~10~
Την άλλη μέρα το πρωί πετούσαμε για το νησί. Ήθελα να το γιορτάσω εκείνη την μέρα την μέρα της απελευθέρωσης μου, επιτέλους ανέπνεα σωστά όλο αυτό με είχε καταβάλει απίστευτα. Φόρεσα ότι ποιο τέλειο είχε η γκαρνταρόμπα μου, πήρα την φίλη μου και πήγαμε σε ένα πολύ όμορφο μπαρ στην Λευκωσία. Δεχτήκαμε πολλά κεράσματα και πολλά καμάκια από αγόρια εκεί μέσα αλλά, εμείς ήμασταν ανένδοτες.
Περνούσαμε υπέροχα όταν ένα γεγονός ήρθε για να μας αναστατώσει. Ένας, γύρος στα είκοσι ήρθε και μας την έπεφτε και δεν έλεγε να ξεκολλήσει από πάνω μας και συγκεκριμένα από εμένα όσες χυλόπιτες και να του έδινα.
«Ρε μεγάλε τι θες τώρα; Γιατί δεν πας να την πέσεις σε καμιά στα μέτρα σου; Άσε το κορίτσι ήσυχο» του είπε σε κάποια στιγμή η Χρύσα βγάζοντας την από τα ρούχα της.
«Εσένα τι σε κοφτεί ρε κοπελιά; Σε σένα στην έπεσα;»
«Δεν βλέπεις ότι η κοπελιά δεν θέλει; Τι την πιέζεις;»
« Νομίζω φίλε ότι η κοπέλα μου σου είπε να πάρεις τα πόδια σου από δω.» τότε γύρισα και τον είδα. Ήταν αυτός. Στεκόταν δίπλα μου και με είχε περάσει το χέρι του γύρο από τους ώμους μου. Τον κοιτούσε με άγριο και απειλητικό βλέμμα.
«Αυτή είναι κοπέλα σου; Και γύρισε να κοιτάξει εσένα; Άσε ρε φλώρε.»
«Δεν πάμε έξω να δούμε τότε ποιος είναι ο φλώρος και ποιος όχι.»
Τότε στην παρέα, ήρθαν αλλά τέσσερα άτομα μάλλον ήταν και αυτοί φαντάροι. Ο τύπος κώλωσε και απομακρύνθηκε φοβισμένος από δίπλα μας. Τότε γύρισε και με κοίταξε με αυτά τα όμορφα μάτια. Δεν μου είπε τίποτα. Με άρπαξε από το χέρι και με παρέσυρε έξω. Εγώ αντιστεκόμουν αλλά αυτός με όλη του την δύναμη με τράβηξε έξω σε ένα απομονωμένο μέρος.
«Άσε με, με πονάς!» όσο και να του έλεγα να με αφήσει τόσο ποιο πολύ με έσφιγγε από το χέρι μου και όταν σταματήσαμε με άφησε. «Πως τολμάς και εμφανίζεσαι μπροστά μου μετά από όσα μου έκανες;»
«Εσύ ήσουν αυτή που κινδύνευε από έναν ανώμαλο μεθύστακα όχι εγώ. Και αν δεν σε έβλεπα τώρα ένας θεός ξέρει τι θα είχες πάθει!»
«Και εσένα; Τι σε νοιάζει τι θα πάθω εγώ; Όταν μου τα φόραγες δεν είχες τύψεις;» Τον είδα να κατεβάζει το κεφάλι του για λίγο και τότε με ξανακοίταξε. «Πόσο καιρό γινόταν αυτό Μιχάλη; Γιατί; Τι σου έκανα;»
«Είναι πολλά αυτά που πρέπει να σου πω... ήταν λάθος μεγάλο το ξέρω. Δεν ήθελα να γίνει στο ορκίζομαι.»
«Άσε τους όρκους Μιχάλη και δεν πιάνουν πλέον.»
«Άσε με να σου εξηγήσω...»
« Μην λες τα ίδια που λένε και οι άλλοι. Αν ήσουν άντρας δεν θα έκανες ότι έκανες. Δεν σου έκανα ποτέ τίποτα για να μου φερθείς έτσι. Δέχτηκα να με χτυπάς, δέχτηκα να με προσβάλεις και να με κάνεις ότι θες αλλά αυτό όχι. Δεν το δέχομαι. Και η αξιοπρέπεια έχει όρια.»
«Μυρτώ μου...»
«Δεν είμαι η Μυρτώ σου. Το κοριτσάκι που θα έκανες ότι θες τελείωσε. Εμείς, τελειώσαμε. Ότι ονειρευόμουν για μας, πέθανε.»
