23. Έρως, το δηλητήριο που ανοίγει πληγές
Ηalsey - Is there somewhere?
Αγαπητή μαμά,
Η ζωή μου κυλάει σαν ταινία. Το πρώτο μέρος της κύλησε αργά και βασανίστηκα, καίγοντας κάθε μέρος της σάρκας μου. Το δεύτερο μέρος κυλάει γρήγορα, τόσο γρήγορα που σχεδόν με αγχώνει η έλλειψη χρόνου που με εμποδίζει από το να αποδεχτώ κάποια πράγματα. Άραγε με θυμάσαι; Έχω καιρό να ακούσω τη φωνή σου. Ελπίζω να μην έχεις ξεχάσει τη δική μου. . . γιατί εγώ σου νανουρίζω κάθε βράδυ πριν κοιμηθείς μαμά, να κοιμηθείς ήσυχα μαμά, και αν είμαι τυχερή ίσως οι δρόμοι των ονείρων μας συναντηθούν και μείνουμε για πάντα εκεί.
Το αγαπημένο του χρώμα είναι το γαλάζιο. Μα πώς γίνεται να του αρέσει το γαλάζιο, το χρώμα που ξεθωριάζει όλες τις στιγμές των αγαπημένων μας μέχρι να γίνουν άσπρες και να χαθούν στον νυχτερινό ουρανό ως αστέρια; Ίσως για αυτό με φοβίζει το βλέμμα του κάθε φορά, δεν φοβάται οτιδήποτε ξεθωριάζει, και εγώ είμαι εκείνο το χρώμα που ξεθωριάζει, από μαύρο σε γκρι, και από γκρι σε άσπρο και χάνομαι. Για πάντα. Με διαβάζει σαν να είμαι το πιο δύσκολο βιβλίο, προσπαθώντας να κατανοήσει όλους τους συμβολισμούς του συγγραφέα. Άραγε είμαι τόσο δύσκολη στο να με διαβάσει κάποιος και να με εκτιμήσει;
«Επόμενη ερώτηση;», ρωτάει. Ο Δημήτρης πρότεινε να γνωριστούμε καλύτερα, αφήνοντας τον κόσμο των Σκιών πίσω μας, ζητώντας συγγνώμη για τη συμπεριφορά του. «Βασικά, θέλω να σου πω κάτι, σχετικά με τη παιδική ψυχή που υπάρχει μέσα μας και τα σχετικά.», γνέφω. «Νομίζω ότι δεν είναι τόσο βαθύ όσο παρουσιάζουν. Είσαι είκοσι πια, όχι πέντε. Προφανώς το παιδί μέσα σου πολύ πιθανόν να ήθελε να ασχοληθεί με κάποιο άλλο επάγγελμα, να βρίσκεται σε κάποιο άλλο μέρος, αλλά δεν είσαι το παιδί μέσα σου. Δεν γίνεται να θυσιάζουμε όνειρα για ένα παιδί που στη πραγματικότητα, δεν αφήνουμε να μεγαλώσει και να ενηλικιωθεί. Είσαι ενήλικας. Το παιδί μέσα μας το μόνο που θέλει είναι εμάς χαρούμενους. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά απωθημένα, αλλά είσαι κάτι παραπάνω από αυτό- όλοι είμαστε. Μη βασανίζεσαι άλλο.»
Αυτό ήταν ο Δημήτρης για εμένα. Όλες οι απαντήσεις που δόθηκαν τη λάθος στιγμή, όλες εκείνες οι απαντήσεις που δεν ήξερα ότι υπάρχουν. «Δεν το είχα σκεφτεί έτσι να σου πω την αλήθεια. . .Έχεις δίκιο», χαμογελάω και αφήνω το βάρος των απωθημένων να πέσουν κάτω και να θαφτούν στο χώμα. Ακολουθώ τη διαδρομή από μελάνι που υπάρχει στο χέρι του διακριτικά. Εμφανίζεται ένα ξίφος. Η περιέργεια μου γκρεμίζει το τοίχο της διακριτικότητας και το επεξεργάζομαι όσο πιο καλά μπορώ. Στη λαβή βρίσκεται ένα ανάποδο φεγγάρι και μέσα σ' αυτό ένας μικρός κόκκινος ήλιος, ενώ η λεπίδα είναι κοφτερή, μυτερή και απειλητική. «Υποθέτω επειδή είσαι φύλακας;», ρωτάω χωρίς να πάρω το βλέμμα μου από το τατουάζ του.
