~9~
Κάτσαμε σε ένα τραπεζάκι σε μια ταβέρνα να φάμε κυπριακό φαγητό. Η κουζίνα τους ήταν πραγματικά πολύ νόστιμη και οι γεύσεις τους σου έμεναν στον ουρανίσκο. Αλλά εγώ δεν είχα τόση όρεξη. Έτρωγα και σκεφτόμουν πως θα νιώσω όταν θα τον δω. Πως θα αντιδράσω αν όλα βγουν αληθινά και πως θα τον κάνω να ταπεινωθεί. Τι λόγια θα του πω και πως θα είναι η έκφραση του προσώπου μου. Ήρεμη; Αγριεμένη; Δεν ξέρω. Ξέρω μόνο ότι πρέπει να φανώ ψύχραιμη. Δύσκολο για μένα αλλά ας μου δώσει ο Θεός δύναμη να το παλέψω. Κοιτούσα τα ερωτευμένα ζευγάρια που περνούσαν από δίπλα μας ή από την άλλη άκρη του δρόμου και σκεφτόμουν όσα είχα περάσει με τον Μιχάλη. Σε δυο μήνες θα κλίναμε 4 χρόνια σχέσης. Αλλά... πολύ φοβάμαι ότι δεν θα υπάρξει αυτό το πράγμα.
«Που ταξιδεύεις;» η φωνή της Χρύσας με έβγαλε από τις σκέψεις μου και την κοίταξα. Είχαμε τελειώσει το φαγητό μας και πίναμε τον καφέ μας.
«Πουθενά. Σκέφτομαι.» της είπα και ήπια μια γουλιά από τον καφέ μου.
«Πολύ σκέφτεσαι ρε Μυρτώ μου. Θα το κάψεις στο τέλος.»
«Δεν είναι ώρα για χιούμορ Χρύσα.»
«Συγνώμη επειδή ο κύριος θέλησε να σου τα φορέσει και εσύ είσαι τόσο σίγουρη ότι όντως το έκανε, σημαίνει ότι πρέπει να χάσεις το χαμόγελο σου;»
«Χρύσα εδώ μιλάμε για μια σχέση 3 χρόνων. Για έναν άνθρωπο που νόμιζα ότι, ποτέ στην ζωή του δεν θα με ξέχναγε και τώρα ούτε σε ξέρω ούτε με ξέρεις; Δεν κοιμηθήκαμε ένα βράδυ μαζί, περάσαμε καλά και τώρα γεια σου! Με αυτό τον άνθρωπο έχω περάσει τα πάντα και θέλω να μάθω γιατί; Γιατί όλα αυτά;»
«Καταλαβαίνω Μυρτώ μου. Αλλά και αν δεν είναι αυτό;»
«Τότε να περάσει αμάξι να με πλακώσει αν λέω ψέματα.»
«Σε παρακαλώ κορίτσι μου τι είναι αυτά που λες τώρα;» κουνήθηκε από την θέση της.
«Η ποινή που θα φάω από τον Θεό αν βγω ψεύτρα!»
Ήμασταν στο αμάξι και περιμέναμε λίγο ποιο κάτω από την πύλη του στρατοπέδου το πούλμαν να βγει και να το ακολουθήσουμε. Η καρδιά μου κόντεψε να βγει από την θέση του όταν το είδα να βγαίνει από την πύλη. Η Χρύσα έβαλε μπρος και το ακολουθήσαμε.
«Είσαι σίγουρη ότι σήμερα έχει έξοδο;»
«Ναι. Θυμάμαι πότε βγαίνει, πότε πάει για φαγητό και πότε κοιμάται. Παρακολουθώ κάθε του κίνηση χωρίς να το ξέρει ο ίδιος.»
«Δηλαδή;»
«Έχω και εγώ τα μέσον μου στο ΕΛΔΥΚ!»
«Κατάλαβα... έχεις χακάρει και τους τηλεφωνικούς θαλάμους, τους υπολογιστές και ότι άλλο υπάρχει εκεί προκειμένου να παρακολουθείς τις κινήσεις του;»
«Και λίγα λες!»
