26. Οικογένεια: Ένας δεσμός από απωθημένα
Η ζωή δε μας χρωστάει τίποτα, ενώ εμείς της χρωστάμε τα πάντα. Αν μπορούσα να περιγράψω το πως νιώθω για τη ζωή μου αυτή τη στιγμή, μοιάζει σαν εκείνη τη παύση που υπάρχει για μέρες, πάνω σε ένα λευκό χαρτί, κενό, ενώ ταυτόχρονα είναι γεμάτο με υπονοούμενα. Η στιγμή που θα μάθω την αλήθεια έφτασε και χτυπάει τη πόρτα του παρόντος συνέχεια, ακατάπαυστα για να της ανοίξω, σαν να είναι ένας μακρινός συγγενής που με έψαχνε χρόνια και επιτέλους με βρήκε, μα εγώ δεν είμαι έτοιμη για αυτή την επανασύνδεση. Τοποθετώ τα άσπρα ακουστικά στ' αυτιά μου. Δεν θέλω να μου εξιστορήσει κανένα παραμύθι το δάσος, κανένα μυστικό. Έχω ήδη αρκετά δικά μου.
Η Αυγή με συμβούλεψε ότι πρέπει να είμαι προετοιμασμένη για τα πάντα. Ναι, θα με θυμηθεί η μητέρα μου, αλλά δε γνωρίζουμε ποια πλευρά του εαυτού μου θα είναι αυτή. Αν εστιάσουμε στα μαύρα δάκρυα που ξεχείλισαν από τα μάτια μου όταν αφαιρέσαμε τη ζωή του λουλουδιού, τότε, αυτό σημαίνει ότι η σκοτεινή πλευρά μου θα ξυπνήσει και μαζί με την ανάμνηση θα έρθει και ο πόνος. Γιατί δεν ισχύει η φράση «όπου και αν αγγίξεις τη μνήμη πονάει», που είχε γράψει ο Σεφέρης κάποτε. Η πραγματικότητα είναι χειρότερη. Όπου και αν αγγίξεις τη μνήμη αιμορραγεί. Είναι σαν εκείνο τον φόβο που έχουν μερικοί άνθρωποι, δε φοβούνται να χτυπήσουν, να σπάσουν, να διαλύσουν κάθε κόκαλο του σώματος τους. Φοβούνται μην αιμορραγήσουν. Φοβούνται μήπως αυτό το αίμα δε σταματήσει ποτέ, και έτσι, τραγικά, πεθάνουν. Αυτό φοβούνται οι άνθρωποι, το αίμα. Γιατί ο πόνος είναι σα τη βροχή, θα σταματήσει αργά η γρήγορα.. Ενώ το αίμα είναι σα τη φωτιά, μπορεί να σταματήσει ή να κάψει κάθε τι δικό σου. Για πάντα. Ο άνθρωπος όμως ζει για να αιμορραγεί, να φλέγεται, ως επιβεβαίωση, ότι ναι, το να νιώθεις, το οτιδήποτε, επιβεβαιώνει την ύπαρξη σου. Εγωιστικό, ε; Πρέπει να πονέσουμε, για να εκτιμήσουμε τη ζωή άραγε;
Μετά από σχεδόν μια ώρα, στο οπτικό μας πεδίο εμφανίζεται το σπίτι στο οποίο άφησα πίσω μου μια υπόσχεση, της οποίας το βάρος ισούται με όλες τις αμαρτίες που έκανα. Γέλια, αναμνήσεις, θολά χρώματα, έντονα χρώματα, αγγίγματα, δάκρυα, χρώματα ξανά, οικείες μυρωδιές, θολώνουν τον νου μου. Επέστρεψα μαμά.
Τα μαύρα σταράκια μου αγγίζουν το χώμα, εκείνο το χώμα που μεγάλωσε, φύτεψε λουλούδια και κήπους έχοντας τα δάκρυα μου ως βροχή. Ο ήχος των παιδικών γέλιων γίνεται ακόμα πιο έντονος, τόσο πολύ που χρειάζεται να επεξεργαστώ αρκετές φορές τον χώρο γύρω μου, τις αυλές των υπόλοιπων σπιτιών, τα πρόσωπα των φίλων μου, γεμάτη απορία, για το αν και εκείνοι ακούνε παιδικά γέλια. Το βλέμμα της Ίριδας απαντά όλα τα ερωτήματα μου. Τέλεια, μόνο εγώ ακούω παιδικά γέλια. Μήπως τρελαίνομαι στ' αλήθεια; Η ανάμνηση να μαθαίνουμε μαζί ποδήλατο βγάζει αγκάθια στα σημεία που μου έδινε φιλιά η μαμά μου για να μεγαλώσω γρήγορα και να γίνω δυνατή. Τα αγκάθια τσιμπάνε δυνατά, τόσο δυνατά που ο εσωτερικός μου κόσμος αντιμετωπίζει φουρτούνες αίματος. Όλα θα τα μάθουμε μαζί μαμά, από την αρχή, δε σ' αφήνω.
