21. Το Πλάνο των Θεών, των Άστρων και του Χάους

Αγαπητή μαμά,

Έμαθα ποιος είναι ο εχθρός που πολεμάω κάθε βράδυ τα τελευταία χρόνια. Μου έλεγες ότι πρέπει να διαλέγω τις μάχες μου σοφά, μια προς μια, εδώ όμως δεν είναι το πεδίο μάχης, αλλά όλοι οι νεκροί που έμειναν πίσω του και με εκδικούνται για μια ζωή που θα μπορούσαν να είχαν. Η κατάσταση που βιώνω θυμίζει αστρολογικό χάρτη, με τα άστρα να έχουν ευθυγραμμιστεί και να μου δείχνουν τον δρόμο για το τέλος μιας προφητείας. Είσαι η γυναίκα που μου έμαθε να γράφω σε ένα χαρτί όσα νιώθω και να τα καίω, μα αυτή η φωτιά θα με κάψει. Φοβάμαι πολύ, και το τέλος είναι κοντά, αλλά δε θα πάρει εμένα, θα πάρει όλους τους ανθρώπους που αγαπάω μαζί του και θα εξαφανιστούν, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Στο κήπο του κάστρου μου δεν θα υπάρχουν πια λουλούδια, αλλά τα σώματα τους, θαμμένα, κάτω από το έδαφος της γης, για να με τιμωρούν και να με πνίγουν τα γκρίζα χρώματα των τύψεων. Φοβάμαι πολύ, πότε το παιδί μέσα μου θα τρέξει ξανά στην αγκαλιά σου; Έλα να με σώσεις μαμά.

Κρύβω το γράμμα μαζί με τα υπόλοιπα σε ένα σεντούκι και σκουπίζω τα δάκρυα μου. Οι μέρες του σκότους φεύγουν αλλά η σκέψη μου μένει σταθερή και απαράλλαχτη στους γονείς μου, σαν αφελής έφηβος που αρνείται να ξεπεράσει μια κατάσταση που έχει ήδη τελειώσει. Υποσχέσεις, όρκοι και λόγοι, δεν είναι αρκετά πια για να κοιμάμαι ήσυχη τα βράδια, έχω ανάγκη να νιώσω κάποιον κοντά μου μέσα σ' αυτό το κρύο δωμάτιο.

Οι Σκιές είναι σίγουρα κάτι διαβολικό, που προσπαθεί να με σπάσει, να με κάνει αιχμάλωτη και να με υποτάξει. Ποια κατηγορία σκιών όμως με κυνηγάει; Και γιατί διάλεξαν εμένα; Πώς γίνεται να συνεχίζει το χάος όταν δε το διαλέγεις εσύ; Η Λίλιθ, η μητέρα όλων των δαιμόνων, με χρειάζεται για να πάρει εκδίκηση από το ανδρικό φύλο, ενώ οι Σκιές, κοινώς πιόνια της, με χρειάζονται για να επαναφέρουν τις στάχτες τους σε σώμα ανθρώπινο, που ρέει αίμα, αδρεναλίνη και χάος. Άραγε γνωρίζουν την υποκρισία της βασίλισσας τους; Σημειώνω τις λέξεις κλειδιά στο πρόχειρο μου και τις κυκλώνω. Αν η ζωή μου είναι ένας γρίφος, ο μόνος λύτης που μπορεί να υπάρξει, είμαι εγώ. Και τι θα γίνει με τον Δημήτρη; Η ιστορία που μου αφηγήθηκε χθες αφήνει τεράστια κενά για το ποιος είναι. Αν όντως είναι φύλακας και ταυτόχρονα λυκάνθρωπος, ένα από τα πιο σκοτεινά πλάσματα, γιατί δεν έκανε μετάβαση το βράδυ που η ψυχή μου καθάρισε;

«Έτοιμη για το μάθημα νούμερο δύο;», η φωνή του Δημήτρη με κάνει να τινάζομαι από ξαφνιασμό και με γρήγορα αντανακλαστικά εξαφανίζω το τετράδιο από τα χέρια μου. Γνέφω και τον ακολουθώ. Κατεβαίνω τα μαρμάρινα σκαλοπάτια της έπαυλης και κατευθυνόμαστε στο πίσω μέρος της, όπου οι μεγάλοι βράχοι έχουν τον πρωταρχικό ρόλο στη θέα που αντικρίζω.

«Έχω να σου κάνω κάποιες ερωτήσεις σχετικά με τον μύθο που αφηγήθηκες χθες. Εάν σε βρίσκει σύμφωνο, θα μπορούσα να σε ρωτήσω πρώτα;», ρωτάω και εύχομαι από μέσα μου να δεχτεί τη πρόταση μου.

