Μόνη
Ο κρύος αέρας με ξύπνησε από τον βαθύ ύπνο. Το διάστημα που ξυπνάς και δεν θυμάσαι που βρίσκεσαι και τι έχει προηγηθεί, κάτι τέτοιο γινόταν και τώρα. Η λευκή κουρτίνα απέναντι μου ανέμιζε σαν τρελή και άφηνε τον αέρα να την πηγαίνει όπου ήθελε αυτός. Το κρεβάτι ήταν τόσο μαλακό και το άσπρο πάπλωμα με είχε πλακώσει για τα καλά. Σηκώθηκα και φόρεσα τις παντόφλες που ήταν κάτω από το κρεβάτι. Δεν πρόλαβα να κάνω ένα βήμα και η πόρτα άνοιξε.
<Κορίτσι μου γιατί σηκώθηκες!> Μπήκε ο μπαμπάς μέσα στο δωμάτιο με ένα δίσκο.
<Τι θα κάνω ρε μπαμπά> Παραπονέθηκα και με έβαλε να καθίσω πάλι στο κρεβάτι σκεπάζοντας με μέχρι πάνω και βάζοντας τον δίσκο στα πόδια μου.
<Φάε γιατί θα χάσουμε την πτήση>
<Ποια πτήση?> Τον ρώτησα και βολεύτηκα καλύτερα.
<Γυρνάμε πίσω στο σπίτι. Δεν ξες πόσο πολύ θέλει να σε δει η μαμά> Και έκανε μια παύση και έβγαλε από την ντουλάπα μια βαλίτσα. <Άσε που ίσα ίσα προλαβαίνεις και τις πανελλήνιες>
<Μπαμπά πας καλά?> Τον ρώτησα και ο χυμός πήγε να μου βγει από την μύτη.
<Την ύλη την έχεις βγάλει πόσες φορές δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα να γράψεις> Και άρχισε να βάζει διάφορα ρούχα. <Μόνο να γράψεις θέλω τίποτα άλλο, το χαρτί χρειαζόμαστε. Σου έχουμε κλείσει και θέσει σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο στο Λονδίνο>
<Μπαμπά τι λες?> Τον ρώτησα και άφησα τον δίσκο στο κρεβάτι και σηκώθηκα>
<Κάτσε φάε! Σε μία ώρα πρέπει να φύγουμε>
Αυτό είπε και μετά βγήκε από το δωμάτιο παρατώντας την βαλίτσα με τα μισά ρούχα μέσα και τα άλλα μισά έξω.
Εχθές αφού πέρασα την πόρτα εκείνη έκλεισε από πίσω μου και δεν τον είδα ούτε λίγο. Δεν τον αποχαιρέτησα. Αυτός ήταν ο αποχαιρετισμός του? Ένα να με θυμάσαι? Χα! Γίνεται να ξεχαστεί?!
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και φόρεσα από τα ρούχα που είχε βάλει μέσα στην βαλίτσα. Την μάζεψα, έστρωσα το κρεβάτι, έκλεισα το ξύλινο παράθυρο που ακόμα φυσούσε παγωμένο αέρα. Μόλις πήγα να ανοίξω την πόρτα το παράθυρο άνοιξε με δύναμη και άρχισε πάλι ο αέρας να μπαίνει μέσα.
<Σιγά μην κάτσω να ασχοληθώ> Είπα και άνοιξα την πόρτα και έφυγα.
Καθώς κατέβαινα τα σκαλοπάτια άκουγα ομιλίες από κάτω. Στο σαλόνι καθόταν ο πατέρας μου με δύο κυρίους και μιλούσε. Μόλις αντιλήφθηκαν την παρουσία μου γύρισαν όλοι τους και με κοίταξαν.
<Και από εδώ η κόρη μου> Είπε και οι δύο κύριοι με κοίταξαν.
Φορούσαν μαύρα κουστούμια και είχαν ένα ασύρματο ακουστικό στο αφτί τους.
<Δεσποινίς μου είμαστε πολύ χαρούμενοι που θα συνεργαστούμε μαζί> Είπε ο πιο μεγάλος και έκανε ένα βήμα μπροστά.
