~26~
Η ευτυχία μου ήταν πάντα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο μου. Η εγκυμοσύνη μου προχωρούσε και εγώ άρχιζα σιγά σιγά να φουσκώνω. Είχα μπει στον πέμπτο μήνα και ένιωθα επιτέλους το μωρό να κλωτσάει μέσα μου. Πρέπει να είναι η ποιο όμορφη αίσθηση το ποιο υπέροχο χάδι που έχω νιώσει ποτέ μου πάραυτα όμως έτρωγα πάρα πολύ σε σημείο να έχω γίνει ένα μικρό βαρελάκι. Τα χαρακτηρίστηκα μου είχαν γίνει ποιο θηλυκά κάτι που ξεσήκωνε αρκετά τον Στέλιο αλλά ήξερε ότι οι σεξουαλικές του ορέξεις θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι να γεννήσω. Έκανε υπομονή και αυτός με τις παραξενιές μου και τις ορμόνες μου είχαν πλέον χτυπήσει κόκκινο.
Ο ίδιος έτρεχε από το πρωί μέχρι το βράδυ με το συγκρότημα κάνοντας ηχογραφήσεις για το νέο τους άλμπουμ που θα κυκλοφορούσε αρχές Δεκέμβρη. Τον έβλεπα λίγο αλλά δεν ήθελα να του παραπονεθώ γιατί ξέρω ότι έτρεχε για μας. Για να έχουμε τις ανέσεις μας. Είχα και εγώ ακόμα κάποιες οικονομίες στην άκρη που έφταναν για να ζήσουμε αρκετά χρόνια με αυτές αλλά σε καμία περίπτωση δεν δέχτηκε να τα αγγίξουμε αυτά τα λεφτά. Ας υπήρχαν στον λογαριασμό μου για ώρα ανάγκης. Και έτσι δέχτηκα.
Όλα ήταν τόσο όμορφα και φυσιολογικά που με έκανε να αισθάνομαι όμορφα ήμουν ήρεμη και δεν με απασχολούσαν άλλα πράγματα πέρα από το να πάρω το μωρό μου επιτέλους στην αγκαλιά μου. Φτιάξαμε και το δωμάτιο του μωρού που δεν θέλαμε να μάθουμε ακόμα το φύλο του και για αυτό το διαμορφώσαμε σε ουδέτερα χρώματα.
Αναπολούσα όμως την οικογένεια μου. Από τότε που έφυγα στην Ρώμη έχω να τους μιλήσω. έπαιρνε που και που η μάνα μου να δει τι κάνω αλλά δεν μιλούσαμε πολύ. Και ούτε τις είχα πει ότι έχω μετακομίσει στην Θεσσαλονίκη μαζί με τον Στέλιο και ότι περιμένω παιδί.
«Όταν με το καλό θα γεννήσω θέλω να πάμε διακοπές στην Κρήτη. Θέλω να δω την οικογένεια μου. έχω να τους δω πολλά χρόνια.» Είπα στον Στέλιο ένα βράδυ που καθόμασταν στον σαλόνι τρώγοντας την πίτσα που είχε φτιάξει ο ίδιος με τα χεράκια του.
« Να πάμε μωρό μου. Αλλά πρώτα να γεννήσεις με καλό να μεγαλώσει το μωρό λίγο και θα πάμε. Η αλήθεια είναι ότι θέλω να δω και εγώ τους δικούς μου. Παρόλο που έχουμε επικοινωνία ο πατέρας μου λαχταράει να μας δει.»
«Λέω να πάμε τον Αύγουστο που θα έχεις ποιο ελεύθερο πρόγραμμα.»
«Δεν είναι κακή ιδέα. Θα φροντίσω να πάρω άδεια τότε.»
«Τέλεια τότε. »
Η αλλαγή του χρόνου μας βρήκε όλους μαζί να κάνουμε ρεβεγιόν στο σπίτι της Γεωργίας. Συζούσε με ένα αγόρι ίδια ηλικία με αυτήν και το θέμα πήγαινε σοβαρά. Ήταν ιδιοκτήτης της δισκογραφικής εταιρίας όπου συνεργάζεται το συγκρότημα και σε μια επίσκεψη τους να ανανεώσουν το συμβόλαιο ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα και έτσι έδεσε το γλυκό. Είχαν χρόνο για γάμο αλλά έκαναν σαν να είναι παντρεμένοι. Εγώ πάλι, σκεφτόμουν με τον Στέλιο να παντρευτούμε στην Κρήτη μαζί με την βάφτιση του παιδιού. Για αρχή όμως έπρεπε να δω τους γονείς μου.
