Σαν το μαύρο τριαντάφυλλο (ΤΕΛΟΣ)

Κάποια πράγματα δεν έρχονται έτσι όπως θες στην ζωή σου. Υπάρχουν άλλοτε μεγάλες ή μικρές ανατροπές. Αυτές μπορούν να σε σώσουν ή να σε καταστρέψουν. Ανάλογα το άτομο κατά την γνώμη μου.

Σε άλλους πήγαινε το μαύρο σε άλλους όχι. Βέβαια άλλοι το είχαν κάνει και κάποιο δικό τους στυλ. Για εμένα δεν ήταν ένα στυλ εκείνη την στιγμή που κοιτούσα τον καθρέφτη. Δεν ξέρω αν έπρεπε να δηλώσω την θλίψη μου ή να  χαρώ για την ελευθερία μου. Όμως κάτι μέσα μου, μου έλεγε να θρηνήσω, όχι όμως πολύ. Περίεργα συναισθήματα που δεν ήξερες πως να αντιδράσεις. Μια τρέλα που δεν μπορούσε να σε αφήσει σε ησυχία και ένας θάνατος που θα σε κυνηγούσε για χρόνια.Ένα βλέμμα που θα γινόταν ο εφιάλτης σου και η φωνή του που θα σε τρέλαινε ακούγοντας την με το βουητό του αέρα.

Έξω έβρεχε. Ακόμα και ο καιρός φαινόταν να μου κάνει συμπαράσταση. Άλλοι θα έλεγαν πως δεν άξιζε να στεναχωριέμαι, γιατί μου είχε κάνει τόσα και τίποτα από αυτά δεν θα μπορούσαν να συγχωρεθούν. Ποια είμαι όμως? Είμαι το αθώο κορίτσι που έκανε ότι του λέγαν? Ή είμαι μια νέα κοπέλα με πολύ δύσκολες εμπειρίες. Διάλεξα κάτι το ενδιάμεσο. Να κρατήσω την αθωότητα και να κρύψω την πονηράδα.

Το είδωλο μου στον καθρέφτη δεν έδειχνε το κοριτσάκι που συνήθως απεικόνιζε, αλλά  μια άλλη κοπέλα και δεν ήξερα αν αυτή η κοπέλα θα έμενα για πάντα μέσα μου.

<Ζωή κατεβαίνεις?> Άκουσα την φωνή του Μάνου πίσω από την πόρτα.

Όλοι ήταν έτοιμοι. Ποιοι όλοι? Γέλασα από μέσα μου. Είμασταν λίγοι, αλλά όλοι αυτοί άξιζαν να παραβρεθούν στην κηδεία του.

<Σε δυο λεπτά είμαι κάτω> Φώναξα για να με ακούσει. 

Γύρισα ξανά στον καθρέφτη. Ίσιωσα το μαύρο μου φόρεμα, έβαλα μια τούφα πίσω από το αφτί μου και πήρα μια βαθιά ανάσα.

Κατέβηκα κάτω και χωρίς κουβέντα μπήκαμε στο αμάξι και φύγαμε. Δεν αργήσαμε να φτάσουμε. Το σπίτι του Μιχάλη ήταν πολύ κοντά στα νεκροταφεία. 

Αρκετούς δεν τους ήξερα. Μόνο τον Μάνο και αυτούς που πρόσεχαν το σπίτι του. Όλοι είμασταν με τις μαύρες ομπρέλες μας. Ο Μάνος κρατούσε την δικιά μας και εγώ είχα αγκαλιάσει τον εαυτό μου, καθώς το κρύο αεράκι με έκανε να τρέμω από το κρύο, όμως δεν ήθελα να φύγω.