<Κυρία αν επιτρέπεται!> Του είπα κάνοντας τον παρατήρηση και πήρα ένα ποτήρι γεμάτο με κάποιο ποτό από το τραπεζάκι δεξιά μου και πήγα και κάθισα στον καναπέ. <Και για ποια συνεργασία εννοείται?> Ρώτησα και ήπια από το χρυσό υγρό.
<Ο πατέρας σας...> Δεν πρόλαβε να πει γιατί τον διέκοψα.
<Tullamore!> Είπα και στο πρόσωπο του ένα ερωτηματικό.
<Ορίστε?>
<Ιρλανδικό ουίσκι!> Απάντησα κοιτώντας τον στα μάτια. <Ένα από τα καλύτερα μάλιστα!> Σηκώθηκα πίνοντας μια τεράστια γουλιά και άφησα το ποτήρι στα χέρια του. <Και λοιπόν δεν χάρηκα καθόλου για την συνεργασία μας κύριε μου!> Στάθηκα μπροστά του και μετά άρχισα να περπατάω προς την εξώπορτα.
Είχα φτάσει στην πόρτα μπροστά και κανένας δεν είχε τρέξει να μου ανοίξει την πόρτα.
<Κι αν δεν θες να απολυθείς κάνε την δουλειά σου σωστά!> Φώναξα και στο τέλος πρόσθεσα <Κύριε σωματοφύλακα> Και αμέσως έτρεξε να μου ανοίξει την πόρτα.
Αφού έλεγξε αν το πεδίο τριγύρω μου ήταν ασφαλές με άφησε να περάσω και να βγω έξω. Μπροστά μου εμφανίστηκε το αμάξι του Μιχάλη και έμεινα ακίνητη. Δεν ξέρω γιατί αλλά η διάθεση ανέβηκε αμέσως μόνο στην σκέψη ότι ήρθε να με αποχαιρετήσει. Το να ερχόταν μαζί μας στην Ελλάδα θα ήταν μεγάλη έκπληξη για αυτό δεν μπήκα στον κόπο να το σκεφτώ. Καλύτερα να ονειρεύομαι κάτι που μπορεί να γίνει πιο εύκολα από κάτι άλλο.
Κατέβηκα τα σκαλοπάτια και το αμάξι σταμάτησε μπροστά μου. Τα φιμέ τζάμια δεν με άφηναν να δω το πρόσωπο του, αλλά και μόνο που ήταν εδώ μου έφτανε. Η πόρτα του αμαξιού άνοιξε, αλλά αντί να εμφανιστεί ο Μιχάλης εμφανίστηκε ο Μάνος.
<Καλώς την μικρή> Μου φώναξε χαμογελώντας και ήρθε να με αγκαλιάσει.
<Τι δουλειά έχεις με το αμάξι του Μιχάλη?> Τον ρώτησα και από εκεί που ήμουν χαρούμενη πλέον έδειχνα απογοητευμένη.
<Δικό μου είναι αυτό. Του Μιχάλη είναι ένα μοντέλο πιο καινούριο> Είπε και είδε την έκφραση του προσώπου μου.
<Μάλιστα>
<Μπες στο αμάξι εγώ θα σας πάω στο αεροδρόμιο> Και πήγε να φωνάξει του άλλους από μέσα.
<Μάνο> Τον φώναξα λίγο πριν μπει μέσα στο σπίτι. <Γιατί δεν ήρθε και ήρθες εσύ?>
<Δεν ξέρω μικρή> Έκανε μια παύση. <Εγώ εκτελώ εντολές μόνο> Είπε και μπήκε μέσα στο σπίτι.
Ο σωματοφύλακας άνοιξε την πόρτα του αμαξιού και εγώ μπήκα στο πίσω κάθισμα. <Εγώ εκτελώ εντολές μόνο> είπα ξανά από μέσα μου και γέλασα. Όχι που πίστευες ότι θα ερχόταν να σε αποχαιρετήσει κιόλας. Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου Ζωή! Απλός σε βαρέθηκε και σε γύρισε πίσω αυτό έκανε. Και για να μην χάσει κι άλλο χρόνο έστειλε τον Μάνο, για να βρει αυτός το επόμενο παιχνίδι του!
