Το Έργο

Ήταν Μεσοκαλόκαιρο κι είχε πάψει να νοιάζεται ποιά χρονιά διένυαν. Στα αυτιά του είχε υποπέσει πως ετοίμαζαν γιορτές. Επέτειος δέκα ετών από την τελική τους νίκη επί των Λάνκαστερ και την επικράτηση στον χαμότοπο συντριμμιών και λάσπης που κάποτε λεγόταν Λονδίνο. Ήταν η ένδοξη οικογένεια των Γιόρκ, έτσι επαναλάμβανε ακούραστα ο Εδουάρδος, οι θριαμβευτές που είχαν τσακίσει τους εχθρούς και κυριαρχήσει στην ισχυρότερη πόλη του Νησιού, ώστε όλες οι φατρίες τους σέβονταν, τιμούσαν και φοβούνταν.

Σε έναν κόσμο που είχε περάσει απανωτούς παγκόσμιους πολέμους, πυρηνικές διαμάχες, γενοκτονίες και κατακρημνίσεις χωρών, η οικογένεια των παππούδων τους, οι Πλανταγενέτες, είχαν χωριστεί ανώμαλα στους Γιόρκ και τους Λάνκαστερ, ξαδέλφια που για είκοσι χρόνια πάλευαν να επικρατήσουν ο ένας του άλλου. Οι Γιόρκ είχαν δεκατέσσερα παιδιά και μετά τον πόλεμο, έμειναν μόνο τρία, με εκείνον ως μικρότερο.

Ανάσανε τον αέρα· δυσωδία καπνού, χημικών, μια βρωμερή σήψη. Σίγουρα θα γιόρταζαν την επέτειο των σφαγών με κονσέρβες. Αναπολούσε τις ημέρες των μαχών, οπότε συμποσίαζαν με τα πτώματα των νεκρών ξαδέλφων τους. Δεν υπήρχαν πλέον πόλεμοι, άρα ούτε κι εχθροί για τροφή, τουλάχιστον όχι φανεροί.

Τι περίφημα που τα είχε καταφέρει ο Εδουάρδος, ο μεγάλος του αδελφός! Με εκείνον για Αρχηγό, οι Γιόρκ είχαν οδηγηθεί στη νίκη. Δέκα χρόνια αργότερα, αριθμούσαν πάνω από το δεκαπλάσιο πληθυσμό, θυμίζοντας ανθρώπινη κοινότητα των παλιών καιρών, που τα πάντα φάνταζαν φυσιολογικά, ευπρεπή και ειρηνικά. Ο Εδουάρδος είχε πράγματι κατορθώσει να θάψει όλα τα σύννεφα που πλανιόνταν απειλητικά πάνω από τον οίκο τους στα τρίσβαθα του ωκεανού ή καλύτερα στις κοιλιές της φατρίας του. Δεν υπήρχε αρσενικός Λάνκαστερ, τους είχαν φάει όλους, μαζί κι όσες γυναίκες δεν τους είχαν φανεί χρήσιμες για υπηρέτριες ή ερωτικοί σύντροφοι. Η ανθρώπινη φύση στα καλύτερά της ή μάλλον στα πιο πραγματικά της. Μετά από αδιακοπυς φόνους και θανατώσεις, είχαν οδηγηθεί στην αδηφαγία. Αν μη τι άλλο, τον κανιβαλισμό που οι παππούδες τους εγκαθίδρυσαν, είχαν κατονομάσει ανθρώπινη εξέλιξη. Εφόσον δεν υπήρχαν ζώα βρώσιμα στον πλανήτη, έπρεπε να αναζητήσουν τη γλυκύτητα και την ανάγκη του κρέατος αλλού.

Ο πόλεμος είχε σβήσει ή μάλλον ναρκωθεί. Εκείνος, είχε γεννηθεί κι ανατραφεί στον πόλεμο, είχε μάθει να μιλάει σαν στρατηγός και να σκοτώνει καλύτερα από την ομιλία. Δε δεχόταν που τα πάντα γύρω του είχαν ημερώσει και γαληνεύσει. Λαχταρούσε ξανά το αίμα, το χάος, την ατέρμονη δράση και τη γεύση της σάρκας. Ο αδελφός του είχε αποδειχτεί επιπόλαιος, αιθεροβάμων, μαλθακός Αρχηγός. Αντί να σχεδιάζει μάχες ασταμάτητα, φόνους γειτονικών φατριών για επίδειξη δύναμης και πανηγύρια αίματος, κυνηγούσε ολημερίς γυναίκες, χασκογελώντας στα δωμάτια μαζί τους, για να κυλιέται ξεδιάντροπα στα πατώματα.

Ο ίδιος, γνώριζε τη θέση, την ιδιότητα και τον σκοπό του. Δεν ήταν εραστής, δεν είχε γεννηθεί όμορφος κι ευθυτενής μα ζαρωμένος και παραμορφωμένος, με μια τρομακτική καμπούρα στην πλάτη, ως γνήσιο τέκνο του δηλητηριασμένου νερού που έπινε η μάνα του. Αδυνατούσε να βρει διασκέδαση στην Ειρήνη, έπληττε, χαζολογούσε, σκεφτόταν ως και την αυτοκτονία. Την απέρριπτε, όμως, διότι επιθυμούσε όσο τίποτα να ηγηθεί, καθώς σε όλη του τη ζωή ακολουθούσε έναν Αρχηγό, είτε αυτός ήταν ο πατέρας είτε τα αδέλφια του. Ήταν αποφασισμένος στον καιρό της Ειρήνης να φανεί αχρείος, μοχθηρός και πανούργος, περιφρονώντας κάθε μάταια ηδονή των ημερών.

Ήθελε να διαλύσει ένα προς ένα τα πρόσωπα που τον χώριζαν από την Ηγεσία. Αφότου είχε μάθει ότι ο Εδουάρδος έπασχε από καρκίνο στο συκώτι, δεν είχε πάψει στιγμή να σχεδιάζει την καταστροφή τους. Το να φυτέψει μια αμφιβολία, μια έριδα μεταξύ του Εδουάρδου και του δεύτερου αδελφού τους, του Γεωργίου, αποδείχτηκε πανεύκολο.

Ένα ηχηρό χτύπημα στην πόρτα του. Σηκώθηκε, χαμογελώντας χαιρέκακα κι άνοιξε, αποκαλύπτοντας τον Γεώργιο, όπως ακριβώς υπολόγιζε.

«Σώσε με, Ριχάρδε, σε παρακαλώ!» Σχεδόν έπεσε γονατιστός εμπρός του, εμφανώς απελπισμένος, καθώς κλείδωνε τριπλά.

«Γιατί είσαι τόσο έντρομος, αδελφέ μου;» Υποκρίθηκε τον ανήξερο. «Θαρρείς κι ο Εδουάρδος σε διώκει.»

«Αυτό ακριβώς συμβαίνει!» Αναφώνησε ο μεγαλύτερος αδελφός και χαμήλωσε ευθύς τον τόνο του, μην τυχόν και τους άκουγε κανένας. «Με επικήρυξε! Πιστεύει ότι θα του σκοτώσω τα παιδιά, του έχει γίνει εμμονή ιδέα!»

Ο Ριχάρδος μονάχα τον κοιτούσε επίμονα κι άχρωμα, χωρίς να προδίδει τις μύχιες, σκοτεινές του σκέψεις. Ο Εδουάρδος υπέφερε από υψηλούς πυρετούς σχεδόν συνέχεια. Σε μια ιδιωτική τους συζήτηση, του είχε φυτέψει την ιδέα ψιθυριστά, σαν δαίμονας, σαν εφιάλτης, καλλιεργώντας την υποσυνείδητα ως επίμονο στοιχειό.

«Τι έκανες, Γεώργιε;» Τον ρώτησε λόξα.

«Τίποτα απολύτως, στο ορκίζομαι!»

«Το ιστορικό αδιάκοπων προδοσιών σου στους Λάνκαστερ, άλλα υποδεικνύει,» μουρμούρισε πικρόχολα μα συγκρατήθηκε, με ένα ευγενές χαμόγελο κατανόησης. «Εμφανώς, έπεσες θύμα συκοφαντίας. Άλλο ένα θλιβερό έγκλημα της Ελισάβετ και του σογιού της! Ορίστε μας· δημιουργούν και ρήξεις ανάμεσα στην οικογένεια μας τώρα, οι αδιάντροποι πανάθλιοι!»

