Επίλογος ( Το Κορίτσι των Σκιών )

[ Βells In Santa Fe – Halsey ]

Τρέχω μέσα στο δάσος, σπρώχνω τα χέρια των δέντρων που προσπαθούν να με ακινητοποιήσουν και να με παραδώσουν στον βασιλιά του σκότους. Έχουν περάσει τέσσερις ώρες από τότε που η πύλη επέτρεψε να στα πλάσματα του Σκότους να βγουν στο φώς του Ηλίου. Ο ήλιος ξύπνησε, μα η πόλη ακόμα κοιμάται. Το νέφος σχηματίζεται σε μικρά σύννεφα που παίρνουν τις σκέψεις μου και τις μεταφέρουν μακριά, το μυαλό μου οφείλει να είναι καθαρό.Οι Νυμφαλίδες προσπάθησαν να κρατήσουν την οικογένειεςτους- μαζί με τη δική μου ασφαλείς, μονάχα, η Κρίστι ήρθε μαζί μου. Βρικόλακες, δαίμονες, σκιές, ψυχές που ποτέ δε δικαιώθηκαν, παίρνουν οστά και αίμα, γίνονται ο χειρότερος εχθρός μου. Ο προορισμός μου είναι προς το βουνό Τύμφη, ένα βουνό της Ηπείρου που αλλιώς ονομάζεται ''Γκαμήλα'' ή ''Βουνά του Παπίγκου''. Στον ορεινό όγκο της Τύμφης, υπάρχουν αρκετές αλπικές λίμνες, όμως αυτή που με περιμένει είναι η Δρακόλιμνη.

«Σε απαρνούμαι!», φωνάζω, ο αντίλαλος της φωνής μου με τρομάζει. Το πράσινο έδαφος βγάζει γέρικες ρίζες από τον κάτω κόσμο του Άδη, τυλίγονται στα πόδια μου, σαν φίδια.

«Εγώ όμως όχι.», η φωνή του Δημήτρη ακούγεται και η καρδιά μου χτυπάει πιο δυνατά από ποτέ. Οι γεροδεμένες πλάτες του κρύβουν το σώμα της Κριστι. Από το χέρι της ξεπροβάλει ένα τεράστιο ξίφος, στη λαβή υπάρχουν ζαφείρια, κόκκινα, θυμίζει σπαθιά που είχαν στη κατοχή τους, βασιλιάδες πολλών ετών πριν γεννηθούμε.

«Έχεις ακουστά τη προφητεία των Σκιών, Πυρόξανθη;», με το σπαθί του κάνει μια μικρή ηλιαχτίδα στο έδαφος. «Όπου εσύ γεννήθηκες για να σε σκοτώσω εγώ; Το Παιδί των Σκιών, σκοτώνει επιτέλους τη Πυρόξανθη, το Κορίτσι των Σκιών...», κάνω σταθερά βήματα προς τα πίσω. «Βιβλία, γρίφοι, φήμες... Με δυσκόλεψαν πολύ μέχρι να βρω τον τρόπο... Το μόνο που χρειάστηκε ήταν η προδοσία- αυτό θα σε σκοτώσει.»

Η Κρίστι έρχεται προς το μέρος. «Ήταν άδικο. Το σκοτάδι σε διάλεξε. Πολλές φορές οι άνθρωποι το επιλέγουμε απλά, το να σε διαλέξει, είναι σπάνιο. Έχεις τη πιο σκοτεινή δύναμη, μπορείς να κυριαρχήσεις τα άδυτα του Άδη, να παγιδεύσεις με τη σκοτεινή σου θηλυκότητα τον οποιονδήποτε, και εσύ τι; Διαλέγεις να βάλεις τέλος; Έχει τέλος το ίδιο το σκοτάδι; Πεθαίνει ποτέ η νύχτα, Πυρόξανθη

