~15~

Το χτύπημα στην πόρτα με έκανε να σηκωθώ απότομα από τον βαθύ ύπνο μου. Το φως του ήλιου έμπαινε στο δωμάτιο μου και κατάλαβα ότι ήταν πρωί. Σηκώθηκα και πήγα να ανοίξω. Ένας υπάλληλος του ξενοδοχείου έστεκε στην πόρτα μου με ένα δίσκο με πραγματικά πλούσιο πρωινό.

«Καλημέρα σας, αυτό μας είπαν να σας το φέρουμε.»

«Από ποιόν είναι; Δεν είχα παραγγείλει εγώ πρωινό.»

«Έχει σημείωμα πάνω. Μου είπαν ότι ξέρετε.»

«Εντάξει περάστε και αφήστε το στο σαλόνι.»

Πήγα στην τσάντα μου και έβγαλα ένα καλό φιλοδώρημα και έδωσα στο παιδί για τον κόπο του. όταν έφυγε, πήγα πάνω από το πρωινό και βρήκα το γράμμα.

'' Καλημέρα. Ελπίζω να κοιμήθηκες καλά. Το πρωινό είναι για να ανακτήσεις δυνάμεις περισσότερες από αυτές του ύπνου. Έχουμε πολύ τρέξιμο σήμερα και θέλω να είσαι γεμάτη ενέργεια. Απόλαυσε το και σε περιμένω στο χθεσινό σημείο στον Λευκό Πύργο.''

Στέλιος

Πολλά υποσχόμενα αυτό το γράμμα. Χαμογέλασα και αφού πλύθηκα ντύθηκα έκατσα να φάω το πρωινό μου. Αφού τελείωσα με το πρωινό μου, ήπια μια τελευταία γουλιά από τον καφέ μου, και κατέβηκα στο μέρος όπου είχαμε φιληθεί χτες.

Τον είδα να κάθετε σε ένα παγκάκι και να κάνει κάτι στο κινητό του. σήμερα ήταν ποιο σπορ το ντύσιμο του όπως και το δικό μου. Είχα πιάσει αλογοουρά τα μαλλιά μου και είχα βαφτεί ελάχιστα.

Με είδε που πλησίαζα και σηκώθηκε όρθιος.

«Καλημέρα»

«Καλημέρα και σε σένα» μου είπε « πως κοιμήθηκες;»

«Καλά εσύ;»

«Καλά και εγώ. Ελπίζω να έφαγες όλο το πρωινό σου γιατί έχουμε πολύ τρέξιμο σήμερα.»

«Που έχεις σκοπό να με πας;»

«Σε πολλά και διάφορα μέρη. Για αρχή θα ξεκινήσουμε από τα ψηλά και θα κατεβαίνουμε στα χαμηλότερα. Όποτε ο πρώτος μας προορισμός κυρία μου είναι η Άνω Πόλη και από το Γεντί Κουλέ»

«Και τι είναι αυτό;»

«Είναι ένα παλιό φρούριο που μέσα της έχει μια πόλη. Που ακόμα και τώρα κατοικούν άτομα εκεί.»

Με πήγε σε ένα όμορφο κάστρο που χρονολογείτε κατά της βυζαντινής περιόδου αναστηλώθηκε από Οθωμανούς, και 1890 διαμορφώθηκε για να γίνει φυλακές .

Με πήγε στον Άγιο Δημήτριο. Όπου μου είπε ότι και εκεί κάθε Κυριακή έψελνε με τον δάσκαλο του της βυζαντινής μουσικής. Αυτό μεγάλη έκπληξη για μένα δεν το περίμενα ότι αυτός ο άντρας θα έκρυβε μια τέτοια φωνή μέσα του.

Ο Άγιος Δημήτριος θεωρείτε ο μεγαλύτερος ναός της Ελλάδας και χτίστηκε κατά τον 5ο αιώνα Μ.Χ. έχει υποστεί μέσα στα χρονιά πολλές καταστροφές είτε από αλλοιώσεις είτε από πυρκαγιές. Αποτελείτε από δυο εκκλησίες και ένα κλητός του αγίου Δημήτριου τον Άγιο Ευθύμιο μαζί με στοές που αποτελείτε από διαφορά αγάλματα παλιά αντικείμενα και αντίκες. Και είναι μνημείο παγκόσμιας κληρονομίας από την ουνέσκο.

Μετά με πήγε στην Καμάρα και στην Ροτόντα.

