ΣΕΒΑΣΤΗ ΜΟΥ ΑΜΑΡΤΙΑ

Η καρδιά είναι το πιο σημαντικό μουσικό όργανο του ανθρώπινου σώματος. Σε κάθε στιγμή της ζωής μας χτυπάει με τους αντίστοιχους ρυθμούς για να ταιριάζει είτε με τις φουρτούνες που πασχίζουμε να ξεπεράσουμε, είτε με τις χαρωπές στιγμές που αγαλλιάζουν τις ψυχές μας. Οι νότες επηρεάζονται επίσης από τα πρόσωπα που μπαίνουν στην ζωή μας ή επιλέγουν να μας εγκαταλείψουν. Και δεν θα έπρεπε να έχει καμία σημασία ποιοι είναι αυτοί, εφόσον μας χαρίζουν όμορφες μελωδίες που αναστατώνουν κάθε πτυχή της ύπαρξης μας.

Την δική μου ορχήστρα συναισθημάτων πολλοί δοκίμασαν να παίξουν, κυρίως προς όφελος τους. Αμέτρητοι άντρες πέρασαν από το κρεβάτι της αυτοκράτειρας Ζωής αγνοώντας τα χρόνια που είχα ζήσει πριν βγουν από τα σπλάχνα των μανάδων τους. Όταν σε ερωτευόταν η απόγονος των Μακεδόνων, δεν μπορούσες παρά να ενδώσεις για να απολαύσεις τις χαρές των πλούτων της. Κάθε εραστής, κάθε σύζυγος, κάθε ευνούχος, κάθε άντρας που βρισκόταν στο πλευρό μου έπαιρνε και έκλεβε σαν αχόρταγο κτήνος κι εγώ δεν μπορούσα παρά να εκμεταλλευτώ την δίψα τους για υπεροχή.

Κατά βάθος όλοι με μισούσαν γι' αυτό. Είναι δυνατόν μια γυναίκα να έχει πλαγιάσει με τόσους άντρες; Μερικοί με αποκαλούσαν και πόρνη πίσω από την πλάτη μου, άλλοι με παρομοίαζαν με την Ιεζεβήλ κι άλλοι ήταν αρκετά ευγενικοί ώστε να προσεύχονται για την σωτηρία της ψυχής μου.

Η απογοήτευση ήταν αμοιβαία. Οι αμέτρητες προδοσίες και μηχανορραφίες από τον αντρικό μου περίγυρο με είχαν κάνει να χάσω την πίστη μου στον έρωτα και να απαγορεύσω στην καρδιά μου να τραγουδήσει για τον οποιονδήποτε. Γι' αυτό τον λόγο ο τρίτος μου γάμος έγινε με έναν άντρα που κάποτε είχα γευτεί με κάθε δυνατό τρόπο, ώστε να μην μπω στον πειρασμό. Μα η μουσική του έρωτα δεν σώπαζε ανεξαρτήτως κάθε υπόδειξης.

Ο Κωνσταντίνος δέχτηκε να παντρευτεί την γερασμένη, πρώην ερωμένη του με την προϋπόθεση να έχει την παλλακίδα του μέσα στο παλάτι. Η αδερφή μου, Θεοδώρα που έμενε χρόνια σε μοναστήρι, αρνήθηκε κατηγορηματικά μιλώντας για ηθική κι ένα σωρό άλλες έννοιες που είχε μάθει στον εγκλεισμό.

«Εγώ είμαι η γυναίκα του», της υπενθύμισα αγανακτισμένη με την αντιδραστικότητα της. «Και δεν με πειράζει».

«Για όνομα του Πανάγαθου Ζωή! Λογικέψου! Δέχεσαι έναν γάμο ανάμεσα σε τρεις; Αυτό είναι βλάσφημο στα μάτια του Κυρίου».

«Σάμπως και στον θρόνο τρεις νοματαίοι δεν θα είμαστε; Άλλωστε ο Κύριος σου με έχει εγκαταλείψει εδώ και χρόνια. Δεν περιμένω να μου δώσει τώρα σημασία».

