Ο Κύριος!
<Σας παρακαλώ ξυπνήστε!> Άκουγα μια γλυκιά φωνή από πάνω μου.
Άνοιξα τα μάτια και το φως του ηλίου με τύφλωσε.
<Ποια είσαι εσύ?> Ρώτησα την κοπέλα που βρισκόταν δίπλα μου, φορώντας μια μαντίλα στο κεφάλι.
<Δεν έχουμε ώρες για ερωτήσεις. Στον Κύριο δεν αρέσει καθόλου να αργούμε να του προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας και έτσι και θυμώσει την έχουμε βάψει όλες. Σήκω γρήγορα!> Μου τόνισε και σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε στην ντουλάπα.
<Που βρίσκομαι τι είναι όλα αυτά που λες?>
<Σου είπα δεν έχουμε χρόνο για ερωτήσεις. Θα σου πω μόνο τα απαραίτητα για να μην εκνευρίσεις τον Κύριο και μετά ούτε θέλω να σκέφτομαι το τι θα γίνει!> Και άφησε ένα απλό φόρεμα μπροστά μου. <Φόρεσε το γρήγορα και σε περιμένω στην κουζίνα. Πρέπει να στρώσουμε το πρωινό του>
Χωρίς να με αφήσει να την ρωτήσω κάτι άλλο βγήκε γρήγορα από το δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Που ήμουν? Είχα φρικτό πονοκέφαλο που τον ένιωθα σαν να μου τρυπά το κεφάλι. Ήμουν σε ένα δωμάτιο, που είχε άλλα τρία κρεβάτια. Οι τοίχοι δεν ήταν καν βαμμένοι και πάνω τους απλωνόταν η μούχλα. Δεν υπήρχε κάποιο παράθυρο, παρά μόνο η απαίσια μυρωδιά της κλεισούρας.
Φόρεσα γρήγορα το απλό φόρεμα που μου είχε δώσει εκείνη η κοπέλα. Φαινόταν λίγο πιο μεγάλη από εμένα. Ήταν αρκετά όμορφη. Φορούσε και εκείνη ένα φόρεμα σαν το δικό μου και είχε πιασμένα τα μαλλιά της πάνω. Ήταν πιο ψηλή και πιο λεπτή από εμένα. Είχε μαύρα μαλλιά και τα μάτια της ήταν μπλε. Δεν είχε γωνίες, αντιθέτως ήταν στρογγυλοπρόσωπη και αυτό την έκανε πιο γλυκιά.
Φόρεσα τις παντόφλες που ήταν κάτω από το κρεβάτι και άνοιξα την πόρτα για να βγω από το δωμάτιο.
<Ωραία ετοιμάστηκες από ότι βλέπω!>
<Ναι! Σε παρακαλώ απάντ...> Δεν με άφησε όμως, αμέσως πετάχτηκε και άρχισε να προχωράει κάνοντας μου νόημα να την ακολουθήσω.
<Δεν έχουμε χρόνο για ερωτήσεις. Κάνε υπομονή μέχρι το βράδυ και θα σου τα ξεκαθαρίσω όλα!>
<Τουλάχιστον θα μου πεις πως να σε φωνάζω?> Την ρώτησα και σταμάτησε απότομα.
<Καμία εδώ μέσα δεν έχει όνομα. Από την στιγμή που θα μπεις σε αυτό το σπίτι το ξεχνάς και είσαι πλέον μια δούλα. Οι δούλοι δεν έχουν την αξία να έχουν όνομα, μόνο ο Κύριος μπορεί να μας δώσει όνομα και αυτό θα είναι όποιο θέλει αυτός> Και συνέχισε να περπατά.
<Και άμα χρειαστώ την βοήθεια σου πως θα σε...>
<Εν ώρα εργασίας καμία δεν μιλάει, για αυτό θα ήταν καλύτερα να σιωπήσεις από εδώ και πέρα. Τώρα θα πάμε στην κουζίνα και θα σου δώσω έναν δίσκο να τον πας στον Κύριο και μετά θα έρθεις πάλι σε εμένα για να σου πω τι άλλο θα κάνεις>
Μόλις τελείωσε γύρισε και με κοίταξε και εγώ τις έγνεψα θετικά και συνεχίσαμε να περπατάμε. Όταν φτάσαμε στην κουζίνα είδαμε μία κυρία με μαντίλα στο κεφάλι να μαγειρεύει πάνω από μία κατσαρόλα. Δεν χαιρετήθηκαν παρά μόνο κούνησαν τα κεφάλια τους και το ίδιο έκανα και εγώ. Η κοπέλα που με είχε φέρει στην κουζίνα έβγαλε πιάτα και τα τοποθέτησε πάνω σε έναν δίσκο. Έφερε ορισμένα υλικά, και μου έδειξε πως να φτιάχνω το πρωινό του Κυρίου.