Το σώμα μου αρχίζει και τρέμει, κρύος ιδρώτας με λούζει, νιώθω το κάτω χείλος μου να τρέμει, η φωνή μου να σπάει κάθε φορά που προσπαθώ να συντάξω μια πρόταση. Το σπαθί του Δημήτρη εισχωρεί μέσα στη καρδιά της, μαύρο αίμα ξεχειλίζει από το ξίφος, το ορθάνοιχτο στόμα της γίνεται μαύρο, μικροσκοπικές νυχτοπεταλούδες βγαίνουν από εκεί. Το κεφάλι της γυρίζει, με μια μόνο της κίνηση, πετάει το ξίφος. Η πληγή δε κλίνει, θυμίζει σφηκοφωλιά, από την οποία βγαίνουν μαύρες αράχνες. «Ήβη, χάρηκα.», τα κόκκαλα της διαλύονται, γίνονται σπίθες, μεταμορφώνεται σε σκοτεινή φιγούρα που στοίχειωνε τα παιδικά μου χρόνια. Ήβη; «Όλα όσα είδες στη πύλη, μετά από το βότανο που κατανάλωσες, ήταν ένα ψέμα. Ο πατέρας σου, ναι, ήθελε έναν γιο – πολεμιστή, αλλά δεν ξέρεις τη θυσία που έκανε αργότερα για εσένα. Την ημέρα που σε θρηνούσαν ζωντανή, εγώ, η Μοίρα και η Εύα, διψούσαμε για ζωή. Ο πατέρας σου αντιλήφθηκε τη παραφυσική οντότητα και δέχτηκε να σκοτώσει μια από τις Σκιές, αν τα κατάφερνε, θα σε αφήναμε να μεγαλώσεις μακριά από τον κόσμο μας, εάν όχι, θα κέρδιζα μια ανθρώπινη μορφή. Μια ευκαιρία στη ζωή. Και έτσι έγινε....»

Όχι, όχι, όχι. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. «Βέβαια, είσαι αρκετά αφελής, μπορώ να πω, επηρεάζεσαι εύκολα, χάρις την αρνητική ενέργεια σου, όλες οι αδελφές μου, αντίκρισαν ξανά τον θεό Ήλιο. Είσαι το πέρασμα τους.»

«Η Κρίστι πέθανε στα δεκαεννιά της, λίγο πριν πεθάνει, η στάχτη κόλλησε στον οργανισμό της, οι αρτηρίες της γέμισαν με πίσσα, μαύρο και σκόνη.»

Αναπολώ όλες τις στιγμές που είχαμε βρεθεί ως Νυμφαλίδες στην έπαυλη. Πού ηταν η Κρίστι; Σε καμία, είχε ως δικαιολογία τη κούραση, ακόμα και το διάβασμα. Μα καμία μας, ποτέ, δεν υποψιάστηκε ότι μια Σκιά, ζούσε ανάμεσα μας. Και αν τελικά, η Νυμφαλίδα της Νεφέλης δεν μας πρόδωσε ποτέ; Τι και αν, τη σκότωσε η Ήβη όταν ανακάλυψε το μυστικό της;

Αρπάζω το ξίφος από τα χέρια του Δημήτρη, καρδιά από αίμα και στάχτη, πληγωμένη, «σε απαρνούμαι Ήβη.», τα μάτια της γίνονται μαύρα, μωβ φλέβες πετάγονται στο πρόσωπο της, το χρώμα της γίνεται λευκό, τα νύχια της γραπώνουν το φόρεμα μου. Το σώμα της κινείται, προσπαθεί να αντέξει, τα μάτια της κλείνουν, τα δάκρυα μου λερώνουν το άσπρο, πτώμα. «Συγγνώμη.», τη φιλάω στο μέτωπο. Η υγρή, μαύρη μορφή, σχηματίζει μια ηλιαχτίδα στο μέτωπο της.

Το στόμα μου ανοίγει, τα μάτια μου απειλούνται από το μαύρο δηλητήριο. «Τι, τι κάνεις.», το ξίφος βρίσκεται ακριβώς κάτω από τη καρδιά μου, μια απότομη κίνηση και όλα σβήνουν εδώ, με τον επίλογο να είναι βαμμένος στα μαύρα. Τα μάτια του Δημήτρη σχηματίζουν σκοτεινούς ήλιους, σαν υπόλοιπα μαύρης μπογιάς, θυμίζουν εμένα, στη τελευταία επίσκεψη των Σκιών, όταν η αντανάκλαση μου στον καθρέφτη παρουσίαζε τη θλίψη με κόκκαλα και ζωή. Από τη πληγή τρέχει χρυσό, τα μάτια μου σύμφωνα με εκείνον, είναι ζωγραφισμένα με χρυσαφένιους ήλιους. Στο τέλος των ακτινών υπάρχουν μαύρα διαμάντια, ενώ στα δικά του μια χρυσή απόχρωση σαν δάκρυ. «Δεν είσαι αυτός, πίσω από όλο αυτό, βρίσκεται ο Δήμη μου.», τα δάχτυλα μου αγγίζουν το μάγουλο του, αφήνοντας μαύρες δαχτυλιές. Ο ήλιος του παραμένει μαύρος, αλλά οι ακτίνες του χρυσές.