«οχ οχ !» αναστέναξε βαθιά και εγώ την μιμήθηκα.
Μετά από ώρα φτάσαμε στην Λευκωσία στο κέντρο και στην στάση όπου το πούλμαν άφησε τους φαντάρους και ανάμεσα τους ήταν και αυτός. Στολισμένος περιποιημένος και, Θεέ μου, είχε ομορφύνει τόσο πολύ. Σκέτος παίδαρος. Τα μπράτσα του είχαν φουσκώσει. Η πλάτη του είχε ανοίξει και το συνήθειο του να καμπουριάζει είχε εξαφανιστεί.
«Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησα
«Θα τον ακολουθήσουμε με τα πόδια. Παρκάρω και τους ακολουθούμε. Να, φόρεσε τα γυαλιά σου και βάλε τα μαλλιά σου μπροστά σαν την θλιμμένη χήρα.»
Φτιαχτήκαμε, βαφτήκαμε λίγο και βγήκαμε από το αμάξι. Είχαν ήδη προχωρήσει με την παρέα του και κατευθυνόντουσαν σε μια καφετέρια. Όταν έφτασαν, μπήκαν μέσα και εμείς έτσι καμουφλαρισμένες που ήμασταν κάτσαμε δυο με τρία τραπέζια μακριά τους. Εμείς τους βλέπαμε αλλά αυτοί όχι. Είχε πολύ κόσμο για να μας δουν. Παραγγείλαμε καφέ εγώ και μια πορτοκαλάδα η Χρύσα και παρακολουθούσαμε κάθε του κίνηση. Έκρυβα το πρόσωπο μου με το χέρι μου, αλλά ήταν δύσκολο να με καταλάβει πίσω από τα γυαλιά ηλίου μου που δεν είχα βγάλει από την ώρα που μπήκαμε στην καφετέρια. Κοιτούσε γύρο του ανήσυχος θα έλεγα. Το βλέμμα του έπεσε πάνω μου και τότε ήθελα η Γη να με καταπιεί. Σαν να καρφώθηκε λίγο πάνω μου αλλά μετά μου γύρισε την πλάτη του.
«Παραλίγο...» μου είπε η Χρύσα καθώς δάγκωνε το καλαμάκι του χυμού της. Και άναψε τσιγάρο.
Εγώ δεν την άκουσα και συνέχιζα να τον κοιτάω με τρόπο, μέχρι που χτύπησε το κινητό του και το σήκωσε. Άκουγα καθαρά τι έλεγε.
«Που είσαι;... ε... καθόμαστε έξω μαζί με τους υπόλοιπους... οκ σε περιμένω... έλα γεια.»
Τι ήταν αυτό τώρα; Μήπως ήταν κανένας φίλος του από το στρατόπεδο; Κοίταξα την Χρύσα και τότε, όταν γυρίσαμε τα βλέμματα μας πάνω του, ήταν ήδη στην αγκαλιά της και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη της. Δεν το πιστεύω. Ώστε όλα βγήκαν αληθινά. Ήθελα να κλάψω. Πραγματικά να κλάψω. Ποιος; Ο Μιχάλης μου. Ο δικός μου Μιχάλης να κοιτάει άλλη στα μάτια και να λιώνει, να φιλάει άλλη και να πεταρίζουν τα μάτια του.
«Δεν το πιστεύω!» είπε η Χρύσα δίπλα μου έβαλε το χέρι της στο στόμα της. Εγώ από εκείνη την στιγμή έπαψα να ζω. Έπαψα να ελπίζω. Έβγαλα τα γυαλιά μου, έστρωσα όμορφα τα μαλλιά μου, σηκώθηκα και τους πλησίασα. Έστεκα για αρκετή ώρα πίσω από το ερωτευμένο ζευγαράκι όταν όλοι από την παρέα με κοίταξαν και τα μάτια τους άνοιξαν διάπλατα. Και τότε γύρισαν και αυτοί οι δύο. Ο ίδιος έμεινε έκπληκτος όταν με είδε. Εγώ μόνο τον κοιτούσα. Με ένα ύφος ανέκφραστο.