Η Θεοδώρα έσφιξε τον σταυρό της μέσα στην παλάμη της και με κοίταξε ικετευτικά.

«Δεν θέλω να κυβερνήσω ένα κολασμένο βασίλειο».

«Τότε γύρνα πίσω στο μοναστήρι σου».

Εκείνη δεν ήξερε τι θυσίες έπρεπε να κάνει ένας βασιλεύς και έφερνε συχνά αντίλογο χωρίς ικανοποιητικά επιχειρήματα. Επέλεξε να κλειστεί σε μοναστήρι για να μην παντρευτεί τον Ρωμανό και τώρα που κάποιοι ανίδεοι στασίασαν για να επιστρέψει στα κοινά, δέχτηκε να κρατήσει τα σκήπτρα αγνοώντας την απειρία της.

Ο Κωνσταντίνος κι εγώ δεν υποκύπταμε στις ανόητες κρίσεις της ώστε να επιβάλλει την αγιότητα στην συμβασιλεία μας. Ήμασταν κι οι δυο βαθιά αμαρτωλοί και δεν βλέπαμε τίποτα το ελκυστικό στον ασκητισμό. Είχαμε γευτεί αμέτρητες σαρκικές απολαύσεις και είχαμε ανακαλύψει έναν επίγειο παράδεισο που δύσκολα θα εγκαταλείπαμε χωρίς να μεσολαβήσει ο θάνατος.

«Ο λαός της Κωνσταντινούπολης θα σας καταδικάσει», μας έλεγε για να μας εκφοβίσει, αλλά γνωρίζαμε πολύ καλά τι θα τον εξαγρίωνε πραγματικά. Κι αυτό δεν ήταν η παλλακίδα του συζύγου μου.

Το όνομα της ήταν Μαρία Σκλήραινα. Είχε μέτριο ανάστημα με τις ξανθές της μπούκλες να πέφτουν μέχρι την μέση της. Τα μάτια της ήταν πράσινα, λες κι είχαν παγιδέψει μέσα τους αγρούς και το δέρμα της λευκό σαν πορσελάνη. Το βλέμμα της ήταν σαγηνευτικό και δύσκολα μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της. Μπορούσα να καταλάβω γιατί, ενώ δεν ήταν νεώτερη από τον Κωνσταντίνο, είχε χάσει τα λογικά του μαζί της. Όταν την κοιτούσε ξεχνούσε τον κόσμο γύρω του.

Το ίδιο μαγεμένος ήταν κι ο λαός της Κωνσταντινούπολης μαζί της. Στις δημόσιες εμφανίσεις μας, ο αυτοκράτορας ήθελε και την Σκλήραινα στο πλευρό του και προς απογοήτευση της Θεοδώρας οι πολίτες της φέρονταν σαν να ήταν μία από εμάς. Μία Κυριακή μάλιστα περπατούσε ανάμεσα σε μένα και την αδερφή μου κι ο όχλος στριμωχνόταν δεξιά κι αριστερά για να αντικρίσει την νεράιδα της Πόλης. Φώναζαν το όνομα της για να γυρίσει σε εκείνους και να τους χαρίσει το πιο φωτεινό της χαμόγελο.

Αντικρίζοντας τα καλοσχηματισμένα χείλη της όλοι ποθούσαν να τα γευτούν. Έμοιαζαν με δύο ρυάκια δροσερού ροφήματος που φώναζαν στον καθένα να τα δοκιμάσει. Ο συνδυασμός τους με το βλέμμα που παρέσερνε κι αγίους στην κόλαση, οδηγούσε τον πιο σώφρον στα όρια της παράνοιας.

Εξαιτίας αυτής της παραζάλης που προκαλούσε η απαράμιλλη ομορφιά της ένας άντρας έπεσε στα γόνατα του φωνάζοντας την βασίλισσα!