Ήταν ντυμένος στα μαύρα. Έχοντας μια κόκκινη γραβάτα δεμένη γύρω από τον λαιμό του. Τόσο όμορφος και περιποιημένος. Τα μαλλιά του κι αυτά ήταν τέλεια, όμως δεν τα έκανε ποτέ του έτσι. Πάντα του άρεσε το ατημέλητο και του πήγαινε πολύ. Τον είχαν βάψει, για να μην φαίνεται το άσπρο του δέρμα. Άνετα μπορούσες να νομίζεις ότι κοιμόταν και ότι δεν είχε πεθάνει. Μόνο η τοποθεσία και τα άτομα σου προκαλούσαν αυτήν την αίσθηση. Είχε αυτή την ηρεμία και σκληράδα στο  πρόσωπο του, που έλεγε ότι ήταν ακόμα ζωντανός και από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνούσε.  

Έκλεισα τα μάτια μου και θυμήθηκα όλα όσα είχαν γίνει, μέχρι και την στιγμή πριν ξεψυχήσει στα χέρια μου.

<Μιχάλη κοίτα με!> Τον ταρακούνησα και εκείνος ξανά άνοιξε τα μάτια του που πήγαιναν να κλείσουν. 

<Εδώ είμαι μικρή δεν φεύγω ακόμα> Είπε για να με ηρεμήσει, αλλά μέχρι στιγμής έκανε το αντίθετο.

Δεν είχα δει ποιος ήταν αυτός που είχε ρίξει, αλλά ούτε είχα ακούσει πιο πριν κάποιο αμάξι. Σήκωσα το κεφάλι μου και αποχωρίστηκα για λίγο το βλέμμα του. Κάτω από το φως του φεγγαριού υπήρχε ένα αμάξι και λίγα μέτρα ποιο μπροστά μια φιγούρα ανθρώπου, που κρατούσε στο δεξί του χέρι ένα όπλο. Δεν έβλεπα καλά, αλλά όταν με πλησίασε ήθελα να ουρλιάξω .

<Εσύ!> Βγήκε με δυσκολία η λέξη από το στόμα μου.

<Κανονικά θα έπρεπε να με ευχαριστείς μικρή!> Ήρθε και στάθηκε πέντε δύο μέτρα μακριά μου.

<Να σε ευχαριστήσω γιατί?> Τον ρώτησα και κοίταξα τον Μιχάλη να δω αν είχε τα μάτια του ανοιχτά. 

Δεν με είχε αφήσει. Τηρούσε τα λόγια του και έμενε όσο μπορούσε ξύπνιος. Άκουγε τον δολοφόνο του να λέει πως έπρεπε να τον ευχαριστήσω.

<Γιατί έκανα πραγματικότητα την επιθυμία σου μικρή> Έκανε μια παύση και εγώ σάστισα. <Δεν θυμάσαι?> Έκανε ακόμα μία παύση και χαμήλωσε φτάνοντας στο ύψος μου. <Χτυπιόσουν στην βροχή όταν σε είχα πιάσει και ούρλιαζες και φώναζες. Τον καταρίοσουν και φώναζες στην αγκαλιά μου πως αν δεν τον έβλεπες νεκρό στα πόδια σου δεν θα ησύχαζες ποτέ>

Τα λόγια άρχισαν να επαναλαμβάνονται στο μυαλό μου. Η εικόνα μου ήρθε αμέσως. Η ανάμνηση αυτή ζωντάνεψε. Ένας από τους εφιάλτες μου έκανε την εμφάνιση του και είχα μείνει ακίνητη. 

<Όχι δεν...> Δεν μπόρεσα να πω κάτι άλλο και κοίταξα τον Μιχάλη που με κοιτούσε με αυτή την ηρεμία.

<Δεν πειράζει μικρή, όπως σου είπα όλα τελείωσαν ποια> Είπε και έπιασε το χέρι μου.

<Όνειρα γλυκά σου φίλε μου> Είπε και έφυγε να γυρίσει στο αμάξι του. 

Δεν μπορούσα να τον απειλήσω, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Ήμουν ξανά μόνη έχοντας στην αγκαλιά μου ένα κομμάτι μου.

<Ζωή?> Φώναξε το όνομα μου και τον κοίταξα γρήγορα. 

<Τι έγινε?> Τον ρώτησα πανικοβλημένη. Όχι δεν ήταν ακόμα η ώρα.

