...Θέλω να το ακούσω από τα χείλη σου...{16}
Η μετάνοια είναι το τελευταίο αμάρτημα των γυναικών.
Honoré de Balzac, 1799-1850, Γάλλος συγγραφέας
Άγριο πάθος...έρωτας....
Ένιωθε το σώμα του να τρέμει από απόγνωση.
Πως;Πως είχε φτάσει εκτός ελέγχου για να κάνει μια τόσο αποτρόπαιη πράξη.
Εδώ είχε έρθει για να της ζητήσει συγνώμη και όχι να τα κάνει χειρότερα τα πράγματα.Και όμως είχε από μία πλευρά και εκείνη άδικο.Τα λόγια της τον είχαν λούσει σαν κουβάς με παγωμένο νερό.
Τον είχε κάνει να θολώσει,για αυτό την είχε χτυπήσει,κι όμως απο εκεί που ήθελε να την χτυπήσει ήθελε να την φιλήσει μέχρι να χρειάζεται οποσδήποτε οξυγόνο,να την σπρώξει στο κρεβάτι και να της δείξει πόσο πολύ την ποθούσε,πως τον έκανε να νιώθει,πόσο τον τρέλενε!Να της έλεγε πόσο λάτρευε αυτά τα μάτια.Την πράσινη άβυσσο που χάθηκε μέσα τους από την πρώτη στιγμή που την γνώρισε και ας μην τον παραδεχόταν .
Αλλά τον σταμάτησε η ιδέα πως ένας άλλος άντρας την περίμενε κάτω και εκείνος μπορούσε να την φιλάει και να την ακουμπάει.Η σκηνή με το φιλί εξελισσόταν μπροστά του και δεν του άρεσε καθόλου το συναίσθημα που ένιωσε εκείνη την στιγμή.Ένα τσίμπιμα συνοδευμένο με ένα ράγισμα στην καρδιά.
Την πίκρα να σκαλώνει στον λαιμό του και την οργή να κάνει το αίμα στις φλέβες του να κοχλάζει.
Ήταν περίεργο,δεν το είχε ξανανιώσει,ήταν περίεργο και άσχημο και κατά βάθος μέσα του ήξερε πως αυτό το συναίσθημα ονομαζόταν ζήλεια.Το πάθαινε με κάθε άντρα που βρισκόταν κοντά της και ήταν ικανός να της σταθεί σαν πραγματικός άντρας και όχι σαν αντράκι.Γιατί εκείνος δεν είχε ξεκαθαρίσει τι ένιωθε μέσα του και ήταν πολύ δειλός ακόμα για να αντιμετωπήσει την πραγματικότητα και αυτά τα δυό μεγάλα πράσινα μάτια που σκάλωνε,ξεχνούσε τα πάντα κάθε φορά που τον κοιτούσαν.Η μικρή του μάγισσα...
Μπήκε σαν σίφουνας στην ζωή του και προσπάθησε να την διορθώσει.Άσχετα αν εκείνος δεν ήθελε να την αλλάξει και την θεωρούσε ιδανική για εκείνον.
Το χρυσό υγρό στο ποτήρι δεν τον βοήθησε καθόλου να ηρεμήσει,αντίθετα τον έκανε να θυμηθεί τα χάλια του λίγο καιρό πριν.Όταν κοσμούσαν το σαλόνι πεταμένα,άδεια μπουκάλια από αλκοόλ.
Η περίοδος που είχε χαθεί....που είχε χάσει κάθε ίχνος του εαυτού του..
Ο θάνατος της Αμέλιας του είχε στοιχήσει πολύ.Προσπάθησε να το ξεπεράσει,αλλά την αγαπούσε που να πάρει και δεν μπορούσε να την ξεχάσει,μέσα του είχε νιώσει πως και εκείνη τον είχε
αγαπήσει.Πέρασε καιρός για να γίνει αυτό αλλά τα συναισθήματα της είχαν αρχίσει να φανερώνονται και είχε χαρεί τόσο πολύ που πλέον δεν τον μισούσε.Και όμως ήταν μια καλή υποκρίτρια. Όταν είχε κρατήσει το χέρι της όταν γεννούσε την κόρη του,της είχε υποσχεθεί πως θα την προσέχει για πάντα και εκείνη και την πανέμορφη κόρη του και το εκμεταλευόταν εκείνη.Έβλεπε πόσο τυφλός από έρωτα ήταν και εκείνη απλά ήθελε να τον εξοντώσει.
