Το τελευταίο χαρτί
<Ψιψίναααα!!!> Ήχησε μέσα στο σπίτι η φωνή του Μάνου. <Που είσαι ρε! Σου έφερα ένα ολόκληρο κουτί από το κρασί που μου ζήτησες> Και το άφησε πάνω στο τραπέζι.
<Ζωή????>
<Δεν είναι εδώ!> Ακούστηκε η φωνή του Μιχάλη καθώς έβγαινε από το γραφείο του.
<Την έδωσες πίσω?> Ρώτησε και κάθισε στον καναπέ.
<Όχι.> Πήγε στην κουζίνα και ήρθε με ένα μπουκάλι ουίσκι και κάθισε δίπλα στον Μάνο.
<Τότε που είναι?>
<Γιατί της έφερες κρασιά?>
<Δεν σε ρώτησα αυτό!>
<Ναι, όμως επειδή είμαι μικρότερος πρέπει να απατήσεις εσύ πρώτος.>
<Μου είχε ζητήσει προχθές να της φέρω. Είχε ξετρελαθεί με αυτό το κρασί.> Και πήρε το μπουκάλι από τον Μιχάλη και ήπιε μια γουλιά. <Λοιπόν, ήρθε η σειρά σου>
<Τι με ρώτησες γιατί ξέχασα. Είμαι άυπνος βλέπεις.>
<Που είναι σε..>
<Έχω να κοιμηθώ από προχθές. Δεν έχω σταματήσει να δουλεύω!>
<Μιχάλη μην αλλάζεις κουβέντα που είναι?>
Η παύση που ακολούθησε ήταν μεγάλη και ο αναστεναγμός του Μιχάλη λίγο πριν ανοίξει το στόμα του για να πει το που ήταν, ακούστηκε τόσο δυνατά που αυτό τρόμαζε ακόμα περισσότερο τον Μάνο.
<Την πήγα στον Άλμπερ> Και άρπαξε το μπουκάλι και κατέβασε μια γερή γουλιά.
<Στον Άλμπερ? Τι δουλειά έχει εκεί?>
<Απλός αυτός θα την χρησιμοποιήσει, έτσι όπως θα έπρεπε να είχα κάνει εγώ, αλλά δεν μπόρεσα> και ήπιε ξανά από το μπουκάλι.
<Είσαι σοβαρός? Αυτός θα την διαλύσει!> Φώναξε και σηκώθηκε από τον καναπέ και στάθηκε μπροστά του.
<Δεν μπορούσα να...>
<Είσαι μαλάκας? Τι ρωτάω? Θα την σκοτώσει έτσι όπως έκανε και με την άλλη!>
<Δεν μπορούσα να την κρατήσω άλλο!> Φώναξε και πέταξε το μπουκάλι κάτω, κάνοντας το θρύψαλα.
<Γιατί Μιχάλη? Είχαν αρχίσει να σε χτυπάν οι τύψεις? Επειδή δεν της άξιζε κάτι από όλα όσα της έκανες?>
<Όχι!>
<Τότε τι?> Τον ρώτησε και εκείνος τον κοίταξε απευθείας στα μάτια.
<Με έκανε χίλια κομμάτια! Αυτό που θα έπρεπε να κάνω εγώ σε εκείνη για να έχω στο χέρι μου τον πατέρα της εκείνη το έκανε σε εμένα. Τώρα καταλαβαίνεις γιατί δεν μπορούσα να την έχω άλλο στα πόδια μου?>
<Πόσο σίγουρος είσαι ότι δεν την έχεις σπάσει?> Και έσκυψε φτάνοντας το ύψος του Μιχάλη.
<Ότι έγινε έγινε. Δεν γυρίζει πίσω. Τώρα στόχος μας είναι πως θα βγάλουμε από την μέση τον πατέρα> Και πήγε να σηκωθεί, αλλά ο Μάνος τον έσπρωξε να κάτσει ξανά κάτω.