«Δεν μπορείς να τα πετάξεις όλα... Μυρτώ με αγαπάς. Το βλέπω στα μάτια σου ότι ακόμα με αγαπάς. Σε παρακαλώ σου ορκίζομαι ότι θα αλλάξω δεν θα σου ξανά φερθώ ποτέ άσχημα.»
«Όχι Μιχάλη. Λυπάμαι... Αντίο.»
Πήγα να φύγω, αλλά τότε με άρπαξε δυνατά από τα μπράτσα , με κόλλησε στον τοίχο και με φίλησε. Προσπάθησα να τον απωθήσω αλλά δεν τα κατάφερα. Αφέθηκα στο φιλί του. Ένα φιλί που δώσαμε και τότε στο σινεμά. Στο δεύτερο ραντεβού μας.
Όταν σταμάτησε με κοίταξε και μου είπε:
«Πάμε κάπου να μιλήσουμε σε παρακαλώ... αν είναι το τελευταίο μας, θέλω να είναι και σωστά τελειωμένο.»
Αναστέναξα και μπήκαμε στο μαγαζί μαζί. Εξήγησα στην Χρύσα τι είχε γίνει και ότι θα χρειαζόμασταν το δωμάτιο για να μιλήσουμε.
«Να μιλήσετε ή να βγάλετε τα μάτια σας;»
«Τι εννοείς;»
«Άσε αυτό το ύφος και ξέρω πολύ καλά τι σου λέω. Μην το μετανιώσεις όμως φοβάμαι. Τέλος πάντων ότι χρειαστείς να με πάρεις κατευθείαν τηλέφωνο θα βρίσκομαι στο μπαρ στη ρεσεψιόν. Να σας πάω;»
«Αν το θες..»
«Εντάξει πάμε.»
Στην διαδρομή δεν μιλούσε κανένας. Απλά η Χρύσα τον αγριοκοιτούσε πολλές φορές και εγώ κοιτούσα έξω από το παράθυρο. Όταν φτάσαμε, ανεβήκαμε στο δωμάτιο και κάτσαμε στην βεράντα. Του πρόσφερα λίγο κονιάκ και έβαλα και για μένα. Με το ζόρι κρατήθηκα να μην τον πετάξω στην πισίνα.
«Λοιπόν σε ακούω...»
«Δεν ξέρω πως φτάσαμε ως εδώ αλλά κατάλαβα ότι, δεν μπορώ να ζήσω μακριά σου και κατέληξα να ψάχνω μια παρηγοριά στον πόνο μου.»
«Άσε τις μαλακίες Μιχάλη μα όλοι τα ίδια και τα ίδια λέτε. Πες κάτι ποιο πιστευτώ.»
«Μυρτώ δεν καταλαβαίνεις τι περνάω εκεί μέσα. Τόσο καιρό μακριά από το σπίτι μου, από σένα δεν άντεξα και ας πούμε κύλησα.»
«Και ποιος φταίει για αυτό;»
«Εγώ! Και ήταν λάθος που το έκανα. Αλλά σε πληροφορώ δεν κράτησε πολύ. Την έδιωξα. Δεν την ξανά είδα από τότε που βρέθηκες μπροστά μου... αλήθεια πως; Πως βρέθηκες στην Κύπρο και χωρίς να το πάρω χαμπάρι;»
Γύρισα και τον κοίταξα μέσα στα μάτια. Τον είδα να ανατριχιάζει.
«Τι νομίζεις Μιχάλη; Ότι εγώ το ήθελα και ήρθα εδώ πέρα; Αλλά με είχες φέρει στα όρια μου και οι υποψίες μου όσο πήγαιναν και μεγάλωναν. Αν δεν ήταν η Χρύσα και το ξενοδοχείο του θείου της δεν θα πατούσα εδώ πέρα ούτε να με πληρώνανε. Αλλά έπρεπε να τα δω όλα με τα μάτια μου για να καταλάβω πόσο μαλάκας και καραγκιόζης έγινες μπροστά στους φίλους σου. Και μην νομίζεις ότι τώρα τελειώσαμε. Τώρα ξεκινάνε όλα.»
«Δηλαδή;»
«Θα τα δεις με τον καιρό... Ξέχνα την Μυρτούλα που το βαρούσαμε και το κάναμε ότι θέλαμε. Αυτά τώρα θα τα κάνεις στις φιλενάδες σου όχι σε μένα το κατάλαβες;»
«Μας εκβιάζεις Μυρτούλα; Γουστάρεις να τα βάλεις μαζί μου; Δεν μπορείς γιατί θα βγεις χαμένη.»
