Μετρώντας τα άστρα
Μέσα στην νύχτα ένιωσα το θερμό του σώμα να τυλίγει το δικό μου, όμως όταν ξύπνησα δίπλα μου δεν υπήρχε κανείς. Ήμουν μόνη στο τεράστιο κρεβάτι του. Τα παπλώματα είχαν τη μυρωδιά του και το μαξιλάρι επίσης. Άρχισα να σφήγκω το μαξιλάρι πάνω στο πρόσωπο μου, θέλοντας να χορτάσω το παραδεισένιο του άρωμα.
<Καλημέρα> Ήχησε η βροντερή φωνή του τρομάζοντας με.
<Καλημέρα> Είπα και εγώ βγάζοντας το μαξιλάρι από μπροστά μου, αφήνοντας το πίσω στην θέση του και κοίταξα τον δίσκο με φαγητό που είχε φέρει.
<Έφερα κάτι να φας> Είπε αφήνοντας τον δίσκο πάνω στο κρεβάτι και έκανε να φύγει.
<Εσύ τα έφτιαξες?> Είπα ενθουσιασμένη.
Δεν το περίμενα αυτό για να πω την αλήθεια. Μπήκε ο Μιχάλης στην κουζίνα? Θα γκρεμιστεί κανένας φούρνος! Τουλάχιστον αυτές τις μέρες που ήμουν εδώ με το ζόρι έτρωγε. Σιγά μην έμπαινε στην κουζίνα.
<Ξες πριν έρθεις εσύ, εγώ μαγείρευα> Είπε νιώθοντας θιγμένος. Δεν τον είπα και καμπούρη!
<Δεν είπα κάτι...> Είπα ψιθυριστά, καθώς τον είδα να φεύγει, όμως για κακή μου τύχη το άκουσε.
<Τι είπες μικρή?> Ρώτησε σηκώνοντας το φρύδι και με κάρφωσε με τα μάτια του. Τι το ήθελα και γω τώρα πρωινιάτικα! Δεν μπορούσα να κρατήσω για λίγο το στόμα μου κλειστό?!
<Τίποτα δεν είπα> Και αμέσως το στραβό χαμόγελο του έκανε την εμφάνιση του.
<Ειρωνεύεσαι ακόμα μικρή?> Και άρχισε να πλησιάζει.
<Μα δεν είπα κάτι!> Ύψωσα την φωνή μου και αφού κατάλαβα τι έκανα καλύφτηκα με το πάπλωμα προσπαθώντας να κρυφτώ.
Ένιωσα το βαρύ πάπλωμα να με ξεσκεπάζει και το στρώμα άρχισε να βουλιάζει από αριστερά και δεξιά μου. Η αναπνοή του χτύπησε στα χέρια μου, που προσπαθούσαν να κρύψουν το πρόσωπο μου.
<Πρέπει να μάθεις πότε πρέπει να κλείνεις και πότε πρέπει να ανοίγεις το στοματάκι σου μικρή!> Είπε απομακρύνοντας τα χέρια μου από το πρόσωπο μου και με κάρφωσε με τα μάτια του δίνοντας μου να καταλάβω το πλήρες νόημα της προτάσεις του.
<Μάλιστα...> Και τα χείλη του εμπόδισαν τα δικά μου.
Τα χέρια μου αγκάλιασαν όλη την πλάτη του τραβώντας τον ακόμα περισσότερο πιο κοντά μου. Τα σώματα μας κόλλησαν και εκείνος έβαλε τα χέρια του αριστερά και δεξιά μου, κρατώντας αντίσταση με τους αγώνες το βάρος του. Η γλώσσα του εισχώρησε μέσα μου, ξεσηκώνοντας την δική μου για ένα τρελό κυνηγητό, μέσα στα στόματα μας. Οι ανάσες μας είχαν βαρύνει και άρχισαν να γίνονται πιο γρήγορες και κοφτές.