«Μυρτώ... Σε παρακαλώ... άσε με να σου εξηγήσω... σε παρακαλώ δεν είναι...»
Τότε το χέρι μου προσγειώθηκε με όση δύναμη είχα στο πρόσωπο μου και τον προσγείωσα στο τραπέζι πάνω. Καφέδες, ποτά, έπεσαν κάτω. Η κοπέλα είχε τρομοκρατηθεί με ότι είδε και είχε νευριάσει.
«Μην μιλήσεις γιατί εσύ θα είσαι η επόμενη.» το βούλωσε.
«Συγχαρητήρια Μιχάλη... ότι και να σου πω είναι λίγο... το μονό που θα υπάρξει από δω και πέρα θα είναι ένα ΓΙΑΤΊ;» ισορρόπησε στην θέση του και με κοιτούσε στα μάτια. Αυτά τα μάτια που κάποτε με κοιτούσαν και μου έλεγαν την αλήθεια, τώρα στέκονται ντροπιασμένα μπροστά μου και μου έκαναν το χειρότερο κακό που θα μπορούσαν να μου κάνουν στην ζωή μου. Δεν με ένοιαζε το ξύλο που έτρωγα από αυτόν. Δεν με ένοιαζε ότι άλλο και να μου έκανε. Τότε όμως ήξερα, ότι ήταν δικός μου και έκανε έτσι μόνο για μένα. Αλλά αυτό δεν θα το επέτρεπα. Έβγαλα το δαχτυλίδι των αρραβώνων μας και την βέρα μου και του την έβαλα στο χέρι του.
«Συγχαρητήρια και σε όλους εσάς! Μόλις γίνατε συνεργοί σε έναν εγκληματία που κάποτε θεωρούσα άντρα μου. Πάρε λοιπόν τον ανδρισμό σου και την πουτάνα σου, και μην τολμήσεις να εμφανιστείς ξανά μπροστά μου γιατί την επόμενη, θα σε σκοτώσω.» τότε δίπλα μου ήρθε και η Χρύσα κούνησε κοροϊδευτικά το κεφάλι της. Εγώ αποχώρησα αλλά αυτός προσπαθούσε να της απολογηθεί. Τότε τον έφτυσε στα μούτρα και αποχώρησε μαζί μου.
Όλα είχαν τελειώσει. Τα μάτια μου έκλαιγαν. Η καρδιά μου έγινε κομμάτια και η ψυχή μου έπεσε σε κώμα. Από εκείνη την στιγμή δεν ήξερα τι έκανα, που ήμουν. Έκατσα σε ένα παγκάκι και έκλαψα. Έκλαψα και με το παραπάνω.
Έτρεμα ολόκληρη από το σοκ, και τότε ένοιωσα το χέρι της φίλης μου να με τραβάει κοντά της και να με αγκαλιάζει. Με σήκωσε με κόπο και αφού με έβαλε στο αυτοκίνητο γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Με μετέφερε μέχρι το δωμάτιο. Εγώ σαν υπνωτισμένη, πήγα στο μίνι μπαρ και έβαλα μια βότκα. Την κατέβασα μονορούφι και την συμπλήρωσα άλλη μια φορά.
«Δεν θα βγάλεις κάτι με το να πίνεις. Δεν είσαι μαθημένη σε αυτά Μυρτώ μου...»
«Τώρα το χρειάζομαι όσο τίποτα άλλο. Δεν με νοιάζει να μεθύσω. Ας το κάνω και εγώ μια φορά. Όλο οι άλλοι θα το κάνουν; Όταν αυτός έπινε εγώ το βούλωνα. Όταν με χτυπούσε με το έτσι θέλω πάλι το βούλωνα. Όταν...»
«Όπα όπα μισό λεπτό... τι είπες πριν;»
«Είπα ότι, όταν έπινε το βούλωνα.»