Τότε σηκώθηκα όρθια έσκυψα από πάνω του και του είπα.
«Το ποιος θα χάσει θα το δούμε με τον καιρό. Και ξέρεις κάτι; Σπάζομαι πάρα πολύ.»
«Εγώ να δεις...» με άρπαξε και με φίλησε με πάθος.
Οδηγηθήκαμε στο κρεβάτι και αρχίσαμε να γδύνουμε ο ένας τον άλλον με μανία και σαν λυσσασμένα σκυλιά. Ήταν τόσο, άγριο αυτό που κάναμε εκείνη την νύχτα που όχι μόνο δεν θα την ξεχάσω αλλά θα μου μείνει ως ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι. Και αυτός, φαινόταν ότι ήθελε να βγάλει το άχτι του μετά από τόσο καιρό χωρίς σεξ.
Ξαπλωμένη όπου ήμασταν κοιτούσαμε το ταβάνι. Αποφάσισα τότε να ανάψω τσιγάρο και δεν με ενδιέφερε πως θα αντιδρούσε.
«Καπνίζεις;» με ρώτησε σοκαρισμένος.
«Ναι... γιατί σου φαίνεται παράξενο;»
«Εσύ δεν μου είχες πει ότι δεν θες ούτε να το μυρίζεις;»
Γέλασα ειρωνικά και γύρισα στο πλάι για να τον βλέπω.
«Και εσύ μου είχες υποσχεθεί πριν καιρό ότι δεν θα το βάλεις ποτέ στο στόμα σου ξανά. Αλλά το έβαλες όμως...»
«Εγώ...»
«Το ξέρω Μιχάλη ότι το έκανες. Το ξέρω και πολύ καλά αυτό.»
Του το πρόσφερα. Σαν υπνωτισμένος το πείρε και ρούφηξε μια τζούρα. Το είχε συνηθίσει ο οργανισμός του και φαινόταν από τον τρόπο που τον κατέβαζε. Μείναμε για ώρα σιωπηλοί απολαμβάνοντας σε μοιρασιά το τσιγάρο. Όταν τελείωσε σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο, και μπήκα κάτω από το ζεματιστό νερό. Ένιωσα την παρουσία του από πίσω μου αλλά δεν του έδωσα σημασία και συνέχισα το μπάνιο μου. Αφέθηκα στα χάδια του που με αναστάτωναν, στο τρόπο που μου έκανε μασάζ στα μαλλιά με το σαμπουάν. Στον τρόπο που περνούσε με αργές κινήσεις το σφουγγάρι σε όλο μου το σώμα. Το ίδιο του έκανα και εγώ αλλά με πολύ αργές κινήσεις. Μέχρι που τον ξανά έκανα τούρμπο και, με παρέσυρε στο κρεβάτι πάλι. Αλλά αυτή τη φορά ήταν τελείως διαφορετικά. Ένιωσα όπως τότε να κάνουμε πραγματικό έρωτα. Να μου λέει όμορφα λόγια να με χαϊδεύει και να με κάνει να νιώθω πάλι ξανά όμορφα όπως τότε. Αλλά ήξερα ότι, αυτό που είχαμε δεν πήγαινε άλλο. Έπρεπε να τελειώσει. φτάσαμε στο αποκορύφωμα και μείναμε αγκαλιασμένη μέχρι να ξανά βρούμε την ανάσα μας. Είχα ξαπλώσει πάνω στο στήθος του και άκουγα την καρδιά του να παίρνει τους ρυθμούς της ξανά.
«Μυρτώ...»
«Μμμ;» του είπα. Είχα βολευτεί στο μαξιλάρι μου και κόντευε να με πάρει ο ύπνος.
«Αύριο φεύγεις έτσι;»
«Ναι με την πτήση τον 9.30. Γιατί ρωτάς;»
«Τι θα κάνουμε από δω και πέρα;»
«Ο καθένας τον δρόμο του. Δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά.»
«Και όσα περάσαμε σήμερα; Όσα περάσαμε όλα αυτά τα χρόνια; Τα πετάς έτσι;»
«Όχι Μιχάλη... εσύ τα πέταξες.»
Ανασήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα. Στα μάτια του έβλεπα απογοήτευση.
«Δεν θέλω να σε χάσω.»
«Με έχασες και επειδή με έχεις στο κρεβάτι δεν σημαίνει ότι με έχεις και στην ψυχή τώρα. Πρώτος ήσουν που έφυγες. Που με πλήγωσες με το παραπάνω που με έκανες να πονάω. Που με αγνοούσες γιατί ήσουν με άλλη. Και μόνο που έκανα αυτό το ταξίδι να έρθω εδώ να δω ότι οι υποψίες μου είναι αληθινές, έπρεπε να καταλάβεις πόσο πολύ σε αγαπούσα. Δυστυχώς όμως μπλέχτηκαν τόσο πολύ τα πράγματα που, βρεθήκαμε πάλι στο κρεβάτι.»