Μόνο με ένα του φιλί μπορούσε να αναστατώσει το είναι μου! Μόνο με ένα του βλέμμα με υποδούλωνε και με έκανε δική του. Είχα κλείσει τα μάτια μου και του αφηνόμουν. Εκείνος ένα θηρίο χωρίς να το ξέρει μου δημιουργούσε διάφορα συναισθήματα. Ένας άνδρας που δεν είχε αισθήματα για καμία με έλκυε τόσο πολύ. Ένας άνδρας που συμπεριφερόταν στις γυναίκες τόσο απαίσια. Ένας τέτοιος άνδρας που ήταν εντελώς έξω από τα νερά μου με έκανε να περπατώ μαζί του σε δρόμους πρωτόγνωρους για μένα.
<Εγώ πρέπει να φύγω!> Είπε μέσα στο φιλί μας και αμέσως μετά τον είδα να σηκώνεται από το κρεβάτι και μέχρι να συνέλθω εγώ είχε είδη φύγει από το δωμάτιο.
Πήρα τον δίσκο και είδα πως είχε κρουασαν με μερέντα. Σιγά που μαγείρεψε κιόλας! Από κάποιον φούρνο θα τα πήρε και το μόνο που θα έκανε θα ήταν να τα κόψει στην μέση για να τα γεμίσει με μερέντα. Σπουδαίος μάγειρας!!!
.
.
.
.
Οι ώρες περνούσαν τόσο αργά. Είχα κάνει τις δουλειές όλου του σπιτιού. Είχα καθαρίσει τα παράθυρα. Είχα στρώσει καινούρια σεντόνια, σιδέρωσα τα ρούχα που είχαν στεγνώσει και έβαλα άλλα στο πλυντήριο να πλυθούν.
Από το προχθεσινό πέσιμο είχα αποκτήσει πάρα μα πάρα πολλές γρατσουνιές και μελανιές, αλλά πάλι καλά δεν είχα σπάσει τίποτα.
Καθόμουν στον καναπέ και έβλεπα μια εκπομπή μαγειρικής. Έφτιαχνε σουτζουκάκια σμυρνέικα. Γιατί να μην έφτιαχναν και εγώ?! Αλλά έχω κιμά? Όχι Ζωή δεν έχεις! Φτου σου ατυχία! Και μπορώ να πω πως ήταν από τα αγαπημένα μου φαγητά.
Πήγα στα ντουλάπια της κουζίνας και άρχισα να ψάχνω τα υλικά για κάποιο φαγητό που μπορούσα να φτιάξω. Το πρώτο ντουλάπι είχε είδη μακαρονιών. Όχι δεν θέλω πάλι μακαρόνια! Άνοιξα το δίπλα και οοοοο...! Τι τυχερή που είμαι! Όσπρια!!! Και συγκεκριμένα φασόλια. Τώρα θα δεις εσύ Μιχαλάκη που δεν έφαγες το παστίτσιο μου της προάλλες!
Έβαλα στην τηλεόραση τραγούδια και άρχισα να φτιάχνω φασολάδα. Η ώρα περνούσε και εγώ ανακάτευα την κατσαρόλα με τον ρυθμό της μουσικής. Την είχα βάλει τέρμα και είχα αφήσει το σώμα μου να εκδηλώσει και να εκφραστεί αυτό με ότι χορευτική κίνηση ήθελε. Ένα απαλό κούνημα στους γοφούς. Ελαφρά κουνήματα με τα χέρια και τα πόδια να κρατάνε τον ρυθμό.
<Τι μυρίζει έτσι?>
<Αααα...> Τσίριξα και έβγαλα την κουτάλα από την κατσαρόλα πετώντας την πάνω του.
Από εκεί που δεν το περίμενα ακούστηκε η φωνή του από πίσω μου και από την τρομάρα μου τα αντανακλαστικά μου δούλεψαν δίχως να με ρωτήσουν. Αυτός έπιασε την κουτάλα λίγο πριν τον ακουμπήσει. Και μετά μιλούσα για τα δικά μου αντανακλαστικά!!! Πήρε και μύρισε την κουτάλα και από την έκφραση του προσώπου φάνηκε πως του άρεσε.
<Ώστε λοιπόν φασολάδα έχει το μενού απόψε!> Είπε με ενθουσιασμό και πλησίασε να βάλει την κουτάλα μέσα στην κατσαρόλα.