«Της γυναίκας του Εδουάρδου;» Απόρησε ο μεγαλύτερος αδελφός. «Μα αυτή προσφέρθηκε πρώτη να με βοηθήσει αλλά φοβόμουν να μείνω τόσο κοντά στον αδελφό μας. Για αυτό, ήρθα σε εσένα κι ελπίζω να με βοηθήσεις.»

«Φυσικά,» μειδίασε σαρδόνια ο Ριχάρδος και τον πλησίασε. «Θα πράξω όπως ακριβώς σου αρμόζει.»

Ο Γεώργιος δεν είδε ποτέ το μαχαίρι που εξήλθε αστραπιαία και τον λάβωσε στο πλευρό αριστοτεχνικά. Σωριάστηκε στο πάτωμα κι ο επιτεθείς του, ο Ριχάρδος, μαζί του, κοιτώντας τον κατάματα.

«Μην ανησυχείς,» τον καθησύχασε, τρομακτικά χαμηλόφωνα. «Δε θα πεθάνεις ακόμη. Θέλω να συζητήσουμε πρώτα λίγο. Πες μου· πώς περνούσες τόσα χρόνια, χωρίς μάχη και σφαγή διηνεκή;»

«Πάλευα να ζήσω ήρεμα,» ψέλλισε εκείνος, έντρομος από την ξαφνική μοχθηρία του αδελφού του. «Ήθελα μόνο να καλλιεργώ το περιβόλι μου και να τροφοδοτώ όλη την οικογένεια με κηπευτικά.»

«Μίζερος, ολιγαρκής κι ασήμαντος, όπως πάντα!» Σύριξε ο Ριχάρδος και τον εγκλώβισε στα χέρια του, για να μην του ξεφύγει. «Ιησού Χριστέ, ακόμα κι όταν τάχθηκες με τους εχθρούς μας, ανθρωπάκι φάνταζες! Μα εγώ δεν είμαι σαν εσένα. Εγώ σιχάθηκα τη μονοτονία της απραξίας, την αδιάκοπη νωθρότητα, την ευγένεια· έγιναν όλα πλέον τόσο παράλογα όμορφα, ώστε η ασχήμια μου, που είχε φτιαχτεί και σμιλευτεί στον Πόλεμο, αγκομαχά στην Ειρήνη. Ο Εδουάρδος θα πεθάνει σύντομα κι είμαι αποφασισμένος να τον διαδεχθώ!»

«Είσαι τρελός,» τον κατηγόρησε ξεψυχισμένα.

«Απλώς αρνούμαι να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου χαζεύοντας στη σκιά την παραμόρφωση μου,» αποκρίθηκε ψυχρά ο Ριχάρδος κι ανέβασε σταθερά το μαχαίρι στον λαιμό. Οσονούπω, η ψυχή του Γεωργίου θα έφευγε πακέτο στους Ουρανούς. Αν, βέβαια, δεχόταν ο Θεός τέτοιο δώρο από εκείνον. «Ποιός πραγματικά ηγείται της φατρίας μας;»

«Η Ελισάβετ κι οι συγγενείς της,» κατάλαβε αμέσως ο ετοιμοθάνατος αδελφός του.

Ο Ριχάρδος άφησε ένα σατανικό, γάργαρο κι εγκάρδιο γέλιο, καθώς του έκοβε τον λαιμό όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

«Σε διαβεβαιώ,» δήλωσε, ενώ συγκέντρωνε τα απαραίτητα σύνεργα, «είναι οι επόμενοι.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το ίδιο βράδυ, μετά από δέκα χρόνια, στο τραπέζι τους βρέθηκε κρέας. Η γυναίκα του, η Άννα, δε φάνηκε να παραξενεύεται ιδιαίτερα με το γεγονός.

«Σε ευχαριστώ που μαγείρεψες,» του είπε, εννοώντας κάθε λέξη.

«Αυτό το γεύμα το όφειλα,» αποκρίθηκε υπερήφανα ο Ριχάρδος, γεμίζοντας το ποτήρι της συζύγου του με κάτι που κάποτε θα θεωρούταν μπίρα. Το σινάπι προερχόταν από τον κήπο του Γεωργίου.

«Ο Γεώργιος είναι, σωστά;» Ρώτησε χωρίς ίχνος τρόμου εκείνη. «Άκουσε πως ο Εδουάρδος τον καταδίωκε.» Ο άνδρας της δεν απάντησε κι έτσι, προχώρησε. «Δεν το έκανες για εκείνον, εξυπηρετείς το δικό σου συμφέρον.» Σήκωσε το κεφάλι του με τα χέρια της, για να συναντηθούν οι ματιές τους. «Θέλεις να γίνεις Αρχηγός, αυτό που πάντοτε επιθυμούσες.»

«Άγγελε μου, το κατάλαβες-»

Η φωνή του διακόπηκε, νιώθοντας το πιστόλι της να απειλεί το κεφάλι του. Εύκολα μπορούσε να την αφοπλίσει μα δεν το έπραξε. Μισούσε τα πιστόλια, τους έλειπε η εγγύτητα. Κοίταξε τη γυναίκα του. Δεν έτρεμε μα έκλαιγε σιγανά.

«Μετά από δέκα χρόνια, δε βαρέθηκες τα ανούσια λόγια;» Απόρησε, μολονότι κι οι δυο δε γνώριζαν κατά πόσο ήταν ανούσια πλέον. Ήταν η σειρά της να γελάσει ειρωνικά, εκτονώνοντας όλη τη χολή που συνέθετε τον γάμο τους. «Σκότωσες τον πρώτο μου άνδρα, τον πατέρα μου, τον πεθερό μου κι Αρχηγό των Λάνκαστερ και με νυμφεύθηκες για να ικανοποιήσεις τον σαδισμό κι εγωισμό σου. Το να καθαρίσω τον κόσμο από ένα δαιμόνιο σαν εσένα, φαντάζει άγια πράξη.»

Ο Ριχάρδος έκλεισε τα μάτια του, αναμένοντας το μοιραίο. Η ματαιότητα ανέκαθεν διαπότιζε τη ζωή του. Ας ξεψυχούσε από τα χέρια της, πάνω στη γλυκιά της αγκαλιά. Δεν έκρυψε την έκπληξη του, όταν έναντι σφαίρας, ένιωσε τα υπέροχα χείλη της στα φαύλα δικά του.

«Είμαι δίπλα σου για πάντα, όπως ορκίστηκα στον γάμο μας,» την άκουσε να λέει και τη βρήκε να κάθεται στη θέση της και να κόψει το άρτια ψημένο μπούτι του Γεωργίου. Με την ίδια ευγένεια είχε κάποτε συμμετάσχει στο γαμήλιο τραπέζι τους, όπου όλη η φατρία είχε φάει τον πατέρα και τον άνδρα της.

Της χαμογέλασε με όλη του την ειλικρίνεια και δέχτηκε την πρώτη μπουκιά από το πιρούνι της. Η Άννα αποτελούσε τον μοναδικό άνθρωπο που δεν τον έκανε να αισθάνεται τέρας. Δίπλα της, ένιωθε άνθρωπος, ζωντανος, υπέροχος, ο ωραιότερος του κόσμου. Ενίοτε, ξεχνούσε και την καμπούρα του.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Ριχάρδος Μπάκινγχαμ, δεύτερος ξάδελφος του, όσο αξιόλογος εραστής ήταν, τόσο γλοιώδης χαρακτήρας δύναντο να γίνει κι είχε προσφερθεί ολοκληρωτικά, αφιερώθηκε στον σκοπό του σαν να ήταν αυτοσκοπός δικός του. Οι συνονόματοι μιλούσαν με τις ώρες και κατέστρωναν το σχέδιο επικράτησης του, εφόσον πια δε φαινόταν διόλου ουτοπικό.

«Ποτέ δε μου μίλησες για αμοιβή,» τον ρώτησε ευθαρσώς ο Ριχάρδος. «Τι θέλεις ως αντάλλαγμα για την αφοσίωση σου;»

«Να μείνω όπως είμαι τώρα,» είχε δηλώσει εκείνος. «Το δεξί σου χέρι κι ο πιο κοντινός σου συνδαιτυμόνας, ξάδελφε.»

