5)

Η Ρουμπίνα είχε επισκεφτεί με τους φίλους της, ένα χριστουγεννιάτικο χωριό που διέθετε πληθώρα σπιτιών,  καλλιτεχνικών δρώμενων, παγοδρόμιο και καρουζέλ. Έτσι όπως κοίταζε τις βιτρίνες, τα παιχνίδια και τις εκδηλώσεις ήταν σαν να τα θαύμαζε με ενθουσιασμό παιδιού. Άφηνε στην άκρη τις συχνές αρνητικές σκέψεις της. Σε λίγο ένιωσε τη παρόρμηση να μπει σε μια καφετέρια για να πιει μια κούπα ζεστή σοκολάτα και να παραγγείλει για την παρέα της.

Έκανε το λάθος να φύγει από το χωριό και να πάει μόνη της μέχρι εκεί. Για να δει έξω από την καφετέρεια, τον πρώην της να γέρνει το κεφάλι του προς τη μεριά της νέας του σχέσης...να της χαμογελά με ότι του έλεγε και να την παρατηρεί με διάφορες ανεξιχνίαστες εκφράσεις προσώπου, δεν είχε πολύ σημασία τι καταλάβαινε ακριβώς η ίδια. Σημασία είχε ότι εκείνοι οι δύο ήταν ζευγαρωμένοι.

Ο μεγαλύτερος πόνος της καρδιάς της ήταν το αντίκρισμα αυτό. Μια άλλη κοπέλα έπαιρνε τη θέση της συντροφιάς της  του Αριστίωνα. Κοντοστάθηκε κρυμμένη πίσω από τον τοίχο του κτιρίου για να παρατηρήσει από μακριά εκείνη τη κοπέλα. Δεν μπορούσε να αρνηθεί πως η συγκεκριμένη αποτελούσε την κάλλιστη επιλογή του πρώην της.

Φαινόταν πολύ πιο όμορφη, εντυπωσιακή, αστραφτερή και μισό πόντο ψηλότερη από την ίδια. Πιθανών-αν απαριθμούσε τα επιμέρους εσωτερικά χαρακτηριστικά της θα υπέθετε πως θα ήταν  δυναμική, φιλόδοξη και μαχητική στη καριέρα της. Γι αυτό καλύτερα που την επέλεξε ο παλιός αγαπημένος της. Και ας την πόνεσε οικτρά δίχως να νοιαστεί για το τίμημα που θα προκαλούσε η εγκατάλειψη του. Εκείνος δεν θα επωμιζόταν τις συνέπειες και τα αποτελέσματα εξάλλου. Η ίδια θα ερχόταν αντιμέτωπη επί σειρά μηνών με την στεναχώρια και τη κατάθλιψη.

Η Ρουμπίνα έκανε βήμα να περάσει από το απέναντι δρομάκι, τυλίχτηκε πιο πολύ με το κασκόλ για να κρύψει τη μύτη, το στόμα της ή την ίδια ούτε που καταλάβαινε. Θα της άρεσε η ιδέα να την κατάπινε το έδαφος, ή να γινόταν αόρατη. Δεν την βοήθησε η τύχη να γλιτώσει και να περάσει απαρατήρητη στο απέναντι δρομάκι. Πρόλαβε να γίνει αντιληπτή από το ζευγάρι. Την κοίταζαν με πρόσωπα ανέκφραστα, ψυχρά, ανατριχιαστικά ψύχραιμα.

« Πως είσαι; » η φωνή του τη ξάφνιασε και σκιάχτηκε. Δεν περίμενε να της μιλήσει και να ξεκινήσει κουβέντα.

«Καλά » Τι να του έλεγε διαφορετικό; Σχετικά καλά ή μήπως ότι μπορούσε και καλύτερα αφότου τη πρόδωσε; Θα ακουγόταν δυσάρεστο και θα κατέστρεφε την ατμόσφαιρα κάνοντας την ακόμα πιο βαριά και αμήχανη. Ήδη τα πράγματα ήταν τεταμένα ανάμεσα στους τρεις τους.

« Είστε ωραίο ζευγάρι, να χαίρεστε την μεγαλειώδη αγάπη σας » αυτό ακούστηκε περίεργο, δεν έπρεπε να το εκφράσει έτσι η Ρουμπίνα.

« Ευχαριστούμε, μας ικανοποιεί που το θεωρείς έτσι....καλά Χριστούγεννα Ρουμπίνα» αγκάλιασε από την ωμοπλάτη την ''αγαπητικιά'' του ο Αριστίωνας και ξεκίνησαν να κάνουν μεταβολή.

Το ζευγάρι έφυγε αφήνοντας την μόνη. Τους παρατηρούσε καθώς ξεμάκραιναν. Τα δάκρυα της είχαν ήδη ξεχυθεί και έφταναν τις γραμμές του προσώπου της. Τα δάκρυα του πόνου της καταπονημένης και ανήμπορης ψυχής της.

Η Ισιδώρα και ο Θεοδόσιος απόρησαν γιατί η ώρα περνούσε και η Ρουμπίνα δεν έλεγε να εμφανιστεί. Κοιτάζονταν και μιλούσαν θορυβημένοι μέχρι που αποφάσισαν να ψάξουν ενεργά για την φίλη τους. Η Ισιδώρα βρήκε το σκυμμένο σώμα της κοπέλας πάνω στο χιόνι να κλαίει με λυγμούς. Έτρεξε κοντά της και βιάστηκε να τη σηκώσει και να τη ρωτήσει για να μάθει τι της συνέβη που τη στεναχώρησε σε μεγάλο βαθμό. Περνούσαν φοβερά την όμορφη και εορταστική χριστουγεννιάτικη βραδιά μέχρι προ ολίγου. Ήταν κρίμα που χάλασε η διάθεση της Ρουμπίνας.