«Όχι αυτό το άλλο. Ο Μιχάλης σε χτυπούσε;»
«Ναι ... και δεν ήξερα που έφταιγα. Μια μέρα που βγήκα μόνη χωρίς να του το πω ή να του ζητήσω την άδεια, ήρθε την επόμενη και με έκανε τόπι στο ξύλο. Και με άφησε και σύξυλη. Μετά όμως κατάλαβε το λάθος του και ήρθε πάλι δίπλα μου και τότε το κάναμε ξανά και ξανά.»
«Θα τον σκοτώσω το μπάσταρδο. Θα σου τον κάνω να το φυσάει και να μην κρυώνει. Θα του χτυπήσω μια μήνυση που θα είναι όλη δική του.»
«Όχι Χρύσα.. σε παρακαλώ δεν τα θέλω αυτά. Δεν το θέλω αυτό. Όλα τελείωσαν Χρύσα.... Δεν υπάρχει ποια ο Μιχάλης. Είναι ένα μεγάλο παρελθόν μαζί με τα υπόλοιπα. Ότι του αξίζει αποδώ και πέρα θα το βρει από τον Θεό.»
Εκείνη την νύχτα δέχτηκα πάνω από 20 κλήσεις του. Το αγνόησα. Έκανα πως δεν το ακούω ή το έβαζα στην αναμονή. Εκείνη την νύχτα έθαψα βαθιά μέσα μου την Μυρτώ που ήξεραν όλοι. Την γλυκιά, την καλή. Που όλοι εκμεταλλεύονταν και με το παραπάνω. Που γινόμουν μπαλάκι για τον καθένα. Τον πρώτο χρόνο που πέρασα μαζί του στιγμές απίθανες δεν θα τις ξεχάσω ποτέ. Τα χρόνια όμως, που έφαγα από την ζωή μου, ήταν αυτά τα 2 τελευταία. Από τότε που κλείσαμε 2 χρόνια σχέσης και πηγαίναμε για τον τρίτο χρόνο, έχασα τα πάντα. Και την ζωή μου και όλα. Ακόμα και πώς να αναπνέω ξέχασα. Αυτός μου έλεγε πώς να αναπνέω και πότε. Αυτά όμως τώρα τελείωσαν. Σε 6 μέρες θα έφευγα από την Κύπρο και μέχρι τότε θα περνούσα καλά. Και ας ήξερα ότι και εκεί υπάρχει και αυτός που θα γυροφέρνει την τσαπερδόνα. Παρόλο που με πόναγε, δεν άφησα τον εαυτό μου να κλάψει ξανά. Γιατί δεν άξιζε. Έχασα πολλά, αλλά αποφάσισα να τα ξανά πάρω πίσω. Πως; Ήταν κάτι που θα γινόταν στο πέρασμα του χρόνου. Και θα το έκανα ο κόσμος να χαλάσει.
Τις υπόλοιπες μέρες δέχτηκα κι άλλες κλήσεις του. Τις αγνόησα και αυτές. Πήγαμε σε ένα φωτογραφείο με την Χρύσα να εμφανίσουμε τις φωτογραφίες που τράβηξε με το κινητό της, καθώς εγώ δεν έπαιρνα τα μάτια μου από πάνω του όσο η άλλη του τριβόταν. Και μάλιστα πολύ αποκαλυπτικές. Ήξερα που θα τις δώσω. Πρώτα θα τις έστελνα στους γονείς του. Να δει η μάνα του, τα χάλια του γιου του. Το κωλόπαιδο που ανέθρεψε. Μετά, θα το έβαζα μάλλον στο ιντερνέτ να τον κάνω ρεζίλι παγκοσμίως, αλλά μετά το ξανά σκέφτηκα γιατί, τότε που έγινε το σκηνικό ήταν και όλοι του οι φίλοι που ήταν και αυτοί –όπως μου είπε τότε- πιστοί στις σχέσεις του. Καλά! Να βλέπατε πως κοιτούσε ο καθένας την κάθε γκόμενα που περνούσε ή έμπαινε στην καφετέρια να πάθετε πλάκα. Άσε που σίγουρα έγινε ρεζίλι σε όλο το στρατόπεδο. Όλο και κάποιος θα είπε κάτι εκεί μέσα και θα έχει μαθευτεί κιόλας. Αλλά δεν με νοιάζει. Όπως έστρωσε θα κοιμηθεί κιόλας. Αυτό ήταν που ήθελα να πετύχω. Να ξεφτιλιστεί να μη έχει τόπο να κρυφτεί. Όπως τότε. Που μου έριξε χαστούκι μπροστά σε τόσο κόσμο σε μια καφετέρια που είχαμε πάει τότε επειδή χαιρέτησα ένα συμμαθητή μου.