«Έτσι θα γίνει,» δεσμεύτηκε ο Ριχάρδος και σηκώθηκε νωχελικά από το κρεβάτι που μοιράζονταν λαθραία. «Τα ανίψια μου με προβληματίζουν περισσότερο από όλους. Η Ελισάβετ και τα κοράκια της θα αποδυναμωθούν μα αυτοί είναι οι αληθινοί διάδοχοι του Εδουάρδου.»

«Με το που φύγει από τη ζωή ο αδελφός σου, μην αφήσεις κανέναν άλλον να τους ελέγχει. Πάρε τους υπό την προστασία σου, παρακολούθησε τους στενά και δε θα τους φοβάσαι,» πρότεινε ο Μπάκιγχαμ.

«Κράτα τους φίλους σου κοντά και τους εχθρούς εγγύτερα,» ψιθύρισε ο Ριχάρδος, μειδιώντας σαρδόνια. «Σοφό.»

«Άρα, με θεωρείς εχθρό σου;» Ανασήκωσε το φρύδι του αριστοτεχνικά.

Τα μάτια του Ριχάρδου σκοτείνιασαν επικίνδυνα.

«Δε θεωρώ κανέναν φίλο μου, είμαι κύριος του εαυτού μου, τέρας υποκριτικής ευγένειας και μέχρι να λάβω αυτό που αξίζω, δε θεωρώ τον κόσμο αυτό παρά Κόλαση.»

«Δικαίως,» σχολίασε ο Μπάκινγχαμ. «Άλλωστε, δε νομίζω ότι αυτή η κατεστραμμένη, καμμένη κι έρημη γη μπορεί να θεωρηθεί τίποτα παραπάνω.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το νεκροκρέβατο του Εδουάρδου περιτριγυριζόταν διαρκώς από κόλακες -δηλαδή συγγενείς της Ελισάβετ- και την ίδια στο προσκέφαλο του, σε σιωπηλή προσευχή και λύπη. Το αλλόκοτο χρώμα του, η ανυποχώρητη εξάντληση, αποτελούσαν απόδειξη ότι δεν του απέμενε πολλή ζωή. Παρά την πένθιμη ατμόσφαιρα, το δωμάτιο θύμιζε σφηκοφωλιά κι ως τέτοια όρμησε ο Ριχάρδος μέσα, εξημμένος από μια οργή που φυλούσε μέσα του μια δεκαετία.

«Αδικούμαι! Κατάφωρα έχω συκοφαντηθεί! Όπως άλογα χάθηκε ο αδελφός μου Γεώργιος, έτσι θα χαθώ κι εγώ! Πότε εγώ διέβαλα οποιονδήποτε από την οικογένεια σου, καταραμένη Ελισάβετ; Εγώ μονάχα το καλό της Φατρίας επιθυμώ και για αυτό αγωνιζόμουν από παιδί. Για να γίνει Αρχηγός και να μεγαλουργήσει ο αδελφός μου, έχυσα ιδρώτα κι αίμα ανυπολόγιστο, εχθρικό και δικό μου βέβαια! Όλα τα προνόμια που κέρδισα τα χαίρεσαι εσύ κι οι ευνοούμενοι σου και θέλεις ακόμα και να χάσουμε την αδελφική αγάπη; Ντροπή σου, μα εγώ κακιά δε σου κρατώ, διότι ο Θεός μας δίδαξε να ανταποδίδουμε καλό έναντι κακού!»

Έτσι έπραττε πάντοτε, από την πρώτη στιγμή που στηρίχθηκε απόλυτα στις σακατευμένες του πλάτες. Έστηνε την πλεκτάνη κι απέδιδε τα χρέη του χάους στους πρώτους τυχόντες. Εγκληματούσε και πρώτος αγκομαχούσε. Μα τελικά, ενέδυδε τη γυμνή του μοχθηρία με δυσνόητα, αρχαία εδάφια της Βίβλου και φαινόταν Άγιος, όταν πιότερο και καλύτερα έπαιζε τον Διάβολο.

«Συμφιλιωθείτε,» τους παρακάλεσε εξαντλημένα ο ξαπλωμένος Εδουάρδος κι έμοιαζαν κύκνειο άσμα τα λόγια του. «Μονάχα ως φίλοι θα κρατήσετε τη Φατρία ισχυρή και μεγαλειώδη. Δεν αντέχω στη σκέψη να πεθάνω κι ο γιός μου να παραλάβει χάος, διχασμό κι έριδες.»

«Μείνε ήσυχος, αδελφέ μου,» τον καθησύχασε, όσο πιο μελιστάλαχτα μπορούσε, ο Ριχάρδος. «Ως τελευταίος ζωντανός γιός του πατέρα μας, θα μεριμνήσω ώστε να διατηρηθεί η τάξη κι όλοι να λάβουν αυτό που τους αρμόζει.»

Τη μεθεπόμενη ημέρα, τον κήδεψαν. Έστησαν μια πυρά κι έκαψαν το σώμα του νεκρού Αρχηγού, τιμώντας τον ως ήρωα. Οι απλοί νεκροί θάβονταν, οι σπουδαίοι καίγονταν κι οι εχθροί γίνονταν βορά. Στις κρίσεις, ακόμη κι οι ασήμαντοι νεκροί ανέρχονταν σε τροφή, ως μέσο επιβίωσης κι ενδυνάμωσης. Τον Εδουάρδο απλά τον έκαψαν. Ο Ριχάρδος έκλαψε σιωπηλά κι αξιοπρεπώς, με απλή θλίψη. Μέσα στην κενότητα συναισθημάτων, είχε μάθει να πλάθει κάθε αίσθηση, μεταξύ αυτών και τη λύπη και τον θρήνο. Τα κροκοδείλια δάκρυα του προκάλεσαν ευχάριστες εντυπώσεις κι ο ξάδελφος Μπάκιγχαμ άδραξε την ευκαιρία κι επιστράτευσε όλη του την πειθώ, για να ενσταλάξει την πλήρη αναγκαιότητα της Αρχηγίας του Ριχάρδου.

Η υπόσχεση του αδελφού στον ετοιμοθάνατο Γεώργιο έφερε απίστευτη ιερότητα κι έτσι φρόντισε να την τηρήσει στο ακέραιο. Στα συμβούλια που ακολούθησαν, ενώ το σόι της Ελισάβετ πάλευε για την κηδεμονία των γιών της και φυσικών διαδόχων του Εδουάρδου, ο Ριχάρδος τους κατηγόρησε ευθέως για προδοσία. Ως υπόδειγμα μέλους της φατρίας κι αδελφού του νεκρού Αρχηγού, ο λόγος του διέθετε ύψιστο κύρος.

Την ίδια ημέρα, εκδικάστηκαν παρωδικά κι εκτελέστηκαν με αποκεφαλισμό και διαμελισμό, πατροπαράδοτος τρόπος. Εφόσον επρόκειτο για εχθρούς της φατρίας, φαγώθηκαν σε γλέντι σπουδαίο που στήθηκε. Είχαν δέκα χρόνια να βιώσουν τέτοιο φαγοπότι. Η Ελισάβετ είχε αρνηθεί να αγγίξει το κρέας στο πιάτο της μα δεν έμελλε να είναι αυτή η πιο άβολη στιγμή της.

«Η γυναίκα αυτή είναι επικίνδυνη,» ξεκίνησε ο Ριχάρδος τη συζήτηση προκλητικά κι ο Μπάκιγχαμ, στην άλλη άκρη του τραπεζιού, τον στήριζε απόλυτα. «Δε γίνεται να της επιτρέψω να μεγαλώνει τα ανίψια μου. Ένας Θεός ξέρει πώς παντρεύτηκε τον πέντε χρόνια νεότερο της αδελφό μου, πόσο μάλλον να έκανε κι εφτά παιδιά μαζί του! Του έκανε πλύση εγκεφάλου, με κάποιο τεχνολογικό μαραφέτι, το δίχως άλλο!»

«Ριχάρδε, παραλογίζεσαι θαρρώ,» έσπευσε να τον αποστομώσει ο Γουλιέλμος Χέιστινγκς, ο ύστατος ζωντανός ευνοούμενος της Ελισάβετ. «Αν πράγματι ισχύουν όλα αυτά-»

«Αν! Αν!» Άφησε όλο του τον θυμό να ξεσπάσει αχαλίνωτα ο Ριχάρδος, σηκώθηκε όρθιος κι η παραμορφωμένη του μορφή σκορπούσε φόβο, σεβασμό και δέος. «Εμφανώς τάσσεσαι υπέρ αυτής της αδιάντροπης πόρνης, Γουλιέλμο κι αυτή την προδοτική στάση απέναντι στη μνήμη του αδελφού μου δε θα την ανεχτώ! Ας του πάρει κάποιος το κεφάλι! Για τον Θεό, δε θα φάω μέχρι να το δω! Αν με αγαπάτε, πράξτε το!»

