0003. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Στέκομαι πάνω στα ψηλοτάκουνά μου με απίστευτη δυσκολία. Όμως ξέρω πως έτσι πρέπει. Αυτή είναι η δουλειά μου.

Προσπαθώ όσο μπορώ να είμαι χαμογελαστή. Περπατώ ώρες ολόκληρες στη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Τα πόδια μου έχουν τρελαθεί στον πόνο αλλά δεν δίνω σημασία. Είναι έντεκα το βράδυ. Λογικά τέτοια ώρα θα ήμουν στο σπίτι μου αλλά δεν έχω παράπονο. Μου αρέσει η δουλειά μου και το ξενύχτι. Έχω συνηθίσει. Έτσι κι αλλιώς κοιμάμαι και το μεσημέρι. Με μεγάλη επιτυχία.

Οι ώρες περνούν. Χαζεύω τη θάλασσα και τον λίγι για τα δεδομένα της ώρας κόσμο που περνάει. Τους πιάνω τη κουβέντα. Μου χαμογελούν μεν αλλά αμέσως κατάλαβα πως μάλλον δεν έχουν όρεξη για κλάμπινγκ. Ίσως να είναι άνθρωποι που γυρνούσαν από μαγαζιά τριγύρω προς το σπίτι τους. Σπιτόγατοι δηλαδή.

Δυο άντρες με πλησιάζουν. Γύρω στα είκοσι δύο με είκοσι τρία ο καθένας. Τους πιάνω τη κουβέντα. Και φαίνεται να ενθουσιάζονται. Έτσι, τους οδηγώ προς το κλαμπ για το οποίο δουλεύω.

Αν και τώρα έχει περάσει δωδεκάμιση η ώρα, η ουρά είναι ακόμη τεράστια. Όλοι έκαναν σαν τρελοί για να χτυπήσουν πρόσκληση δεκαπέντε ευρώ για ένα από τα πιο διασκεδαστικά κλαμπ στη Γλυφάδα. Κάποτε ανυπομονούσα κι εγώ. Αλλά τώρα όχι και τόσο. Όχι ότι έχω βαρεθεί, αλλά πλέον βλέπω τον υπέροχο εσωτερικό χώρο του κλαμπ δύο φορές την εβδομάδα και μου αρκεί μπορώ να πω.

Εγώ μπαίνω στο κλαμπ από την πίσω είσοδο. Έρχεται ένας σεκιουριτάς να μου μιλήσει.

-Να σου πω, πρέπει να πάω τουαλεταμ Πήγαινε στο δεύτερο μπαρ. Μπορείς να αναλάβεις το πόστο μου για λίγο;

-Ναι καλέ, σιγά. λέω άνετα μέσα από το τσιγάρο και τη δυνατή μουσική.

Πηγαίνω προς το δεύτερο μπαρ. Αυτό είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Δεν έχω όμως πρόβλημα. Συνάδελφοι είμαστε έτσι κι αλλιώς.

Χορεύω και λίγο αν και τα πόδια μου με τρελαίνουν στον πόνι για να αναμειχθώ με το κοινό. Το τριανταφυλλάκι πάντως στο πέτο τηε κοντής μου μπλούζας που είναι το σήμα κατατεθέν του κλαμπ που δουλεύω με κάνει σίγουρα να ξεχωρίζω.

Ταυτόχρονα είχα τα μάτια μου δεκατέσσερα μιας και δεν έπρεπε να αθετήσω την υπόσχεση που έδωσα στον Σωτήρη. Πλησίασα μια παρέα που μου φαινόταν ύποπτη. Μέσα στη φασαρία, δεν καταλάβαινα και πολλά από όσα έλεγαν. Ησύχασα όμως όταν κατάλαβα πως μιλούσαν για μια κοπέλα, μια Γεωργία, φίλη τους αν κατάλαβα καλά που την έψαχναν.

-Γεια σας! Ψάχνετε κάποιον;

-Ναι. Μια φίλη μας. Δουλεύεις εδώ;

-Ναι! Πως είναι η φίλη μας;

-Κοντούλα, με σκουρόξανθα μαλλιά και μεγάλα μάτια. Ήταν δίπλα μας και χάθηκε.