Η καμάρα είναι ρωμαϊκής εποχής λέγετε αλλιώς και αψίδα του Γαλέριου λέγετε έτσι διότι σε εκείνο εκεί το μέρος τιμήθηκε ο αυτοκράτορας Γαλέριος όταν επέστρεψε νικητής στην Θεσσαλονίκη περίπου μετά το 306 μΧ. από την μάχη κατά τον περσών.

Ακριβώς από πάνω είναι η Ροτόντα. Προοριζόταν για μαυσωλείο του Γαλέριου άλλα τελικά δεν χρησιμοποιήθηκε για αυτόν τον λόγο γιατί ο Γαλέριος πέθανε νωρίτερα και χρησιμοποιήθηκε σαν χριστιανικός ναός αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο.

Με πήγε σε ένα μουσείο που είναι δίπλα στο δημαρχείο όπου είναι με νεοκλασικά μνημεία μέσα.

Και μετά από τόσο δρόμο, καταλήξαμε από κει που ξεκινήσαμε. Στο να μάθω την ιστορία του Λευκού Πύργου.

Μπήκαμε μέσα στον Λευκό πύργο. Ήταν αρκετοί οι όροφοι που ανεβήκαμε όπου σε κάθε όροφος υπάρχει και ένα μουσείο όπου κάθε μουσείο και μια ιστορία. Αναφέρει την ιστορία της Θεσσαλονίκης από τα αρχαία χρόνια μέχρι την σημερινή εποχή και το πώς την σχεδιάζουν να γίνει στο μέλλον. Πέρασα από όλες τις εποχές της Θεσσαλονίκης, μέχρι να βρεθώ στην κορυφή του Λευκού Πύργου και να δω όλη την Θεσσαλονίκη από κει που ήθελα πάντα να την δω.

«Πως σου φάνηκε η ξενάγηση;» με ρώτησε όταν κατεβήκαμε από τον Λευκό Πύργο.

«Ήταν πραγματικά κάτι το ξεχωριστό. Κάτι τελείως διαφορετικό και ταυτόχρονα τέλειο. Ο τρόπος με τον οποίο μου εξηγούσες την ιστορία κάθε μνημείου έδειχνε την αγάπη που έχεις αποκτήσει μέσα σου για αυτήν την πόλη. Και πρώτη φορά βλέπω άνθρωπο να αγαπάει τόσο πολύ τον τόπο στον δεν μεγάλωσε.»

Μου χαμογέλασε και μετά από τόσες ώρες με φίλησε πεταχτά στα χείλη μου.

«Μιας και μεσημέριασε τι θα έλεγες να πάμε να φάμε σε κάνα ταβερνάκι;»

«Δεν ακούγετε και άσχημη ιδέα. Ουτοσιάλος το πρωινό το όποιο έφαγα το έχασα στο περπάτημα που έκανα.»

Γέλασε και αφού με πείρε από το χέρι με οδήγησε σε μέχρι σε ένα παρακλάδι της οδός Αριστοτέλους και κάτσαμε σε ένα ταβερνάκι με το όνομα ''Βόσπορος'' . απαγγείλαμε να φάμε. Και τότε όσο τρώγαμε του διηγήθηκα την ιστορία της ζωής μου από την αρχή μέχρι τότε. Άνοιξα τελείως το μπαούλο με τα συναισθήματα μου για αυτόν και τι αισθανόμουν από την πρώτη στιγμή που τον είδα. Το παράξενο ήταν, ότι και αυτός αισθανόταν το ίδιο για μένα αλλά ήταν τότε τυφλός για να δει ότι και εγώ τον ήθελα.

«Όταν είδα ότι ο τύπος που καθόταν δίπλα σου ήταν ο αρραβωνιαστικός σου εγώ ξενέρωσα την ζωή μου. Νόμιζα ότι ο Θεός μου έκανε πλάκα. Μια όμορφη γυναίκα σαν και σένα να τα έχει φτιάξει με ένα αγόρι σαν και του λόγου του;»

«Ήμουν και εγώ αφελής και τυφλή. Δεν ήθελα να ακούσω τίποτα άλλο από αυτό που άκουγα μέσα μου. Την υποτίθεται αγάπη μου για αυτόν ήμουν ερωτευμένη και τρελή για αυτόν. Αλλά όταν κατάλαβα τι κακό έκανα στον εαυτό μου έφυγα και δεν το μετανιώνω.»

«Καλά το έκανες. Δεν άξιζες όσα έπαθες. Όλα ανήκουν στο παρελθόν τώρα προχωράμε μπροστά και θα ήθελα στη ζωή σου, αν το θες και εσύ, να είμαι και εγώ μέσα.»

«Και εγώ θα το ήθελα αυτό. Και, μακάρι να βγει κάτι καλό.»

«Ας αφήσουμε τον καιρό να περάσει και ότι γίνει.»