Όρμησε ο ξάδελφος Μπάκιγχαμ τότε κι όπως τον είχε νουθετήσει ο Ριχάρδος, με πονηριά που θα ζήλευε κι ο Μακιαβέλι, ώστε σε λίγες μόνο ώρες, το κεφάλι του Χέιστιγνκς βρέθηκε στο πιάτο του και το υπόλοιπο σώμα σε μια σούβλα. Την επόμενη ημέρα, ακολούθησε άλλο ένα φαγοπότι με μπόλικο κρέας.

Εκεί, ο Ριχάρδος δεν παρευρέθηκε. Είχε κλειδωθεί στον κοιτώνα του με την Άννα και καρτερούσαν. Ο Μπάκιγχαμ τους είχε υποσχεθεί ότι όλη η φατρία ως το απόγευμα θα τον ικέτευε να την ηγηθεί. Η απουσία τους δεν ήταν αδικαιολόγητη· είχαν αναλάβει την πλήρη επιτήρηση των ανιψιών τους κι η Άννα τα είχε δεχθεί κοντά της σαν δικά της παιδιά. Γνώριζε ότι τα δυο αρσενικά αποτελούσαν εμπόδιο για την ανέλιξη του άνδρα της μα δε θα αρνούταν τη στοργή.

Όταν κατέφθασε ο συρφετός κι ο όχλος, ο θόρυβος κάλυψε τα πάντα και μετά βίας ακουγόταν ο Βάγκνερ στο παλαιολιθικό τους πικάπ, που είχαν βρει στο υπόγειο. Ακόμα και τα παιδιά λάτρευαν εκείνη την αλλόκοτη μουσική, τη νότα αρμονίας μέσα στο χάος και την παρακμή.

«Θέλουν να βγω στο μπαλκόνι,» μειδίασε ο Ριχάρδος κι ετοιμάστηκε. Η Άννα τον σταμάτησε, με μια παλάμη στο στέρνο του.

«Όχι έτσι, σκαντζόχοιρε,» ψιθύρισε στο αυτί του, με μια επίκληση που είχε ξεμείνει από τη βάναυση αρχή του γάμου τους· πλέον φάνταζε χαϊδευτικό. «Πήγαινε και ντύσου όσο πιο ταπεινά μπορείς. Θα προετοιμάσω εγώ το έδαφος για εσένα.»

Ένευσε κι έσπευσε να υπακούσει στην ανάλαφρη προσταγή της. Η ίδια, έπραξε ως δεσμεύτηκε. Βγήκε στο μπαλκόνι με την πιο αρχοντική, επιβλητική της στάση, θυμίζοντας Βασίλισσα αλλοτινών καιρών.

«Ο άνδρας μου δε θα δεχτεί κανέναν σήμερα. Παρακαλώ φύγετε ήσυχα, μη διαταράσσετε τη γαλήνη του, καθώς προσεύχεται για τη σωτηρία της φατρίας μας και της οικογένειας του.»

Μίλησε χωρίς δύναμη στη φωνή μα αποφασιστικά, με στόμφο και κύρος, όπως είχε παρατηρήσει από τον άνδρα της και τους αδελφούς του.

«Ορίστε, λοιπόν!» Φώναξε ο Μπάκιγχαμ επιμόνως και ξεχώρισε του πλήθους. «Δεν είναι σαν τον αδελφό του αυτός, τον προηγούμενο Αρχηγό μας! Δεν ξημεροβραδιάζεται σε κρεβάτια με γυναίκες, ούτε διάγει έκλυτο βίο! Πρόκειται εμφανώς για άνδρα ολιγαρκή, ευσεβή και σταθερό σαν βράχο!»

Ακολούθησαν μουρμουρητά, νεύματα κι επιφωνήματα επιδοκιμασίας. Οι ματιές της Άννας και του ομιλητή συναντήθηκαν. Έμοιαζε παγερός μα σε αμφοτέρων τις καρδιές έκαιγε η ίδια, άσβεστη κι άγρια φωτιά· η απόλυτη αφοσίωση στον Ριχάρδο.

«Πώς και δεν ξεφορτώθηκες την Άννα;» Είχε ρωτήσει κάποτε ο Μπάκιγχαμ, μετά από άλλη μια συνουσία μυστική. «Δεν την έχεις βαρεθεί, μετά από τόσα χρόνια;»

«Ίσως το έκανα, πολλές φορές το έχω θεωρήσει, μα πλέον δεν έχω το δικαίωμα,» είχε λάβει μια αλλόκοτη απάντηση, που έγινε περισσότερο παράξενη, αφότου ζήτησε εξήγηση.

«Τη ζήτησα σε γάμο πάνω από τον τάφο του πεθερού της, ενώ στα χέρια μου φάνταζαν ζεστά τα αίματα του πατέρα και του άνδρα της. Με έφτυσε κατάμουτρα και δε θα ζούσα με την ξεφτίλα της απόρριψης. Της έδωσα ένα μαχαίρι και την προκάλεσα να με σκοτώσει. Πέταξε το μαχαίρι στο βρεγμένο χώμα. Το δίλημμα που της έθεσα ήταν αυτονόητο· ή το μαχαίρι θα έπαιρνε ξανά ή εμένα.»

Και να τη πια, η αναπόφευκτα μέλλουσα σύζυγος Αρχηγού, στεκόταν στον εξώστη της πιο αρχοντικά κι από αρχαίο άγαλμα κι ακόμα πιότερο έλαμπε από υπερηφάνεια, όταν έφερε τον σχεδόν ρακένδυτο Ριχάρδο μαζί της, κρατώντας του σφιχτά το χέρι.

Ο όχλος έπεσε σε έκσταση, θωρώντας τον Ριχάρδο. Έμοιαζε πράγματι σε αξιόλογο παράδειγμα ταπεινότητας, ευλάβειας και γαλήνιας ψυχής. Δε θα μπορούσε η εικόνα αυτή να βρίσκεται πιο μακριά από την πραγματικότητα. Μέσα στην αναταραχή, όλο και πλήθαιναν οι φωνές που τον ονόμαζαν Αρχηγό.

«Δεν αρμόζω να κυβερνήσω, δε θα μπορούσα να σταθώ αντάξιος του νεκρού μου αδελφού!» Αποκρίθηκε ο Ριχάρδος.

«Είσαι καλύτερος του!» Ακούστηκε σαν χορικό η φράση.

Ο Ριχάρδος αναστέναξε όσο πιο φανταχτερά και δραματικά μπορούσε, οι ώμοι του έπεσαν κι η καμπούρα του τον γερνούσε.

«Ο αδελφός μου άφησε δυο γιούς που μπορούν να αναλάβουν. Εγώ δεν ταιριάζω σε αυτή τη θέση. Είμαι πολύ παιδί για αυτόν τον κόσμο. Αγαπώ αυτή τη φατρία και θα αγωνίζομαι ως το τέλος της ζωής μου για αυτή μα δεν μπορείτε να μου ζητάτε αυτή τη θυσία, να επωμιστώ τα βάρη και τις άπειρες ευθύνες! Ο κόσμος μας είναι σάπιος ως τον πυρήνα του, έχουμε καταντήσει πιο βάρβαροι κι από τους Κέλτες που ζούσαν κάποτε εδώ! Κι όσο ονειρεύομαι να αναστήσω τις ψηφοφορίες και τη Δημοκρατία, τόσο νιώθω πως είναι μάταιο!»

Το κόλπο της Δημοκρατίας ήταν δοκιμασμένο κι υπέροχο. Πριν δυο δεκαετίες, πάνω από το φρέσκο πτώμα του πατέρα τους, το είχε χρησιμοποιήσει ένας δεκαοχτάχρονος Εδουάρδος κι όλη η φατρία τον είχε προσκυνήσει. Βέβαια, κανείς δεν το θυμόταν πλέον κι έτσι το ψέμα, μολονότι ανακυκλωμένο, φαινόταν καινούριο, αισιόδοξο μα και φιλόδοξο. Το πλήθος αποθέωσε τον Ριχάρδο, λαχταρώντας τη Δημοκρατία, όπως πάντα.