Μου έδωσε τον δίσκο στα χέρια και μου έδειξε που θα έβρισκα το υπνοδωμάτιο του Κυρίου. Προχωρούσα με αργά βήματα προς την πόρτα, καθώς δεν ήξερα τι καινούριο θα με περίμενε. Χτύπησα ελαφρώς την πόρτα και άκουσα μια αντρική φωνή να μου λέει περάστε.
Άνοιξα την πόρτα και όλα μέσα ήταν σκοτεινά. Άφησα τον δίσκο σε ένα τραπεζάκι και πήγα να ανοίξω τις κουρτίνες του δωματίου για να μπει φως.
<Βλέπω μπήκε γρήγορα στην θέση σου και δεν έκανες καμία φασαρία> Ακούστηκε η φωνή του άνδρα.
Μόλις το φως μπήκε μέσα μπόρεσα και είδα το λεγόμενο Κύριο. Ήταν ένας πενηντάρης που κρατιόταν καλά για την ηλικία του και αυτή την στιγμή βρισκόταν ημίγυμνος κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού του και δίπλα του υπήρχε μια γυναίκα που κοιμόταν.
<Μάλιστα Κύριε> Του απάντησα.
Όλο το χρονικό διάστημα που είχα μείνει με τον Μιχάλη το μόνο που είχα μάθει ήταν το να σέβομαι καθάρματα σαν εκείνον, γιατί αυτό ήταν όλοι τους. Όσοι αποκαλούνταν με το όνομα Αφέντης και Κύριος ήταν αυτοί που κατέστρεφαν τους άλλους. Ο Μιχάλης είχε πετύχει τον σκοπό του. Έπαιξε και με έσπασε σε χίλια κομματάκια και με παρέδωσε σε κάποιον άλλον. Είχε διαλύσει την Ζωή που ήξερα κάποτε και έκανε μια Ζωή που λυπόταν και τον ίδιο της τον εαυτό για την κατάληξη της. Και μετά σου λένε ωραία ζωή! Ενώ προσπαθείς να σώσεις τον άλλο από τον γκρεμό, καταλήγεις να πέφτεις εσύ ο ίδιος και μέσα σε δευτερόλεπτα ξεχνάς το ποιος είσαι, τοτ ήσουν και το τι είχες στόχους. Απλός γίνεσαι το παιχνιδάκι τους μέχρι να σε βαρεθούνε και αν σου χαμογελάσει η τύχη ίσως και να μπορέσεις να γλυτώσεις, αφού θα έχεις γκρεμοτσακιστεί από το πέσιμο στον γκρεμό.
<Δεν υπάρχει νόημα να κάνω φασαρία, ενώ δεν θα γίνει τίποτα από ότι ζητήσω, οπότε ποιος ο λόγος να ταράξω την υπέροχη ησυχία που έχει αυτό το σπίτι> Πήρα τον δίσκο και του τον πήγα στο κρεβάτι.
<Μμμμμ και μου το είχε πει είσαι σπάνιο λουλούδι εσύ!> Είπε και έβαλε τον δίσκο στα πόδια του.
<Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι τα σπάνια λουλούδια δεν σπάνε> Και πήγα να φύγω.
<Εσύ λοιπόν? Έχεις σπάσει?> Και τα λόγια του με σταμάτησαν λίγο πριν βγω έξω.
<Όπως το πάρει κανείς. Μήπως θέλετε να σας φέρω κάτι?> Τον ρώτησα και μόλις μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι έκλεισα την πόρτα και πήγα στην κουζίνα.
.
.
.
<Αυτό εδώ είναι το κρεβάτι σου> Μου έδειξε και πήγε και εκείνη στο δικό της.