«Ναι, αμέ.», συμφωνεί και καθόμαστε.

«Είσαι.. Δεν ξέρω πως να το ρωτήσω χωρίς να φαίνεται αστείο αλλά... Είσαι λυκ- λυκάνθρωπος;...Οι Φύλακες έχουν και άλλα χαρίσματα;», στην ερώτηση μου χαμογελάει και κοιτάει προς το έδαφος. Το εμφανές λακάκι του με κάνει να αναρωτιέμαι αν στ' αλήθεια γνωρίζει πόσο όμορφος είναι. Άραγε πως θα είναι ο λύκος του; Στο χρώμα του σκότους;  Πώς είναι η αίσθηση να αλλάζεις; Όλες οι αισθήσεις του είναι ανεξέλεγκτες, ανακατεμένες μέσα του και τον τρελαίνουν σε μεγάλο βαθμό;  Και το παιδί μέσα του; Υπάρχει; Ή το σκότωσε ο λύκος που τον κυριεύει; Είναι μαζί, οι κύριοι πρωταγωνιστές του δικού του ψυχικού δάσους; Αν λάβω υπόψιν ότι τα ζώα και κυρίως οι σκύλοι- συγγενείς με τους λύκους-, έχουν την έκτη αίσθηση όπως τα παιδιά μέχρι να φύγει, τότε ο λύκος μέσα του προστατεύει τον μικρό Δημήτρη, το κάλεσμα της ψυχής του είναι γνώριμο και δε φοβάται να εξερευνήσει το σκοτάδι γιατί είναι το φως. Ο λύκος του Δημήτρη ανεβάζει τη παιδική οντότητα στις πλάτες τους και συλλέγουν τις πιο σκοτεινές εμπειρίες, τις επεξεργάζονται σαν ακατέργαστους λίθους, μέχρι να βρουν τη μαγεία.

«Ναι, είμαι. Όχι. Οι Φύλακες δεν έχουμε άλλα χαρίσματα. Γιατί ρωτάς

«Επειδή πριν τρείς μέρες είχε πανσέληνο και εσύ δεν έκανες μετάβαση... Η μετάβαση δε θα έπρεπε να διαρκεί αρκετή ώρα; Η τουλάχιστον όλη τη νύχτα

«Στο κινηματογράφο ίσως.», γελάει. «Επόμενη ερώτηση;»

«Πώς έγινες Φύλακας; Τόσο καιρό με αντιπαθούσες επειδή σου πήρα κατά κάποιο τρόπο τη θέση;»

«Βασικά, θα ήθελα να ακούσω τη δική σου εκδοχή, για το πως πιστεύεις ότι γινόμαστε. Δε χρειάζεται να απαντήσεις εγκαίρως. Σκέψου το. Όσο για την άλλη ερώτηση, δεν ισχυρίστηκα ποτέ ότι δε σε συμπαθούσα. Ίσως ήθελα να σε ζορίσω λίγο για να μου βγάλεις τον πραγματικό σου εαυτό. Οι δεύτερες σκέψεις έφυγαν όταν δέχτηκες να κολυμπήσεις στις κολυμπήθρες. Εάν ήσουν σπιούνος των Σκιών θα σε είχε ρουφήξει η μαύρη τρύπα της πηγής, δεν θα ζούσες τώρα.», απαντάει και δέχομαι τη πρόκληση.

«Δεν μπορώ να ενισχύσω το χάρισμα μου, ε;»

«Όχι. Δεν μπορείς να ενισχύσεις τον Θάνατο. Το χάρισμα σου είναι το πιο δύσκολο απ' όλα. Ούτε μπορώ να σε κάνω να εξασκηθείς πάνω σ'αυτό, δε μπορώ να σε κάνω να βλέπεις όνειρα. Και για να είμαι ειλικρινής, ακόμα και να μπορούσα δε θα το ρίσκαρα. Δεν χρειάζεται να σε αγχώνω περισσότερο, ούτε να συγχέω τη φύση σου. Τη σέβομαι και προσπαθώ να σε βοηθήσω.», τα λόγια του είναι ακριβώς αυτά που θέλει να ακούσει η ψυχή μέσα μου για να νιώσει ασφαλής, να πάρει για μια στιγμή ανάσα από το σκοτάδι που τη πνίγει.

«Σε ευχαριστώ.», χαμηλώνω το βλέμμα μου για να αποφύγω την οπτική επαφή, εκείνη την επαφή που σπάει κόκκαλα και φλέγει σώματα, που τη φοβούνται ακόμα και οι ίδιοι οι θεοί γιατί μόνο ένα βλέμμα αρκεί για να ανάψεις τη φωτιά της αποκάλυψης.