Χτυπάω το κουδούνι ξανά και ξανά, μα καμία ανταπόκριση. Ψάχνω τα κλειδιά του σπιτιού μέσα στη τσάντα, η πόρτα ξαφνικά ανοίγει και η μητέρα μου εμφανίζεται στη πόρτα. Μας παρατηρεί έναν προς έναν, με αμφιβολία, από πάνω μέχρι κάτω, σκεπτόμενη, τι θέλουν αυτά τα μαυροφορεμένα παιδιά με γοτθικό στυλ στο σπίτι της; Άραγε με θυμάσαι μαμά; Άραγε θα αποδεχτώ ποτέ την πλευρά που θυμάσαι για εμένα; Τα βλέμματα μας συναντιούνται, κανένας μορφασμός, κανένας ενθουσιασμός, κανένα συναίσθημα δεν είναι αποτυπωμένο πάνω στο πρόσωπο της. Οι ξανθιές τρίχες της απειλούνται από το γκρίζο χρώμα. Άραγε έχουμε ακόμα τον ίδιο φόβο: να μεγαλώσεις και να σε χάσω;
Ένας δυνατός κρότος ακούγεται, σαν κάτι να συγκρούεται δυνατά με τον τοίχο. Ένα, δύο, τρία, έκρηξη συναισθημάτων. Φωνές, ουρλιαχτά, κλάματα, υποσχέσεις, κατάρες, όροι, απωθημένα, αίμα, πολύ αίμα, κόκκινα μάτια, κλειστά μάτια, αναψοκοκκινισμένο σώμα, λευκό δέρμα που γίνεται ροζ, ένταση, μεγάλη ένταση. «Σε μισώ! Ακούς; ΣΕ ΜΙ-ΣΩ, Σε μισώ τόσο πολύ! Βαρέθηκα. Βαρέθηκα τα πάντα!», λέξεις που βγαίνουν από στόμα που στάζει μαύρο αίμα από τύψεις. Κουνάω με το χέρι μου προς τη κατεύθυνση που ακούγονται οι εξοργισμένες φωνές του παρελθόντος. Διαλύονται, σαν να είναι φτιαγμένες από ένα σύννεφο καπνού. Επικεντρώνομαι ξανά στο απαλό πρόσωπο της μαμάς μου. Είναι δικές μου αναμνήσεις ή δικές της; Είμαι στ' αλήθεια εγώ ή μια κακή στιγμή μου; Τα πράσινα μάτια της γίνονται άγριες φουρτούνες, γίνονται μαύρα που προσπαθούν να πνίξουν το μικρό παιδί μέσα μου. Το στόμα της μένει ορθάνοιχτο, μουρμουράει και κλαίει, σχεδόν θρηνεί. Μαμά; Με θυμάσαι και κλαις; Ποιον θρηνείς; Το κορίτσι που ήμουν κάποτε, το κορίτσι που είμαι τώρα, ή ακομα χειρότερα, εκείνο που δε θα είμαι ποτέ όσο και να το θες; Γιατί είσαι μόνη σου μαμά; Εγώ δε σε άφησα μόνη. Πού είναι ο μπαμπάς; Τα χέρια της κλειδώνουν τους αδύναμους μυς μου, φωνάζει, ξεσπά, η σκηνή μοιάζει σαν κάποια μητέρα να θρηνεί το αδικοχαμένο παιδί της, τον δικό της στρατιώτη στο πόλεμο του χάους. Μαμά; Είμαι εδώ, μαμά! «Ποια είναι αυτή που με επισκέπτεται το βράδυ στον ύπνο μου; Πού είναι οι κόρες μου; Είχα δύο κόρες εγώ! Αλλά δεν μπορώ να τις θυμηθώ! Ποιος μου πήρε τις κόρες μου;», το κλάμα γίνεται πιο έντονο. Έχει παραισθήσεις; Ποιες κόρες; Εγώ δεν είμαι η μοναδική κόρη που είχε; Ποια την επισκέπτεται; Η Λίλιθ; Και για όνομα, ο πατέρας μου που βρίσκεται τόση ώρα; Καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που δίσταζα να το σκάσω από την έπαυλη και να τους επισκεφτώ κρυφά. Εισχωρούμε μέσα στο σπίτι, η μητέρα μου συνεχίζει