<Λοιπόν θες να μου εξηγήσεις?> Την ρώτησα και αρχίσαμε να ξεντυνόμαστε για να βάλουμε μπιτζάμες.
<Έχουμε στον χρόνο μας πολύ λίγη ώρα μέχρι να έρθει η μαγείρισσα. Άκου...> Και την διέκοψα.
<Σε παρακαλώ πες μου καταρχήν το όνομα σου. Δεν θα σε φωνάζω μπροστά σε άλλους, μόνο όταν θα είμαστε εμείς οι δύο> Της είπα και την κοίταξα στα μάτια.
<Κλάρα.>
<Χάρηκα..> και με διέκοψε.
<Ζωή το ξέρω. Όλοι σε ξέρουμε βασικά. Όταν πρόκειται να έρθει κάποια καινούρια σχεδόν ξέρουμε τα πάντα για εκείνη.>
<Τι εννοείς τα πάντα?>
<Ξέρουμε τι έκανες στο σπίτι του κύριου Λόρενς και τι υπηρεσίες είχε. Βέβαια πλέον θα είναι πολύ διαφορετικές από αυτές που είχες, αλλά ίσως κάποια μέρα ο Κύριος να θελήσει εσένα και όχι την Κάθριν> Είπε και σκεπάστηκε με το πάπλωμα.
<Κάτσε νομίζεις ότι είμαι μια...> Και είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό, καθώς ποτέ μου δεν μου άρεσε αυτή η λέξη.
<Ναι. Ο Κύριος σου το είχε πει στο Κύριο μου. Τέλος πάντων δεν νομίζω πως αυτό έχει κάποια σημασία τώρα, καθώς τα πράγμα...>
<Και όμως έχει! Νομίζεις ότι είμαι μία από αυτές που κυκλοφορούν στους δρόμους?>
<Δεν έχει σημασία τι ήσουν, σημασία πλέον έχει το τι είσαι τώρα>
<Αυτό με απήγαγε και ενώ τώρα θα έπρεπε να διαβάζω για ιατρική είμαι σε αυτό το σπίτι ως δούλα!> Φώναξα και αμέσως η Κλάρα τινάχτηκε.
<Κάνε ησυχία δεν θες να μας ακούσει ο Κύριος. Μετά θα έχουμε μπελάδες και δεν θέλω να νιώσω την ζώνη του στο δέρμα μου Ζωή, είναι ότι πιο χειρότερο!> Είπε και γύρισε από την άλλη μεριά.
<Τι εννοείς σας βαράει?>
<Αν τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως τα θέλει ναι. Και σε διαβεβαιώνω μπορεί να το κάνει με τον χειρότερο τρόπο, για αυτό να εύχεσαι να μην σε πιάσει στα χέρια του, γιατί αλλιώς...>
<Δεν χρειάζεται να μάθω περισσότερα, παρά μόνο πες μου εσύ τι ξες για εμένα>
<Ο Κύριος Λόρενς ερχόταν την τελευταία εβδομάδα πολύ συχνά. Όλοι μας είχαμε παραξενευτεί, γιατί δεν ερχόταν σχεδόν ποτέ, αλλά όταν μάθαμε ότι είχε μια εταίρα στο σπίτι του και ο Κύριος μας δεν μπορούσε να τον επισκεφτεί, τότε καταλάβαμε γιατί ερχόταν. Μόνο που δεν ήταν αυτός ο λόγος. Εχθές τα μεσάνυχτα ήταν που ακούσαμε το κουδούνι και ο Κύριος μας μας φώναξε να ετοιμάσουμε ένα κρεβάτι δίπλα στα δικά μας. Σε έφερε στο κρεβάτι και μετά έφυγε. Σε παρέδωσε στον Κύριο μας και πλέον του ανήκεις Ζωή. Όσο και να θες να το αρνηθείς δεν γίνεται. Από ότι βλέπεις τόσο καιρό που είμαι εγώ και οι άλλες δεν έχουμε καταφέρει τίποτα οπότε είναι άδικος ο κόπος> είπε και πήγε να κλείσει το φως.