<Δεν φταις εσύ Ζωή> Έβηξε και με δυσκολία είπε τις υπόλοιπες λέξεις. <Εγώ φταίω για όλα>

<Μιχάλη φοβάμαι!> Είπα τα λόγια που του είχα πει πριν ξεκινήσει αυτό του είδους το παιχνίδι.

<Σου είπα μικρή δεν είσαι μόνη σου. Θα είμαι πάντα δίπλα σου και θέλω να το θυμάσαι> Και έπιασε το μάγουλο μου.

<Ζωή!!!> Άκουσα τον Μάνο από πίσω και άκουσα τα βήματα του να με πλησιάζουν.

<Πάρ' την από εδώ> Τον διέταξε ο Μάνος και εγώ αντέδρασα. <Είπα κάτι!> Και βγήκε λίγο αίμα από τα χείλη του.

<Μιχάλη όχι!> Φώναξα, όμως ο Μάνος με σήκωσε πάνω.

Τον είχα αφήσει στο χαλικόδρομο μόνο του, ενώ ο Μάνος με τραβούσε να μπούμε στο αμάξι.

<Μιχάλη!!!> Φώναξα να με ακούσει και γύρισε το κεφάλι του.

Άρχισε να βγάζει περισσότερη ποσότητα αίματος από το στόμα και δεν άντεχα να τον βλέπω έτσι.

<Να προσέχεις> Διάβασα τα χείλη του και έκλεισε τα μάτια του.

<Μιχάλη!!!!> Ξανά φώναξα, όμως δεν τα ξανά άνοιξε. 

Ο Μάνος με έβαλε γρήγορα στο αμάξι και άρχισαν να ακούγονται πυροβολισμοί. Τα δάκρυα μου μούσκεψαν τα μάγουλα μου και δεν με ένοιαζε τίποτα πλέον. Ήμουν χαμένη. Ακόμα είχα μείνει στην στιγμή που τον κρατούσα αγκαλιά και με κοιτούσε. Είχα μείνει ακόμα στην στιγμή που μπορούσε να ανασαίνει μαζί μου. Είχα μείνει στην στιγμή που έμενε ακόμα ο Μιχάλης που ήξερα. 

Ο Μάνος έτρεχε στον δρόμο και είχα με ξεφύγει από αυτούς που μας κυνηγούσαν, αλλά εγώ δεν θα ξέφευγα ποτέ μου από τις τύψεις. Εγώ ήμουν αυτή που τον είχα σκοτώσει.



<Πάρε> Με σκούντηξε ο Μάνος και μου έδωσε στο χέρι ένα μαύρο τριαντάφυλλο.

Έκλειναν το φέρετρο και ο Μιχάλης χάθηκε μέσα σε εκείνο το κουτί. Τον τοποθέτησαν μέσα σε εκείνον τον βαθύ λάκκο που θα γινόταν η μόνιμη κατοικία του, που ποτέ μου δεν θα μπορούσα να επισκεφτώ για να νιώσω ξανά την ζεστή του αγκαλιά.

Όλοι άρχισαν να πετάνε τα τριαντάφυλλα μέσα, όμως εγώ το κρατούσα ακόμη στο χέρι μου. Ήμουν και εγώ σαν αυτό το τριαντάφυλλο. Μπορεί να άνθιζε, αλλά το χρώμα του ήταν μαύρο. Μέσα στην ζωή του υπήρχε μια πίκρα. Μια μελαγχολία. Ένας πόνος. Και για κάποιο περίεργο λόγο μου θύμιζε εμένα. Ήμουν και εγώ στην άνθηση μου, όμως πονούσα, μελαγχολούσα και πικράθηκα. 

Η κηδεία είχε τελειώσει και όλοι έφευγαν. Ο Μάνος δεχόταν τα συλλυπητήρια, αλλά εγώ είχα ακόμα στυλωμένο το βλέμμα μου εκεί.  

<Ήρθε η ώρα να φύγουμε> Μου ψιθύρισε στο αφτί, μιας και είχαμε μείνει μόνη μας πλέον.