-Να σας πω, να πάω στο μπαρ; Ίσως τη βρω! λέω χαμογελαστά.

Αυτό που έκανα τώρα μόλις είναι και αυτό στις αρμοδιότητές μου αν και σπάνια αναλάμβανα. Όχι ότι δεν ήθελα, απλά δεν έτυχε. Πηγαίνω προς το μπαρ και βλέπω τον Σωτήρη να έχει γυρίσει.

-Ρε συ, που ήσουνα και σε έψαχνα; με ρωτάει ελαφρώς ανήσυχος.

-Είδα μια παρέα περίεργη λίγο πιο πέρα. Φοβήθηκα. Αλλά κατάλαβα πως ψάχνουν μια φίλη τους που έχουν χάσει.

-Και ήρθες εδώ να τη βρεις;

-Ναι. Κοντούλα, σκουρόξανθη, μεγάλα μάτια.

-Θες να ψάξουμε μαζί;

-Ναι αλλά να συντομεύουμε. Και να προσέχεις!

Ο Σωτήρης κι εγώ αρχίσαμε να ψάχνουμε σαν τρελοί. Δεν την βρήσκαμε. Ο Σωτήρης μίλαγε συνέχεια στον Γιώργο και τον Αλέκο, άλλους σεκιουριτάδες. Μέχρι που είδαμε μια άλλη φιγούρα μεγαλόσωμη με ένα τριανταφυλλάκι στο πέτο να μας πλησιάζει. Ο Στάθης. Άλλος ένας που εργάζεται στο κλαμπ.

-Τη βρήκα! Είχε πάει για τσιγάρο έξω. λέει ο Στάθης. Και πράγματι κρατούσε από το χέρι μια κοπέλα με τεράστια μάτια.

-Εσύ είσαι η Γεωργία;

-Μάλιστα.

-Σε ψάχνουν! Έλειπες αρκετή ώρα;

-Όχι καλέ. λέει ελαφρώς ζαλισμένη. Καλά, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο κόσμος καπνίζει. Τι αηδία...

-Οι φίλοι σου είναι λίγο πιο μακριά από το δεύτερο μπαρ. Θέλεις να σε πάω;

-Όχι θυμάμαι που είναι. Σας ευχαριστώ πάντως. λέει κάνοντας κάτι σαν χαμόγελο και φεύγει. Ανακατεύεται και αυτή με το πλήθος.

Ο Στάθης, ο Σωτήρης και εγώ κοιταχτήκαμε για μια στιγμή. Πήρα από το μπαρ λίγο νερό για να ξεδιψάσω. Μετά χωρίσαμε. Ο καθένας στο πόστο του. Γύρω μας, είναι οχτακόσια με χίλια άτομα να χορεύουν.

Έχει πάει μία η ώρα. Χορεύω κι εγώ ελαφρά. Ο κόσμος βέβαια εξακολουθεί να μπαίνει μέσα. Η "κοιλιά" στο μαγαζί αρχίζει μετά τις δυόμιση. Μετά θα πηγαινοερχόμουν στο κοινό για να τους ρωτώ για την εμπιρεία τους. Πολύ δύσκολο. Ακόμη πιο δύσκολο όμως είναι να δουλεύεις σαν σερβιτόρος ή μπάρμαν ή και να είσαι υποδοχή... Εντάξει, το τελευταίο δεν είναι και τόσο δύσκολο. Απλά στέκεσαι, αλλά εγώ προτιμώ να κινούμαι και λίγο. Αλλά μέσα σε χιλιάδες άτομα να χορεύουν, η δουλειά μου είναι πανδύσκολη...

Το πάρτι ακόμη καλά κρατεί για χιλιάδες επισκέπτες από όλη την Αθήνα. Μπορώ και εγώ να πω πως διασκεδάζω. Αλλά είμαι συγκεντρωμένη στη δουλειά μου. Βέβαια, βουίζουν τα αυτιά μου αλλά έχω συνηθίσει.