«Υπάρχει μια ιστορία σχετικά με αυτό: Αιώνες πριν, στο πιο ψηλό βουνό, τον Όλυμπο, υπήρχε ένα κάστρο, στο οποίο γεννήθηκε ένα κορίτσι, οι γονείς του όμως πέθαναν λόγω βαριάς αρρώστιας και έμεινε μόνο του. Δεν είχε κανέναν στο κόσμο παρά μόνο τους Φύλακες της Σελήνης, που κύριο μέλημα τους είναι να προστατεύουν όπως γνωρίζεις παιδικές ψυχές...Δεν θα την έβλαπταν ποτέ. Στα δεκαέξι της, το κορίτσι, έφυγε κρυφά από το κάστρο, χάθηκε στο δάσος και δε ξαναγύρισε ποτέ. Οι μάγισσες τους τιμώρησαν, στα ξίφη τους σκάλισαν ένα ανάποδο φεγγάρι, κυρίως μισοφέγγαρο, για να μην ολοκληρώνεται ποτέ ο κύκλος του φεγγαριού, να μη λυτρώνονται ποτέ και να μη κλαίνε στη Σελήνη. Είμαστε σαν τους ανθρώπους: αν δεν κλάψουμε, αν δεν βγάλουμε το σκοτάδι από μέσα μας, πνιγόμαστε... Οι Φύλακες χάθηκαν στο δικό τους δάσος, άλλοι τρελάθηκαν, άλλοι αυτοκτόνησαν και κάποιοι άλλοι δε βρέθηκαν ποτέ. Το σύμβολο του ήλιου, συμβολίζει την ηλιαχτίδα που δεν μπόρεσαν να κρατήσουν...το κορίτσι.», ολοκληρώνει την ιστορία και με κοιτάζει.
«Ναι, αλλά ποια είναι η δική σου ιστορία πίσω από αυτό;»
Καγχάζει και κοιτάει κάτω για λίγο. «Εσύ.», είναι αρκετό για να αλλάξει τον ρυθμό της καρδιάς μου και να τη κάνει να χορεύει για εκείνον. Τα λόγια του σε συνδυασμό με το μυστήριο βλέμμα του είναι μικρές σπίθες που εξερευνούν κάθε μήκος του σώματος μου. «Εσύ, ότι δεν πρόκειται να επιτρέψω να χαθείς στον Κόσμο των Σκιών...»
Δεν γνωρίζω εάν είναι ο Φύλακας μου, στο μυαλό μου φαντάζεται υπέροχο, το Παιδί των Σκιών συναντά το Κορίτσι των Σκιών και οι ηλιαχτίδες αγκαλιάζουν τον νυχτερινό ουρανό, αλλά οι συνθήκες δεν ευνοούν τον θεό του έρωτα να εισέλθει στη ζωή μου. Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Ίσως να μη πρέπει να κάνω τη συγκεκριμένη ερώτηση-για το ποιος είναι ο φύλακας μου, ίσως πρέπει να αξιοποιήσω την αρετή της υπομονής και να δω τι μου επιφυλάσσει το μέλλον. Μα όταν είμαι κοντά του εκείνη η ηχώ σταματάει να στοιχειώνει το κάστρο μου, η φύση μπορεί να αναπνεύσει και οι ακτίνες του ήλιου να ζεστάνουν κάθε μοναχικό λύκο που τριγυρνάει μόνος στη χιονισμένη αυλή μου. Αλλά εκείνη η φωνή θα παίζει στο μυαλό μου σαν εκείνα τα μουσικά κουτιά, θα μου ψιθυρίζει ότι στον Κόσμο των Σκιών κοιτάμε μόνο πίσω, γιατί το μπροστά δεν υπάρχει.