Δεν έφταιγε όμως αυτό το μικρό πλασματάκι σε τίποτα επειδή εκείνη του θύμιζε τόσο πολύ την Αμέλια.
Πέταξε με δύναμη το ποτήρι στον τοίχο και εκείνο από την σύγκρουση έγινε κομμάτια.Σαν την καρδιά του.
«Μπαμπά;»άκουσε μιά νυσταγμένη γλυκιά φωνούλα να τον καλεί.Ένιωσε τα μάτια του να βουρκώνουν και για μιά στιγμή στάθηκε ακίνητος χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει.
Όταν χαλάρωσε έστρεψε το σώμα του και κοίταξε το γλυκό της προσωπάκι.Η καρδιά του κλότσησε στο στήθος του.
«Τι ήταν αυτό;Τρόμαξα...»πετάχτηκε η Αλίσια και σάρωσε τον χώρο με τα μάτια της.
«Τίποτα μικρή μου.Ένα ατύχημα,μου έπεσε το ποτήρι καταλάθος.»η Αλίσια έγνεψε,αλλά δεν έφυγε στάθηκε και τον κοίταξε με τα μεγάλα μάτια της.
Εκείνος ένιωθε την ψυχή του να πονάει...
Παρατήρησε κάτι που δεν είχε παρατηρήσει τόσο καιρό.
Η κόρη του δυστυχός-ευτυχός δεν έμοιαζε στην Αλίσια,ναι!Τώρα το έβλεπε ξεκάθαρα.
Ήταν ένα μιρκοκαμμωμένο μικρό κοριτσάκι με μακριά ξανθά μαλλιά και τεράστια πράσινα μάτια,τα οποία ήταν εκφραστικά και πολύ όμορφα.
Το χαμόγελο της ήταν ένα ειλικρινές χαμόγελο,ένα αληθινό χαμόγελο με ζωντάνια και δεν ντρεπόταν καθόλου να δείξει τον τσαμπουκά της.
Αν δεν ήξερε πως αυτό το παιδί το είχε γεννήσει η Αμέλια θα ορκιζόταν πως ήταν κόρη δική του και της Ρενέ.
Είχε ότι ακριβώς η Ρενέ που τόσο καιρό δεν το έβλεπε.Είχε μείνει κολλημένος στην Αμέλια.Την αγαπούσε την Αμέλια οπως δεν αγάπησε γυναίκα φυσικά!Μα η Ρενέ ήταν το κάτι άλλο,ένας σωστός σίφουνας που τον έλκυε όσο καμία γυναίκα με τον τσαμπουκά της και τα γεμάτα ψυχή μάτια της.Και η Ρενέ είχε κάτι,που δεν τον είχε η Αμέλια.Ήταν ειλικρινής,είχε όμορφη ψυχή,γεμάτη χρώματα και αγαπούσε τους συνανθρώπους της.Και το σημαντικότερο που σε αυτό οι δυό γυναίκες δεν συγκρίνονταν ήταν το πως η Ρενέ ήξερε να αγαπά έναν άνθρωπο.Το είχε δει στα μάτια της όταν την είχε πρωτογνωρίσει με πόση αγάπη κοιτούσε την φίλη της και πονούσε όταν άκουγε τις πικρίες της Αμέλιας που πέταγε για την καλύτερη της φίλη πίσω από την πλάτη της.
Ανατρύχιασε...ένιωσε την αλμύρα από τα δάκρυα του στο στόμα του.
Κοίταξε για άλλη μια φορά τον μικρό του ξανθομπάμπουρα.
«Μπαμπά;Δεν είσαι καλά;Θες να συζητήσουμε;»γέλασε,πόσα όνειρα για αυτό το παιδί,πόσο εγωιστής μπορεί να ήταν που όλον αυτόν τον καιρό είχε σκεφτεί τον εαυτό του και είχε βυθιστεί στην θλίψη του,χωρίς να τον υπολογίζει κανένας πως αισθανόταν.