« Τι έγινε; Φαίνεται σαν να έκλαψες πικρά και χλώμιασε το πρόσωπο σου, έγινε πιο άσπρο κα από το χιόνι. Γιατί Ρουμπίνα μου;»

« Είδα τον Αριστίωνα μετά από καιρό...ήταν αγκαλιασμένος με την νέα κοπέλα του. Στο μέρος που δεν περίμενα και ούτε που υποψιαζόμουν πως θα τον έβλεπα εύκολα. Και όμως ήρθε εδώ να γιορτάσει μια χριστουγεννιάτικη βόλτα και περιήγηση στο χωριό, παρέα με τη συντροφιά του. Πέρασε από δίπλα μου, μάταια πήγα να τον αποφύγω. Με αντιμετώπισε ψυχρά με ένα βλέμμα που έμοιαζε με μισητό και φθονερό. Τους κοιτούσα όπως έφευγαν ψύχραιμα, αλλά δεν κρατήθηκα στη συνέχεια και έβαλα τα κλάματα. Για αυτό με βρίσκεις έτσι σε τέτοια κατάσταση. » της εξήγησε στην αρχή με δυσκολία και ρίγος η Ρουμπίνα. Το σώμα της έτρεμε και φάνταζε απελπισμένο.

« Έλα προσπάθησε να ησυχάσεις. Τον είδες, αλλά δεν έγινε κάτι κακό ή οτιδήποτε που να σε έκανε να καταρρεύσεις λιπόθυμη στο έδαφος. Μόνο να κλάψεις με λυγμούς και να σκύψεις πάνω στο χιονισμένο έδαφος » της έπιασε καθησυχαστικά τον ώμο η Ισιδώρα και ο Θεοδόσιος που κατέφτασε την ίδια στιγμή, της χάρισε το βλέμμα της μελαγχολίας και της ευσπλαχνίας. Η Ρουμπίνα σκούπισε τα δάκρυα της και πήγε στη μέση, ανάμεσα στους δύο φίλους της για να τη στηρίξουν από τα μπράτσα. Οι τρεις φίλοι κίνησαν για το σημείο όπου πάρκαρε το αυτοκίνητο του ο Θεοδόσιος προκείμενου να αφήσουν τη Ρουμπίνα στο σπίτι της. Η χιονοθύελλα δυνάμωσε αλλά διατήρησε ένα σταθερό τόνο και σε όλη τη διαδρομή το αυτοκίνητο διέσχιζε δρόμους και τοπία καλυμμένα από χιόνι.

Το αμάξι των φίλων της σταμάτησε ακριβώς έξω από τη κατοικία της. Της έριξαν μια τελευταία ματιά στρέφοντας το βλέμμα τους στο πίσω κάθισμα στο οποίο η ίδια καθόταν με σκυμμένο το βλέμμα της. Μια έκφραση μουτρωμένης μελαγχολίας στόλιζε το πρόσωπο της ανδιαμφισβήτητα.

« Σίγουρα θα είσαι καλά τώρα που θα γυρίσεις στο σπίτι σου;» τη ρώτησε ο Θεοδόσιος.

« Αν θέλεις μπορώ να μείνω σπίτι σου απόψε, να μην σε αφήσω μόνη καλύτερα » της πρότεινε η Ισιδώρα.

« Όχι ευχαριστώ καλή μου, δεν θα χρειαστώ κάτι άλλο από εσάς. Μου έφτανε που με φέρατε μέχρι εδώ και μιλήσαμε στη διαδρομή. Κάπως άρχισα να αισθάνομαι καλύτερα » τη διαβεβαίωσε η Ρουμπίνα, αλλά ψευδώς. Τα μάτια της εξακολουθούσαν να δείχνουν πονεμένα. Ο εαυτός της όλος σαν να περνούσε το μήνυμα πως είχε ανάγκη από την υποστήριξη των στενών ανθρώπων δίπλα της. Όμως αρκετά ταλαιπώρησε τους φίλους της, υπήρχαν και οι γονείς της που παρότι έμεναν πολύ μακριά από τη περιοχή της, σε μια αγροτική κωμόπολη συγκεκριμένα μπορούσαν να τη παρηγορήσουν εφόσον θα επικοινωνούσε μαζί τους αύριο την ημέρα και θα τους περιέγραφε τα ταραχώδη γεγονότα της ζωής της.

Μπήκε στο σπίτι, ετοίμασε ένα τσάι να πιει για να την ηρεμήσε. Όταν χαλάρωσε περισσότερο, έπεσε για ύπνο επειδή βίωσε την αίσθηση της πρώτης ισχυρής εξάντλησης. Η νύχτα  ήταν  απρόβλεπτη και της ξύπνησε  έντονα συναισθήματα, επειδή  είδε μετά από πολύ καιρό τον πρώην της με την νυν του. Οπότε το τσάι θα γινόταν η απαραίτητη ανακουφιστική θεραπεία του μυαλού της για τουλάχιστον μερικές εβδομάδες εωσότου έπαυε να φέρνει στη μνήμη της το ταραχώδες γεγονός.

Τηλεφώνησε στους γονείς της την επόμενη μέρα και εκείνοι έντρομοι έσπευσαν να πάνε κοντά της. Μάλιστα αποφάσισαν να μείνουν για μερικές μέρες στο σπίτι της, ώστε να μην νιώθει μοναξιά η Ρουμπίνα και επειδή δεν ήθελαν με τίποτα να τη βλέπουν να περνάει την επιβαρυντική της ψυχολογική κατάσταση.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top