδεψε το δικό του.
«Έπρεπε να φτάσω σχεδόν τριάντα για να επαναστατήσω ενάντια του πατέρα μου.
Και το μόνο καλό που μου έκανε ήταν να μου δώσει αυτό.Το αγόρασα από εκείνον και από παρατημένο αγρόκτημα το έκανα παλάτι μαζί με τον Μαρκ.»ένιωθε καλύτερα εκείνος παραδόξος.Είχε πει σε έναν άνθρωπο τον πόνο του και ήθελε να της πει και άλλα.Μα τι παράξενο!
Φαινοταν να τον ακούει εκείνη και στα μάτια της έβλεπε μια τρυφερότητα που δεν την είχε δει άλλωτε.Η Αμέλια προτειμούσε να ασχολείται πάντα με τον εαυτό της.Αν εκείνη περνούσε καλά,αν εκείνη ένιωθε καλά...όλα για εκείνη.Και παρόλο που την αγαπούσε τόσο και ήταν γυναίκα του δεν της είχε εμπιστευτεί ποτέ το παρελθόν του.Τα σκληρά και βίαια κομμάτια της παιδικής του ηλικίας,τις απογοητεύσεις και την θλίψη της εφηβικής του ηλικίας και πως ένιωσε όταν πλέον ήταν ενήλικος.Δεν τα είχε πει σε κανέναν,μόνο ο Μαρκ ήξερε μερικά μεγάλα κομμάτια από την ζωή του.Τώρα όμως ήθελε,ήθελε να τα μοιραστεί με αυτήν την οπτασία που του άλλαξε όλη του την ζωή.
«Είναι όμως αυτό που θες Νόα;»τον ρώτησε και εκείνος έγνεψε.Το οινοποιείο ήταν πλέον ένα μεγάλο κομμάτι της ψυχής του και δεν θα το αποχωριζόταν για τίποτα.
Τα μάτια του κλείδωσαν για ένα λεπτό με τα δικά της σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο.Μόνο αυτά τα δυό πράσινα κυπαρίσια.
«Αισθάνομαι την ανάγκη να σου πω για όλη μου την ζωή και Ρενέ αυτό είναι περίεργο γιατί είμαι πολύ κλειστός άνθρωπος.»ένα κύμα ζέστης και τρυφερότητας πλημμύρισε το σώμα της.Ήθελε να μάθει για εκείνον.
Ήθελε να δει ποιος ήταν ο Νόα...
«Τι σε εμποδίζει να μου πεις;»τον ρώτησε γλυκά.Εκείνος την πλησίασε και την αγκάλιασε τρυφερά.
Στην ζωή της εισπράξει ξανά μία τόσο τρυφερή αγκαλιά,ούτε καν από τους γονείς της.
«Τίποτα..»ψυθίρισε στο αυτί της...
Ένιωσε την καρδιά της να γεμίζει από αγάπη για αυτόν τον άνθρωπο.Του χαμογέλασε,σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και του άφησε ένα γλυκό φιλί στα χείλη.Το κουδούνι της πόρτας τους διέκοψε.Ο Νόα σήκωσε αγανακτησμένα τα μάτια στο ταβάνι και η Ρενέ γέλασε με την παιδιάστικη συμπεριφορά του.
Αυτός ο άντρας ήταν ένα υπέροχο παιδί!
Η Ρενέ πλησίασε και άνοιξε την πόρτα η Αλίσια έτρεξε στην αγκαλιά της τσιρίζοντας.
Την έσφηξε πάνω της και εισέπνευσε το παιδικό άρρωμα του δέρματός της.
Στην πόρτα στεκόταν η Τερίσα με χαμηλωμένο κεφάλι και όλος ο χείμαρος μαλλιών της κάλυπτε το πρόσωπο της.
Άφησε την Αλίσια από την αγκαλιά της λεγοντάς της να χαιρετήσει και τον πατέρα της με ένα φιλί και η μικρή την υπάκουσε.
Στράφηκε προς την Τερίσα,την πλησίασε και τράβηξε τα μαλλιά από το πρόσωπο της.
Η Τερίσα την κοίταξε φοβισμένα.Τα μάτια της ήταν κατακοκκινα,με μαύρους κύκλους,φαινόταν ταλαιπωρημένη και λες και έκλαιγε.
«Τι έχεις εσύ;»ρώτησε ανύσηχη η Ρενέ,η κοπέλα έπεσε στην αγκαλιά της και έβαλε τα κλάμματα.