Η Θεοδώρα μόρφασε απροκάλυπτα και ήρθε πλάι μου για να μου ψιθυρίσει στο αυτί.

«Το ήξερα ότι αυτή η γυναίκα θα μας δημιουργήσει πρόβλημα».

Η Μαρία είχε αισθανθεί αμήχανα από την πρώτη στιγμή και η στάση της Θεοδώρας την οδήγησε στο μονοπάτι των τύψεων. Όταν επιστρέψαμε στο παλάτι, κλείστηκε στο δωμάτιο της για ώρες και δεν δεχόταν καμία επίσκεψη. Ήθελα να βρω μια ευκαιρία να την καθησυχάσω γι' αυτό που έγινε το πρωί, αλλά προτίμησα να μην καταπατήσω τον προσωπικό της χώρο. Ήξερα πολύ καλά πόσο δύσκολο είναι να κρίνεσαι για την επιρροή που είχες στους άντρες και συμμεριζόμουν την ανάγκη απομόνωσης της.

Τελικά κατάφερε να βγει από την κάμαρη της όταν η νύχτα είχε προχωρήσει επικίνδυνα και το φεγγάρι φώτιζε αχνά τις ανίερες πράξεις.

Τα βήματα της την έφεραν στο δωμάτιο μου και χτύπησε την πόρτα διστακτικά. Πρέπει να είχε βουτηχτεί σε έναν ωκεανό σκέψεων για να μην δει την Θεοδώρα να την παρακολουθεί σαν γεράκι την ώρα που περνούσε το κατώφλι.

«Μαρία», αναφώνησα σαστισμένη αντικρίζοντας την. Πρώτη φορά έβλεπα τα μάτια της σκοτεινιασμένα, αλλά ακόμα και τότε δεν έχαναν την ομορφιά τους. «Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα; Δεν θα έπρεπε να είσαι με τον Κωνσταντίνο;»

Εκείνη βημάτισε προς το μέρος μου και έπειτα έπεσε στο πάτωμα πιάνοντας τους αστραγάλους μου.

«Συγχώρεσε με κυρά! Συγχώρεσε με για τα λόγια αλλωνών. Δεν ήρθα στο σπιτικό σου για να σφετεριστώ την θέση σου».

Εγώ έσκυψα και την έπιασα από τους ώμους για να την ωθήσω να σηκωθεί.

«Ποτέ δεν θα σε κατηγορούσα για σφάλματα αλλωνών», την διαβεβαίωσα και την έβαλα να καθίσει. «Ό,τι έγινε σήμερα ήταν ένα συμβάν που ανάθεμα κι αν θα θυμάται αύριο κανείς».

«Η Αυγούστα Θεοδώρα θα το θυμάται».

«Αυτή θυμάται μόνο τις προσευχές της».

Η Μαρία γέλασε ελαφρά με τα λόγια μου κι εγώ αισθάνθηκα σαν να είχα καταφέρει μεγαλύτερη νίκη κι από ανακατάκτηση εδάφους.

«Καλύτερα έτσι», της χαμογέλασα.

«Είσαι πολύ καλή κυρά. Καλύτερη από...», χαμήλωσε τα πράσινα μάτια της διστάζοντας να συνεχίσει.

«Από αυτό που σου παρουσίασε ο Κωνσταντίνος;»

Εκείνη κατένευσε ντροπιασμένη. Είχε περισσότερη συστολή από τον άντρα που σπίλωσε την φήμη μου.

«Η γριά αυτοκράτειρα που σπαταλά τον πλούτο της αυτοκρατορίας για να ικανοποιήσει την λαγνεία της. Η άσχημη από τα γερατειά Ζωή που ντροπιάζει το δοξασμένο όνομα των Μακεδόνων. Ποιο από τα δύο άκουσες;»

Η Μαρία με κοίταξε με την αιδώ να έχει χαθεί από τα μάτια της. Τώρα υπήρχε συμπόνια τυλιγμένη στην αθωότητα που μολύνθηκε από τα ψεύτικα λόγια του κύρη μας.

