Μαμα!
Οι εβδομάδες περνούσαν έτσι όπως το ήθελε αυτός. Καθόμουν στο σπίτι του μαγείρευα, μάζευα. Περίμενα να γυρίσει και όταν ερχόταν γινόμουν δική του έτσι όπως ήθελε.
Είχε έρθει η ώρα που το φθινόπωρο μας αποχαιρετούσε και ο χειμώνας έκανε την εμφάνιση με μπόλικο κρύο. Μου αρέσει πολύ ο χειμώνας! Όταν ήμουν μικρή τον λάτρευα! Έλεγα πως μια μέρα θα μεγαλώσω θα κάνω την δικιά μου οικογένεια. Και την νύχτα που θα ερχόταν ο Άι Βασίλης, θα έβαζα τα παιδιά μου για ύπνο, λέγοντας τους πρώτα ένα παραμυθάκι, έτσι όπως με έκαναν και οι γονείς μου. Και μετά αφού θα κοιμόντουσαν θα πήγαινα στον σύζυγο μου. Θα καθόμασταν στον καναπέ και απέναντι μας θα ήταν το τζάκι και θα κάναμε τα δικά μας.
Όμως τα όνειρα ήταν για τους αδύναμους, που δεν θα τα κατάφερναν ποτέ. Και να που και εγώ ήμουν μια αδύναμη και τώρα βρίσκω σε ένα σπίτι να κάνω κάτι που δεν θέλω. Καθόμουν στην τηλεόραση και έκανα ζάπινγκ να δω τι έχει. Μα να που ήμουν άτυχη και σε αυτό! Είχε μόνο πρωινάδικα. Και φυσικά δεν είχα καμιά όρεξη να ενημερωθώ για την μόδα, το σωστό βάψιμο και τι έγινε ανάμεσα σε ζευγάρια διάσημων. Για αυτό λοιπόν έβαλα μουσική και πήρα την απόφαση να κάνω γυμναστική. Έτσι κι αλλιώς το σπίτι το είχα μαζέψει, είχα ετοιμάσει μεσημεριανό και δεν είχα τι άλλο να κάνω. Έβαλα τέρμα την φωνή και άρχισα να κάνω ότι ασκήσεις ξέρω.
Η ώρα περνούσε και είχα τελειώσει όλες τις ασκήσεις, όμως έπρεπε να κάνω αποθεραπεία. Έτσι όπως ήμουν όρθια άνοιξα τα πόδια μου λίγο περισσότερο από το ύψος τον ώμων και έσκυψα μπροστά. Μετρούσα από μέσα μου μέχρι να φτάσω στο τριάντα και μετά θα άλλαζα στάση. Ένιωσα δύο χέρια να γραπώνουν την μέση μου και ένα σώμα κόλλησε πάνω μου. Εγώ αμέσως αντέδρασα, όμως τα χέρια του με ακινητοποίησαν.
<Πόσο μου αρέσει που κάνεις πρόβες στις στάσεις που σου μαθαίνω!> Ακούστηκε η φωνή του και φίλησε τον λαιμό μου και απομακρύνθηκε. <Τι έχουμε σήμερα?> Φώναξε, καθώς η μουσική ήταν ακόμα πολύ δυνατά.
<Λαζάνια!> Και χαμήλωσα την μουσική.
<Τέλεια!> Έβγαλε το παλτό του, πήγε το άφησε στον καλόγερο και μετά πήγε να αφήσει την την τσάντα του στο γραφείο.
Έβγαλα ένα πιάτο και άρχισα να βάζω τα λαζάνια με ομοιομορφία πάνω του.
<Πως και τόσο νωρίς σήμερα?> Τον ρώτησα. Πλέον είχαμε κάνει μία άλλη συμφωνία. Να τον φωνάζω Αφέντη μόνο όταν το ήθελε αυτός και πραγματικά αυτό ήταν κάτι που το λάτρεψα, γιατί έτσι δεν θα έτρωγα τόσες πολλές τιμωρίες.