Ξεφύσηξε κουρασμένα και κοίταξε την κόρη του στα μάτια.Της χαμογέλασε και την αγκάλιασε με θέρμη.Το κοριτσάκι γέλασε και τον έσφηξε πάνω της.Ήταν το παιδάκι του που να πάρει και θα έβαζε το παιδί του πάνω από όλους.Άργησε να το καταλάβει,αλλά το κατάλαβε.Η μικρή χρειαζόταν οικογένεια.Η πεθερά του η Σάρα δεν της την παρείχε αυτή.Μόλις γινόταν καλά η Σάρα θα της ανακοίνωνε πως δεν χρειζόταν τις υπηρρεσίες της πλέον.
Χωρίς να το καταλάβει καν άρχισε να κλαίει ξεσπώντας όλο τον πόνο αυτών των μηνών.
Το ζεστό κορμάκι και η στοργική αγκαλιά της κόρης του ήταν ότι χρειαζόταν εκείνη την στιγμή.
«Μπαμπά;Γιατί κλαις;Είσαι θλιμένος;»τον ρώτησε με την ψηλή φωνούλα της.
«Όχι γλυκιά μου καλά είμαι,Άλι μου να σε ρωτήσω κάτι;»η μικρή κούνησε θετικά το μικρό της κεφαλάκι και τα καταπράσινα μάτια της άστραψαν.
«Είμαι πολύ κακός μπαμπάς;»
«Οχι!Είσαι πολύ καλός και όμορφος,μπαμπάκα μου άκουγα την γιαγιά που έλεγε στον παππού ότι περνούσες μια δύσκολη φάση επειδή η μαμά πέθανε.Σε καταλαβαίνω,δεν είσαι καθόλου κακός,απλά λίγο θλιμμένος.Θα περάσει,εγώ σε αγαπάω έτσι και αλλιώς.»ο Νόα δεν περίμενε πως ένα τετράχρονο κοριτσάκι ήταν τόσο έξυπνο.Ούτε για αστείο.Ακόμα θυμόταν πως συμπεριφερόταν η ανηψιά του όταν ήταν μικρή.Έβαζε συνέχεια το δάχτυλο στην μύτη και γελούσε υστερικά μόλις κάποιος της έκανε κάποια γκριμάτσα.
Και τώρα ήταν ολόκληρη γυναίκα.Ερωτευμένη,γιατί ο Νόα δεν ήταν χαζός είχε δει την αλλαγή της.Το φως στα μάτια της και το γλυκό χαμόγελο που στόλιζε συνέχεια το πρόσωπο της.Και είχε δει και τον φίλο του.Πως την κοιτούσε,είχε ακούσει την καρδιά του να χτυπάει έξαλλα όταν βρισκόταν κοντά του.
Παρόλο που είχαν τόσα χρόνια διαφορά άξιζε να είναι μαζί.
Ο Μαρκ ήταν υπέροχος άνθρωπος,η ανηψιά του άξιζε να μάθει τα μονοπάτια του έρωτα από εκείνον.Όμως....
Η Τερίσα δεν ήξερε το παρελθόν του Μαρκ,ο Νόα δεν της είχε μιλήσει για την άσχημη περίοδο που περνούσε ο φίλος του.
Το καλύτερο θα ήταν να το κάνει ο ίδιος...
Ίσως για αυτήν την μικρή κοπέλα να ήταν σοκ αλλά έτσι θα χτιζόταν μία σχέση με βάση την ειλικρίνια και γερά θεμέλια.Δεν ήθελε η ανηψιά του ή ο φίλος του να πληγωθούν με τον τρόπο που πληγώθηκε αυτός.
«Μπαμπά;»η Αλίσια σκούντηξε τον Νόα,εκείνος την κοίταξε και της χαμογέλασε γλυκά.