«Ναι έχεις δίκιο.»

Τότε μου χαμογέλασε, με έφερε κοντά του και με φίλησε. Αυτή τη φορά με πολύ πάθος. Πάθος που έκανε να ξυπνήσει από τον λήθαργο η θηλυκότητα μέσα μου. Σταμάτησα κάποια στιγμή γιατί φοβήθηκα.

«Όλα καλά;»

«Ναι όλα καλά.»

«Τι θα έλεγες το βράδυ να πάμε για ποτό; Να δεις και πως είναι βράδυ η Θεσσαλονίκη.»

«Φυσικά γιατί όχι; Και που θα πάμε αυτή την φορά;»

«Αυτό άστο πάνω μου.»

Μου έκλεισε το μάτι. Τι ετοιμάζει πάλι;

Μετά από ώρα φύγαμε και με συνόδεψε μέχρι το ξενοδοχείο. Δώσαμε ραντεβού στην ρεσεψιόν του ξενοδοχείου κατά τις 10. Με φίλησε και ανέβηκα στο δωμάτιο μου.

Μπήκα στο μπάνιο να πλυθώ και να κάνω γυναικείες ετοιμασίες στον εαυτό μου. Ξάπλωσα για λίγο, και όταν ήταν ώρα να ετοιμαστώ έφτιαξα καφέ και έκανα ετοιμασίες στον εαυτό μου. Βρήκα και το φόρεμα που θα βάλω. Ένα μαύρο αμάνικο που είναι κοντό μπροστά και μακρύ πίσω. Η πλάτη έξω και μπροστά κλειστό. Αρκετά σέξι. Έβαλα τις ψηλοτάκουνες χρυσές γόβες μου και άφησα κάτω τα μαλλιά μου. βάφτηκα ανάλογα και με κόκκινο κραγιόν στα χείλια.

Ξαφνικά χτύπησε το κινητό μου. το σήκωσα

«Ρε κοπελιά έτσι είπαμε; Που χάθηκες;»

«Χρύσα μου που να σου τα λέω!»

«Λέγε ρε σι. Μην μου πεις ότι γνώρισες κάποιον;»

«Όχι απλά γνώρισα αλλά ξανά γνώρισα.»

«Τι εννοείς;»

«Θυμάσαι για τον γιο του κυρ Γιάννη;»

«Ναι θυμάμαι. Αυτόν που μου έλεγες ότι ήταν το καρδιοχτύπι το απίστευτο.»

«Ε. τον συνάντησα εδώ στην Θεσσαλονίκη και Χρύσα, δεν ξέρεις πόσο υπέροχα περνάω.»

«Μην μου πεις...»

«θα σου τα πω όταν θα έρθει η ώρα τα θα φύγω θα σε πάρω αύριο να σου πω νέα σε φιλώ γεια σου!!»

«Καλή τύχη!!» άκουσα την φίλη μου να γελάει από χαρά για μένα.

Τότε χτύπησε το τηλέφωνο του δωματίου. Πλάκα μου κάνεις τώρα; Πήγα και το σήκωσα.

«Παρακαλώ;»

«Κυρία Αποστοπούλου καλησπέρα από την ρεσεψιόν σας τηλέφωνο, ένας νεαρός σας περιμένει στο σαλόνι υποδοχής.»

«Ενημερώστε τον ότι σε 2 λεπτά κατεβαίνω.»

«Εντάξει σας ευχαριστώ πολύ.»

Έκλεισα το τηλέφωνο. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Κοίταξα για τελευταία φορά το μακιγιάζ μου, πύρα το πλατό μου και την τσάντα μου και βγήκα από το δωμάτιο. Κάλεσα το ασανσέρ το όποιο ήρθε σχετικά γρήγορα, και αυτό με κατέβασε στην ρεσεψιόν.

Και τότε τον είδα. Περίμενε στο σαλόνι υποδοχής και, Θεέ μου ήταν κούκλος. Μέσα στο μαύρο τζίν του με τα σκισίματα και το σκούρο μπλε πουκάμισο του που του αναδείκνυε τα γυμνασμένα του μπράτσα.

Αναλήφθηκε την παρουσία μου και με κοίταξε. Σηκώθηκε όρθιος. Έμεινε λίγο να με θαυμάζει και πραγματικά τρελάθηκα με τον τρόπο που με κοιτούσε. Νόμιζε ότι έβλεπε κάποια θεά ή φάντασμα. Εγώ, κάτω από το μακιγιάζ μου είχα γίνει κόκκινη αλλά ευτυχώς δεν το είδε.

«Καλησπέρα» του είπα.