Καθόμουν στο σπίτι και χάζευα στην τηλεόραση. Ο Στέλιος ήταν στο στούντιο και είχα για παρέα την Γεωργία να με προσέχει μιας και είχα μπει πλέον στο μήνα μου και από μέρα σε μέρα ετοιμαζόμουν να γεννήσω. Εκεί που παρακολουθούσα την αγαπημένη μου εκπομπή ένιωσα κάτι υγρό ανάμεσα στα πόδια μου. Κοίταξα και είδα ότι ήμουν μούσκεμα ένας δυνατός πόνος μου έκοψε την ανάσα μη μπορώντας να φωνάξω.
«Γεωργία! Γεωργία! Έλα γρήγορα!»
Την έβγαλα από την τουαλέτα άρων αρων προσπαθώντας να κουμπώσει το παντελόνι της που το έχανε κάπου στην διαδρομή
«Τι έγινε χριστιανή μου γιατί φωνάζεις; Τι έπαθες;»
«Γεωργία γεννάω! Κοίτα πως έχω γίνει!»
Είδε τα υγρά που είχαν αρχίσει να κυλάνε πλέον στο πάτωμα.
«Παναγία μου έλα σήκω. Όχι κάτσε, όχι σήκω να πάμε στο αμάξι. Που είναι η βαλίτσα σου.»
Είχε πανικοβληθεί και έτρεχε πάνω κάτω σαν τρελή ενώ εγώ διπλωνόμουν από τους πόνους.
«Γεωργία σύνελθε μέσα είναι η βαλίτσα παρτην και πάμε αν δεν θες να γεννήσω εδώ!»
Σαν να συνήλθε έτρεξε και πήρε την βαλίτσα μου και με βοήθησε να κατέβω μέχρι το αμάξι. Το γκάζωσε και προσπαθούσε να φτάσουμε όσο ποιο γρήγορα γινόταν στο μαιευτήριο.
«Που είναι ο Στέλιος; Δώσε μου να τον πάρω τηλέφωνο.»
«Κάτσε θα τον πάρω εγώ.»
Πληκτρολόγησε το τηλέφωνο του Στέλιου και το έβαλε στο αφτί της.
«Έλα Στέλιο! Σταμάτα ότι κάνεις. Της Μυρτώς τις έσπασαν τα νερά. Την πάω στο μαιευτήριο. Ναι βιάσου όμως!»
Γέννησα ένα πανέμορφο κοριτσάκι στα τρία οκτακόσια. Όταν το πήρα στην αγκαλιά μου ένιωσα την ψυχή μου να λυτρώνετε. Ήταν απίστευτο αυτό που κρατούσα πάνω μου. Το θαύμα της φύσης. Ο καρπός του έρωτα μας εμένα και του Στέλιου. Ήταν τόσο όμορφη. Είχε πάρει τα μαύρα του μαλλιά και τα μάτια του. Αυτό πεινασμένο έψαχνε την θηλή μου την οποία της την έδωσα και την άρπαξε λαίμαργα. Ήταν η ποιο όμορφη στιγμή της ζωής μου, η ποιο τρυφερή η ποιο γλυκιά ένιωθα ότι του έδινα την ζωή μου ένα κομμάτι από την ψυχή μου.
Ο Στέλιος μπήκε μέσα στο δωμάτιο την ώρα που η μικρή δεν ήθελε άλλο από το γάλα μου. Το μητρικό μου ένστικτο είχε ξυπνήσει για τα καλά. Με πλησίασε προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε γίνει. Του χαμογέλασα και του είπα να έρθει ποιο κοντά.
Δεν ήξερα πως να αντιδράσει πως να φερθεί.
«Είναι... πανέμορφη.»
«Είναι η κόρη μας.»
Του την έδωσα στην αγκαλιά του και αυτός την πήρε με προσοχή. Της έδινε μικρά φιλάκια στο κεφαλάκι της και αυτή ή στιγμή ήταν πραγματικά μοναδική.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top