Η ώρα περνάει ευχάριστα με το να βλέπεις και να χαζεύεις απλά τον κόσμο που παρτάρει. Μου φτιάχνει τη διάθεση αμέσως. Ίσως να είναι και η τρέλα μου και τύχη καθαρά μιας και υπάρχουν και νύχτες με τσακωμούς, ναρκωτικά, μεθύσια... Αχχχ... Εγώ, ούτε τζούρ από τσιγάρο δεν κάνω και έχω μάθει να προσέχω πολύ αλλά είναι πραγματική τύχη που είμαι μια χαρά αυτή τη στιγμή. Που και χαμογελάω κάνοντσς μια δουλειά που δεν πίστευα ότι θα έκανα ποτέ.

Όμως τώρα, ξεκινάει το δυσκολότερο κομμάτι της. Να ρωτάς τον κόσμο πως περνάει. Συνήθως βλέπω χαμόγελα αλλά βλέπουν και μούτρα. Τα μούτρα όμως τα αγνοώ. Αν και με πονάει ελαφρά το κεφάλι μου.

Πάντως κι εγώ όπως και αυτοί που ρωτώ, σίγουρα ξέρουν να παρτάρουν εως αύριο. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Ακόμη και για μένα. Αν κι έχω να πάω σε πάρτι πολύ καιρό. Δεν λογαριάζω αυτά που κάνω στη δουλειά μου.

Η ώρα τώρα είναι εφτά το πρωί. Περιμένω το τραμ για να πάω στο σπίτι. Από τα πρώτα τραμ που περνάνε. Εγώ κατεβαίνω σε τέσσερις στάσεις κι έχω δέκα λεπτά περπάτημα. Μέχρι το σπίτι. Περνάω από τη παραλία Γλυφάδας, από τη σχολή χορού του Νικ Μαριάνος και την αγαπημένη μου ψησταριά. Ακόμη και τα χαράματα, η περιοχή είναι μια ζωγραφιά. Νιώθω πως ξεχνώ τα πάντα.

Κατεβαίνω από το τραμ και αρχίζω το περπάτημα στα στενά της Γλυφάδας. Δυο νέοι άντρες με κοιτούν με λαχτάρα, αλλά δεν τους δίνω σημασία. Τα πόδια μου με έχουν τρελάνει στον πόνο. Παρόλα αυτά συνεχίζω το δρόμο μου απερίσπαστη.

Φτάνω στο σπίτι μου. Θα κοιμηθώ τουλάχιστον ένα τετράωρο. Έχω μάθημα το μεσημέρι στη σχολή μου στον Πειραιά. Θέλω να είμαι σε εγρήγορση.

Με το που μπαίνω στο σπίτι, βγάζω αμέσως τα ψηλοτάκουνά μου. Ανάσανα επιτέλους.

-Καλημέρα. λέει η μαμά που μόλις ξύπνησε.

-Καλημέρα. λέω και εγώ επίπεδα.

-Όλα καλά στη δουλειά; με ρωτάει η μαμά με μια ελαφριά υπεροψία.

-Μια χαρά. Θα ξαπλώσω κανένα τετράωρο και μετά θα πάω για μάθημα. Ο μπαμπάς έφυγε;

-Ναι. Εδώ και καμιά ώρα. Σήμερα ειδικά θα βρω πολλή κίνηση. Να διαβάσεις και να φας σε παρακαλώ, εντάξει;

-Ναι μαμά. λέω ελαφρά απότομα και πάω στο δωμάτιό μου.

Μισώ το γεγονός ότι η μαμά μου δεν γουστάρει τη δουλειά που κάνω. Αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει. Για την ώρα την κάνω μόνο δυο φορές την εβδομάδα. Και μου αρκεί. Βγάζω όσα χρειάζομαι για τον σκοπό μου.

Κοιμήθηκα πανεύκολα. Όπως και ξύπνησα πανεύκολα. Κάτι που δεν το περίμενα. Μου αρέσει που έχω τόση ανοχή στο ξενύχτι. Πάντοτε το ήθελα αυτό.

Ξύπνησα με αυτοπεποίθηση. Χτένισα τα κοντά καρέ μαύρα μαλλιά μου και έπλυνα το πρόσωπό μου. Δεν ήθελα μακιγιάζ για σήμερα. Μετά τα υπόλοιπα, βγήκα από το σπίτι. Δεν ήταν κανείς άλλος εκεί.