το μοιρολόι, ξανά και ξανά. Ψάχνουμε για αποδεικτικά στοιχεία, κάτι, που να προδίδει την επίσκεψη των Σκιών. Τίποτα. Φωνάζω το όνομά του, τρέχω από δωμάτιο σε δωμάτιο, ανοίγω ντουλάπες, πεταμένα ρούχα, σπασμένα πράγματα, βιβλία και φωτογραφίες πεταμένα στον κάδο, τα πάντα λείπουν. Την άφησε; Πώς τόλμησε; Τσακώθηκαν; Την άφησε χωρίς να με ενημερώσει; Για αυτό τον λόγο δεν κράτησε επικοινωνία μαζί μου; Τόσο καιρό, η μητέρα μου θρηνούσε τον μαύρο ιππότη που έστειλε εκείνη για να σώσει το μικρό κοριτσάκι της στο κάστρο, νόμιζε ότι χάθηκε μέσα στη φωτιά. Αλλά όχι. Πρέπει να αποδεχτείς ότι το κοριτσάκι σου μεγάλωσε μαμά. Το προσέχω.
Διστάζω να χρησιμοποιήσω το βότανο σ' αυτή τη ψυχολογική κατάσταση που βρίσκεται. Η Αυγή μπορεί να με προετοίμασε για το χάος αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα επιλέξω τη καταστροφή. Εκμεταλλεύομαι το πόσο φορτισμένη είναι και την αφήνω να αφήσει το βάρος που κουβαλάει στη πλάτη μου. «Είχα δύο κόρες. Την Εύα και τη Λυδία μου. Η Εύα μου είχε κατάμαυρα μαλλιά, πυκνά φρύδια, πράσινα μάτια, ήταν ακριβώς το αντίθετο από τη Λυδία μου, τη μικρότερη κόρη μου. Έχουν εννιά χρόνια διαφοράς. Αλλά είναι πολύ αγαπημένες μεταξύ τους. Η Εύα σταμάτησε να επισκέπτεται τη Λυδία μου στα δεκαπέντε της. Τη φώναξα τόσο πολύ που την επισκέπτεται μεταμφιεσμένη με αυτές τις Σκιές, που φοβήθηκε και έφυγε. Αλλά ποτέ δε σταμάτησε να προσέχει τη μικρή μου. Εγώ τη μελαχρινή κόρη μου δε τη θυμάμαι με σκιές και μαύρο, θέλω να τη θυμάμαι με την ευκαιρία που δεν της έδωσε ποτέ κανείς, με χρώμα και οστά. Η Λυδία μου- τη Λυδία μου δε τη θυμάμαι καλά. Μόνο εκείνη την μελαγχολία στο βλέμμα της, σαν κάτι να λείπει συνέχεια από τη ζωή της. Μα δεν ήξερε; Δεν ήταν ποτέ μόνη. Η αδελφή της ήταν ο φύλακας της. Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα άλλο. Α! Και τα μαλλιά της. Τα μαλλιά της κόρης μου άλλαζαν συνέχεια. Αλλά η Εύα είναι μέσα μου, τη χαλάω και τη φτιάχνω κάθε μέρα. Τη Λυδία μου όμως την έχασα. Δεν ξέρω που είναι. Εσείς; Ξέρετε; Μου είπε θα επιστρέψει αλλά δε τη θυμάμαι για να καταλάβω αν όντως επέστρεψε. Να, μια μάνα ζει ένα παιδί αλλά, θρηνεί άλλα δέκα πίσω της...-Όχι και ακριβώς πίσω της.» ,ψιθυρίζει σαν να παραδέχεται κάτι που της προσφέρει ευτυχία στα κρυφά ενώ θα έπρεπε να νιώθει ενοχή... «Και τώρα τη Λυδία....Δεν ξέρω, νομίζω τη θρηνώ. Δεν υπάρχει πια. Δε τη θυμάμαι.», το βλέμμα της αρχίζει και γίνεται πιο απαλό, το σκοτάδι αρχίζει και εξαφανίζεται και μεταφέρεται προς το μέρος μου. Περιμένω λίγο ακόμα, της δίνω χρόνο να μου αποκαλύψει και άλλα μυστικά.