«Να ζήσει ο Ριχάρδος, ο Αρχηγός μας!»

«Ο Θεός μας ευλόγησε!»

«Πλέον εύμορφες μέρες έρχονται! Ο χειμώνας τελείωσε!»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Κάποτε, οι Αρχηγοί χρήζονταν με γάλα και μέλι μα πλέον αμφότερα είχαν εξαφανιστεί, υπερβολικά μολυσμένα για κατανάλωση. Ο Ριχάρδος χρήστηκε Αρχηγός με πετρέλαιο και μια χρυσή αλυσίδα, μαζί με ένα χρυσό δαχτυλίδι με σμαράγδι, τα μόνα σύμβολα της κυριότητας του.

«Ο Θεός σώζοι τον Αρχηγό μας, τον Ριχάρδο!» Έκραζε με δέος όλη του η φατρία, κάτι παραπάνω από εκατό άνθρωποι που γνώριζε με τα ονόματα και τις ειδικότητες τους. Κάποτε, τα κράτη αριθμούσαν χιλιάδες χιλιάδων κι εκατομμύρια, πλέον οι άνθρωποι ήταν λιγότεροι κι από τα ερείπια της ερημιάς τους.

Η παραζάλη, πάντως, παρέμενε αναλλοίωτη· η άφθονη ευχαρίστηση για τον επιτυχημένο στόχο, η ευτυχία μετά από τόσα χρόνια υπομονής, συνομωσίας και φόνων, η αγαλλίαση που είχε λάβει πλέον τη θέση που του άξιζε. Όσο κι αν είναι μακριά, θα δω πώς θα το φέρω πίσω, είχε δεσμευτεί στον εαυτό του πριν δέκα χρόνια κι έτσι είχε πράξει, με προσοχή κι άψογο σχεδιασμό, αξιοποιώντας όλα τα δεδομένα μέσα και θα τα έκανε όλα από την αρχή, για να ξαναζούσε εκείνες τις στιγμές απόλυτης ξεγνοιασιάς, ανακούφισης και χαράς που ακολούθησαν. Μα επρόκειτο μόνο για στιγμές, όχι χρόνια ή μήνες, ούτε καν ημέρες.

Το δεξί του χέρι ήταν μονάχα η Άννα, όπως ήταν αναμενόμενο, πράγμα που ανησυχούσε τον Μπάκιγχαμ, ο οποίος διαρκώς τον επισκεπτόταν στο νέο του σπίτι και γραφείο, ζητώντας τη θέση που είχε υποσχεθεί.

«Δεν έχω φιλάνθρωπη διάθεση σήμερα,» του απαντούσε ξερά ο Ριχάρδος, που αρνούταν ακόμα και να τον κοιτάξει πλέον. Ξεκάθαρα, οι ημέρες συνεργασίας, σκευωρίας και ζευγαρώματος τους είχαν παρέλθει ανεπιστρεπτί.

«Ξενυχτάς εδώ, δεν πλησιάζεις το κρεβάτι κι όμως έχεις όλα όσα επιθυμούσες,» τόλμησε να πει η Άννα, όταν δείπνιζαν στο γραφείο του. Αυτές οι τυπικές συναντήσεις τους είχαν μείνει, ειδάλλως θα ήταν πρακτικά ξένοι.

Χτυπούσε ρυθμικά τα δάχτυλα του πάνω στο ξύλο, με το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ στο μυαλό. Δεν την κοιτούσε, δεν άντεχε την εικόνα του στις ίριδες της ως κάτοπτρο. Είχε αδειάσει το πιάτο του μηχανικά, από συνήθεια. Έτρωγαν ακόμα τον Χέιστινγκς, ο γέρος επρόκειτο για θρεφτάρι.

«Ήλπιζα ότι πλέον θα γαλήνευες, θα μπορούσες να απολαύσεις τη ζωή και το αξίωμα σου μα έχεις γίνει πιο κακόκεφος, πιο αντικοινωνικός και ολιγόλογος από όπως ήσουν πριν,» συνέχισε η γυναίκα του, λες και μιλούσε σε τοίχο.

«Τα παλιόπαιδα ζουν ακόμα,» απάντησε επιτέλους, με φωνή βραχνή από τη σπάνια πια χρήση. «Όσο ζουν, είμαι βέβαιος πως δε θα βρω ησυχία. Με απειλεί η παρουσία τους κι ακόμα περισσότερο η επιρροή της δαιμόνιας μάνας τους!»

«Δυο αγόρια με την υπόσχεση δυο σπουδαίων ανδρών, όπως ο πατέρας κι οι θείοι τους,» σχολίασε η Άννα με βαθιά γνώση, κρατώντας τα βλέμματα τους κλειδωμένα επίμονα. Τα χέρια της αγκάλιαζαν το πηγούνι του απαλά μα στιβαρά. «Οχτώ χρόνων ήσουν όταν πέθανε ο πατέρας σου, νεότερος τους. Ο χαμός αυτός σε σμίλευσε και σου έσπειρε στην καρδιά τη φιλοδοξία. Αυτό φοβάσαι· μήπως κι ορμήσουν να σε εκθρονίσουν πριν καν ενηλικιωθεί ο πρωτότοκος του Εδουάρδου.»

Το δεξί του χέρι αναζήτησε το δικό της και το έσφιξε. Πλέον, γνώριζαν ο ένας τον άλλον πλήρως, δε χωρούσαν μυστικά ή υπεκφυγές ανάμεσα τους.

«Θα σκότωνες για μένα;» Τη ρώτησε με ψυχρή ευθύτητα κι εκείνη ένευσε χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Και φίλο κι εχθρό με την ίδια ευκολία,» τον διαβεβαίωσε αποφασισμένα.

Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή, έντονα κι ο αέρας γύρω τους είχε φορτιστεί. Αν είχε χρώμα, θα ήταν το άλικο του αίματος. Μονάχα αυτό αρκούσε, για να συνειδητοποιήσει η Άννα την αποστολή που ελάμβανε κι άλλο τόσο, για να αποφασίσει ότι θα το έπραττε. Δυο σύντομες στιγμές, που την έχρισαν επίσημα γυναίκα του. Το αιματοβαμμένο του χέρι την τραβούσε στον βούρκο κι εκείνη βουτούσε οικειοθελώς, χαμογελώντας κιόλας.

«Μείνε ήσυχος,» του ψιθύρισε, δακρύζοντας σιωπηλά. Ίσως επρόκειτο για συγκίνηση, δέος, φόβο, άγχος, θλίψη ή όλα μαζί. Ο κυκεώνας ξέσπασε μέσα της τόσο απότομα όσο έσβησε κι έμειναν μόνο στάχτες αισθήσεων.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Την επόμενη ημέρα, τα δυο αγόρια εξαφανίστηκαν. Κανένας δεν έμαθε ποτέ τι τους συνέβη μα δεν εθεάθησαν ποτέ ξανά. Ο Ριχάρδος κι η Άννα δε μίλησαν για αυτό, μα το βλέμμα που του είχε χαρίσει, επιστρέφοντας από την αποστολή της, ήταν καθησυχαστικό κι ευγενές.

Άλλη μια απειλή είχε εξαλειφθεί. Ο Ριχάρδος επέστρεψε στο κρεβάτι τους μα δεν έβρισκε γαλήνη ακόμη. Έβλεπε εχθρότητα, μυστικοπάθεια και μίσος στα μάτια όλων των συμβούλων του, υποπτευόταν τους πάντες και μανιασμένα πάλευε να αποκαλύψει συνομωσίες. Με την παραμικρή υπόνοια, τους εκτελούσε και προσέφερε ως γεύμα στη φατρία μα πρωτίστως στην οικογένεια του. Η χήρα του αδελφού του, η Ελισάβετ, τον κοιτούσε πάντοτε σαν φίδι, με μάτια που εκτόξευαν δηλητήριο κι εσωτερικά τον καταριόταν. Το ένστικτο της ούρλιαζε ότι εκείνος ευθυνόταν για την εξαφάνιση των παιδιών της.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και συνέβη το αναπόφευκτο· ο Ριχάρδος ανακάλυψε μια συνομωσία του ίδιου του ξαδέλφου Μπάκιγχαμ. Εφόσον δεν είχε λάβει την εύνοια που του είχε υποσχεθεί, αποζήτησε εκδίκηση. Συνελήφθη, φυλακίστηκε και σε λίγες ημέρες, αποκεφαλίστηκε δημόσια, για να γίνει το πιο ευχάριστο γεύμα που είχαν από τότε που είχε σκοτώσει το συγγενολόι της Ελισάβετ.