<Και όταν μάθεις ότι είναι νεκρή, πως θα νιώσεις? Ενώ θα ξέρεις ότι θα μπορούσες να την είχες κοντά σου, αλλά εσύ το απέτρεψες και δεν θα ξανά μπορέσεις να την αγγίξεις ή έστω να την ξαναδείς?>
<Μάνο η κουβέντα τελείωσε. Και θα ήταν καλύτερο να φύγεις, γιατί περιμένω τον Κράφτον.> Και σηκώθηκε από τον καναπέ με προορισμό το δωμάτιο του.
<Μάλιστα!> Και άρχισε να τον ακολουθεί. <Θα συμμαχήσεις με τον εχθρό δηλαδή.>
<Είναι ο πιο εύκολος τρόπος> Μπήκε μες στο δωμάτιο του και πήγε στην ντουλάπα για να φορέσει το άσπρο πουκάμισο και το μαύρο σακάκι.
<Ναι, αλλά και ο πιο ριψοκίνδυνος. Μπορεί να στην έχει στημένη και μόλις βγάλεις τον πατέρα από την μέση να προσπαθήσει...> Αλλά τον διέκοψε ο Μιχάλης.
<Μην ανησυχείς. Ακόμα δεν έχει γεννηθεί αυτός που θα μπορεί να μου την φέρει> Και κούμπωσε το τελευταίο κουμπί.
<Οπότε εγώ να φεύγω. Δεν θα ήταν καλό να δει εμένα που με μισεί και να σου χαλάσω τα σχέδια. Πάντως σκέψου το για την...> Πήγε να τον μεταπείσει.
<Μάνο μην προσπαθείς άδικα. Για να πάρω μία απόφασή το έχω σκεφτεί καλά, οπότε μην σπαταλάς τζάμπα τον χρόνο σου>
<Όπως επιθυμείς> Και αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Μάνου πριν κλείσει την πόρτα πίσω του και φύγει.
Ο Μιχάλης κοιτιόταν στον καθρέφτη, όσο ίσιωνε τον γιακά, αλλά τον έτρωγε από μέσα του. Τον είχε σπάσει. Εκείνος ήταν το παιχνίδι που είχε πει ο Μάνος και εκείνη τον έσπασε. Το παιχνίδι είχε γυρίσει μπούμερανγκ και εκείνος ήταν απροετοίμαστος.
<Τι είχες πει μικρός Μιχάλη? Η έρωτες δεν είναι για εσένα. Εσύ είσαι ψυχρός, σκληρός και έχεις στόχο να γίνεις αρχηγός. Ένας αρχηγός δεν πρέπει να έχει αδυναμίες. Δεν πρέπει τίποτα να τον γυρνά πίσω στο παρελθόν. Δεν πρέπει τίποτα να του δημιουργεί κάποιο συναίσθημα. Και ότι τον κάνει πιο ευαίσθητο πρέπει να το λιώσεις. Πρέπει να το ρήξεις στην φωτιά και να το κάψεις. Αλλά όχι να ρήξεις τον ίδιο σου τον εαυτό στην φωτιά του πόθου ηλίθιε!> Φώναξε και χτύπησε με το χέρι του τον καθρέφτη, δημιουργώντας του χιλιάδες ρωγμές.
Πλέον στον καθρέφτη φαινόταν το σκοτεινό του βλέμμα που χωρίζονταν από της ρωγμές που είχαν δημιουργηθεί.
<Είσαι μόνος Μιχάλη. Είσαι μόνος όπως πάντα και πρέπει να τα καταφέρεις!> Μόνο που το κινητό του χτύπησε και απομακρύνθηκε από τον καθρέφτη για να το σηκώσει.
<Εμπρός>
<Εμείς είμαστε έτοιμοι στο γνωστό μέρος σε 10>
<Έγινε> Είπε και το έκλεισε.
Έφυγε από το σκοτεινό κάστρο και πήγε να ξεκινήσει το παιχνίδι του, μόνο που κάποιος άλλος το είχε αλλάξει στην πορεία.
.
.
.
.
.
Μπήκε μέσα στο μαγαζί που είχαν κανονίσει και άρχισε να κατευθύνεται προς το τραπέζι που καθόταν. Οι κοπέλες στριφογύριζαν γύρω από τους στύλους και χόρευαν ελκυστικά μπροστά στους άνδρες που καθόντουσαν από κάτω.