«Ό,τι και να άκουσα δεν ήταν αλήθεια. Αυτό μου είναι αρκετό».

Το βράδυ το περάσαμε μαζί μιλώντας για τις ζωές μας. Επιτέλους, μπορούσα να μοιραστώ τις απόκρυφες ιστορίες μου χωρίς να φοβάμαι την κατακραυγή. Το ίδιο φάνηκε να ισχύει και για την ίδια.

Μου μίλησε για την οικογένεια της, την ηρεμία που είχε η ζωή της μέχρι να γνωρίσει τον Κωνσταντίνο, αλλά και τις δυσκολίες που προέκυψαν μετά από αυτή. Τον αγαπούσε, αλλά μισούσε τον δρόμο, στον οποίο βάδιζε τώρα για χάρη του. Θα προτιμούσε να μην τον έβλεπε ποτέ ξανά από το να έρθει στην πρωτεύουσα και να είναι γνωστή ως η αρχιερωμένη του αυτοκράτορα. Τι διαφορά είχαμε έτσι από τους αλλόπιστους μουσουλμάνους και τα χαρέμια τους;

Εγώ από μεριάς μου της αποκάλυψα κάθε εραστή μου, κάθε ενέργεια μου να τους κρατήσω στο κρεβάτι μου συνεπαρμένη από το παιχνίδι του έρωτα. Δεν δίστασα να παραδεχτώ ότι δολοφόνησα τον πρώτο μου σύζυγο για να παντρευτώ τον εραστή μου. Η Μαρία όμως δεν με κατηγόρησε, δεν με στόλισε με σωρεία χαρακτηρισμών, γιατί δεν ξεχνούσε ότι ήταν μια θνητή και δεν είχε το δικαίωμα της κριτικής. Αντίθετα, θαύμαζε το πόσο παθιασμένα κυνήγησα τις απολαύσεις σαν να ήμουν άντρας.

Το ξημέρωμα μας βρήκε με καρδιές ανάλαφρες, μάτια δακρυσμένα κι ένα αίσθημα οικειότητας που δεν είχα νιώσει ποτέ άλλοτε.

«Πρώτη φορά μοιράζομαι τόσα πράγματα για το παρελθόν μου», είπε σχεδόν ψιθυριστά, καθώς οι πρώτες ακτίνες του ήλιου τρύπωναν από το παράθυρο κι έπεφταν πάνω στα χρυσαφένια μαλλιά της. «Σε ευχαριστώ που με άκουσες».

«Εγώ σε ευχαριστώ», της χαμογέλασα και έσφιξα μαλακά την κλειστή γροθιά της. «Αν ήταν η αδερφή μου στην θέση σου, μπορεί και να με μαστίγωνε».

«Τι ξέρει εκείνη πέρα από προσευχές;», επανέλαβε τα λόγια μου χαριτολογώντας κάνοντας με να γελάσω. «Πρέπει να επιστρέψω στα διαμερίσματα. Θα με ψάχνει ο Κωνσταντίνος».

«Φυσικά», αποκρίθηκα αποκαρδιωμένη και σηκώθηκα για να την ξεπροβοδίσω.

Πριν όμως προλάβουμε να φτάσουμε στην πόρτα, γύρισε ξανά προς το μέρος μου με μια δόση γλυκιάς πονηριάς να αστράφτει στα μάτια της.

«Δεν συμφωνώ πάντως με το ότι είσαι άσχημη. Δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφη γυναίκα σε καμία ηλικία».

Ποτέ κανένας άντρας δεν με είχε κάνει να αναριγήσω με το άγγιγμα του, πόσο μάλλον με λέξεις. Η Μαρία μπόρεσε με δυο προτάσεις να φέρει τόση ταραχή στο κορμί μου που ήμουν αρκετά βέβαιη ότι θα σωριαζόμουν.

