22. Λύκοι και Μύθοι
Αίμα από φεγγάρι,
Δάκρυα από μια φλεγόμενη ψυχή,
η Αποκάλυψη θα έρθει πριν την αυγή.
Ένα μονοπάτι από στάχτη και λάθη,
Μα ο αδύναμος θα πέσει στα πάθη και θα χάσει τη μάχη.
Το ξίφος του σκοτεινού ιππότη έχει δύο κόψεις,
Μα η Μοίρα αποφασίζει ποιο νήμα θα κόψεις.
Αγαπητή μαμά,
Παραμύθια και μύθοι με πρωταγωνιστή τον λύκο με ταξιδεύουν πίσω, στις δικές μας στιγμές που βρίσκονται κλειδωμένες στο χρονοδιάγραμμα. Θυμάμαι κάθε βράδυ να μου αφηγείσαι το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας, αλλιώς δεν άφηνα τον Μορφέα να με αγκαλιάσει. Ίσως τελικά η δική μου κάπα είναι βαμμένη στο μαύρο, η εμπιστοσύνη μου στο λύκο είναι τυφλή και ο προσδιορισμός αλλάζει όπως αλλάζουν τα χρώματα της φύσης κάθε εποχή. Η ηχώ της τρέλας θα τελειώσει με εμένα. Η κάπα θα μεταμορφωθεί σε σκοτεινή στολή ιππότη, θα κόψω τα άκρα της θολής φιγούρας και θα φυγαδεύσω το παιδί το οποίο είναι κλεισμένο στο κάστρο τους. Το στέμμα του δεν είναι φτιαγμένο από ρουμπίνια που ζηλεύουν ακόμα και οι θεοί, είναι φτιαγμένο από μαύρους πολύτιμους λίθους...Τα φυσικά μαύρα διαμάντια, τα οποία έχουν διατηρήσει επαρκή διαφάνεια με το σκοτεινό χρώμα τους και είναι σε θέση να διαθλάσουν το φως της ψυχής μου. Μαύρα διαμάντια, μαύρος χαλαζίας, μαύρο ζαφείρι, καίγονται στη φωτιά μου. Ίσως τελικά πρέπει να εμπιστευτώ τον λύκο του μαμά, ίσως να μην είναι το πεπρωμένο μου αλλά ο προσδιορισμός μου για να φτάσω εκεί που θέλω. Η ψυχή του είναι το δάσος που πρέπει να διανύσει ο μαύρος ιππότης μου για να φτάσει στο κάστρο της ψυχής μου και να το κάψει. Και σου γράφω ποιητικά, γιατί όλα όσα μου έμαθες ήταν μύθοι και ψέματα, υποσχόμενη ότι το κακό δε θα με πειράξει, και τώρα είμαι εδώ, φοβισμένη.
Η ηχώ του λύκου θα είναι η επιβεβαίωση της επιτυχίας μου, η μελωδία που θα στείλει στον Άδη όλες τις δαιμονικές ψυχές.
Οι λυκάνθρωποι πρώτη φορά αναφέρονται ως ύπαρξη το 1.800 π.Χ. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες σχετικά με το πώς, γιατί, πότε. Στην αρχή θεωρούσαν ότι μια γυναίκα μετέτρεψε τον σύντροφο της μέσα από μάγια σε λύκο, επειδή ανακάλυψε ότι την απατούσε. Στην Αρχαία Ελλάδα παρόλα αυτά, ο Ηρόδοτος, ήταν ο πρώτος που μίλησε για μια ομάδα ανθρώπων που μετατρέπονταν σε λύκους. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο Λυκάων, για τον οποίο υπάρχουν δύο θεωρίες. Η πρώτη θεωρία αναφέρει ότι ο Δίας τον τιμώρησε και τον μετέτρεψε σε λύκο, διότι τόλμησε να τον προσβάλει και να του προσφέρει κρέας ανθρώπου και όχι ζώου. Η δεύτερη εκδοχή, ισχυρίζεται ότι ο Λυκάων ζήτησε από τον Δια να σκοτώσει τη φυλή του με πλημμύρα και είχε την ίδια μοιραία μετάλλαξη. Υπήρχαν απόψεις ακόμα και για αιρέσεις λυκανθρώπων, όπου τρείς χιλιάδες χρόνια αργότερα, βρέθηκε ένα σώμα μικρού αγοριού, που χρησιμοποιήθηκε για θυσίες. Στη στη νορβηγική μυθολογία υπήρξε ο Fenrir, ο τεράστιος λύκος, γιος του Loki, που κατασπάραξε τον Odin- το να γίνεις λυκάνθρωπος ήταν απλό, με την ενδυμασία μιας ζώνης: Δύο άντρες πήγαν στο δάσος με σκοπό να ληστέψουν ένα κοντινό σπίτι, καθώς έψαχναν, βρήκαν δύο κατακόκκινες ζώνες και τις φόρεσαν. Μετά από λίγο, άρχισαν να έχουν μια τρομερή φαγούρα και ένα έντονο κάψιμο. Χωρίς καν