Μερικοί λιποτάκτησαν. Εξαφανίστηκαν από τους κόλπους της φατρίας κι αναζήτησαν τις τύχες τους αλλού, στην απόλυτη ερημιά ή σε άλλες φατρίες, μακρινές κι ο Ριχάρδος γελούσε χαιρέκακα. Δεν υπήρχε στο ερημονήσι που κάποτε λεγόταν Αγγλία, ισχυρότερη ή πλουσιότερη φατρία από τη δική τους.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Όταν έφτασαν τα ζοφερά νέα, δεν εξεπλάγη. Όλη σχεδόν η φατρία πανικοβλήθηκε μα εκείνος ήταν ήρεμος. Μετά από τόσα χρόνια που πολεμούσε, δε φοβόταν κανέναν εχθρό, πόσο μάλλον ένα παιδαρέλι που ερχόταν πέρα από τη θάλασσα, από την ενδοχώρα, διεκδικώντας την Αρχηγία της φατρίας που ανήκε δικαιωματικά στον Ριχάρδο.

Ο Ερρίκος Τυδώρ προέλαυνε δριμύς, φοβερός κι απειλητικός, για να εξαλείψει τάχα την τυραννία και να επαναφέρει την ένδοξη φατρία στην αίγλη που της άρμοζε, να ξανακάνει την Αγγλία μεγαλειώδη και τρανή. Τα ίδια έλεγε κι ο αδελφός του ο Εδουάρδος κάποτε και μονάχα στο κρεβάτι του είχε έρθει δόξα.

Ο Ριχάρδος δεν επρόκειτο για λαϊκιστή, δεν ήξερε να κολακεύει, να δείχνει συμπαθής, να χαμογελά στους πάντες, να κάνει υποκλίσεις και να πιθηκίζει, ήταν πραγματιστής, ρεαλιστής κι απεχθανόταν τις κίβδηλες ευγένειες, πόσο μάλλον πλέον, που βρισκόταν στην κορυφή και δε λογοδοτούσε σε κανέναν. Επόμενο ήταν να κάνει εχθρούς, ανάμεσα στους οποίους ανήκαν και πολλοί από τους φυγάδες. Θα ξεπουλούσε την Αρχηγία του, αν έκανε λάθος. Είχαν πάει να συλλέξουν τον πρώτο τυχόντα για να τον καθαιρέσουν και να χορτάσουν την κενοδοξία τους. Αφού δεν μπορούσαν να ελέγξουν τον Ριχάρδο όπως έλεγχαν τον νεκρό αδελφό του, θα έβρισκαν ένα άλλο άβουλο ανδρείκελο. Ήταν έτοιμος να τους συνθλίψει, όπως όλους τους εχθρούς του.

Οι σκιές κινούνταν φευγαλέα, τρέμοντας σαν φλόγισες κεριών. Έβλεπε παντού αχρειότητες και δε γευόταν παρά μόνο αίμα. Ο Ήλιος του Γιόρκ είχε σβήσει. Ο Χειμώνας κατέφθανε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Η Φατρία της Ουαλίας τάχθηκε υπέρ του. Είναι λιγότεροι από εκατό αλλά υπολογίσιμοι. Δεν πρέπει να τους υποτιμήσεις.»

Ο Ριχάρδος δεν έδινε καμία σημασία στα λεγόμενα του Στάνλεϊ, θείου του εξ αγχιστείας, μονάχα κοιτούσε την οθόνη του υπολογιστή και τις εικόνες που τους έστελναν οι δορυφόροι με αμέριστη προσοχή κι αφοσίωση, αναλύοντας τον στρατό που πορευόταν, για να μηχανευτεί την καταστροφή του. Είχαν συστήματα παρακολούθησης υπερσύγχρονης τεχνολογίας και ζούσαν σε τσαντίρια, πλην του Αρχηγού. Ιδού η ανθρώπινη εξέλιξη.

«Σε ευχαριστώ, Στάνλεϊ, μπορείς να πηγαίνεις,» τον αποδέσμευσε με μια αυτόματη κίνηση του χεριού του. «Ως το βράδυ, να περιμένετε το αναλυτικό μου σχέδιο άμυνας.»

Με ένα ισχνό μάλιστα, ο μικρόψυχος άνδρας ετοιμάστηκε να φύγει μα τον σταμάτησε ο Ριχάρδος με φωνή επιτακτική.

«Η τωρινή σου γυναίκα είναι μάνα του σφετεριστή, μη νομίζεις ότι το αγνοώ,» τον προειδοποίησε κι η χροιά του απέπνεε τρόμο. «Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι θα αυτομολήσεις, για να τρέξεις στο πλευρό του, μαζί με τους τριάντα πολεμιστές που ορίζεις.»

«Αρχηγέ μου, δεν-»

«Ποιός νομίζει πώς είναι;» Φώναξε με όλη του τη δύναμη, εκφοβίζοντας επιτυχώς τον εμβρόντητο Στάνλεϊ. «Άδειασε η θέση του Αρχηγού μήπως; Πέθανε ο Αρχηγός κι ορφάνεψε η Αγγλία; Υπάρχει άλλος Γιόρκ εκτός από εμένα; Αυτό το κάθαρμα έρχεται να μας κλέψει αλόγως και θες και να τον στηρίξεις, σκουλήκι;» Άφησε μια στιγμή σιωπής, σκοτεινής κι αφόρητα έντονης. Χαμήλωσε απότομα τον τόνο, σε έναν επικίνδυνο ψίθυρο. «Έννοια σου κι έχω λάβει τα μέτρα μου. Ο γιος σου βρίσκεται στα μπουντρούμια μου. Αν προσπαθήσεις να με προδώσεις, θα τον εκτελέσω.»

«Παραμένω πιστός σου αρωγός και σύμβουλος, Κύριε,» έσκυψε δουλοπρεπώς το βλέμμα ο Στάνλεϊ μα ο Ριχάρδος σήκωσε βίαια το πηγούνι του, για να κατακλύσει τα δειλά μάτια του η αδίστακτη και δόλια φύση του.

«Το καλό που σου θέλω,» μειδίασε χαμερπώς.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο εχθρός ήταν προ των πυλών. Είχαν στρατοπεδεύσει λίγο πιο έξω από τα ερείπια της πόλης και περίμεναν καρτερικά, ενώ οι καπνοί τους νότιζαν τον αέρα κι οι προσευχές τους γέμιζαν τον ήχο.

Ο Ριχάρδος κι η Άννα κάθονταν ξαπλωμένοι σιωπηλά στο κρεβάτι τους ανάσκελα, άυπνοι κι ανήσυχοι, με τα χέρια τους να αγγίζονται ελαφρώς.

«Δεν έφαγες,» του είπε χωρίς να τον κοιτάζει.

«Δεν είναι καιρός για φαγητό, μόνο για δουλειά. Ζήτησα ενίσχυση στον θώρακα της πανοπλίας.»

Η Άννα λάτρευε το κρέας του Μπάκιγχαμ κι είχε φάει και τη δική του, ανέγγιχτη μερίδα.

«Κοιμήσου. Θα ξυπνήσουμε με την αυγή,» τον παρακάλεσε νωχελικά, αγκαλιάζοντας τη μέση του, γυρίζοντας μπρούμυτα.

Η σταθερή της, κοιμισμένη ανάσα τον νανούρισε κι αποκοιμήθηκε πριν το καταλάβει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ένα γκρίζο, δυστοπικό τοπίο. Καμία οσμή ή απτή επιφάνεια, όλα αιθέρια. Μέσα στις απόκοσμες σκιές, ξεχώριζαν αχτίδες φωτός που σταδιακά πήραν μορφές ανθρώπων, όλοι αιματοβαμμένοι κι ωχροί· νεκροί, φαντάσματα.

Αναγνώρισε τον πρώτο αμέσως, τον Τρελό Αρχηγό, τον πρωκάτοχο του Εδουάρδου, που είχε σκοτώσει χωρίς δισταγμό, για να διαφυλάξει τη νίκη των Γιόρκ πριν δέκα και πλέον χρόνια, με έντεκα μαχαιριές. Ο δεύτερος ήταν ο γιος του Τρελού, ο πρώτος άνδρας της Άννας, μαμόθρεφτος, αφελής κι αθυρόστομος. Είχε ευχαριστηθεί κάθε στιγμή όσο του έκοβε τον λαιμό.