<Ακριβώς στην ώρα σου> Είπε ο Κράφτον και έκανε νόημα σε μια κοπέλα να φέρει ποτά.
<Χαίρομαι που δεν σε έκανα να περιμένεις Τόμας> Και κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα.
Τα ποτήρια με το ουίσκι σερβιρίστηκαν αμέσως στο τραπέζι και ο Τόμας κάνοντας μια κίνηση με το χέρι του άφησε ελεύθερους τους μπράβους του.
<Λοιπόν έχουμε μπει στην τελική ευθεία και το μόνο που μας μένει είναι το δικό σου κομμάτι> Του είπε ο Μιχάλης και κατέβασε μια γερή γουλιά.
<Ξες μωρέ Μιχάλη τα συμφωνήσαμε καλά, όμως τώρα που το ξανασκέφτομαι, μου φαίνονται πολύ λίγα αυτά που μου δίνεις, για αυτά που θα πάρεις> Και φώναξε Τρεις γυναίκες που καθόντουσαν στην άκρη.
<Τι εννοείς?> Οι δύο γυναίκες κάθισαν πάνω στα πόδια του Μιχάλη, ενώ η άλλη πάνω στον Τόμας.
<Εννοώ πως θέλω κάτι παραπάνω για να ξεκινήσει το ωραίο σου σχέδιο> Και άρχισε να χαϊδεύει την κοπέλα που καθόταν πάνω του.
<Και τι είναι αυτό που θέλεις Τόμας?>
<Για μάντεψε εσύ!> Και σήκωσε την κοπέλα του ανεβάζοντας την στο τραπέζι και εκείνη άρχισε να λικνίζετε στον ρυθμό της μουσικής προκλητικά και να γδύνεται.
<Θες περισσότερα λέγε?> Και τα κορίτσια που καθόντουσαν πάνω του άρχισαν να τον φιλάν και να χαϊδεύονται μεταξύ τους.
<Μιχάλη δεν θέλω χρήματα. 'Έχω και μάλιστα πολλά. Αρκετά, για να μπορώ να πηδιέμαι με αυτές τις τσούλες χρυσοπληρώνοντας τες και το κάθε δευτερόλεπτο που εργάζονται> Και χούφτωσε αυτήν που χόρευε.
<Τότε τι είναι αυτό που θέλεις?> Και οι κοπέλες άρχισαν να ανοίγουν τα κουμπιά του πουκάμισου του.
<Θέλω να έχω τον δρόμο μου ελεύθερο. Που ξέρω εγώ αν ο πατέρας σου δεν θα έχει κρυμμένους από πίσω και τίποτα Αμερικάνους? Μπορεί να μου προκαλέσει μεγάλο πρόβλημα Μιχάλη>
<Τον θες νεκρό?> Ρώτησε και έσπρωξε τις κοπέλες από πάνω του και εκείνες πήγαν στον Τόμας.
<Ακριβώς. Βλέπεις ο πατέρας σου με τον δικό μου δεν τα είχαν καλά και έχει προσπαθήσει επανειλημμένες φορές να μας τελειώσει. Τι θα σε πείραζε ο θάνατος του γέρου σου, που ούτε καν σε θεωρεί παιδί του?>
<Ήταν η αρχική μας συμφωνία αυτή Τόμας και δεν πρόκειται να χαλάσει!> Και κατέβασε άλλη μια γουλιά από το ποτήρι του.
<Μην παίρνεις και όρκο για το ότι δεν μπορεί να αλλάξει. Εξάλλου θα τον μπουζουριάζαμε στο Αλκατράζ ποια η διαφορά να τον σκοτώσουμε>
<Αυτό που λες δεν γίνεται. Ότι άλλο θες μπορώ να στο δώσω, αλλά όχι δεν μπορώ να σου αφήσω το ελεύθερο να τον σκοτώσεις>
<Δεν θέλω κάτι άλλο Μιχάλη. Αυτό θέλω!> Και βάρεσε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι ρίχνοντας το περιεχόμενο τον ποτηριών.