Τα μάτια του έτρεχαν τώρα. Του σκούπισα τα δάκρυα με το χέρι μου και αυτός το έπιασε και το φιλούσε.
«Σε παρακαλώ... σε παρακαλώ μην με αφήσεις Μυρτώ. Έκανα λάθος το ξέρω, έσφαλα και με το παραπάνω. Μετάνιωσα όμως και σου υπόσχομαι θα αλλάξω. Θα αλλάξω μωρό μου σε παρακαλώ!» με πείρε την αγκαλιά του και έκλαιγε με λυγμούς. Πάντα αυτό έκανε άμα έβλεπε τα δύσκολα. Όχι όμως αυτή την φορά.
«Φύγε Μιχάλη. Άμα λήψεις κι άλλο θα σε βγάλουν λιποτάκτη.» σηκώθηκα και φόρεσα το νυχτικό μου. Με ακολούθησε έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπο μου και μου είπε:
«Δεν με ενδιαφέρει Μυρτώ. Εσένα θέλω... μόνο εσένα.»
«Ως εδώ! Δεν σε ανέχομαι άλλο το κατάλαβες; Την μια να με σαπίζεις στο ξύλο, την άλλη να με κερατώνεις και την άλλη να μου ζητάς και να γυρίσω πίσω σαν να μην συνέβη τίποτα. Όχι Μιχάλη. Έχω και εγώ αξιοπρέπεια και δεν θα δεχτώ ένας ψεύτικος άντρας σαν και σένα να με κοροϊδεύει. Δεν είμαι πλέον το κορίτσι που ήξερες. Θα σε καταστρέψω. Θα εκδικηθώ για όσα μου έκανες. Και σου υπόσχομαι ότι δεν θα βρίσκεις τρόπο να κρυφτείς.»
«Πρόσεχε Μυρτώ. Μην λες πράγματα που στο τέλος θα μετανιώσεις. Και τι νομίζεις ότι θα σε φοβηθώ; Πρόσεχε με τι άνθρωπο τα βάζεις. Ξέρεις ότι είμαι ικανός για πολλά. Μέχρι και φόνο θα κάνω.»
«Σόπα ρε άντρα; Αλήθεια; Πάρε τον ανδρισμό σου και μην σε ξαναδώ στα μάτια μου. Εμείς τελειώσαμε. Και για πάντα!»
«Αυτό θα το δούμε!»
Ντύθηκε βιαστικά και έφυγε βροντώντας την πόρτα πίσω του. Έπεσα εξαντλημένη στο κρεβάτι. Έπρεπε να γίνει έτσι. Για το καλό και τον δυο μας. Να βρει κάτι καλύτερο και να περάσει καλύτερα από τι με μένα. Έβαλα ένα ποτό και άναψα τσιγάρο. Βγήκα στο μπαλκόνι και κοιτούσα την θέα. Θα ήταν μια πολύ δύσκολη νύχτα. Και μια πολύ δύσκολη ζωή από δω και πέρα μέχρι να μπω σε μια κανονική ρουτίνα ξανά.
ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΉ....
Ο Μιχάλης βγήκε φουριόζος από το ασανσέρ. Ήταν φανερά απογοητευμένος και ταυτόχρονα στενοχωρημένος από τον τρόπο που του φέρθηκε. Γιατί να του το κάνει αυτό; Γιατί να μην το δεχτεί ξανά πίσω; Τις εξήγησε ότι ήταν ένα λάθος. Ότι θα τα άλλαζε όλα από δω και πέρα. Στο δωμάτιο όμως, δεν αντιμετώπισε την Μυρτώ που ήξερε, αλλά μια γυναίκα που έκρυβε μίσος μέσα του για εκείνον και φανερά έτοιμη να του ορμήσει σαν αγρίμι και να του βγάλει τα μάτια. Δεν θα τα παρατούσε όμως, θα επέμενε για το κορίτσι που αγάπησε περισσότερο από τον ίδιο του το εαυτό. Θα έκανε τα αδύνατα δυνατά για να την ξανακερδίσει πίσω.
Στο σαλόνι υποδοχής της ρεσεψιόν είδε την Χρύσα να καπνίζει πίνοντας ένα πότο. Την πλησίασε και αυτή σηκώθηκε παραξενευμένη.
«Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ; Γιατί δεν είσαι πάνω μαζί της;»
«Με έδιωξε. Δεν είναι πλέον η Μυρτώ που ήξερα. Έχει γίνει ένας άλλος άνθρωπος.»
«Για όλα αυτά ευθύνεσαι εσύ. Μα πως μπόρεσες να της το κάνεις αυτό Μιχάλη; Δεν ήσουν τέτοιος άνθρωπος. Ήταν μεγάλο λάθος αυτό που έκανες.»
«Το ξέρω. Και ήθελα να επανορθώσω αλλά αυτή είναι ανένδοτη.»
«Θέλει τον χρόνο της Μιχάλη. Η Μυρτώ δεν ήταν συνηθισμένη σε αυτά και της ήρθε πολύ απότομα. Δώσε της χρόνο. Αν την αγαπάς δώσε τόπο στην οργή γιατί μετά καήκαμε. Άφησε την να αποφασίσει μόνη της. Αλλά σε προειδοποιώ ότι, αν ξανασηκώσεις χέρι πάνω της θα έχεις πολύ άσχημα ξεμπερδέματα μαζί μου και με την αστυνομία.»
«Στα πρόφτασε όλα; Και τι νομίζεις Χρύσα; Ότι θα ξανακάνω τα ίδια λάθη που έκανα και τότε; Όχι τις υποσχέθηκα ότι θα αλλάξω.»
«Η θέση μου είναι μειονεκτική και δεν μπορώ να κάνω πολλά τώρα. Είναι στο χέρι της τι θα κάνει.»
«Θέλω μια χάρη από σένα.»
«Αν μπορώ να την κάνω.»
«Θα σε παίρνω τηλέφωνο και θέλω να μου λες νέα της. Τι κάνει πως είναι. Μέχρι να απολυθώ ή να πάρω άδεια.»
«Μιχάλη δεν ξέρω... είναι πολύ δύσκολο αυτό που μου ζητάς.»
«Σε παρακαλώ Χρύσα είσαι η μόνη μου ελπίδα για να ξέρω τι κάνει. Που είναι, με ποιόν είναι. Μόνο έτσι θα τα καταφέρω να βαδίσω σωστά.»
Αναστέναξε βαθιά. Σκέφτηκε για λίγο και μετά του είπε:
«Εντάξει. Θα σου στέλνω μήνυμα και θα με παίρνεις όποτε μπορείς. Θα σου στέλνω μια με δύο φορές την εβδομάδα. Μέχρι τότε, σε παρακαλώ μην την ενοχλήσεις άλλο. Άσε την να τα βρει με τον εαυτό της και, μην ανησυχείς όλα θα φτιάξουν. Και αν αυτό αργήσει, αν πραγματικά την αγαπάς θα περιμένεις.»
«Θα το προσπαθήσω...»
Πόσα πολλά έκρυβε αυτή η λέξη. Άραγε θα προσπαθούσε; Ή θα τον έπαιρνε η κάτω βόλτα; Πήγε να φύγει αλλά γύρισε και την κοίταξε
«Σε ευχαριστώ Χρύσα, χωρίς εσένα...»
«Δεν το κάνω για σένα αλλά για την φίλη μου. Θέλω να είναι καλά. Και εσύ, φαίνεται ότι μετάνιωσες αλλά κρατάω τις επιφυλάξεις μου. Πρόσεχε όμως από δω και πέρα...»
Κούνησε το κεφάλι του και έφυγε από το ξενοδοχείο. Πήρε ταξί και γύρισε αργά στο στρατόπεδο. Ο λοχίας του έχωσε 5ήμερη φυλακή αλλά δεν τον ένοιαζε. Σημασία είχε, ότι κατάφερε κάτι από όλη αυτή την ιστορία. Να απολαύσει τον έρωτα που έκανε μαζί της-και ας έλεγε αυτή ότι ήταν της στιγμής- και να κάνει αγγελιοφόρο την Χρύσα για να μαθαίνει νέα της. Έπρεπε να κάνει υπομονή για να την κερδίσει ξανά αλλά, για την ίδια θα έφτανε και μέχρι τον θάνατο. Τόσο πολύ την αγαπούσε. Αυτή όμως, έπαψε να το βλέπει από εκείνη την στιγμή που ένιωσε τα μάτια της στην πλάτη του στην καφετέρια. Έχασε τον κόσμο τότε. Κατάλαβε το λάθος του και από τότε δεν ξαναμίλησε με την γυναίκα που είχε στην καφετέρια δίπλα του. Τώρα θα αφοσιωνόταν στην αγαπημένη του. θα πάλευε με νύχια και με δόντια να την κερδίσει ξανά. Μέχρι πότε όμως;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top