«Καλησπέρα και σε σένα. Είσαι πολύ, όμορφη.»

«Ότι βρήκα στην ντουλάπα μου έβαλα.»

«Θα έλεγα ότι έχεις προσέξει και την τελευταία λεπτομέρεια πάνω στο ντύσιμο σου. Μου αρέσει πολύ.»

«Σε ευχαριστώ πολύ.»

«Πάμε λοιπόν.»

Τον πήρα αγκαζέ και βγήκαμε στον δροσερό αέρα. Κάπου στην διαδρομή τον ρώτησα.

«Που θα πάμε τελικά;»

«Σε ένα πολύ ωραίο μέρος που είμαι σίγουρος θα περάσεις πολύ καλά.»

Ακόμα δεν μπορούσα να καταλάβω που θα με πάει. Αλλά αυτό δεν με ένοιαζε. Όπου και να πήγαινα θα περνούσα υπέροχα αρκεί να ήμουν μαζί του.

Περπατούσαμε μισή ώρα μέχρι που φτάσαμε στα Άνω Λαδάδικα. Προχωρήσαμε λίγο ακόμα και σταματήσαμε έξω από ένα μαγαζί. ''Ache Cubano Latin Bar'' η ονομασία του.

«Φτάσαμε» μου είπε.

«Συγνώμη αυτό είναι...»

«Αυτό που κατάλαβες.»

Σε αυτά τα μέρη ξέρεις δεν ξέρεις χορό πας και χορεύεις. Αρκεί να έχεις και όρεξη για μάθηση.

«Μα εγώ δεν...»

«Ε και; Γιατί νομίζεις ότι όσοι έρχονται εδώ ξέρουν να χορεύουν; Μαθαίνουν. Και το διασκεδάζουν κιόλας. Θα δεις, θα σου αρέσει.» με πήρε από το χέρι και μπήκαμε στο μαγαζί.

Για αυτή την ώρα είχε πολύ κόσμο και αρκετά δυνατή λάτιν μουσική. Κάτσαμε σε ένα τραπεζάκι και παραγγείλαμε ποτό. Ο χώρος συμπαθητικός στην μέση είναι η πίστα, γύρο από αυτήν ήταν το μπαρ τα τραπεζάκια και λίγο ποιο κάτω τα decks για την μουσική. Τα χρώματα που είχε μου θύμιζε παιδικό σταθμό είχε αποχρώσεις του ροζ, κόκκινου, μπλε, πορτοκαλί και όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου.

Μετά από πολύ ώρα συζήτησης και ποτό, το γλέντι ξεκίνησε και όλοι χορεύανε. Τότε, με πείρε από το χέρι και με παρέσυρε στην πίστα. Αντιστάθηκα λίγο, άλλα μου είπε

«Μην ντρέπεσαι. Θα σε καθοδηγώ εγώ.»

«Γιατί ξέρεις να χορεύεις;»

Χαμογέλασε και μου είπε

«Πολύ καλά από όσο νομίζεις.»

Άφησα την μουσική και τον καβαλιέρο μου να με παρασύρει στον χορό. Έκανα το λάθος να κοιτάω τα πόδια μου και μου είπε

«Μην κοιτάς κάτω. Θα μπερδεύεσαι περισσότερο.»

Και τότε, τον κοίταξα στα μάτια. Αυτά τα μάτια τώρα με έκαναν ότι ήθελαν. Ένιωθα να με υπνωτίζουν και να με ελέγχουν σε κάθε λίκνισμα του κορμιού μου, σε κάθε κίνηση. Σε σημείο, όταν μπέικε το επόμενο τραγούδι να κάνουν όλη στην άκρη και να μας θαυμάζουν που χορεύαμε τόσο όμορφα. Σαν επαγγελματίες. Σαν ερωτευμένοι.

Χορέψαμε με την ψυχή μας μέχρι αργά το βράδυ. Κατά τις 2 τα μεσάνυχτα γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Τότε τον ρώτησα κάτι που δεν το περίμενα ούτε εγώ η ίδια να τον ρωτήσω

«Θα ήθελες να ανέβεις πάνω;»

Τον είδα να σκέπτεται για λίγο και μου είπε «Γιατί όχι;»

Ανεβήκαμε στο δωμάτιο. Του είπα να κάτσει στο σαλόνι και μας έφερα δυο ποτήρια με ουίσκι και πάγο. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα και έκατσα δίπλα του. Εκεί που συζητούσαμε περί ανέμων και υδάτων με πείρε στην αγκαλιά του και αρχίζαμε να φιλιόμαστε. Στην αρχή γλυκά και τρυφερά και στην συνέχεια με πάθος. Η φούντωση όλο και μεγάλωνε. Είχα ανάψει όπως και αυτός το ίδιο. Δεν ήξερα αν όλο αυτό όμως που γινόταν ήταν σωστό. Τότε το χέρι του κατέβηκε αργά στο στήθος μου και από κει ανάμεσα στα πόδια μου. Αυτό ήταν! Ήταν να μην το κάνει... τότε πύρα φόρα ποιο πολύ από ποτέ αλλά κρατιόμουν.