«Μπορώ να πάω να παίξω με τον Άντριαν και τον μαυρούλι;»του έκανε γλυκά ματάκια,πως μπορούσε να πει όχι σε αυτό το βλέμμα,όσο και αν το αίμα στις φλέβες του κόχλαζε από οργή ακούγοντας το όνομα αυτού.Όμως εκείνος δεν είχε το θράσος να πλησιάσει την Ρενέ με αυτόν τον τρόπο.Ήταν πάντα φιλικός και γλυκός μαζί της.Δεν ήταν σαν τον άλλον τον λεχρήτη που είχε το θράσος μέχρι και να την φιλήσει.Η Ρενέ όμως ήταν ελεύθερη,δεν είχε δουλειά εκείνος να ανακατέβεται...
Όμως που να πάρει ο διάολος την ήθελε,δική του,ολό δική του.
Να κάνει μόνο εκείνος το κορμί της να τρέμει από ηδονή,να λέει μόνο το όνομα του...
«Πήγαινε!»είπε με βαριά καρδιά και της άνοιξε την πόρτα.
Η Ρενέ στεκόταν εκεί μαρμαρωμένη,μάλλον έτοιμη να μπει μέσα.Τον κοιτούσε αμίλητη και τρομοκρατημένη.Δεν ήθελε να τον φοβάται.Πονούσε που την έβλεπε έτσι.
«Γειά σου Ρενέ,πάω να παίξω με τον Άντριαν.»φώναξε,εκείνη την κοίταξε και χαμογέλασε στο κορίτσι με ένα γλυκό χαμόγελο.
Την έπιασε αγκαλιά της και της φίλησε γλυκά το κεφαλάκι.Ο Νόα έχασε έναν χτύπο.Πόσο εγωιστής ήμουν τόσους μήνες τώρα.Η Ρενέ αγαπούσε το παιδί μου τόσο και δεν τα παρατούσε και εγώ έβλεπα μόνο την θλίψη μου.
«Να προσέχεις γλυκιά μου πριγκίπισσα.Ο Άντριαν σε περιμένει,είναι λίγο πιο κάτω μου είπε πως θα σε πάει στην πόλη να πάρετε ζαχαρωτά.»η Αλίσια τσίριζε ανεξέλεκτα,έκανε και τους δύο να γελάσουν και να κοιταχτούν.
Έβλεπε τα βουρκωμένα μάτια της να τον κοιτάζουν,τον κοιτούσε λες και ήθελε να διαβάσει τι σκεφτόταν.
Είδε την Αλίσια να τρέχει και να πηδάει στην αγκαλιά του Άντριαν.«Το παιδί μου και τα μάτια σου ,μην στα βγάλω.»ο Άντριαν έγνεψε θετικά και τους χαιρέτησε.
Και τώρα μόνοι...
Η Ρενέ ένιωσε όλο της το οξυγόνο να στερεύει από τα πνευμόνια της.
«Δεν θα περάσεις μέσα,έχει ψύχρα.»εκείνη έγνεψε και μπήκε στο σπίτι.
Ο Νόα αντίκρισε το μάγουλο της,είχε σχηματιστεί κοκκινίλα και μερικά σημεία είχαν μελανιάσει.
Ανατρύχιασε.Ποτέ δεν είχε κάνει τέτοιο πράγμα.Όλη του την ζωή ήταν ζόρικοςαλλά ήταν κατά της βίας.Πέρασε το χέρι του στο μάγουλο της και το χάιδεψε απαλά.
Η
Ρενέ νόμιζε πως θα λυποθημίσει μόλις ένιωσε το χέρι του να ακουμπά το πονεμένο της μάγουλο.
«Δεν το ήθελα.»ψέλλισε λυπημένα.
Το βλέμμα του ταξίδεψε στο γλυκό της πρόσωπο,τα σαρκώδη χείλη της,τα ολοστρόγγυλα καταπράσινα-σαν λιβάδια-μάτια της,στον καλοσχηματισμένο λαιμό της...
«Είσαι καλά;»η Ρενέ που τον παρατηρούσε είδε τρόμο στα μάτια του.Και μια ανεξήγητη παράνοια
Ζήλεια!Ναί ένιωθε απαίσια που ο οποιοσδήποτε άντρας μπορούσε να την έχει.Την ήθελε που να πάρει...την ήθελε όσο δεν είχε θελήσει γυναίκα,τόσο που πονούσε...