«Μου είναι περίεργο να το επεξεργαστώ. Πριν λίγο καιρό ήσουν αρκετά απότομος μαζί μου και τώρα αυτό.», παραδέχομαι και βλεφαρίζω δύο φορές για να μπορέσω να βρω την έξοδο από τον παρανοϊκό τρόπο σκέψης του. Αλλάζω θέμα και εισπνέω δυνατά, «Τι και αν οι Σκιές θέλουν τις παιδικές ψυχές επειδή υπάρχει ο Ανιμισμός; Τα παιδιά είναι τα μοναδικά όντα που στην ηλικία των δύο έως εφτά ετών θεωρούν ότι τα άψυχα όντα έχουν ζωή. Οι Σκιές θέλουν τα παιδιά ως πιστοί τους, δεν ξέρω πως να σου το εξηγήσω, είναι σαν μια θρησκεία, όσο περισσότερο πιστεύεις σε κάτι, τόσο περισσότερο ενισχύεται. Και ναι, αναφέρομαι στο προλογικό στάδιο του Piaget.», κάνω μια παύση. «Εάν ακολουθήσω τη συμβουλή σου, πιθανών το παιδί μέσα μου να μεγαλώσει, να ενηλικιωθεί και να μη γίνει αιχμάλωτο των Σκιών...Άρα θα σταματήσει ο ανιμισμός. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις, ο κόσμος τους είναι πιο μπερδεμένος και από τις ίδιες μου τις σκέψεις αυτή τη στιγμή και κάθε στιγμή.»
Το βλέμμα μου εστιάζει σε ένα βιβλίο, το πιάνει στα χέρια του με γρήγορες κινήσεις και διαβάζει φωναχτά το όνομά του συγγραφέα. «Νίτσε», τον κοιτάζω απορημένη. «Ξέρεις, η πρώτη μου σκέψη όταν γνώρισα για πρώτη φορά τον μπερδεμένο τους κόσμο όπως τον χαρακτήρισες... ήταν για το εάν υπάρχει θεός. Εάν υπάρχει ανώτερη δύναμη που μας ελέγχει, και έκανα πολλά σενάρια: Ο Θεός είναι μια ανώτερη δύναμη, που μερικές φορές κλίνεται να επιλέξει δύο νήματα, το ένα πιο μαύρο από το άλλο, δεν χρειάζεται να τον κατηγορούμε για όλα. Αλλά είναι εκείνος ο θυμός: Εάν δεν κατηγορήσω εκείνον που ελέγχει τα πάντα, ποιόν θα κατηγορήσω; Κανένα όμως σενάριο δε ξεθύμανε όλα τα γιατί που μετατρέπονται σε πολέμους, βιασμούς, ληστείες, δολοφονίες, αρρώστιες.», κάνει μια παύση. «Είμαι γεμάτος από εμπάθεια και δυσπιστία όταν αφορά εσένα γιατί όλοι σε θαύμαζαν, σε πρόσεχαν, ολόκληρες φυλές περίμεναν τον ερχομό σου, ήσουν ένας μικρός θεός, μια θρησκεία που αρνιόμουν να πιστέψω και να υποταχθώ χωρίς να ξέρω το γιατί. Κάθε ιστορία, κάθε μύθος υπήρχαν πιστοί, προσηλωμένοι σε εκείνο το κορίτσι. Εγώ όμως γιατί να είμαι; Είμαι σίγουρος ότι στον κόσμο σου υπάρχει μόνο το άσπρο και το μαύρο, εξαιρώντας το ασπρόμαυρο. Είμαι σίγουρος ότι δε γνωρίζεις καν τη διαφορά μεταξύ του σκοτεινού και του κακού ανθρώπου και τα κατατάσσεις στις ίδιες στάχτες. Ξέρεις ποια είναι; Ο σκοτεινός άνθρωπος μένει μόνο στη κακόβουλη σκέψη, ενώ ο κακός κόβει, δεν προσπερνάει καν εκείνο το μικρό σχοινί που τα διαχωρίζει. Και για να είμαι ειλικρινής Πυρόξανθη, δεν ξέρω ποιο από τα δύο θα γίνεις όταν καταλάβεις το πως μπορείς να υποτάξεις το σκοτάδι μέσα σου. Αλλά για αυτό είμαι εδώ. Και μην ανησυχείς, το κορίτσι μέσα σου βρήκε τον λύκο που έψαχνε, απομένει τώρα να τον εμπιστευτεί.», μόνο μια ερώτηση έρχεται στο μυαλό μου: Είσαι γεμάτος από δυσπιστία και εμπάθεια όταν πρόκειται για εμένα επειδή δεν είσαι εσύ στη θέση μου; Πώς γίνεται να μη πιστεύεις σε έναν μύθο που είχε γραφτεί για' σενα αλλά ο συγγραφέας αποφάσισε να είναι άλλος ο πρωταγωνιστής και εσύ το πεπρωμένο του; Δεν μιλάω, οι λέξεις και τα λόγια που δεν θα πω ποτέ γίνονται αστέρια που χάνονται στον σκοτεινό μου ουρανό. Ίσως είναι καλύτερα έτσι.