Αποφάσισα τότε να την πλησιάσω για να κρύψω το τρέμουλο των ποδιών μου. Τα δάχτυλα μου ανέβηκαν στο αψεγάδιαστο πρόσωπο της και περιεργάστηκα το δέρμα της. Ήταν ζεστή και τα κρύα μου άκρα την έκαναν να σφυρίξει ελαφρά, αλλά δεν με απομάκρυνε. Κατάλαβα ότι την επηρέαζα θετικά και συνέχισα κατεβαίνοντας στα χείλη της.

Ήταν απαλά, σαν πέταλα ρόδου και το ίδιο καυτά με την ανάσα της που έβγαινε από μέσα της. Ήθελα να τα νιώσω με τα δικά μου χείλη, αλλά μια τέτοια κίνηση ίσως να ήταν παράτολμη και δεν ενέδωσα στον γλυκό πειρασμό.

«Καλή σου μέρα Μαρία», ψιθύρισα και την άφησα να φύγει.

Μετά από αυτή την ιδιαίτερη στιγμή περίμενα ότι θα απέφευγε την επαφή μαζί μου. Ωστόσο, άρχισε να γίνεται περισσότερο διαχυτική ακόμα και σε δημόσιους χώρους. Σε κοινές εμφανίσεις, μέσα ή έξω στο παλάτι, ήταν πάντα δίπλα μου, ψιθύριζε στο αυτί μου λόγια που με έκαναν να γελάω με την ψυχή μου, υποκλινόταν με κάθε ευκαιρία για να θυμίσει σε όλους ποια ήταν η αυτοκράτειρα... Και τα βράδια αφού εκτελούσε τα καθήκοντα της με τον Κωνσταντίνο, ερχόταν στο δωμάτιο μου και μιλούσαμε για ό,τι ταλάνιζε το μυαλό μας. Της μάθαινα κιόλας να γράφει και να διαβάζει και μερικές φορές μας έβρισκε το ξημέρωμα μελετώντας τα ομηρικά έπη.

Ύστερα από μήνες συνεχούς μετακίνησης της στην κάμαρα μου, αποφάσισα να διευκολύνω την κατάσταση και πρότεινα στην Θεοδώρα να μετακομίσουμε κι εμείς στα βασιλικά διαμερίσματα. Έτσι, θα μπορούσα να περνάω περισσότερες ώρες με την Μαρία.

«Εγώ είμαι ικανοποιημένη με το δωμάτιο μου», ήταν η απάντηση της αδερφής μου και γονάτισε για να προσευχηθεί.

«Είμαστε αυτοκράτειρες κι η θέση μας είναι στα βασιλικά διαμερίσματα. Εφόσον δεν προσφέρεις τίποτα στην διοίκηση, τουλάχιστον τήρησε το πρωτόκολλο».

Τα λόγια μου πλήγωσαν τον εγωισμό της και στάθηκαν ικανά να διακόψουν το θρησκευτικό της καθήκον.

«Κι εσύ πώς κυβερνάς ακριβώς; Ο σύζυγος σου έχει τον πλήρη έλεγχο της αυτοκρατορίας».

«Εγώ έχω το όνομα κι αυτός την χάρη. Επιπλέον, δεν μου στερεί την πρόσβαση στο θησαυροφυλάκιο, όπως οι προηγούμενοι άντρες μου, οπότε δεν μπορώ να βρω ψεγάδι στις ενέργειες του».

«Φυσικά δεν μπορείς», σηκώθηκε όρθια και με πλησίασε με αργά βήματα. «Σε συμφέρει να είναι απασχολημένος για να ανακουφίζεις την Σκλήραινα από την μοναξιά της».

«Τι είναι αυτά που λες;»

«Την βλέπω κάθε βράδυ να έρχεται στο δωμάτιο σου. Μην κάνεις τον κόπο να το αρνηθείς λοιπόν. Μην διαπράξεις κι άλλη αμαρτία».