«Και τώρα τις φωτογραφίες τι θα τις κάνεις;» με ρώτησε η Χρύσα στο αυτοκίνητο καθώς γυρνούσαμε στο ξενοδοχείο.
«Θα τις δώσω στους γονείς του.»
«Είσαι τρελή; Θα δημιουργήσεις μεγάλο πρόβλημα.»
«Αυτό είναι που θέλω. Να τον κάνω κομμάτια όπως με έκανε και αυτός. Και θα το κάνω με οποιοδήποτε τρόπο. Καιρός να ξυπνήσουν και αυτοί να δουν τη καμάρι μεγαλώνουν τόσα χρόνια. Που του τα έχουν δώσει όλα απλόχερα και αυτός αντί να τα εκμεταλλευτεί και να βάλει τα δυνατά του για το καλύτερο στο μέλλον του, δεν νοιαζόταν για τίποτα. Δεν έπαιρνε ούτε από γράμματα, ούτε από την μαγειρική που τον έστειλαν οι γονείς του σε ιδιωτική σχολή. Τζάμπα όλα τα λεφτά που έδωσαν οι γονείς του και τα έβγαλαν οι άνθρωποι τότε με πολύ κόπο λόγο σοδειάς. Κάθε μέρα αδιάβαστος, χάλια στα διαγωνίσματα στην εξεταστική που έδινε. Μόνο στα πρακτικά κατάφερε να κάνει κάτι και αυτό με το ζόρι. Όλα τα άλλα στο βρόντο.» τελείωσα λαχανιασμένη. Ήθελα να τα πω όλα που τόσα χρόνια με βάραιναν.
«Μα καλά... τι να πω... δεν το περίμενα από τον Μιχάλη αυτό το πράγμα. Τελικά οι άνθρωποι δείχνουν αυτό που δείχνουν και άλλα βγαίνουν μετά στην φόρα...»
«Και να ήταν μόνο αυτά...»
«Τι έχει κι άλλα;»
Πήγα να της απαντήσω αλλά με διέκοψε ο ήχος του κινητού μου. Κοίταξα την οθόνη. Πάλι αυτός με καλούσε. Όχι χρυσέ μου. Πάτησα απόρριψη κλήσης και συνέχιζα να τις λέω όλα όσα είχαν γίνει τότε. Φτάσαμε στο ξενοδοχείο και ακόμα της διηγούμουν τα γεγονότα ένα προς ένα μπήκαμε στο δωμάτιο όταν τελείωσα την διήγηση. Το πρόσωπο της ήταν συννεφιασμένο με όσα άκουσε και δεν ήξερε τι να μου πει.
«Κοίταξε, δεν μπορώ να βγάλω άκρη... γιατί πολύ απλά ο Μιχάλης έχει μάλλον διπλή προσωπικότητα. Την μια είναι έτσι και την άλλη γιουβέτσι. Οι άντρες το έχουν στο αίμα τους να κάνουν τέτοια και πολλές φορές φτάνουν και στο απροχώρητο...»