Μου μιλάει για τις Σκιές που σκότωσε, ότι το μόνο που χρειάστηκε ήταν μια προσευχή που γεννιέται απο γενιά σε γενιά: κάτι σαν το γνωστό ξεμάτιασμα, απλά στη συγκεκριμένη εκδοχή, ο άνδρας, κυρίως ο πατέρας, την αποκαλύπτει στον γιό της οικογένειας. Εάν υπάρχουν παραπάνω απο ένας γιός, τότε ο μικρότερος έχει τη δυνατότητα να τη κληρονομήσει. Εάν απο την άλλη είναι δίδυμα, ο γιός που τη κληρονομεί είναι εκείνος που βγήκε τελευταίος απο τη μήτρα. Ο λόγος; Επειδή οι αρχαίγονοι πίστευαν ότι ο πρώτος κατάφερε να βγει ζωντανός επειδή το ήθελε η μητέρα φύση, ο δεύτερος όμως μπορεί να μη τα καταφέρει, παλεύει, έχει να κάνει μια άλογα παιχνίδια της Μοίρας, της ιδεολογίας, μιας άλλης εποχής, η οποία μπορεί να καλύψει τα κενά της σημερινής. Το μοναδικό σπαθί που μπορεί να σκοτώσει τις Σκιές είναι αυτό που διαθέτουν οι φύλακες, γιατί το έχουν γυαλίσει με γιασεμί, στάχτη και αίμα λύκου, όλα όσα φοβούνται τα σκοτεινά πλάσματα που κρύβονται στα υποσυνείδητα των ανθρώπων. Τον ρωτάω για τη θεωρία σχετικά με τη luna, τη γυναίκα- ταίρι που προσδιορίζεται για το μεγάλο αρσενικό, για τον άλφα της αγέλης και καγχάζει, σαν να άκουσε μόλις τη πιο γελοία ιστορία που υπάρχει στον κόσμο του. Μου εξηγεί ότι ποτέ δεν την υιοθέτησε στις δικές του ιδεολογίες, ότι πρόκειται για μια άθλια ιστορία που υμνεί έναν τοξικό έρωτα, ή μάλλον, την χειριστική αγάπη. Πιστεύει στην ισότητα των δύο φύλων, κάτι που με κάνει να τον βρίσκω αρκετά ελκυστικό, γοητευτικό, ειδικά σε περιόδους που κυριαρχεί ο μισογυνισμός. Η αλλαγή θέματος γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, χωρίς πίεση. Απο ιστορικά φαινόμενα, πηγαίνει σε κοινωνικά φαινόμενα. Θεωρεί ότι δεν υπάρχει φυσιολογικό, ότι είναι υποκειμενικό και αλλάζει με τις νόρμες της κοινωνίας. Κάτι που δε θεωρείται φυσιολογικό τώρα, ίσως μετά απο αιώνες, να θεωρείται. Όλα είναι ένα εγκεφαλικό παιχνίδι, δεν υπάρχουν κανόνες, εμείς τους φτιάχνουμε και τους σπάμε για (τη) πλάκα.
Πάντα υπήρχε μια σύγχυση μέσα μου μεταξύ του ενθουσιασμού, της έλξης, του έρωτα, της αγάπης- και στο κάτω κάτω, εγώ επιλέγω πως θα ονομάσω αυτό που νιώθω... Παντού έβλεπα μικρές σπίθες, αλλά ποτέ μου δεν σκέφτηκα πόσο μεγάλη θα μπορούσε να είναι αυτή η φωτιά που νιώθω. Και συνήθως φοβάμαι τις φωτιές, γιατί καίνε, πονάνε και παρομοιάζουν τη κόλαση, αλλά ίσως αν ακολουθήσω το φως της (φωτιάς που με κάνει να νιωθω), να ξεφύγω απο αυτή που είμαι εγκλωβισμένη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top