Το Παιδί των Σκιών με το Κορίτσι των Σκιών , γίνονται σύμμαχοι, το ξίφος αποχωρεί από τη πληγή του έρωτα, τον αφήνει να μεγαλώσει και να ωριμάσει. Κοιτάζουμε προς τη κορυφή του βουνού. Μαζί με το νέφος, Σκιές και δύο μαυροφορεμένες γυναίκες εμφανίζονται. Κατεβαίνουν τον λόφο σαν ιππότες του σκότους με τα μαύρα τους άλογα. Πλάσματα του Σκότους γίνονται ένα. Η Λεώνη βρίσκεται δίπλα από το πλευρό της Λίλιθ, η οποία τείνει το χέρι της προς το μέρος μου, για να τις ακολουθήσω. «Έλα μαζί μας

Και τώρα είναι ξεκάθαρο. Η γυναίκα που ποτέ δε μπόρεσε να έχει το δικό της παιδί, με τη γυναίκα που προσπάθησε να κάνει ένα παιδί δικό της, κυριαρχούν το βασίλειο της παράνοιας και του σκότους. Η μια προσπαθεί να με πάρει από το σπίτι μου, ενώ η άλλη από τη μητέρα μου. Το τράβηγμα του πατέρα μου με ταρακουνάει. Κοιτάζω προς τα πίσω, άνθρωποι που έχουν πάρει την λυκόμορφη φύση τους, βρίσκονται αντιμέτωποι με τον θάνατο. Η σκηνή μοιάζει σαν να διαδραματίζεται ο πιο μεγάλος πόλεμος, της ζωής και του θανάτου.

Και τελικά τι είμαι; Μια ιστορια που θέλουν να θυμούνται ή να ξεχάσουν; Και αν μπορω να ειμαι η ιδια ιστορια με καλυτερο τελος;  Και αν τελικα δε κερδισω κατι απο τη φλεγόμενη καταστροφή; Αν δε καταφέρω να σωσω το παιδι στο κάστρο μου;
Η ζωη ειναι εκει εξω. Κρύβεται πισω απο τα ξημερώματα, μα εμεις την εκτιμούμε μονο στα ηλιοβασιλέματα, οταν αρχίζει ο θάνατος του ηλιου για να παρει ανάσα το φεγγαρι.
Και γιατι χρειαζεται να πεθανει ο ερωτας για να τελειωσει μαζι του και η ιστορια της πυροξανθης; Μα υπαρχει πιο ρομαντικη ιστορια, καλυτερος θρύλος απο τον ερωτα του ηλιου και της Σεληνης; Πεθαίνει για να ζησει ο αλλος. Και ας ειναι χωριστά.

Ποτε δεν ημουν εκεινο το βιβλιο που το έκριναν απο το εξωφυλλο. Ημουν εκεινο το βιβλιο που το έκριναν, επηρεασμένοι απο αρνητικες κριτικές. Ποτέ δε μου έδωσαν την επιλογή να τους δείξω τι στ'αλήθεια είμαι.

Το έδαφος βάφεται με αίμα, ιερό, τα αστέρια πέφτουν με τη μορφή βροχής, ο ουρανός θρηνεί, ο ήλιος κρύφτηκε ανάμεσα από τα σύννεφα, ντρέπεται για την ύβρις. «Μπαμπά!», ουρλιάζω, δυνατά, η γη τρέμει. «Μπαμπά, μπαμπά, όχι!», πιάνω το κεφάλι του προτού συγκρουστεί δυνατά με το μαύρο έδαφος. Από το στόμα του τρέχει μαύρο αίμα, μώλωπες, γρατζουνιές, σκισμένο δέρμα, σε παρακαλώ, μη φύγεις, δε σε έχω ζήσει μπαμπά, μη φύγεις. «Δεν σε έχω ζήσει μπαμπά μου, μη μου φύγεις ακόμα, όχι τώρα που έρχονται οι μέρες του φωτός.», υγρή μορφή που σχηματίζει ηλιαχτίδες στις πληγές. Ο χάρτης που είχε ως σημάδι αρχίζει να γίνεται μαύρος, θυμίζει την ακριβή τοποθεσία που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή.