«Ναι και αυτός το απροχώρητο το ξεπέρασε. Και θες να σου πω ποιος τον έκανε έτσι; Οι φίλοι του από το σχολείο είχε τον κάθε μαλάκα πάνω από το κεφάλι του να του λένε να συμπεριφερθεί σαν άντρας. Πως; Να με πηδήξει μόνο και να φύγει. Αυτό, με εξόργισε και για αυτό του ξέκοψα τις παρέες του και αυτός ξέκοψε έμενα με τις παλιές μου φίλες. Γιατί λέει κρεμόμουν από αυτές... έλα μου ντε που είχαν δίκιο αλλά και πάλι δεν το μετάνιωσα. Όταν η άλλη τον πρόσβαλε με τον χειρότερο τρόπο της τα είπα όλα στο facebook και την μπλοκάρισα. Και από τότε έχω να της μιλήσω. Δεν το μετάνιωσα ποτέ μου γιατί το έκανα για αυτόν. Αλλά τι να του πω... ότι αγάπη και να του είχα αυτός μου το ξεπλήρωσε έτσι.»
Πήγα στο μίνι μπαρ και έβαλα ένα ποτήρι ουίσκι. Αυθόρμητα πείρα ένα τσιγάρο από το πακέτο της Χρύσας και το άναψα. Ρούφηξα μια γερή δόση που με έκανε να βήξω αλλά με την δεύτερη τζούρα το συνήθισα σαν να καπνίζω χρόνια. Η Χρύσα έμεινε να με κοιτάει με γουρλωμένα μάτια.
«Μυρτώ πας καλά; Τι κάνεις εκεί;»
«Αυτό που ήθελα να κάνω εδώ και καιρό και προσπαθούσα να ελέγξω τον εαυτό μου να μην το κάνω αλλά τώρα το θέλω. Τι νομίζεις; Ότι ο Μιχάλης δεν καπνίζει εκεί; Το πρώτο πράγμα που θα έκανε ήταν αυτό όταν έφυγε από δίπλα μου.»
«Και τι σημαίνει αυτό δηλαδή; Ότι πρέπει να το αρχίσεις και εσύ;»
«Σου είπα Χρύσα η παλιά Μυρτώ πέθανε. Δεν θα γίνω το αθώο κοριτσάκι που ήθελαν όλοι να είμαι. Αυτό είναι η πρώτη αλλαγή. Μετά θα έρθουν και τα υπόλοιπα.»
Ήρθε κοντά μου και μου πήρε το τσιγάρο από το στόμα.
«Μυρτώ είσαι δεκαοχτώ χρονών κορίτσι ακόμα. Έχεις όλη την ζωή μπροστά σου. Θα αγαπήσεις και θα απογοητευτείς πολλές φορές. Θα υπάρξουν πολλές αναποδιές στην ζωή σου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να τα αλλάζουμε όλα και να γινόμαστε διαφορετικοί. Δεν θα επιβιώσεις έτσι. Πρέπει να είσαι ο εαυτός σου και να μπορείς να σταθείς στα πόδια σου να επιβιώσεις. Όχι με το παραμικρό να το ρίχνεις στο τσιγάρο και στο ποτό.»
«Χρύσα δεν θέλω υποδείξεις σε αυτό το θέμα είναι καθαρά δικιά μου απόφαση. Και δεν είπα ότι θα τα αλλάξω όλα... απλά κάποια πράγματα έπρεπε να μπουν από νωρίς στην θέση τους αλλά δεν μπήκαν. Τώρα ήρθε καιρός να γίνουν όλα.»
«Και μέσα σε αυτά είναι και το να αρχίσεις το τσιγάρο;»
«Αυτό είπα ότι το ήθελα. Αυτός βρήκε παρηγοριά αλλού. Κάνει πλέον την ζωούλα του. Καιρός να κάνω και εγώ την δική μου. Δεν θα δώσω λογαριασμό σε κανέναν.»
Τις πείρα το τσιγάρο από το χέρι της και συνέχιζα να το καπνίζω. Αυτή η ανάμιξη νικοτίνης και αλκοόλ με χαλάρωνε. Από δω και πέρα όμως ξεκινούσε η ζωή μου και οι δυσκολίες που θα ακολουθούσαν θα ήταν πολλές . Έπρεπε να το παλέψω όμως όσο ήταν καιρός. Δεν ήξερα όμως, μέχρι πότε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top