<Είδες καθόλου την ώρα? Τρεις το μεσημέρι πήγε. Τι ώρα ήθελες να γυρίσω δηλαδή?!> Είπε με ειρωνεία και εμφανίστηκε μπροστά μου με το πουκάμισο ανοιχτό, αναδεικνυοντας το καλογυμνασμένο σώμα του.
<Πέρασε πολύ γρήγορα η ώρα και δεν το κατάλαβα> Για να δικαιολογηθώ και του σέρβιρα το μεσημεριανό του.
<Αφού φας και μαζέψεις θέλω να έρθεις στο γραφείο μου> Και έβαλε την πρώτη πιρουνιά στο στόμα του.
<Μάλιστα>
Ορισμένες φορές θεωρούσα πολύ ωραίο που έτρωγα μόνη μου, γιατί δεν θα άντεχα να βλέπω την φάτσα του άλλο. Αλλά άλλες φορές ήθελα τόσο πολύ να κάτσω μαζί του. Να μου πει τα νέα του, να του πω και γω τα δικά μου. Να είχαμε έστω μια επικοινωνία και όχι μόνο ότι ήθελε αυτός.
Όταν τελείωσα το φαγητό μου και έβαλα το πιάτο στον νεροχύτη πήγα να μαζέψω τα δικά του. Και όπως πάντα τα είχε φύγει στο γραφείο του και εγώ έπρεπε να τα μαζέψω σαν καλή νοικοκυρά.
Τα έπλυνα σκούπισα το τραπέζι του και πήγα στο γραφείο του. Χτύπησα την πόρτα και αμέσως η φωνή του ακούστηκε λέγοντας μου να περάσω.
<Λοιπόν ήρθα!> Είπα και κάθισα μπροστά του.
<Κάτσε!> Και μου έδειξε τον καναπέ.
Δεν άργησε να περάσει από την σκέψη μου το ότι θα το κάναμε πάλι στον καναπέ! Πλέον είχα εξοικειωθεί με όλα τα έπιπλα στο σπίτι. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και άρχισε να προχωρά προς τα εμένα. Είχε αλλάξει τα ρούχα του και τώρα φορούσε μια μαύρη μαυρομάνικη και μια γκρι φόρμα.
<Ορίστε!> Είπε και έσπρωξε το κινητό μου πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι. <Πάρε τηλέφωνο τους γονείς σου και πες ότι είσαι καλά> Και έκανε μία παύση. <Αλλά έτσι και κάνεις καμιά άλλη χαζομάρα ξες τι θα γίνει μικρή> Μου τόνισε αυστηρά και κάθισε δίπλα μου πάνω στο μπράτσο του καναπέ.
Τα χέρια μου έπιασαν με βιασύνη το κινητό και άρχισα να πληκτρολογώ τον αριθμό της μητέρας μου. Ο χαρακτηριστικός ήχος που έκανε μέχρι να το σηκώσει με άγχωνε ακόμα περισσότερο. Είχαν περάσει σχεδόν δύο μήνες και θα άκουγαν την φωνή τους.
<Ορίστε> Ακούστηκε η φωνή της μαμάς μου.
<Μαμά!>
<Ζωή? Πες μου πως είσαι εσύ κορίτσι μου?!> Είπε και η φωνή της άρχισε να τρέμει.
<Μαμά εγώ είμαι!>
<Κόρη μου που είσαι? Τι σου συμβαίνει? Τι έγινε?....> Και η μία ερώτηση ερχόταν πίσω από την άλλη.
Μου είχε λείψει τόσο πολύ. Μου είχαν λείψει όλα. Το πρώτο μου δάκρυ κύλησε και άρχισα να σφίγγω τα δόντια μου, για να μπορέσω να μείνω δυνατή. Ο Μιχάλης δεν σταματούσε να με κοιτάει, μην τειχών και κάνω καμιά χαζομάρα και πω τίποτα.