<Δέχτηκες αυτή την συμφωνία με αυτόν τον όρο, αν πίστευες ότι στην συνέχεια θα άλλαζες, έκανες πολύ μεγάλο λάθος Τόμας!> Και σηκώθηκε από το τραπέζι. <Για καλό δικό σου και της οικογένειας σου φρόντισε να τελειώσεις γρήγορα την δουλειά σου>
<Δεν έπαιξα ακόμα το τελευταίο μου χαρτί Μιχάλη!> Και τα λόγια αυτά σταμάτησαν το βάδισμα του, κάνοντας να γυρίσει να τον κοιτάξει και να σχηματιστεί ένα πονηρό χαμόγελο στο πρόσωπο του Τόμας.
Γιατί σταμάτησες? Τι σε φοβίζει για αυτό το τελευταίο του χαρτί? Αφού δεν σε απασχολεί τίποτα πλέον! Έλεγε από μέσα του.
<Λέγε λοιπόν. Ποιο νομίζεις ότι μπορεί να είναι αυτό το τελευταίο σου χαρτί που μπορεί αν με κάνει να αλλάξω και γνώμη για τον άνθρωπο που με έφερε στην ζωή!>
<Μην το παίζεις και καλά ότι σε ενδιαφέρει η ζωή του μπαμπάκα σου Μιχάλη. Ξέρουμε καλά και οι δύο ότι τον συχαίνεσαι, αλλά δεν μπορείς να τον σκοτώσεις, επειδή υπάρχει από πίσω ο Μάνος> Και άρχισε να ασχολείται με τα κορίτσια.
<Λέγε την τρέλα μου γαμώ!> Του φώναξε και ιδρώτας άρχισε να κατρακυλά από το μέτωπο του.
<Γιατί νευρίασες Μιχάλη? Τι είναι αυτό που σε βασανίζει? Βασικά όχι! Τι είναι αυτό που σε τρομάζει και προσπαθείς να το κρύψεις? Ποια είναι η αδυναμία σου παλιόφιλε?>
<Ξες πως τα κολπάκια σου αυτά δεν μπορούν να με ρίξουν Τόμας. Μίλα ξεκάθαρα!>
<Οοοοο εσύ μην προσπαθείς να με τουμπάρεις Μιχάλη. Δεν μπορείς όσο και να θέλεις. Βλέπεις φρόντισα να μάθω το μυστικό σου. Φρόντισα να γνωρίσω από κοντά την αδυναμία σου, μόνο που εκείνη δεν το κατάλαβε>
<Δεν καταλαβαίνω για ποιο θέμα μιλάς>
Το κακό ήταν πως καταλάβαινε και πως είχε μείνει ακίνητος. Για κάποιο λόγο αισθανόταν τα πόδια του να είχαν ριζώσει στο έδαφος και δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει αυτό που ήθελε. Να τον πάρει και να αρχίσει να τον χτυπά αλύπητα.
<Οοοο καταλαβαίνω εγώ όμως. Για αυτό θα σου το κάνω λίγο ποιο κατανοητό. Σκέψου πως μπορώ να σε βοηθήσω να καταλάβεις και με μία λέξη!>
<Δεν με φοβίζει τίποτα εμένα Τόμας. Δεν πάει να τραγουδάς όσο θέλεις γνώμη δεν αλλάζω> Και άρχισε να κινείται προς την έξοδο.
<Ζωή!!!!> Φώναξε και κοκάλωσε για ακόμη μια φορά λίγο πριν βγει από την πόρτα. <Αυτή είναι η λέξη κλειδί>
Ο χρόνος περνούσε και πλέον ήταν σαν να είχαν μείνει όλα ακίνητα. Τι σκεφτόταν καλά ήθελε να σταματήσει τον χρόνο και να τον γυρίσει πισω. Η παύση όμως που ακολούθησε έδινε αρκετά στοιχεία για να ενθαρρύνει τον Τόμας. Κάτι που δεν το ήθελε ο Μιχάλης.
<Λυπάμαι Τόμας, όμως το τελευταίο σου χαρτί ήταν μια αποτυχία τελικά> Και βγήκε έξω από το μαγαζί.
Hey. Δεν ξέρω αλλά μου άρεσε σαν κεφάλαιο. τώρα περιμένω και την δική σας άποψη. Περιμένω σχόλια σας!!!❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top