Τους άκουσε να τον καταριούνται με φωνές αλλόκοτες, μη ανθρώπινες, σχεδόν δαιμονικές. Μέσα στο λογύδριο, συγκράτησε δυο κουβέντες.

«Απελπίσου και πέθανε.»

Είδε τον αδελφό του τον Γεώργιο κι όλα τα καθίκια που είχε εκτελέσει από το σόι της Ελισάβετ. Είδε τον Χέιστινγκς, του οποίου το κεφάλι είχε καταβροχθίσει με αγαλλίαση. Ευλογούσαν τον Τυδώρ κι έβριζαν τον ίδιο σαν να ήταν ο χείριστος των αμαρτωλών. Τελικά, έκραξαν εν χορώ.

«Απελπίσου και πέθανε.»

Είδε τα παιδιά του Εδουάρδου, τα αγόρια που είχαν χαθεί, σα μυσαρά, ειδεχθή αγγελούδια, με μάτια άδεια, που μόνο εκδίκηση φανέρωναν.

«Απελπίσου και πέθανε.»

Είδε τον Μπάκιγχαμ, το πιο πρόσφατο θύμα του, κι ανεκτίμητο βοηθό στην κατάκτηση της Αρχηγίας. Ποιός είχε προδώσει πρώτος ποιόν, φάνταζε πλέον ασαφές και θολό. Ο συνονόματος ξάδελφος στεκόταν με λαιμό καταματωμένο και κεφάλι ανέκφραστο, αφού είχε κοπεί.

«Απελπίσου και πέθανε.»

Η τελευταία σκηνή ήταν το κρεβάτι του, το γνώριμο κρεβάτι του Αρχηγού. Όταν αντίκρισε μια σφαγμένη Άννα, πανικοβλήθηκε. Η γυναίκα του ζούσε κι όμως βρισκόταν στον εφιάλτη και τον έβριζε, κατηγορώντας τον για φονιά κι αμαρτωλό, όπως όλοι οι άλλοι. Δε μακάριζε τον Τυδώρ μα δεν είχε σημασία, ήδη οι λέξεις της τον δηλητηρίαζαν.

«Απελπίσου και πέθανε.»

Έτρεξε κοντά της. Κι όσο κόντευε να τη φτάσει, βρέθηκε σε ένα λιβάδι, μια κοιλάδα χωρίς τέλος, γεμάτη λάσπες, αίμα και πτώματα ακρωτηριασμένα. Το μόνο που δέσποζε ζωντανό ανάμεσα στον απόλυτο όλεθρο, ήταν ένα άλογο.

«Ιησούς Χριστός!» Φώναξε και πετάχτηκε στο κρεβάτι του, ζωντανός και ξυπνητός.

Γύρισε κι αντίκρισε την Άννα φοβισμένη, ανήσυχη για χάρη του, να ψηλαφίζει ενστικτωδώς το μέτωπο του.

«Τρέμεις, παραμιλάς, είσαι κάθιδρος μα φαίνεσαι καλά,» απόρησε με την ασυνήθιστη κατάσταση του. «Τι είδες στον ύπνο σου και τρόμαξες τόσο;»

Τα φρύδια της είχαν σμίξει από ανησυχία κι εκνευρισμό, καθώς ήταν ανίκανη να τον βοηθήσει παραπάνω. Κρατούσε το χέρι του σταθερά, για να ηρεμήσει την ανάσα του τουλάχιστον.

«Αδυνατώ να πιστέψω αυτό που είδα,» αποκρίθηκε με φωνή χαμηλή και τρεμάμενη. «Ο νους μου παίζει ανόητα παίγνια. Ξύπνησε το τέρας, Άννα, αυτό που νόμιζα πως είχα σκοτώσει!»

«Ποιό τέρας;»

Τα μάτια της γούρλωσαν από απορία κι έκπληξη. Δεν τον θυμόταν ποτέ φοβισμένο, έτρεμε μήπως είχε τρελαθεί. Οι παλάμες της έκλεισαν τύλιξαν τα μάγουλα του, προσφέροντας μια γλυκιά θαλπωρή.

«Τη Συνείδηση,» προφέρε τη λέξη σαν βρισιά ο Ριχάρδος. «Η άνανδρη αυτή Οχιά, που ήρθε τώρα, στην ώρα των νεκρών, για να με ταράξει. Ποιόν φοβάμαι; Εσένα; Εσύ με στηρίζεις αδιάκοπα! Τον εαυτό μου, τότε; Πώς είναι δυνατόν να με φοβάμαι, ενώ με αγαπώ και θαυμάζω;»

«Ηρέμησε,» τον αγκάλιασε σφιχτά η Άννα κι ο ωμός της έγινε η στέγη των νευρικών του δακρύων.

«Η συνείδηση μου έχει χίλιες γλώσσες, η κάθε μια διηγείται μια ιστορία και κάθε ιστορία με καταδικάζει ως αχρείο. Επίορκο, δολοφόνο, έτσι με ονομάζουν και κραυγάζουν την ενοχή μου!» Ο Ριχάρδος, τότε, γαλήνεψε ελάχιστα και το παραλήρημα του απέκτησε λογική. «Κανείς δε με αγαπά, κανείς δε θα με κλάψει, όταν αύριο πεθάνω. Αυτό μου είπαν οι εφιάλτες μου, τα φαντάσματα των θυμάτων μου, ότι θα πεθάνω στην απελπισία μου κι αυτό ακριβώς αισθάνομαι τώρα· απόλυτη απόγνωση!»

«Είμαι εδώ, δίπλα σου και σε αγαπώ,» θέλησε να τον καθησυχάσει η Άννα μα οι λέξεις της λειτούργησαν ανασταλτικά.

Σε μια στιγμή, ο άνδρας της απαγκιστρώθηκε από την αγκαλιά της, ακόμα πιο έντρομος και παραζαλισμένος από πριν.

«Όχι, Άννα,» κουνούσε φρενήρως το κεφάλι, ώστε ο ιδρώτας κυλούσε στα σκεπάσματα ως ποτάμι. «Δεν ήσουν εδώ, ήσουν στον εφιάλτη μου, ήσουν θύμα μου και με καταριόσουν. Με καταριόσουν, παλιογυναίκα, αχάριστη, που θα μπορούσα να σε είχα κάνει την τελευταία των σκλάβων κι όμως είσαι η περήφανη σύζυγος του Αρχηγού!»

«Ριχάρδε, σε παρακαλώ-»

Δεν ολοκλήρωσε τη φράση της. Ένιωσε την παγωμένη λεπίδα να της τρυπάει τα σωθικά κι ανάσανε βαριά, περισσότερο από έκπληξη.

«Αύριο, θα πεθάνω, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά,» της ψιθύρισε, εγγύτερα από ποτέ. «Ο Τυδώρ με μισεί· όταν σε βρει, θα σε βασανίσει και σκοτώσει ή απλά κρατήσει για να εξευτελίσει την οικογένεια μας. Σου προσφέρω έναν θάνατο γρήγορο κι ειρηνικό. Αφού διατρανώνεις πως με αγαπάς, πρέπει να χαίρεσαι.»

«Βάτραχε της Κόλασης, πάνω από τους τάφους των νεκρών που εσύ είχες σφάξει, μου μίλησες με λόγια υπέροχα και σε δέχτηκα, η ανόητη. Κατάρα στη στιγμή,» έκλαιγε σιωπηλά η Άννα, θρηνώντας δέκα και πλέον χρόνια που φάνταζαν ατμώδη πια.

«Σε λάτρεψα πολύ περισσότερο από τον νεκρό σου άνδρα και γνώριζα πως άξιζα να κοιμάμαι δίπλα σου, όπως κι εσύ μου απέδειξες, όταν τακτοποίησες τα μούλικα του Εδουάρδου.»

Το μαχαίρι συστράφηκε κι η Άννα σύριξε από οδύνη. Τη φίλησε κι η κραυγή της δεν ακούστηκε ποτέ.

«Πεθαίνω και βλέπω εσένα,» θέλησε να τον προσβάλει και να του δρέψει όποια πιθανή τέρψη του φόνου. «Μου ρυπαίνεις τα μάτια!»