Από την πρώτη στιγμή που την είχε γνωρίσει την ήθελε,ήταν μία υπέροχη γυναίκα.Τότε την είχε δει μόνο εξωτερικά,αλλά τώρα που αναλογιζόταν πόσο καλός άνθρωπος ήταν δενόταν και μαζί της και συναισθηματικά.
Βόγκηξε...
«Που να με πάρει ο διάολος..»φώναξε..η Ρενέ τον κάρφωσε με τα μεγάλα της μάτια.Δεν πρόλαβε να ρωτήσει και τα χείλη του σφράγισαν τα δικά της.Εκείνη ανταποκρίθηκε και πέρασε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του.
Λίγο μετά,χρειαζόντουσαν αέρα και αναγκάστηκαν να ξεκολήσουν.Την κοίταξε στα μάτια,είχαν πάρει μία κυπαρισή απόχρωση.
«Νόα,νιώθω χαμένη,δεν ξέρω τι συμβαίνει στην ζωή μου,δεν ξέρω που πάω και τι κάνω,αλλά για ένα πράγμα είμαι σίγουρη.»του είπε με μια ανάσα.
«Και ποιο είναι αυτό;»Τον κοίταξε βαθια στα μάτια και η απελπισία της άγγιξε τα κατάβαθα της ψυχής του.«Η επιθυμία μου για εσένα.»κάνοντας ένα βήμα πιο κοντά του και τράβηξε με δύναμη το τζινένιο πουκάμισο του,σκορπίζοντας τα κουμπιά παντού.Και τρέμοντας ακούμπησε τις παλάμες της στον στέρνο του.Ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά.Έτσι ακριβώς χτυπούσε και η δική της.Αν δεν την ήθελε τελικα;Άξιζε όμως το ρίσκο...
«Αυτό που αισθάνομαι για εσένα είναι τόσο δυνατό.Είναι αμαρτία που το λέω αυτό,αλλά η έλξη που ένιωσα την πρώτη φορά που σε είδα ήταν έντονη.Μην πεις όχι Νόα,σε θέλω...δεν μπορώ να περιγράψω πόσο.
Η Αμέλια ήταν τέλεια έχεις δίκιο που λες πως εγώ δεν συγκρίνομαι μαζί της.Αν αν αρνηθείς θα το δεχτώ και θα φύγω με το κεφάλι ψηλά.»
Έβγαλε το μακριμάνικο πουλόβερ που φορούσε κοιτόντας τον στα μάτια και το άφησε να πέσει κάτω.Σειρά είχε το σουτιέν της.Τυλίγοντας τα χέρια της στο λαιμό του προτού εκείνος προλάβει να απομακρυνθεί,κόλλησε το κορμί της πάνω του από το στήθος μέχρι τους μηρούς και τον φίλησε στο λαιμό.
«Κάνε μου έρωτα Νόα.»,ψυθίρισε βραχνά.
Το αίμα κύλησε στις φλέβες του καυτό και η ερεθισμένη φύση του πίεσε την κοιλιά της μέσα από το τζιν του.Η αίσθηση του σφιχτού γεμάτου στήθους της και του μεταξένιου,γυμνού δέρματός πάνω στο κορμί του τον μέθυσαν.Προσπάθησε να αντισταθεί στην επιθυμία του,για το καλό όλων,να σταθεί όσο πιο μακριά από εκείνη,αλλά τώρα βρισκόνταν μπροστά του σχεδόν γυμνή και τον παρακαλούσε να της κάνει έρωτα.Δεν βρήκε το κουράγιο να αρνηθεί την αισθησιακή της παράκληση,αφού εκείνη χρειαζόταν αυτή τη σωματική επαφή με έναν τρόπο που ξεπερνούσε το απλό σεξ.Και εκείνος μπορούσε να της προσφέρει την ένωση που λαχταρούσεΤον πλησίασε κολώντας και άλλο το μισόγυμνο σώμα της πάνω του χωρίς ντροπή.Ακούμπησε τα χείλη της στον ζεστό λοβό του και του ψυθίρισε:«Μην μου πεις όχι.»τον παρακάλεσε.