«Η ζωή σου είναι τόσο ανιαρή που ασχολείσαι με των υπολοίπων», γέλασα πνιχτά.

Εκείνη μισόκλεισε τα μάτια της σαν γάτα που παρατηρούσε τον ποντικό πριν το θανατηφόρο χτύπημα.

«Ξέρω πόσο επιρρεπής είσαι στις απολαύσεις της σάρκας. Σταμάτα ό,τι κάνεις με την Μαρία. Είναι άρρωστο και αφύσικο και θα καείτε στην κόλαση».

Εγώ μηδένισα την απόσταση μεταξύ μας καρφώνοντας την με το παγερό μου βλέμμα.

«Ο μόνος λόγος που βρίσκεσαι στο παλάτι, είναι γιατί άλλοι ζήτησαν την παρουσία σου σε αυτό. Αν περνούσε από το χέρι μου δεν θα έβλεπες την Κωνσταντινούπολη ούτε σε χάρτη. Μην τολμήσεις να μου ξαναπείς τι να κάνω, διαφορετικά...», έσκυψα πάνω από το αυτί της «Έχω σκοτώσει στο παρελθόν και δεν έχω κανένα πρόβλημα να το επαναλάβω, γιατί ξέρω πως αυτή την φορά θα αξίζει».

Η απειλή μου την επηρέασε στον βαθμό που ήθελα και δεν μου μίλησε ξανά για την Μαρία. Δέχτηκε μάλιστα να μετακομίσει μαζί μας στα διαμερίσματα κυρίως για να με ελέγχει. Πλέον εκμεταλλευόταν κι αυτή το θησαυροφυλάκιο για να εξαγοράζει πιστούς και να γλιτώσει την οποιαδήποτε δολοφονική απόπειρα εναντίον της. Εγώ βέβαια δεν είχα σκοπό να της κάνω κακό, γιατί δεν θα πλήγωνα ποτέ το ίδιο μου το αίμα. Ήθελα μόνο να σταματήσει να ασχολείται με την ζωή μου, η οποία ομόρφυνε από όταν με χώριζε μόνο μία πόρτα με την Μαρία και κάθε βράδυ πότιζε τα σεντόνια μου με το άρωμα της.

«Σ' αρέσει;», έριξε στο κρεβάτι ένα χρυσό περιδέραιο.

«Από τον Κωνσταντίνο κι αυτό;»

Εκείνη κατένευσε χαμογελώντας μελαγχολικά.

«Κάθε βδομάδα μου χαρίζει κι από ένα ακριβό δώρο. Δεν του ζήτησα ποτέ ούτε ένα κόσμημα. Όμως όλοι πιστεύουν ότι το ταμείο της πρωτεύουσας αδειάζει εξαιτίας μου».

«Συμβάλλω κι εγώ σε αυτό, αν σε κάνει να αισθάνεσαι καλύτερα».

Η Μαρία χάιδεψε το ακριβό της δώρο και στην συνέχεια το πήρε ξανά στα χέρια της φέρνοντας το στο ύψος του λαιμού μου.

«Σε σένα θα πηγαίνει καλύτερα».

«Δεν μπορώ να πάρω το δώρο σου».

«Έχω τόσα άλλα», επέμεινε και προχώρησε πίσω μου για να μου φορέσει το περιδέραιο. «Το ήξερα», χαμογέλασε περήφανη με τα μάτια της στον λαιμό μου. «Δείχνει υπέροχο πάνω σου».

Τα λόγια της, το βλέμμα της, το χάδι της πάνω στις φλέβες μου έριξαν κάθε φραγμό μου και τόλμησα αυτό που είχα ονειρευτεί τόσα βράδια.

Άρπαξα τα χέρια της για να την φέρω στην ίδια ευθεία μαζί μου και ρίχτηκα πάνω στα γλυκά της χείλη. Εκείνη σάστισε με την αντίδραση μου, αλλά ξεπέρασε γρήγορα τις συστολές της και ανταπέδωσε στο φιλί μου.