Στον δρόμο δεν μίλησα καθόλου. Ο μπαμπάς μου καθόταν πίσω μαζί μου και ο Μάνος οδηγούσε. Οι σωματοφύλακες ήταν από πίσω με άλλο αμάξι και μας ακολουθούσαν. Χάζευα έξω από το παράθυρο τα ψηλά κτήρια. Από το δάσος που ήμουν μέσα στην μοναξιά ξαφνικά βρέθηκα μέσα σε τόσο κόσμο μετά από τόσο καιρό. Τα ψηλά κτήρια απλώνονταν μπροστά μας και εμείς τα προσπερνούσαμε με μεγάλη ταχύτητα. Έκλεισα τα μάτια μου γιατί δεν ήθελα να βλέπω κανέναν. Ήθελα να είμαι μόνη μου. Ήθελα να ηρεμήσω. Δεν ήξερα τι ήταν κείνο που με τάραζε. Δεν ήξερα τι ήταν αυτό που με έκανε να σκάω μέσα μου. Δεν ήξερα καν γιατί έπρεπε να τα αισθάνομαι όλα αυτά. Όλα αυτά με ζάλιζαν και ήθελα να τα βγάλω. Ένιωθα όλα να γυρίζουν, ένιωθα να χάνομαι και οι ομιλίες δεν σταματούσαν δημιουργώντας μου πονοκέφαλο. Και ο ήχος της κόρνας με τάραξε ακόμα πιο πολύ και τινάχτηκα ολόκληρη πάνω στο κάθισμα.
<Ζωή είσαι καλά?> Με ρώτησε αμέσως ο μπαμπάς και ο Μάνος με κοίταξε από τον καθρέφτη.
Πριν προλάβω να απαντήσω στον μπαμπά ο Μάνος πετάχτηκε και μου είπε να ανοίξω ένα συρτάρι κάτω από το κάθισμα μου. Έσκυψα να βρω το κουμπί που θα το άνοιγε και μου είπε πως το πατάω προς τα μέσα και ανοίγει μόνο του.
<Είναι το αγαπημένο σου!> Είπε και είδα το βλέμμα του από το καθρέφτη να παρακολουθεί κάθε μου κίνηση.
Μέσα στο συρτάρι υπήρχε ένα μπουκάλι κρασί από εκείνο που του είχα ζητήσει να μου φέρει.
<Μάνο σε ευχαρ...>
<Ας τα αυτά τώρα. Από αριστερά σου έχει ποτήρι και είναι είδη ανοιγμένο> Είπε και κοίταξε τον δρόμο μπροστά του.
Όταν έβγαλα τον φελλό από το μπουκάλι απλώθηκε η υπέροχη μυρωδιά του κρασιού σε όλο το αμάξι. Μόνο από την μυρωδιά του μπορούσες να μεθύσεις. Σαν αυτό που πάθαινα με το άρωμα του. Έκλεινα τα μάτια μου και χανόμουν.
Γέμισα το ποτήρι και άρχισα να πίνω αφήνοντας το υπέροχο κόκκινο υγρό να κυλήσει στο λάρυγγα μου και από εκεί να αρχίσει να κάνει τις μαγικές του ικανότητες. Απολάμβανα το ωραίο αυτό ποτό μέχρι που το ποτήρι τελείωσε και πήγα να βάλω κι άλλο, όμως το δεξί μου χέρι δεν μπορούσε να κουνηθεί. Σιγά σιγά και το αριστερό άρχισε να μουδιάζει και το ποτήρι έπεσε στα πόδια μου.
<Μάνο τι έβαλες στο κρασί?> Τον ρώτησα και εκείνος με κοίταξε από τον καθρέφτη.
Ο μπαμπάς μου ταράχτηκε και έπιασε τον καρπό μου για να δει τον σφυγμό μου.
<Εγώ δεν έκανα τίποτα> Και έκανε παύση. <Δεν ξέρω όμως αν έκανε ο Μιχάλης> Είπε και τα μάτια μου άρχισαν να σκοτεινιάζουν.
<Μάνο> Βγήκε σαν ψίθυρος από το στόμα μου και βυθίστηκα σε έναν γλυκό ύπνο με την μυρωδιά του κρασιού και την εικόνα του Μιχάλη.
Ναι ξέρω είχα πάρα πολύ καιρό να ανεβάσω, αλλά να που σήμερα ανέβηκε το νέο κεφάλαιο. Έχω τρελή απορία να μάθω για πιο λόγο το έκανε αυτό ο Μιχάλης. Περιμένω σχόλια σας κοριτσάρες. Ελπίζω να σας άρεσε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top