«Έχω ανάγκη την επαφή και το δέσιμο που μου δίνει το να κάνω έρωτα μαζί σου.Ξέρω ίσως να μην αξίζω όσα η Αμέλια,να θες να φαντάζεσαι εκείνη αντί για εμένα,αλλά....»σταμάτησε για λίγο φοβισμένα...τόσο ήθελε να κάνει πίσω,αλλά την κρατούσε το γεγονός πως φαινόταν και εκείνος να κρατιέται με μεγάλη δυσκολία.
«Μπορώ να σου προσφέρω όσα εκείνη.Θέλω να σε βγάλω από την θλίψη σου Νόα,σήμερα ανακάλυψα πως αυτή η γυναίκα δεν άξιζε ποτέ,ούτε σε εσένα,αλλά ούτε και σε εμένα σαν φίλη.
Ας είμαι αρκετή για απόψε για εσένα Νόα,μόνο απόψε και αύριο αν θες θα εξαφανιστώ.»εκείνος για ένα δευτερόλεπτο την κοίταξε με μάτια γεμάτα τρόμο.
Δεν ήθελε να φύγει,πραγματικά μέσα του ποτέ δεν ήθελε να φύγει.Τρεις μήνες τώρα που βρισκόταν εδώ,την είχε λατρέψει,είχε δώσει πνοή και νόημα στην ζωή του,και ας μην το παραδεχόταν...
«Δεν σκέφτηκα καμία Αμέλια κάθε φορά που σε κοίταζα Ρενέ...»τα δάχτυλά του σύρθηκαν στον καυτό λαιμό της.
Βύθισε το πρόσωπο του και μύρισε το άρωμα της.Ήξερε πολύ καλά πιο ήταν,το είχε δει στο ντουλαπάκι ένα βράδυ,μαζί και με άλλα αντικείμενα,το είχε μυρίσει και είχε περάσει την νύχτα με το άρωμα της στα ρουθούνια του να τον βασανίζουν.
«Μμμ..»μούγκρισε ευχαριστημένος.
«Βανίλια...αγαπώ τόσο πολύ την βανίλια...»είχε βρει πλέον την αυτοκυριαρχία του και η μικρή μάγισσα που με ένα άγγιγμα τον ερέθιζε τρελά είχε γίνει θύμα του.
Αυτή η γυναίκα του άρεσε,ήταν ελεύθερη,χωρίς αναστολές,ότι ήθελε το έπερνε και με το παραπάνω.
Παίρνοντας προφανώς την σιωπή του ως κατάφαση,η Ρενέ τράβηξε το ανοιγμένο του πουκάμισο από το παντελόνι,το έβγαλε και το πέταξε αδιάφορα στο πάτωμα.
Ο Νόα της χαμογέλασε,όμως μόλις η Ρενέ ακούμπησε τις παλάμες της στο στήθος του,είδε το πρόσωπο του να σοβαρεύει και να κλείνει τα μάτια σφιχτά.Τον πλησίασε ξανά στο αυτί και κόλλησε απροκάλυπτα το κορμί της πάνω του κάνοντας το σώμα του να βράζει ακόμα περισσότερο.
Έσυρε την γλώσσα της στο περίγραμμα το αυτιού του και το δάγκωσε απαλά στέλνοντας κύμματα ηδονής στο κορμί του Νόα.Είχε γίνει το θηραμά της πλέον.
«Ερεθίζομαι μόνο στην σκέψη πως θα σε νιώσω βαθιά μέσα μου Νόα.»είπε βραχνά,σήκωσε το σώμα της και κοίταξε το πρόσωπο του χωρίς ίχνος ντροπής.
«Άγγιξε με και θα το διαπιστώσεις.»Ο Νόα είχε χάσει κάθε ίχνος λογικής.Τον είχε κάνει θηρίο ανήμερο.
Την άρπαξε σφιχτά στην άκρη του γραφείου,πασχίζοντας να ηρεμήσει τον εαυτό του,τον είχε κάνει αγρίμι σε κλουβί.