Γιατί μιλάει για το πρόσωπο μου σε παρελθοντικό χρόνο; Η Εύα ζει; Δεν έχω καταλάβει. Εκείνη δημιούργησε τους ρούνους πάνω μου; Αν ναι, γιατί δεν με προστάτευσε εκείνες τις δέκα μέρες που ήταν επίγεια κόλαση; Είναι άνθρωπος που μετατρέπεται σε Σκιές; Είναι δυνατόν αυτό; Είναι φύλακας; Φύλακας; Πώς; Δεν υπάρχει ο Δημήτρης για αυτό; Η μήπως υπάρχουν κατηγορίες; Δε με θυμάται; Αρχίζει και μουρμουρίζει ένα νανούρισμα, «Μη φοβάσαι μικρή μου, είμαι η ψυχή σου που σε καλεί, ο ήλιος θα φανεί, το σκοτάδι θα πνιγεί.», συνεχίζει το νανούρισμα, σα να βάζει τις αναμνήσεις τις σε έναν λήθαργο, η εικόνα θυμίζει μητέρα που προσπαθεί να κοιμίσει το μωρό της, κάνει το σώμα μου να ανατριχιάσει. Με θεωρεί νεκρή. Η λήθη σκότωσε τη ζωντανή της κόρη και ανέστησε τη νεκρή.
«Έχετε και άλλα παιδιά;», ρωτάω με όση δύναμη μου έχει απομείνει. Κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. Η συμπεριφορά της θυμίζει μικρού παιδιού που δεν έχει επαφή με το περιβάλλον, δε μπορεί να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά και ζει ταυτόχρονα σε παράλληλες διαστάσεις, ίσως και της φαντασίας του.
«Ο μπαμπάς τους, που βρίσκεται;»
«Έφυγε.», τι; «Έφυγε. Δεν τον κατάλαβα και ποτέ για να σας πω την αλήθεια. Απλά μείναμε εμείς οι τρεις, που από τρεις γινόμαστε δύο, και από δύο, μια. Συνήθως είμαι μόνο μια, αλλά που να σας εξηγώ και εσάς. Εγώ έχω δύο κόρες, δε θυμάμαι αν σας το είπα. Η μια είναι η Εύα μου, και η άλλη η Λυδία μου. Μπορεί να είμαστε και περισσότερα άτομα σ'αυτό το σπίτι τώρα που το σκέφτομαι. Αλλά μόνο η Εύα μου, μου μιλάει, αυτή με έχει συγχωρέσει. Η Λυδία ήταν κλειστό παιδί, δεν μιλούσε πολύ, όλα τα συγγνώμη μου τα έκλεψε η Εύα και δε μου έμεινε κανένα για τη Λυδία μου. Ε και με άφησε. Ήταν πολύχρωμο παιδί αλλά εμένα το αγαπημένο μου χρώμα είναι το μαύρο. Ε, ήταν μες στη ζωή, τη ζωντάνια, ε και εγώ δεν είχα μάθει τη ζωή παρά μόνο να τη χάνω. Ε, και έχασα το μωρό μου. Το Λυδιάκι μου. Θα μας έκανε να γελάμε τώρα με την Εύα, πάντα το έκανε. Ε και προτιμούσα να κλαίω από το να γελάω.»
«Αν... αν ήταν εδώ τώρα, η Λυδία σας, τι θα της λέγατε;», τη ρωτάω και η φωνή μου σπάει στο τέλος, προσπαθώ να μη κλάψω. Αλήθεια μαμά; Δεν έμεινε κανένα συγγνώμη;
«Η Εύα λέει να μην αναλώνομαι κορίτσι μου σε τέτοιες ερωτήσεις και σκέψεις. Τι σημασία έχει. Η Λυδία δε θα γυρίσει.»
«Η Εύα είναι δίπλα σας; Τώρα;»
«Όχι κορίτσι μου, έρχεται το βράδυ, τότε νιώθει άνετη.», κάνει μια παύση. «Ρωτάτε για την Εύα πολύ. Φίλοι ε; Φυσικά. Η Εύα μου είναι πιο κοινωνική από το Λυδιάκι, ήταν επιλεκτικό όπως και να το κάνουμε, λίγους φίλους είχε.»