<Δεν το ήξερα πως σας αρέσει αφέντη!>
<Η αγαπημένη μου είναι!> Και βούτηξε την κουτάλα μέσα και την ξανασήκωσε για να δοκιμάσει πως έγινε.
<Αν είναι δυνατόν! Σε ποιον αρέσει η φασολάδα!> Απόρησα, αλλά μα φυσικά σε ποιον άλλον θα άρεσε! τα ανάποδα με τα ανάποδα πάνε!
<Κάτι ξέχασες...!>
<Αφέντη!> Συμπλήρωσα γρήγορα πριν προλάβει να ολοκλήρωση.
<Θέλει και λίγο μπούκοβο για να γίνει πιο καυτερό!> Είπε και άνοιξε το συρτάρι και έβγαλε ένα βαζάκι με λογικά το μπούκοβο μέσα.
Τελικά ήξερε από μαγειρική. Απομακρύνθηκα λίγο και τον κοίταξα από μακρυά. Ήταν με ένα τζιν παντελόνι και ένα λευκό πουκάμισο και είχε σηκωμένα τα μανίκια, για να μην τα λερώσει. Ήταν πολύ αστείο να τον βλέπω να μαγειρεύει και να δοκιμάζει να δει αν έγινε καλό και ένα γελάκι μου ξέφυγε. Αμέσως γύρισε προς την μεριά μου και κατευθείαν το γέλιο μου κόπηκε. Άρχισε να πλησιάζει και ένα βήμα πριν με φτάσει τα πόδια μου είχαν είδη κοπεί.
<Σε δύο λεπτά κλείσε το μάτι και στρώσε το τραπέζι για να φάω> Είπε και μετά έφυγε ανεβαίνοντας τις σκάλες για να πάει να αλλάξει.
Σήμερα ήταν παράξενος. Είχε γίνει πιο μαλακός μαζί μου και δεν μου είχε φωνάξει. Τα πράγματα όμως δεν έμειναν έτσι. Αφού έκλεισα το μάτι της κουζίνας και έστρωσα το τραπέζι για να φάμε κατέβηκε και έμεινε να με κοιτά.
<Ποιος άλλος θα έρθει να φάμε?> Ρώτησε και με αυτό που ρώτησε έμεινα και γω σαν άγαλμα να τον κοιτάω.
<Κανένας. Εγώ και εσείς Αφέντη>
<Αααα δεν σου είπα. Εσύ θα τρως στην κουζίνα.> Όριστε?
<Μα γιατί Αφ...>
<Γιατί έτσι θέλω εγώ!> Είπε και κοπάνισε το χέρι στο τραπέζι.
<Μάλιστα Αφέντη!> Είπα και το πιάτο και το κουτάλι μου και τα έστρωσα στο τραπέζι της κουζίνας.
Άλλο και τούτο! Απορώ πως την μία είναι ζέστη και την άλλη κρύο. Και μέχρι να βρω μια λογική εξηγήσει για την περίεργη συμπεριφορά του εκείνος είχε τελειώσει το φαγητό του.
<Μόλις τελειώσεις μάζεψε το τραπέζι και έλα στο γραφείο μου.> Είπε και αποχώρισε από την κουζίνα.
Εγώ έφαγα γρήγορα και έκανα ότι μου ζήτησε, μέχρι που βρέθηκα έξω από το γραφείο του. Χτύπησα την πόρτα και περίμενα να πει το <Πέρνα!>
<Πέρνα!> Αχ όπως πάντα τόσο ευγενικός.
Μόλις μπήκα μέσα τον είδα να σηκώνεται και να έρχεται προς τα εμένα. Ετοιμάσου Ζωή άλλη μια φορά θα ξανά γίνεις δικιά του.
<Ακολούθησε με!> Είπε και βγήκε έξω από το δωμάτιο.
Βγήκαμε έξω από το σπίτι και περπατούσαμε προς το δάσος. Η νύχτα είχε πέσει είδη μιας και πλέον η ώρα είχε αλλάξει και η μέρα τελείωνε πιο γρήγορα και το σκοτάδι βασίλευε περισσότερο.