Η Ρενέ έπιασε το χέρι του και το τοποθέτησε κάτω από την φούστα της.Ο Νόα μούγκρισε από απόλαυση και ένα πονηρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της.
Τον ποθούσε,αλλά και τον τιμωρούσε συγχρόνος για τα πικρά λόγια και τον τρόπο που της είχε φερθεί.Ο Νόα ξεροκατάπιε,αλλά πλέον ήταν αδύνατο να αντισταθεί στον ανεμοστρόβυλο του πόθου που είχε ξεσηκώσει μέσα του.Ήταν τόσο τολμηρή και αισθησιακή και η αυτοπεπήθηση της τον επηρρέαζε τόσο πολύ που το μόνο που ήθελε ήταν να βρεθεί μέσα της,γρήγορα και με πάθος.Δεν θα βιαζόταν όμως,θα τα έκανε όλα αργά και αισθησιακά-όσο άντεχε-τουλάχιστον ο ίδιος.
Ήθελε να είναι αξέχαστη αυτή η φορά...
Χωρίς προειδοποίηση,έσκυψε και κόλλησε με πάθος τα χείλη του στα δικά της και η Ρενέ έβγαλεμια κραυγή έκπληξης.Της πήρε μόνο μερικά δευτερόλεπτα να ανταποκριθεί στο λαίμαργο φιλί του,να δεχτεί την εισβολή της γλώσσας του στο στόμα της.
Δίχως να σταματήσει να την φιλάει,άπλωσε τα χέρια του και πέταξε ότι αντικείμενο βρισκόταν στο γραφείο.
Πιάνοντας την από την μέση,την ανασήκωσε και την απόθεσε πάνω στο γραφείο,αδιαφορόντας για τον ελάχιστο χώρο που είχαν στην διάθεση τους.
Η Ρενέ ήταν η μόνη ικανή γυναίκα που μπορούσε να εκπληρώσει τις φαντασιώσεις του.Εξακολουθώντας να την φιλάει με άγριο πάθος,ανασήκωσε την φούστα μέχρι τους γοφούς της και πιάνοντας τα γόνατα της την τράβηξε κοντά του.Κοιταχτήκαν και οι δύο με το πάθος να μιλάει για εκείνους.Η Ρενέ έπιασε την ζώνη του τζιν του και την ξεκούμπωσε,την πέταξε όσο πιο μακριά μπορούσε,το ίδιο και το τζιν του.
«Κάνε με δική σου Νόα..»φώναξε η Ρενέ με βραχνή φωνή.
«Όχι εδώ..»την σήκωσε από το γραφείο και άρχισε να ανεβαίνει τις μαρμάρινες σκάλες,την έφερε στο δωμάτιο του-πλέον δικό της και την ακούμπησε απαλά στο κρεβάτι.
Την ξάπλωσε πίσω και ανασηκώθηκε θέλοντας να την θαυμάσει.
Λάτρευε αυτό που ήταν η Ρενέ,μια γυναίκα ελεύθερη,χωρίς ενδιασμούς και ντροπές,με λευκό δέρμα,πλούσιο στήθος,ατελείωτα πόδια και υπέροχες καμπύλες που δεν ντρεπόταν για αυτές.Όπως η Αμέλια που σταματούσε να τρώει για μέρες ώστε να είναι σε φόρμα.Η Ρενέ δεν φοβόταν να φάει,έτρωγε και αποδεχόταν αυτό που ήταν.
«Μην με κοιτάς μόνο Νόα,άγγιξε με!»
«Θέλω να νιώσω τα χάδια σου σε όλο το κορμί μου..»εκείνος ζαλίστηκε από τα λόγια της και μεθυσμένος από την ομορφιά της,την πλησίασε.
Τα δόντια του περιπλανήθηκαν στον λαιμό της αφήνοντας σημάδια,τα δικά του σημάδια,μόνο δικά του!