Έτσι με θυμάται η μητέρα μου; Σαν κάτι που πρόλαβε να ζήσει και πόσο μάλλον να εκτιμήσει επειδή ήταν αφοσιωμένη στα δικά της μυστικά; Και ο πατέρας μου; Γιατί έφυγε; Σφίγγω δυνατά το ύφασμα της μπλούζας μου για να αποτρέψω τη βροχή δακρύων που παρακαλεί να πραγματοποιηθεί στον σκοτεινό ουρανο των ματιών μου. Δεν θυμάμαι πότε ο πατέρας μου έκλεψε το πρώτο «σ' αγαπώ» μου, ίσως και ποτέ, για αυτό συνήθισα να μου το κλέβουν αγόρια χειρότερα από εκείνον- με την ελπίδα οτι θα μου δώσουν ολα τα συγγνώμη που δε μου έδωσε ποτέ εκείνος.
Δεν θυμάμαι πότε χόρεψα πρώτη φορά μαζί του. Ίσως και ποτέ. Θυμάμαι να με κάνει να ανυπομονώ να χορέψει μαζί μου, να σηκώνομαι και να τον περιμένω, αλλά να μην έρχεται ποτέ. Και να μένω σε μια πίστα με αγκαλιασμένα σώματα, μα εγώ πιο μόνη από ποτέ. Παρατηρώ τον Δημήτρη. Άραγε στ' αλήθεια είμαι ερωτευμένη μαζί του ή με μια ιδέα; Ψυχολόγοι ισχυρίζονται ότι στην αρχή είσαι ερωτευμένος με μια ιδέα, εάν όλα γίνονται γρήγορα. Εάν ακολουθούν μια πιο αργή, σταθερή πορεία, τότε ερωτεύεσαι στ'αλήθεια το άτομο για αυτό που είναι. Αλλά υπάρχει κάτι απτά οικείο, κάτι τέλειο πάνω του-Και τέλειοι άνδρες δεν υπάρχουν, μου το έχει αποδείξει ο πατέρας μου αμέτρητες φορές στο παρελθόν. Αλλά ίσως δεν του αξίζει αυτό. Δεν είμαι η μητέρα μου, ούτε ο πατέρας μου, ούτε οι γονείς μου. Είμαι εγώ. Και ο Δημήτρης, μπορεί να είναι καλύτερος από αυτό. Και ίσως είναι παράλογο που συγκρίνω τον φύλακα μου, με τον πατέρα μου, αλλά πρώτη φορά έρχομαι αντιμέτωπη με το αίσθημα της ασφάλειας που μου το προσφέρει κάποιος άντρας. Μου μαθαίνει χρώματα που θα έπρεπε να τα ξέρω ήδη.
Δεν είχαν τίποτα άλλο. Ηταν στ' αλήθεια έτσι όμως; Η απλά προσπαθούσε να κάνει τα πάντα για να είμαι καλά, να έχω μια στέγη για να μη βρέχονται τα όνειρα μου και ένα σπίτι για να ζεσταίνομαι όταν νιώθω μόνη; Είναι αρκετά όμως αυτά; Ισως είμαι εγωίστρια; Είμαι στ' αλήθεια εγωίστρια επειδή επιθυμώ να διαβάσει ολόκληρο το βιβλίο μου και όχι απλά τη περιγραφή που βρίσκεται πίσω μου ισχυρίζοντας ότι από αυτό και μόνο με ξέρει; Μήπως εδώ βρίσκεται κάτι παραπάνω από ευγνωμοσύνη;
«Εγώ πάντως μαμά, θέλω να σου πω ότι σε συγχωρώ. Και ότι σε αγαπάω.», νομίζω είναι η πρώτη φορά που το παραδέχομαι. Υψώνει το βλέμμα της ξαφνιασμένη.
Κοιτάω το γυάλινο μικρό δοχείο που κρατά τη θεραπεία της. Τι και αν πρέπει να το πιω εγώ για να θυμηθώ; Τι και αν έχω πεθάνει στ' αλήθεια και όλο αυτό είναι ένα ψέμα; Χωρίς να ενημερώσω κανέναν, καταναλώνω ολόκληρο το υγρό. Καμία αντίδραση, όλοι θέλουν χρόνο για το επεξεργαστούν, φωνές αρνητικής αντίδρασης σβήνουν αργά μέσα στο μυαλό μου, όπως σβήνω και εγώ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top