<Κάτσε πόσες είμαστε στις υπηρεσίες του?>
<Τέσσερις. Εγώ, εσύ, η μαγείρισσα και η Κάθριν>
<Και αυτή γιατί έχει όνομα?>
<Γιατί είναι η εταίρα του Κυρίου. Μην ρωτήσεις αυτή δεν κάνει τίποτα εδώ μέσα, απλός ανοίγει τα πόδια της όταν της το ζητήσει. Απλός μην έρθεις σε κόντρα μαζί της, γιατί να ξες θα σε προκαλέσει>
<Ευχαριστώ για την προειδοποίηση!>
<Δεν κάνει τίποτα>
Μόλις τελείωσε την πρόταση της μπήκε μέσα ή μαγείρισσα και με κοίταξε.
<Ο Κύριος σε θέλει>
<Ορίστε?> Την ρώτησα και αμέσως μετά πετάχτηκε και η Κλάρα.
<Τι εννοείς?>
<Η Κάθριν ήρθε και μου είπε να σου πω ότι σε θέλει στο υπνοδωμάτιο του. Λογικά θα τσακώθηκαν άσχημα!>
<Αφού έχει την Κάθριν εμένα τι...> Και με διέκοψε η Κλάρα.
<Ήθελα να το παραλείψω αυτό το κομμάτι, γιατί δεν πίστευα ότι θα ξεκινούσε από σήμερα κιόλας.>
<Τι θες να πεις!>
<Σου είχα πει ότι και να μας ζητήσει το κανουμε, χωρίς να του φέρουμε αντιρρήσεις, για αυτό το μόνο που θα σε συμβουλευα θα ήταν να μην αντιδράσεις άσχημα Ζωή>
<Αυτό είναι παράλογο!> Ούρλιαξα και σηκώθηκα αμέσως από το κρεβάτι. <Θα τον σκοτώσω το ορκίζομαι πως αν δεν τον δω νεκρό στα πόδια μου δεν θα ησυχάσω ποτέ!!!> Άρχισα να φωνάζω μέσα στο δωμάτιο.
<Κάνε ησυχία!!! Έτσι και σε ακούσει την έβαλες!> Είπε η μαγείρισσα.
< Δεν τα λέω για αυτόν!>
<Τότε για ποιον?> Πήγε να ρωτήσει η Κλάρα, όμως το άνοιγμα της πόρτας την διέκοψε.
Η Κάθριν μπήκε μέσα με φορά καθώς την έσπρωξε ο λεγόμενος Κύριος και μπήκε στο δωμάτιο χτυπώντας την πόρτα με δύναμη πίσω του.
<Έχω τόση ώρα που περιμένω να έρθει και εσύ με γράφεις!!!> Μου φώναξε και όλες κάθισαν στα κρεβάτια τους. < Κουνήσου γρήγορα και πάνε πάνω στο δωμάτιο μου τώρα!>
Η Κλάρα είδε ότι πήγα να αντιδράσω, όμως μου έκανε νόημα να κάνω αυτά που λέει και να σταματήσω. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και την ώρα που πήγαινα να προχωρήσω προς την μεριά του η Κάθριν με έσπρωξε με τον ώμο της και πήγε να με ρήξει, όμως με έπιασε γλυκά και μου ψιθύρισε στο αφτί.
<Έτσι και σε ακούσω να σκουζεις, αύριο την έχεις βάψει!> Και με κοίταξε στα μάτια και μου χαμογέλασε, ανοίγοντας μου τον δρόμο για να περάσω.
.
.
.
.
.
Όταν έφυγα από το δωμάτιο,άκουγα τα βήματα του από πίσω μου, καθώς πήγαινα στο δωμάτιο του. Ήταν μια σκηνή που δεν την είχα ζήσει για πρώτη φορά, αλλά το ίδιο ακριβώς έκανε και ο Μιχάλης. Μόνο που το βήματα του δεν ήταν τόσο ελαφρύ όπως του Κυρίου, εκείνου ήταν πιο βαρύ και πιο αποφασιστικό. Ηλίθιο μυαλό πως μπόρεσες να εξαπατήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό.
Τα χέρια του με εσμπωξαν μεσα στο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
<Δεν φαντάζεσαι πόσο ανυπομονούσα να έρθει το βράδυ για να δω τι είχε κρυμμένο ο Λόρενς τόσο καιρό στο σπίτι του!> Είπε και με έριξε στο κρεβάτι του, και άρχισε να βγάζει τα ρούχα του γρήγορα.