<Μαμά θέλω να σου πω μόνο πως είμαι καλά!> Της είπα και αμέσως έπεσε ησυχία.
<Τι είναι αυτά που λες κορίτσι μου! Πότε θα έρθεις στο σπίτι σου..>
<Μαμά πρέπει να κλείσω.> Και τα δάκρυα γινόντουσαν όλο και πιο πολλά.
<Όχι Ζωή μην κλείσεις!> Τσίριζε στο τηλέφωνο.
<Μαμά...>Και μου άρπαξε το τηλέφωνο και το έκλεισε.
<Φτάνει> Είπε ήρεμα και πήγε να κάτσει στην καρέκλα του.
<Γιατί το κάνεις αυτό!?> Του φώναξα. <Για ποιο γαμημένο λόγο με βασανίζεις έτσι την τύχη μου μέσα!> Και έριξα κάτω το βάζο με τα λουλούδια που ήταν πάνω στο τραπεζάκι.
Το γυάλινο αντικείμενο έσπασε και έγινε χίλια κομμάτια. Εκείνος γύρισε και έσφιξε τις παλάμες του σε μπουνιές.
<Τι έκανες μικρή?> Με ρώτησε με ήρεμο τρόπο, αλλά δεν φαινόταν να κρατούσε για πολύ τον εαυτό του.
Τα δάκρυα σταμάτησαν απότομα, καθώς είχα καταλάβει τι είχα κάνει και πως δεν θα την έβγαζα καθαρή. Τον έβλεπα που με πλησίαζε σιγά σιγά και εγώ ενστικτωδώς άρχισα να τρέχω.
<Έλα γρήγορα εδώ!> Φώναξε από πίσω μου και εγώ αρχίσω να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
Τον ένιωθα που με κυνηγούσε και εγώ άρχισα να τρέχω προς το δωμάτιο μου.
<Δεν τα κάνεις καλύτερα τα πράγματα έτσι είπε και μου έπιασε το χέρι και με τράβηξε προς τα πίσω.
Εγώ γρήγορα τράβηξα με ακόμη μεγαλύτερη δύναμη το χέρι μου και μπόρεσα να του ξεφύγω και άρχισα να τρέχω στις σκάλες. Πλέον ήμασταν πάνω στις σκάλες και όταν με ξανά έπιασε από το χέρι σφίγγοντας το δυνατά, του έδωσα μια κλωτσιά στην κοιλιά και έπεσε στα σκαλοπάτια, ελευθερώνοντας με. Όμως με το που έκανα να ανέβω ένα σκαλί το χέρι του τυλίχθηκε γύρω από τον αστράγαλο μου.
<Μηηηηη.....> Φώναξα και με έσπρωξε ρίχνοντας με κάτω και μέσα σε δευτερόλεπτα βρέθηκε από πάνω μου.
<Είσαι αχάριστη!> Μου φώναξε και άρχισε να σκίζει τα ρούχα μου.
Προσπαθούσα να τον απομακρύνω από πάνω μου, χτυπώντας τον με τα χέρια στο στήθος, όμως αυτός ούτε κουνιόταν.
<Σε παρακαλώ Μιχάλη!!!> Και μπήκε απότομα μέσα μου, μετατρέποντας το όνομα του σε έναν δυνατό αναστεναγμό.
Ξέρω είμαι απαράδεκτη! Έχω να ανεβάσω τρεις εβδομάδες αν δεν κάνω λάθος? Αλλά μην ανησυχείτε τώρα θα μπω σε πρόγραμμα και θα ανεβάζω! Ευχαριστώ πάρα πολύ για την υποστηρίξει σας και μου αρέσει πραγματικά που ορισμένοι εκφράζεται την γνώμη σας ακόμα και αν είναι θετική ή αρνητική. Μην ξεχάσετε να ψηφίσετε και να σχολιάσετε!❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top