«Είναι ο θείος μέσα;»η Ρενέ έγνεψε θετικά.
«Τι συμβαίνει γλυκιά μου,ανυσηχώ!»
«Μπορούμε να φύγουμε από εδώ,δεν θέλω να με δει ο θείος,δεν θέλω να με δει κανένας.»η Ρενέ κούνησε αποσβολομένη το κεφάλι της και έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα να αλλάξει ρούχα και να ενημερώσει τον Νόα.Τον είδε στο δωμάτιο να παίζει με την Αλίσια και ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της.
«Νόα πάω μια βόλτα με την Τερίσα,δεν αργώ.»ο άντρας την πλησίασε και της άφησε ένα φιλί στα χείλη.
«Μην αργήσεις πολύ!»της έριξε μια μπάτσα στον πισινό και εκείνη του έριξε ένα ξαφνιασμένο βλέμμα.
Το αγνόησε και έτρεξε κάτω.
Η Τερίσα φαινόταν έτοιμη να καταρεύσει.Ανυσήχησε πιο πολύ μόλις την είδε χλομή,να παραπατάει από ζαλάδα και τα μάτια της να αναβλήζουν δάκρυα.
«Τι έχεις ψυχή μου;Πες μου με ανυσηχείς.»η κοπέλα έπεσε στην αγκαλιά της και άρχισε να κλαίει ξανά με λυγμούς.
«Μισώ τον εαυτό μου Ρενέ.»ψέλλισε...
«Γιατί καλέ;»
«Πως θα το πω,πως θα το πω στους γονείς μου,στον..»δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση της και την είδε να τρέχει προς τους θάμνους.Η Ρενέ προσπαθούσε να κολλήσει τα κομμάτια του παζλ για να καταλάβει τι συνέβαινε.Την πλησίασε και της κράτησε τα μαλλιά,όσο εκείνη έβγαζε το περιεχόμενο του στομαχιού της.
Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε την Ρενέ με δάκρυα στα μάτια.
«Είμαι έγκυος!»η Ρενέ γούρλωσε τα μάτια της και κάλυψε το στόμα της με την παλάμη της,ώστε να μην φωνάξει.
«Τι είπες πως είσαι;»ο τρόμος σχηματίστηκε στα μάτια της γυναίκας και άρχιζε να βρίζει θεούς και δαίμονες.
«Πως;Θέλω να πω πότε,με ποιον,γιατί;»η Ρενέ τα είχε χαμένα.Ήταν μόλις 17 χρονών κορίτσι,είχε όλη την ζωή μπροστά της,ένα παιδί θα κατέστρεφε τα πάντα.Ένα παιδί ήταν θέλημα βέβαια,αλλά για ένα μικρό κοριτσάκι σαν εκείνη ήταν ρίσκο.Και ειδικά αν ο πατέρας,όποιος και αν ήταν δεν είχε σκοπό να την υποστηρίξει.
Η Τερίσα έσκυψε το κεφάλι και κοιτούσε το πάτωμα.
«Ο Μαρκ..»η Ρενέ κάρφωσε την κοπέλα με τα μάτια της.Ένιωθε όλο το σώμα της να τρέμει.Τι στο καλό έκανε με τον Μαρκ;
«Πριν αντιδράσεις και βιαστείς να πεις κάτι,με τον Μαρκ δεν ήταν κάτι τυχαίο.Τον αγαπάω.Και αυτό που φοβάμαι πιο πολύ από όλα είναι να κρατήσω αυτό το μωρό.Δεν του αξίζω,του αξίζει κάτι άλλο.Σταθερό και μεγαλύτερο.Δεν θέλω να νομίζει πως τον έδεσα στα σκινιά μου για να τον εκμεταλευτώ.Δεν είμαι τέτοια,για αυτό θα το ρίξω αυτό το μωρό για το καλό όλων και κυρίες το δικό του,δεν του αξίζω..δεν αξίζω σε αυτόν τον άνθρωπο.Ρενέ θέλω να μου υποσχεθείς πως δε θα πεις ποτέ και τίποτα σε κανέναν.»
«Τι;»μια τρίτη φωνή ακούστηκε από πίσω τους.Η Ρενέ τινάχτικε ενώ η Τερίσα μαρμάρωσε στην θέση της.
Ουπς!Κάποιος άκουσε 😈😈😈
Τι έχετε να πείτε;;;😢
Περιμένω τα σχόλεια σας και τα ψηφάκια σας😉
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top