Εκείνος προχωρούσε μπροστά και εγώ από πίσω. Από δίπλα μας υπήρχαν πολλά δένδρα και ανεβαίναμε ένα μικρό ύψωμα. Τον είδα να σταματάει και πήγα από δίπλα του για να δω γιατί είχε σταματήσει.
<Η περιέργεια σκοτώνει δεν το ξες?>
<Το ξέρω Αφέντη!> Δεν είναι να του αντιμιλήσω σε τέτοιο μέρος που ήμαστε.
Μπροστά μας υπήρχε μια αιώρα που ήταν δεμένη σε δύο δέντρα και είχε θέα όλο το δάσος και τα άστρα που απλώνονταν δίπλα στο φεγγάρι. Τον είδα να κάθεται στην αιώρα και μου έκανε νόημα να πάω να καθίσω δίπλα του. Από ότι φαίνεται ήμασταν πάνω σε έναν μικρό λόφο και τα δέντρα απλώνονταν από κάτω μας. Τα αστέρια φώτιζαν τον ολοσκότεινο ουρανό και το φεγγάρι κυριαρχούσε πάνω από όλα.
<Δεν έχει φοβερή θέα?> Με ρώτησε καθώς και εκείνος παρατηρούσε το τόσο ωραίο τοπίο, που ούτε στα όνειρα σου δεν θα μπορούσες να το δεις τόσο ωραίο.
<Ναι είναι τέλεια!> Είπα καθώς είχα μείνει άφωνη.
<Τα έχεις μετρήσει ποτέ?> Και μου έδειξε τα αστέρια.
<Λένε πως δεν κάνει!> Του είπα και τον άκουσα να βγάζει ένα πνιχτό γέλιο.
<Βλακείες λένε!> Ενώ εσύ δεν λες!
<Εσύ τα έχεις μετρήσει ποτέ σου?>
<Μόνο επειδή έκανες ωραίο φαγητό σήμερα σε συγχωρώ και δεν έχεις τιμωρία που ξέχασες το Αφέντη!> Μου τόνισε και γύρισε να ξανά κοιτάξει τα αστέρια. <Ναι πολλές φορές!>
<Και τι αριθμός σου βγήκε Αφέντη?>
<Κάθε φορά έβγαινε και ένα νέο αστέρι, για αυτό δεν έχουν σταθερό αριθμό>
<Μάλιστα!>
<Μέτρησε τα και να δεις πως την επόμενη φορά θα είναι άλλος αριθμός. Γιατί τα αστέρια είναι ελπίδες. Είναι οι ελπίδες που έχει ο καθένας μας για κάτι και κάθε μέρα εμφανίζονται καινούριες.>
<Είναι αμέτρητα τα αστέρια Αφέντη!>
<Όχι!> Είπε και άρχισε να μου δείχνει με το χέρι του ένα ένα τα αστέρια και να μετράει.
<Μετρώντας τα άστρα λοιπόν!> Του είπα και εκείνος γύρισε και με κοίταξε με ένα χαμόγελο και μου ένευσε θετικά.
<Μετρώντας τα άστρα!> Επανάλαβε και άρχισε να με φιλάει.
<Γιατί τα κάνετε όλα αυτά Αφέντη?>
<Γιατί είναι η τελευταία σου μέρα Ζωή!> Μου ψιθύρισε στο αφτί. <Γιατί από αύριο θα είσαι το παιχνίδι μου!> Και δάγκωσε τον λοβό.
Μετρώντας τα άστρα λοιπόν!!!! Άργησα να ανεβάσω, αλλά νομίζω πως ανέβασα ωραίο κεφάλαιο! Πρώτον θέλω να σας ευχαριστήσω όλους σας! Η ιστορία μου χάρης εσάς πήγες στις 6.000 προβολές και για εμένα αυτό είναι κάτι πολύ ευχάριστο. Και δεύτερον θα ήθελα να σας ξανά ενημερώσω πως γράφω και άλλη μία ιστορία την <Κάνε με δική σου!> Είναι μια εξίσου καλή ιστορία με πολλές ανατροπές και άξιζε να της δώσετε μία ευκαιρία. Αυτά από εμένα. Καλό σας βράδυ!❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top