«Άσε με να σε κάνω δικιά μου.»

«Με το μαλακό όμως σε παρακαλώ.»

«Θα κάνω το καλύτερο δυνατό.» μου ψιθύρισε στο αυτί.

Με πείρε από το χέρι και με ξάπλωσε στο κρεβάτι. Με αργές κινήσεις με έγδυσε και με άφησε μόνο με τα εσώρουχα μου. Μου έδινε μικρά φιλάκια σε όλο μου το σώμα που ήταν ξεσηκοτικά και τρυφερά. Μου έβγαλε το σουτιέν μου και με την γλώσσα του μου έγλειφε τις ερεθισμένες μου ρώγες. Με είχε τρελάνει και όσο κατέβαινε με φιλιά στο σώμα μου έφτασε την περιοχή μου όπου μου έβγαλε το εσώρουχο μου και με άφησε τελείως γυμνή. Έτσι όπως με γέννησε η μάνα μου. με φυλούσε ανάμεσα στα πόδια μου και αυτό με τρέλαινε και τότε, βυθίστηκε στον απόκρυφο μου κόσμο. Ρουφούσε τους χυμούς μου με μανία. Έμπηγα τα νύχια μου στην κουβέρτα και την τραβούσα με μανία. Και εκεί που ένιωσα το στόμα του και την γλώσσα του να με κυριεύει ένιωσα τα δάχτυλα του να μπαίνουν με μανία μέσα μου και να τα μπενοβγάζει με ταχύτητα. Ήθελα να φωνάξω, να με ακούσει όλος ο κόσμος. Τον έπιασα και τον ξάπλωσα στο κρεβάτι άρχιζα να τον γδύνω τον άφησα με το φανελάκι και το μποξεράκι. Πήγαινα του βγάλω το φανελάκι αλλά με σταμάτησε.

«Ότι και να κάνεις σε παρακαλώ μην το βγάλεις.»

«Γιατί όχι;»

«Θα σου εξηγήσω όταν θα έρθει η ώρα. Τώρα δεν είναι ώρα για τέτοια. Σε θέλω!»

Δεν το συνέχισα και σεβάστηκα τη επιθυμία του. Έβγαλα το μποξερακι του και εμφανίστηκε ο ανδρισμός του υπερυψωμένος και έτοιμος. Τον πείρα στον στόμα μου και, τον άκουγα να βογκάει από ευχαρίστηση. Είχε πιάσει το κεφάλι μου και μου το ανεβοκατέβαζε με μανία πάνω στο όργανο του μέχρι την βάση του.

Τότε με έπιασε και με ξάπλωσε ανάσκελα. Έβγαλε από το πορτοφόλι του μια συσκευασία, την φόρεσε και ανέβηκε από πάνω μου. Και τότε, ένιωσα το μεγάλο του όργανο και το πάχος του να με ξεσκίζει στα δυο. Να μπενοβγιένει είτε αργά είτε γρήγορα μέσα μου. Το δωμάτιο γέμιζε από τις φωνές μας και τα βογκητά που ακουγόντουσαν. Επιτέλους για πρώτη φορά ένιωσα ότι, είμαι γυναίκα και με το παραπάνω. Έδεσα τα πόδια μου γύρο του. κουνιόμουν και εγώ στον ρυθμό του, τον φιλούσα με πάθος. Ένιωσα το ταξίδι που κάναμε μαζί μέχρι τον παράδεισο. Είδα τις πύλες να ανοίγουν διάπλατα για μας. Μου έπιασε το χέρι σφιχτά και τότε, ήρθαμε μαζί στο αποκορύφωμα. Έπεσε πάνω μου εξαντλημένος.

Έκλεισα τα μάτια μου και ευχαρίστησα τον Θεό που μου πρόσφερε όσα είχα χάσει τόσο καιρό, τόσα χρόνια χαμένα. Και όταν ήρθε αυτός ο άνθρωπος στην ζωή μου, ένιωσα από την πρώτη στιγμή ότι θα δέσουμε. Και έδεσα μαζί του. Μας πείρε ο ύπνος αγκαλιά γαλήνια χωρίς εφιάλτες. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top