«Είσαι η πιο γενναία πολεμίστρια. Με κάνεις πολύ περήφανο, μη το αμφισβητήσεις ποτέ αυτό.», μάτια που κλείνουν αργά, ανάσα που απελευθερώνεται μετά βίας. Σώμα που αρχίζει να χάνει δυνάμεις, όνειρα και αναμνήσεις. Κλείνω τα μάτια του με τη παλάμη μου. Τον φιλάω στα μάγουλα, στο μέτωπο, παντού. Συγγνώμη μπαμπά μου.

Νεκρά πτώματα, στάχτες, φωτιές. Μέσα από τη Δρακόλιμνη , εμφανίζεται μια μαυροφορεμένη γυναίκα, τα νερά γίνονται πιο μαύρα από ποτέ, ο πόλεμος σταματάει, όλοι τη κοιτούν φοβισμένη, αλλά εγώ ξέρω ότι είναι το πεπρωμένο μου. Κατεβάζει τον μανδύα ο οποίος κρύβει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Πυρόξανθα μαλλιά, μάτια που θυμίζουν θάνατο, κατάλευκη επιδερμίδα, αστερισμοί που πλησιάζουν τη μορφή του ήλιου. «Για να σταματήσεις το χάος, πρέπει να αποδεχτείς τον εαυτό σου.», ο σκοτεινός μου εαυτός πήρε σάρκα και οστά, είναι δίπλα μου. Ο χρόνος έχει σταματήσει.

Και το ουρλιαχτό της Πυρόξανθης ακούστηκε, ταρακούνησε οστά και στάχτες, διέλυσε ναούς και μαντεία. Χύμμαροι ξεχύθηκαν, κεραυνοί έγιναν ένα με το ιερό έδαφος. Τα πλάσματα του Σκότους άρχισαν να καίγονται, το ίδιο και η Λίλιθ μαζί με τη Λεώνη. Ο χρόνος αναστήθηκε, ο Δημήτρης γονάτισε προς σεβασμό στο ιερό έδαφος, έβαλε τη παλάμη πάνω του. Γονατίζω και εγώ, τον φιλώ στο μέτωπο. «Είσαι ελεύθερος πια.», χωρίς κανέναν μύθο να μας ενώνει και χωρίς στάχτες να μας χωρίζουν. «Είσαι ελεύθερος να χαθείς στον κόσμο, για να ανακαλύψεις αργότερα τον δικό σου.»

Το νανούρισμα της μητέρας μου ακούγεται, ακολουθώ τη μελωδία. Μια κατάμαυρη φιγούρα, με μικρό κεφάλι νεογνού και κόκκινο χρώμα που πυροδοτεί το υπόλοιπο σώμα της, είναι η μόνη που έχει διασωθεί. Είναι η αδελφή μου, έτσι δεν είναι; «Εύα;»,την αγκαλιάζω. Νιώθω το σώμα μου να καίγεται, το κάρβουνο γίνεται κοφτερό, σχηματίζει μικρές πληγές στο σώμα μου. Μη φοβάσαι- Μη με φοβάσαι σε παρακαλώ. Είσαι όλα δεν θα ζήσω ποτέ, είσαι όλες οι ιστορίες που θα λέω στις παιδικές ψυχές για να μη φοβούνται τον κόσμο των Σκιών.

«Μην ανησυχείς, είμαι η ψυχή σου που σε ακολουθεί.»

Και κάπως έτσι, η Πυρόξανθη έγινε μια ιστορία που δε ξεχάστηκε ποτέ, οι λύκοι έπαψαν να θρηνούν στη μητέρα Σελήνη, αντιθέτως, την ευγνωμονούσαν.

Τ Ε Λ Ο Σ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top