<Ναι. Βάλε μπρος το αμάξι και έρχομαι>

Πήγε να μου δώσει την ομπρέλα όμως δεν την πήρα. Όταν απομακρύνθηκε οι σταγόνες άρχισαν να με χτυπάνε παντού και εγώ κοίταξα στον ουρανό. Έκλεισα τα μάτια μου, πήρα μια βαθιά ανάσα και καθάρισα το μυαλό μου. Γύρισα ξανά το βλέμμα μου στον λάκκο και έβγαλα ένα πέταλο από το τριαντάφυλλο.

<Έτσι όπως πήρες ένα κομμάτι μου μαζί σου έτσι παίρνω και εγώ από εσένα> Είπα και πέταξα το πέταλο μέσα στον λάκκο. Το έβλεπα να πέφτει σιγά σιγά, μέχρι που ακούμπησε στο φέρετρο. 

Γύρισα από την άλλη μεριά και ξεκίνησα να περπατάω προς το αμάξι. Ο αέρας φυσούσε σαν μανιακός και προσπαθούσε να με πάει πίσω, όμως εγώ κρατούσα αντίσταση και κατάφερα να φτάσω εκεί που ήθελα. 

Μπήκα μέσα στο αμάξι και ο Μάνος έβαλε μπρος. Κοίταξα έξω από το παράθυρο και είδα μια τελευταία φορά πίσω μου. Όταν γύρισα το κεφάλι μου, με την άκρη του ματιού μου είδα ένα αμάξι να στέκεται στην άκρη του λόφου, πολύ μακριά από το σημείο που ήμουν. Κοίταξα καλύτερα, όμως δεν μπορούσα να δω. Δεν πήρα το βλέμμα μου από εκεί, μόνο όταν εξαφανίστηκε από το οπτικό μου πεδίο, καθώς ο Μάνος έβγαινε από τα νεκροταφεία.

< Τι ήταν αυτό?> Σκέφτηκα από μέσα μου, όμως γρήγορα έφυγε από το μυαλό.

<Τι λες Μάνο?> Τον ρώτησα και τον κοίταξα από τον καθρέφτη. <Κάποια στιγμή θα ξανασυναντηθούμε> Είπα και εκείνος μου χαμογέλασε.

Το μόνο σίγουρο ήταν ότι αυτό θα γινόταν σε κάποια άλλη ζωή. Έφυγε για να προλάβει να ετοιμάσει έναν νέο παράδεισο για όταν πάω να τον βρω.



                                                                                   ΤΕΛΟΣ


Και λοιπόν να και το τέλος αυτής της ιστορίας. Δεν ξέρω για εσάς όμως τους αγάπησα πολύ αυτούς τους δύο. Μπορεί να περάσαν πολλά, μπορεί να ήρθε ένα τέτοιο τέλος, αλλά ακόμα για μένα θα μείνουν ζωντανοί. Εξάλλου είναι το πρώτο ζευγάρι που αγάπησα και αγαπήσατε και εσείς και αυτό το είδα από τα μηνύματα σας και την στήριξη που μου δώσατε να συνεχίσω. 

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, καθώς όλοι σας βοηθήσατε να ολοκληρωθεί αυτή η ιστορία και μαζί κατάφερα και την έκανα ακόμη καλύτερη από ότι πίστευα.

Βέβαια είχα πει πως σας έχω μία έκπληξη στο τέλος και ήρθε η ώρα να την μάθετε. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΝΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΕΔΩ! Σύντομα θα ανέβει το νέο βιβλίο που θα είναι η συνέχεια. Θα ονομαστεί "Σαν Το Κόκκινο τριαντάφυλλο" και πραγματικά αξίζει να το διαβάσετε. Ο  πρόλογος θα ανέβει και σε αυτήν την ιστορία. Μην νομίζετε ότι θα είναι βαρετό. Θυμηθείτε ότι όλα ανατρέπονται με εμένα!

Και πάλι σας ευχαριστώ όλους για την υποστηρίξει σας!


@Kate_Somerhalder katerina-mil theodora159  Dionkonst

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top