Το ένα του χέρι περιπλανήθηκε στο βελουδένιο δέρμα της και άγγιξε το στήθος της.Έσκυψε προς το μέρος της και άρχισε να φιλάει τα πλούσια στήθοι της.Η Ρενέ ρίγησε σύγκορμη και ψιθύρισε το όνομα
του.Τα χείλη του άφησαν ένα υγρό μονοπάτι στο στήθος της,αφήνοντας και εκεί σημάδια.
Δική του...,ήθελε να το δουν όλοι!
Συνεχίζοντας να τη φιλάει και να τη δαγκώνει στο λαιμό,άρχισε να κατεβαίνει αργά αργά όλο και χαμηλότερα.
«Νόα σε παρακαλώ..»αναστέναξε..
«Τι μωρό μου;»την κοίταξε στα μάτια με ματιά που την έκαψε.
Πρώτη φορά την αποκαλούσε έτσι,και έβγαινε τόσο ωραία από το στόμα του.
Χωρίς άλλη καθυστέρηση,έβαλε το χέρι του κάτω από την φούστα της και της τράβηξε το εσώρουχο με μια απότομη κίνηση.Ένα άγγιγμα στις καυτές πτυχές του φύλου της ήταν αρκετό για να του πει ότι ήταν παραπάνω από έτοιμη για να τον δεχθεί μέσα της.Θυμήθηκε τα λόγια της και ένιωσε το κορμί του να τσιτώνεται.
«Τι έπαθες;»τον ρώτησε εκείνη ξέπνοα.
«Τώρα θα σου κάνω έρωτα Ρενέ,θα εκτελέσω την επιθυμία σου.»είδε το πάθος να παίρνει θέση στα μάτια της και να τα κάνει πιο σκούρα κάτω από το ηλιόλουστο φως.
«Ωω..πόση ώρα περίμενα για να το πεις αυτό.»
«Πες μου...πες μου Ρενέ τι θες;Θελω να το ακούσω από τα χείλη σου.»της είπε γλυκά.
«Κάνε μου έρωτα Νόα Ντέιβις..»
Και έτσι έκανε την επιθυμία της πράξη..
Της έβγαλε όσα ρούχα τους χωρίζαν και μπήκε μέσα της αργά.Και οι δύο αναστέναξαν συγχρόνος,θα ακουγόταν παράλογο,αλλά ένιωθε πως άνηκε σε εκείνη την γυναίκα,πως ήταν το χαμένο της κομμάτι,που το είχε βρει και το είχε κολλήσει.
***
Ο Νόα έπεσε πάνω στο στήθος της Ρενέ ξέπνοος.
Νιώθοντας την καρδιά του να χτυπάει άτακτα στο στήθος του.Ένιωθε και την δική της καρδιά να χτυπάει ασταμάτητα και χαμογέλασε.Την κρατούσε μέσα στην αγκαλιά του και εκείνη του χάιδευε τα μαλλιά του τρυφερά.
«Νόα...»εκείνος σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε,τα μάτια της έλαμπαν.
«Αγαπώ πολύ την Αλίσια...ξέρω χαλάω αυτή την υπέροχη στιγμή,αλλά επειδή και εγώ μεγάλωσα χωρίς πατέρα,δεν θα ήθελα και η ίδια να μείνει με αυτό το 'γιατί'...»ο Νόα την σταμάτησε σφραγίζοντας τα χείλη του στα δικά της.
«Το ξέρω Ρενέ!Δεν θα αφήσω το παιδί μου στο υπόσχομαι.
Τόσο καιρό κάτι με κρατούσε μακριά της,ξέρω τι ήταν,νόμιζα πως μου θύμιζε την Αμέλια,αλλά σήμερα δυνηδητοποίησα πως δεν έχει καμία σχέση.Η κόρη μου είναι μοναδική,την αγαπάω τόσο..»σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε την Ρενέ.
«Είναι τόσο μοναδική όσο εσύ,Ρενέ σου μοιάζει και χαίρομαι που το παιδί μου έχει μια τέτοια καλή επιρροή.»της σκούπησε τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της...
Της χαμογέλασε γλυκά και την τράβηξε ξανά στην αγκαλιά του,κανοντάς της έρωτα ξανά και ξανά...
Τα λόγια είναι περιττά....😂😂🌈🌈
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top