να το συνειδητοποιήσουν, είχαν κάνει μετάβασης σε ένα τετράποδο άγριο ζώο. Η συμπεριφορά τους άλλαξε μέσα σε δευτερόλεπτα, οι αισθήσεις και τα ένστικα θύμιζαν εκείνα που είχαν οι λύκοι, σκότωναν και κατέστρεφαν τη μητέρα φύση σαν να τους ανήκε. Ήταν τόσο βίαιοι και καταστροφικοί,ακόμα και μεταξύ τους που αρκετές φορές οδηγήθηκαν στο θάνατο. Τη λύση στο πρόβλημα τους την έδωσε ένα μαύρο γεράκι, το οποίο τους προσέφερε με το ράμφος του ένα φύλλο και τους επανέφερε στη πραγματική τους ανθρώπινη μορφή. Η θεωρία της ζώνης, ακούγεται και σε μικροπόλεις της Γερμανίας, με κύριο χαρακτήρα τον νεαρό Πέτρο. Ένας ακόμα μύθος είναι και «Το Κτήνος της Ζεβοντάν». Με τον όρο «Κτήνος της Ζεβοντάν» ή «Θηρίο της Ζεβοντάν» , χαρακτηρίστηκε ένα μυστηριώδες ζώο που εμφανίστηκε το στην περιοχή Ζεβοντάν, το οποίο επί τρία έτη τρομοκρατούσε τους κατοίκους των γύρω περιοχών με τις επιθέσεις που επιχειρούσε εναντίον του, οι οποίες κατά κανόνα είχαν φρικτά αποτελέσματα. Περιγράφηκε ως ένα πλάσμα σε μέγεθος , οι μελετητές όμως, ακόμα και σήμερα, δεν μπορούν να το ταυτίσουν με κάποιο γνωστό είδος. Ο απόηχος του τέρατος κρατά μέχρι σήμερα και οι κάτοικοι ξύπνιους απο τον φόβο.
Μαγικά δέρματα, βότανα, ζώνες, κατάρες, δαγκώματα, απομακρυσμένες καλύβες, αίμα και ιδρώτας, είναι αρκετά για να συνεχίσουν μια γενιά λύκων, όχι όμως για να βάλουν τέλος στο χάος που με κυριεύει. Τι στ' αλήθεια ισχύει; Οι πρόγονοι μας πώς γίνεται να είναι τόσο διαφορετικοί και ταυτόχρονα τόσο ίδιοι; Ήταν τρελοί άραγε και δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ανθρώπινο δέρμα που έσπερνε τρόμο και φόβο με δαγκώματα και απερίγραπτα βασανιστήρια; Ισχύουν όντως όλα αυτά; Αφήνω τις σκέψεις μου να ταξιδέψουν με τη κρυστάλλινη ανάσα της φύσης και να χαθούν στη πυκνή βλάστηση του δάσους.
Το ξύλινο δέρμα του δέντρου με αγκαλιάζει σφιχτά και μου επιτρέπει να αναπαυθώ. Ξεφυλλίζω γρήγορα το βιβλίο προσπαθώντας να βρω εκείνη την ιστορία που μου είχε διηγηθεί η θεία Λεώνη για τους Φύλακες της Σελήνης, λίγο πριν τους αποχωριστώ. Πριν αιώνες, δημιουργήθηκε η αγρια φυλή των φυλακων με ζωο ως προστάτη τον λύκο. Πίστευαν σε πνευματα, σε μια ανώτερη δύναμη που τους εξουσιάζει... Ισχυρίζονταν οτι στο δασος υπαρχει η ψυχη του ανθρώπου. Εκει βρισκει τον πραγματικό του εαυτό. Πίνοντας ροφήματα, καλώντας πνεύματα, μετατρέπονταν σε λύκους. Και μετά, έχαναν τον έλεγχο, χρειάστηκαν χρόνια για να μπορέσουν να μάθουν πώς ελέγχεται ο νέος κάτοικος μέσα τους. Στην αρχή ούρλιαζαν, δάγκωναν, χτυπούσαν ο,τι και όποιον έβρισκαν μπροστά τους, ήταν σαν ο κανονικός τους εαυτός να αιωρούνταν και στη θέση του να υπήρχε κάτι πιο σκοτεινό από αυτό. Η ακοή, η όσφρηση, η ταχύτητα, ήταν ικανότητες που αυξάνονταν μέσα από τα βότανα. Χώμα με στάχτη, αίμα φεγγαριού και φύλλα ήταν αρκετά για να δημιουργηθεί η έκρηξη των δύο κόσμων. Στην αρχή δε τα κατάφερναν όλοι, είχαν παραμορφωμένα χαρακτηριστικά, οι κυνόδοντες ήταν ασύμμετροι, το τρίχωμα στο δέρμα τους ήταν άλλοτε πυκνό και άλλοτε σαν χνούδι. Οι έντονες φλέβες τους διέσχιζαν σαν ροή από ποτάμι τον λαιμό τους, σαν φίδι που περπατούσε μέσα τους. Η μοναδική φυλή που κατάφερε να επιβιώσει ήταν η φυλή των προγόνων μου.