Στη κοντινότερη στάση λεωφορείου με περίμενε ο Σταμάτης. Ένας μπάρμαν που κάνουμε λίγο παρέα και σπουδάζουμε στην ίδια σχολή. Είπαμε τα τυπικά μέχρι να έρθει το λεωφορείο.

Φτάσαμε στον Πειραιά και σταματήσαμε να πάρουμε κι άλλο λεωφορείο. Γιατί αν περπατούσαμε θα κάναμε είκοσι λεπτά τουλάχιστον και δεν είχα καμιά όρεξη για περπάτημα.

Όλη μέρα ο Σταμάτης και εγώ κάναμε μάθημα σαν υπνωτισμένοι. Γυρνούσαμε μετά στο σπίτι με μια περίεργη μελαγχολία. Μέσα στη σχολή, στο μάθημα, τα παιδιά μιλούσαν λίγο και συνέχιζαν να μιλάνε και μετά το μάθημα υπήρχαν παρέες με παιδιά που μιλούσαν. Και από μέσα μου είχα σκάσει από τη ζήλια. Αν και είχα παρέα τον Σταμάτη, δεν θέλησα στιγμή να δείξω ούτε ένα συναίσθημα. Δεν έπρεπε εξάλλου να δείξω τίποτα. Εξαλλου είχα τη δουλειά μου και τα μαθήματά μου να σκεφτώ. Αυτό θα σκέφτομαι; Ο Σταμάτης θα πήγαινε στη δουλειά του κι εγώ θα πήγαινα στη δεύτερη σχολή μου.

Αν και καταβάθος μισώ τη μοναξιά, από έξω δείχνω ότι τη λατρεύω. Ή ότι τουλάχιστον δεν με νοιάζει που είμαι μόνη μου. Που όμως δεν με νοιάζει. Εξάλλου δεν έχω και χρόνο για πολλά πολλά.

Η δεύτερη σχολή μου δεν είναι μακριά από το σπίτι μου. Αλλά κουράζομαι για να πάω. Τα ποδαράκια μου με πονάνε ακόμη. Με έχουν τρελάνρι. Όμως απερίσπαστη κρύβω τον πόνο μου. Και ελπίζω να τα καταφέρω γενικά.

Παίρνω τα πόδια μου και γυρίζω στο σπίτι μου. Πρέπει όμως πρώτα να πάρω το τραμ. Μέσα στο τραμ κοιτάζω κάτι e-mail και μηνύματα για τη δουλειά μου. Από το κινητό μου. Γράφω και κάτι άρθρα, διαβάζω και κριτικές για το μαγαζί που δουλεύω. Αλλά δεν το κάνω για πολύ, μιας και έχω πολύ διάβασμα για το σπίτι.

Διακόπτω μόλις βγω από το τραμ για να πάω στο σπίτι. Κάνω ένα μπάνιο και μετά συνεχίζω τη δουλειά και το διάβασμά μου.

Η μαμά μου στέλνει ένα μήνυμα στο κινητό, αλλά δεν θέλω να το απαντήσω. Το αγνόησα και συνέχισα τη δουλειά μου. Μετά από τον μπαμπά. Ούτε αυτό το απαντώ.

Συνέχισα να διαβάζω μέχρι αργά το βράδυ που έπεσα για ύπνο πτώμα. Κάπως έτσι περνώ πλέον τις μέρες μου...

___________________________________________
Καλημέρα σας! Ελπίζω να είστε όλοι καλά! Αποφάσισα όπως είδατε να κάνω διάλειμμα κάποιους μήνες το χρόνο για να νιώθω λίγο καλύτερα και να έχω περισσότερη όρεξη για να γράφω.

Ξεκίνησα και πάλι μια καινούργια ιστορία. Περιμένω τα σχόλιά σας από κάτω. Ευελπιστώ να σας αρέσει. Ήταν να δημοσιεύσω το κεφάλαιο εχθές το βράδυ αλλά είχα μια αδιαθεσία και δεν είχα και πολλή όρεξη.

Τα ξαναλέμε σύντομα και ραντεβού στο επόμενο κεφάλαιο!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top