«Φιλάς τόσο όμορφα!», μουρμούρισε όταν καταφέραμε να απομακρυνθούμε για να πάρουμε μια ανάσα.

«Ήθελα να το κάνω από την πρώτη στιγμή που σε είδα».

Η Μαρία γέλασε σκανταλιάρικα και κούρνιασε στην αγκαλιά μου.

«Τώρα νιώθω πιο ασφαλής από ποτέ».

«Φοβήθηκα ότι θα σε τρόμαζα με το αδάμαστο πάθος μου», αποκρίθηκα καθώς χάιδευα τα μαλλιά της.

«Ξέρεις πόσο θαυμάζω την τόλμη σου στον έρωτα. Και θα σε εμπιστευτώ απόλυτα σε αυτή την πρωτόγνωρη εμπειρία, γιατί ξέρω πως δεν θα νοιαστείς μόνο για την προσωπική σου ικανοποίηση».

«Πρώτη φορά νιώθω έτσι», παραδέχτηκα κι εκείνη ανασηκώθηκε για να με βλέπει καλύτερα. «Ποτέ κανένας άντρας δεν είχε τέτοιου είδους επίδραση πάνω μου».

Η Μαρία έφερε το χέρι της στο στήθος μου για να νιώσει το φτερούγισμα μου και νόμιζα πως σταμάτησα να ανασαίνω.

«Άρα είναι μια πρωτόγνωρη εμπειρία και για τις δυο μας».

Δεν μπορούσα να αντισταθώ στην τρυφερότητα της και την φίλησα ξανά λες και η ζωή μου εξαρτιόταν από αυτό.

«Μην φύγεις ποτέ από το παλάτι», την παρακάλεσα. «Μείνε πλάι μου όσα χρόνια μου απομένουν».

«Πού θα μπορούσε να πάει η παλλακίδα του αυτοκράτορα;», αναστέναξε.

Η φήμη της πλέον είχε στιγματιστεί εξαιτίας του Κωνσταντίνου και ο μόνος έπαινος που θα λάμβανε ποτέ θα αφορούσε την εξωτερική της εμφάνιση. Ποτέ κανείς δεν θα την θεωρούσε ηθική πιστεύοντας ότι σε αυτόν τον κόσμο μια γυναίκα είχε την ελευθερία επιλογής.

«Όχι η παλλακίδα του», έσπρωξα τις μπούκλες της πίσω από το αυτί της. «Η Σεβαστή. Θα έχεις πιο αξιοπρεπή τίτλο για να μην μπορούν να σε χλευάζουν».

«Ζωή δεν θέλω να πιστεύεις πως όλα αυτά τα κάνω για να...»

«Σς», έφερα το δάχτυλο μου στο στόμα της. «Ξέρω πολύ καλά ποια είσαι. Νιώθω την ειλικρίνεια σου στον τρόπο που με φιλάς, στην δεκτικότητα σου, στο πάθος σου... Άσε με να σου χαρίσω κι εγώ κάτι».

«Μα αυτό είναι πιο πολύτιμο από όλο τον χρυσό της αυτοκρατορίας!»

«Ακριβώς, όπως εσύ. Θέλω να ξέρουν όλοι πόσο σημαντική είσαι γι' αυτό το αμαρτωλό παλάτι».

«Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω», ψέλλισε με τα μάτια της να ποτίζονται με δάκρυα χαράς.

«Να είσαι πάντα ειλικρινής μαζί μου, όσο σκληρή κι αν είναι η αλήθεια. Δεν με πειράζει να πονέσω με την πραγματικότητα. Αρκεί να πάψω να ζω σε ωραιοποιημένα ψέματα».

«Το θέλημα σου διαταγή μου, Αυγούστα».

«Σε ευχαριστώ. Σεβαστή!»

Έπειτα έγειρε μπρος και με φίλησε υπό την μουσική υπόκρουση των χαρούμενων μελωδιών της καρδιάς μου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top