Ναι αλλά εκείνος πώς να έγινε Φύλακας; Στο μυαλό μου φέρνω τα δύο του μάτια που θυμίζουν προμνησία και χαρμολύπη. Τι και αν πληγώθηκε τόσο πολύ που ένα βράδυ ήθελε να ουρλιάξει και να κλάψει στον ώμο της Σελήνης; Είναι δικός μου Φύλακας; Και αν εγώ δεν θέλω να είναι ο Φύλακας μου και να είμαι ανεξάρτητη; Και τελικά τι θέλω εγώ η ίδια; Ήθελα η ψυχή μου να καθαρίσει για να μπορέσω να τη ματώσω όπως θέλω εγώ, αλλά πια, το μόνο που θέλω είναι να βάλω τέλος σ' αυτή τη παράνοια που ονομάζεται καθημερινότητα. Ήθελα τόσο πολύ να ματώσω τη ψυχή μου, να χρησιμοποιήσω το αίμα της και να γράψω ένα καινούργιο επίλογο, και μετά να τον κάψω. Αίμα με φωτιά, φόβο με τύψεις και στο τέλος, κόλαση. Αλλά η θάλασσα των δακρύων μου θα ξέπλενε κάθε φορά τον επίλογο και η ιστορία θα ξανάρχιζε. Τώρα όμως, η μαύρη θάλασσα έχει αντικατασταθεί από τη φωτιά, που δεν έχω ιδέα ποιο κάστρο θα κάψει πρώτα. Και ο κόσμος των Σκιών; Φαίνεται σαν να είναι ένα χωριό που η καμπάνα χτυπάει λυπηρά, θρηνεί τον χαμό των κατοίκων της που εξουσιάζονται από τον βασιλιά του σκότους. Είναι σαν να γίνεται μια συνεχόμενη μάχη μεταξύ δύο βασιλείων, μεταξύ του Βορά και του Νότου, μεταξύ των άστρων και των ηλιαχτίδων.
Οι Νυμφαλίδες μου είπαν ότι ποτέ κανένας-εκτός των φυλάκων, δεν έχει δει τη μετάβαση του Δημήτρη. Άραγε να γνωρίζουν ότι εκείνος θα ήταν το παιδί των Σκιών αλλά τώρα είμαι εγώ; Από την ημέρα που μου το παραδέχτηκε, η συμπεριφορά του είναι διαφορετική, σαν να έχει απαλλαχτεί από το βάρος που κουβαλούσε, σαν να λιώνουν σιγά-σιγά τα χιόνια του δάσους του. Επιστρέφω στην έπαυλη, έτοιμη να δώσω μια απάντηση στο ερώτημα του Δημήτρη. Τον παρατηρώ και πλησιάζω προς το μέρος του διστακτικά. «Γειά.», τον χαιρετάω ψιθυριστά. Με χαιρετάει και εκείνος. «Έχεις κάποιο νέο από τους γονείς μου; Δεν απαντούν στα τηλέφωνα. Ούτε η θεία μου. Σίγουρα είναι καλά;»
«Όχι, δεν έχω. Για να ζεις αυτή τη στιγμή, πίστεψέ με, είναι καλά.»
«Μπορώ να ανοίξω κάποια πύλη και να...», κομπιάζω. «Να μεταφερθώ εκεί; Θα χάσει τα ίχνη μου ο οποιοσδήποτε και θα τους δω.», απορρίπτει αμέσως το αίτημα μου με τη δικαιολογία ότι η Λίλιθ, η Σκιά και κάθε είδους του σκότους μπορεί να παραμονεύει και να με βλάψουν.
«Βρήκες κάποια απάντηση στο ερώτημα μου σχετικά με τους Φύλακες;», προσπαθεί να αποσπάσει τη προσοχή μου για να μην επιμείνω κι άλλο. Οι κόρες των ματιών μου μεγαλώνουν από ενθουσιασμό όταν συνειδητοποιώ ότι το θυμάται.
Ο χρόνος περνάει και εγώ ολοένα και περισσότερο καταλαβαίνω ότι αυτό που πρέπει να κάψω πρώτα είναι το δάσος της ψυχής του και να χαθώ μέσα σ' αυτό.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top