«Τα δικά σου μάτια, υπέροχη κυρά, μόλυναν τα δικά μου, με τον πιο γλυκόπικρο τρόπο και για εσένα θα σκότωνα τους πάντες. Ακόμη και εσένα. Για αυτό, δε θα επιτρέψω την ευχαρίστηση στον Τυδώρ!»

Η Άννα ξεψύχησε στα χέρια του και το αίμα τον ζέστανε, όσο της ψυθίριζε λόγια παρηγορητικά κι ωραία, όπως πάντοτε γνώριζε, για να μην είναι μόνη στον θάνατο. Ούτε να την έτρωγαν δε θα μπορούσαν. Δε θα τους άφηνε. Την έλουσε με πετρέλαιο και την έκαψε. Η καύση αποτελούσε την κηδεία των ηρώων, όσων ήταν υπερβολικά σπουδαίοι κι ενάρετοι, για να φαγωθούν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Οι στρατοί συναντήθηκαν στον πρόχειρο καταυλισμό του Τυδώρ. Ο Ριχάρδος δεν ανησυχούσε για την τοποθεσία, ήταν επίπεδη και χωρίς περίεργα σημεία. Το ανησυχητικό ήταν ότι ο Στάνλεϊ απουσίαζε ακόμα. Δε φαινόταν πουθενά κι ο Ριχάρδος αναρωτιόταν μήπως στην παράνοια της νύχτας, τον είχε σκοτώσει υπνοβατώντας. Χωρίς εκείνον, οι στρατοί ήταν πρακτικά ισάριθμοι.

Δόθηκε το σήμα κι η μάχη ξεκίνησε. Δε χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα όπλα, τα θεωρούσαν άχρηστα. Με μαχαίρια, σφεντόνες, πέτρες και ξύλα πολεμούσαν και πανοπλίες σχεδόν ανύπαρκτες. Ο Ριχάρδος φορούσε έναν ατσάλινο θώρακα, κυρίως για να συγκρατεί τα ακανόνιστα μέλη του.

Έσφαζε ανελέητα. Δεν καταλάβαινε τι έκανε, λειτουργούσε μηχανικά. Μόνο φώναζε στους πολεμιστές του κι ενίσχυε το θάρρος τους.

«Έχουμε πολεμήσει μαζί αμέτρητες φορές κι ο εχθρός δεν αλλάζει! Αυτά τα καθίκια δεν έχουν πολεμήσει ποτέ τους! Δε θα τους αφήσουμε να πατήσουν τη γη μας ούτε να μας πάρουν τις γυναίκες κι ατιμάσουν τις κόρες κι αδελφές μας!»

Η παραίσθηση τον χτύπησε στην όραση και για λίγο, αφαιρέθηκε.

Το ίδιο ματωμένο λιβάδι. Ήταν μόνος, ξαπλωμένος, μισοβυθισμένος στη λάσπη και το μόνο φωτεινό πράγμα ήταν ένα άλογο.

Έναν άλογο! Ένα άλογο! Το Βασίλειο μου για ένα άλογο!

«Κύριε!» Επανήλθε στην πραγματικότητα από έναν υποτακτικό του. «Κύριε, ο Στάνλεϊ κατέφθασε μα πολεμά με τον εχθρό!»

«Ενημέρωσε τους δεσμοφύλακες μας να σφάξουν το παιδί του!» Πρόσταξε ο Ριχάρδος, με την εκδίκηση ως μόνο στόχο πια.

«Απέδρασε, κύριε,» αποκρίθηκε ο άνδρας δειλά. «Βρισκόταν κιόλας δίπλα του.»

Έτσι, λοιπόν, οι άνδρες του Τυδώρ γίνονταν περισσότεροι. Κινδύνευαν. Ο Ριχάρδος έδρασε τάχιστα. Πέρασε στην πρώτη γραμμή και σταμάτησε τη διαμάχη με φωνές και το σώμα του ως ασπίδα. Μόνο και μόνο η όψη του έφτανε για να κάνει τους εχθρούς να διστάσουν.

«Σταματήστε! Μη χύνουμε αίμα για το τίποτα! Προκαλώ τον Ερρίκο Τυδώρ σε μονομαχία! Αφού βαυκαλίζεται ότι έρχεται να σκοτώσει τον τύραννο, ας μη σκοτώσει άλλον αθώο! Ή θα με σκοτώσει και θα μου πάρει τη θέση ή θα τον σκοτώσω και θα τον φάω για βραδινό!»

Με αλαλαγμούς συμφωνίας δέχτηκαν οι δικοί του την πρόταση. Τότε, ο ίδιος ο Τυδώρ βγήκε από τις ορδές του και απάντησε.

«Συμφωνώ. Ας λήξουμε την παράλογη αιματοχυσία. Είμαι έτοιμος όποτε είσαι κι εσύ. Ο Θεός θα αναδείξει τον νικητή.»

Η μονομαχία ξεκίνησε κι ο Ριχάρδος οπλίστηκε με τα μαχαίρια του, τα όργανα των φόνων. Πολέμησε με όλη του την άγρια μαεστρία, τη ζοφερή αριστοτεχνία που είχε γεμίσει το σώμα του ουλές υπερήφανες και το πνεύμα του σκληρότητα. Ο Τυδώρ δεν του κατάφερε κανένα χτύπημα μα ούτε κι αυτός σε εκείνον, διότι τα νιάτα του διέθεταν ταχύτητα κι η καμπούρα του δεν επέτρεπε τεράστια ευελιξία. Απέφευγε τις λαβές κι επιθέσεις, έκανε και δικές του προσπάθειες μα τίποτα ιδιαίτερο.

Όταν η λεπίδα διαπέρασε τον αυχένα κι έφτασε ως τα δόντια του, δεν πρόλαβε καν να πονέσει. Παρέλυσε. Ένιωσε τη ζωή του να σβήνει βασανιστικά αργά κι όλα του τα βιώματα παρέλασαν στην όραση με ταχύτητα ιδανικά γρήγορη. Δεν τον είχε σκοτώσει ο Τυδώρ. Ένας δικός του το είχε κάνει, πισώπλατα, το δειλό καθίκι. Δεν είχαν το θάρρος να τον αντιμετωπίσουν, καταραμένοι μπάσταρδοι.

Πέθανε τρομακτικά, πνιγμένος στο αίμα του και με μια αρμάδα ανδρών να τον παρακολουθούν, αδημονώντας να τον τεμαχίσουν. Θυμόταν μόνο τη γεύση των χειλιών της Άννας, όταν το ίδιο πρωί ξεψυχούσε. Ήταν θεσπέσια γλυκόπικρη.

«Τεμαχίστε τον!» Διέταξε ο Στάνλεϊ, αφού βεβαιώθηκαν ότι πέθανε. «Έτσι, θα ψηθεί γρηγορότερα!»

«Ο σκύλος πέθανε επιτέλους,» γύρισε ο ίδιος κι ανακοίνωσε περιχαρώς στον Τυδώρ, που παρακολουθούσε με ουδετερότητα, σιωπή κι απάθεια. «Ο δρόμος είναι όλος δικός σου για την Αρχηγία και την ένωση των φατριών.»

Οι άνδρες που άξαφνα έγιναν χασάπηδες, έβγαλαν τσεκούρια και τα ακονίσαν, για να κόψουν το πτώμα του πρώην Αρχηγού τους σε κομμάτια. Δεν πρόλαβαν.

Τα σύννεφα είχαν μαζευτεί από την Αυγή, ο ήλιος επέμενε να μην εμφανιστεί. Αντί αυτού, ένας κατάλευκος κεραυνός έσκισε τον ουρανό και χτύπησε κατευθείαν το άψυχο σώμα, κατακαίοντας το σε μια στιγμή. Όταν έπιασε η λυτρωτική βροχή, δεν είχε μείνει παρά μόνο μια καρβουνιασμένη, ακαθόριστη μάζα, που σύντομα έλιωσε. Ο Ριχάρδος ο «Τύραννος» πέθανε στη μάχη και θάφτηκε -σχεδόν με θεϊκή παρέμβαση- με τιμές ήρωα.

~Τέλος~

Αυτό ήταν... Πώς σας φάνηκε;

Θα ακολουθήσει ένα άλλο κεφάλαιο, με μερικές πληροφορίες όχι μόνο του Σαιξπηρικού έργου μα και του ίδιου του προσώπου. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που ήσαστε μαζί μου. 🖤🙏🏻🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top