<Δεν χρειαζόταν να ταραξετε την ηρεμία του σπιτιού Κύριε, απλός ετοιμάζουν να σας έρθω> Είπα και έπιασα τον λαιμό του, για να έρθει προς τα εμένα.
< Βλέπω πως σε εκπαίδευσε καλα!> Είπε και όρμησε στα χείλη μου.
Είχα συχαθει πλέον αυτό το μαγικό που το λέγαν όλοι φιλί. Προσποιήθηκα πως μου άρεσε και έβγαλα ένα μουγκριτο και μόλις πήγε να βαλει την γλώσσα μέσα μου έκλεισα με δύναμη το στόμα μου δαγκώνοντας τον και εκείνος τραβήχτηκε γρήγορα πίσω ουρλιάζοντας. Με το που βρήκα την ευκαιρία τον κλωτσησα στο αδύνατο σημείο και κατάφερα να τον διώξω από πάνω μου. Σηκώθηκα γρήγορα και άρχισα να τρέχω έξω από το δωμάτιο, για να βρω την έξοδο, καθώς τον άκουγα να με βρίζει.
<Θα σε σκίσω πουτανα!!!>
Κατέβαινα τα σκαλοπάτια, όταν άρχισα να ακούω τα βήματα του. Είχα φτάσει στην εξώπορτα, όμως ήταν κλειδωμένη. Άρχισα να ψάχνω τα κλειδιά του και τα βρήκα σε ένα τραπεζάκι του σαλονιού. Μέσα στην ταραχή μου προσπαθούσα να βρω ποιο ήταν το σωστό κλειδί για να ανοίξω την πόρτα, όμως τα χέρια του με τύλιξαν γρήγορα και με έριξαν κάτω.
<Άσε με!!!> Ούρλιαξα και μπόρεσα να πιάσω το τηλεκοντρόλ από το τραπεζάκι και να τον χτυπήσω με αυτό με δύναμη στο κεφάλι.
<Πουτανα!> Και έκανε να πιάσει το χέρι μου, όμως τον έσπρωξα από πάνω μου και έπεσε.
Γρήγορα έτρεξα και έβαλα ένα κλειδί στην κλειδαριά και άκουσα τον χαρακτηριστικό ήχο της πόρτας όταν ξεκλειδώνει. Έσπρωξα την πόρτα και βγήκα έξω. Έβρεχε και όλα ήταν σκοτεινά. Άρχισα να τρέχω ξυπόλητη πατώντας στις λάσπες για να φύγω μακρυά.
<Μην με ακουμπάς!> Φώναξα όταν τον ένιωσα να με τραβά πίσω και να με κολλάει πάνω στο σώμα του.
< Τώρα θα δεις εσύ!> Με το ένα χέρι του σήκωσε την νυχτικια μου, έσκισε το εσώρουχο μου και μπήκε μέσα μου με φορά.
<Τώρα θα δεις εσύ παλιοθήλυκο τι θα πάθεις> και άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου δίχως λύπηση.
<Σε συχαίνομαι!> Φώναξα μέσα στην βροχή και το σκοτάδι. Συχαινόμουν αυτόν που με έσπασε και έφταιγε για όσα τραβούσα τώρα. Πως μπόρεσες ηλίθιο μυαλό να κοροϊδέψεις τον ίδιο σου τον εαυτό?!
<Στο ορκίζομαι πως αν δεν σε δω νεκρό στα πόδια μου δεν θα ησυχάσω ποτέ!> Ούρλιαζα και άφηνα τα δάκρυα να κυλήσουν στο πρόσωπό μου. Τα τραύματα δεν θα μπορούσαν να γιατρευτούν ποτέ ξανά και για αυτό έφταιγε αυτό, αλλά και εγώ! Παραπάνω έφταιγα εγώ που άφησα τον εαυτό μου να κάνει όνειρα και να έχει ελπίδες. Εγώ έφταιγα για όλα!!!
<Στο ορκίζομαι!!!> Και αφέθηκα στα χέρια του Κυρίου.
Λοιπόν να το κεφάλαιο που ανυπομονούσατε τόσο πολύ. Ναι δεν την σκότωσε, αλλά νομίζω πως θα ήταν καλύτερο να το είχε κάνει. Περιμένω να δω τα σχόλια σας!❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top