«Γνωρίζεις τον λόγο που στη πόλη σου βρέχει συνέχεια;», με ρωτάει και τον κοιτάζω παράξενα. Σοβαρά τώρα; Θα μου κάνει μετεωρολογικά μαθήματα; «Κάθε φορά που κάποιος φεύγει από πύλη σε πύλη, οι καιρικές συνθήκες αλλάζουν. Τα τελευταία είκοσι χρόνια δεν έχει σταματήσει να βρέχεται το χώμα των προγόνων σου. Δεν ξέρω αν φταίει η άγρια φύση που ξυπνάει τα πιο βαθιά ένστικτα της νύχτας, η ιστορία του μέρους, τα βρώμικα νερά της λίμνης από τις αμαρτίες των κατοίκων της, Πυρόξανθη, αλλά τίποτα στην ιστορία σου δεν είναι τυχαίο.»

«Τη τελευταία φορά που έβρεξε ήταν στα γενέθλια μου. Πάντα στα γενέθλια μου βρέχει.», κάνω συνειρμούς ψιθυριστά για να μη με ακούσει.

«Χρόνια εκπαιδευόμαστε στο πώς να ανοίξουμε μια πύλη: Πώς να την ανοίξουμε, πώς να μεταφερθούμε εκεί που θέλουμε χωρίς να επηρεαζόμαστε από τις σκέψεις και τα κατώτερα συναισθήματα. Όλα έχουν να κάνουν με το μυαλό και με το πόσο καλά ξέρεις να το ελέγχεις. Άλλοι λένε ότι το μόνο που χρειάζεσαι είναι καθρέφτες, άλλοι λίθους με μια τρύπα ανάμεσα και κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται ότι το καταφέρνουν μέσω διαλογισμού. Εσύ θα διαλέξεις τον τρόπο που ταιριάζει στον ψυχικό σου κόσμο.», πιάνω το λίθο στα χέρια μου και τον επεξεργάζομαι.

Είμαι έτοιμη;

Για να υπάρχει μαγεία πρέπει να τη πιστέψεις κι όλας. Και όταν τα αστέρια εγκαταλείψουν τον ουρανό, θα πνιγώ μέσα σε μια σκοτεινή άβυσσο. Η έρημη φωνή θα αρχίσει να μιλάει ψιθυριστά, θα με παρακαλεί να την ακολουθήσω μαζί της, να χαθώ σε ένα καινούργιο δάσος, όπου το πιο άγριο ον είναι το ένστικτο μου. Οι λέξεις γίνονται οράματα και τα οράματα εφιάλτες με σάρκα και οστά. Η σάρκα μου θα καίει από τα κόκαλα που θέλουν να σπάσουν και να θάψουν σαν ένα μυστικό που δε πρέπει να αποκαλυφθεί. Στο δικό μου παραμύθι δεν χορεύω μεσ' στη φωτιά με παρέα τους λύκους και τις σκιές, είμαι η φωτιά, που ζεσταίνει και τον πιο μοναχικό φύλακα... υπενθυμίζοντας του ότι αξίζει να πονάς για πράγματα που λιώνουν τον πάγο των δέντρων που έχουν ριζώσει μέσα μας.

Μου μιλάει για όρους, φαινόμενα, ταξίδια που έχει επισκεφτεί, παραμύθια με τα οποία κοιμόταν. Μου μιλάει και εγώ αναρωτιέμαι, άραγε θα μπορούσα να τον είχα γνωρίσει σε κάποια άλλη διάσταση; Και αν όχι,γιατί η φωνή του και το βλέμμα του είναι όλα όσα ξέρω τόσα χρόνια; Έχει τα μάτια κάποιου που είχα αγαπήσει κάποτε, αλλά δε ξέρω πότε, γιατί και ποιόν. Το μόνο που ξέρω είναι ότι τα αστέρια μας κάποια στιγμή, άγγιξε το ένα το άλλο και ο ουρανός πήρε φωτιά, έτσι γεννήθηκε ο ήλιος. Ο ήλιος, το σύμβολο του δικού μου κάστρου. Οι στρόβιλοι του και το στέμμα του είναι όλα όσα είχα, τα πάντα ήταν αγκαλιασμένα από χρυσάφι. Ισως να γνωριστήκαμε κάποτε, σε κάποιο άλλο κάστρο, μα μια μέρα οι γονείς μου να πέθαναν και να φόρεσα το αστρικό στέμμα μόνη μου, χωρίς τη θέληση μου. Ο ουρανός έγινε γκρι, έκλαιγε για να σβήσει τις φλόγες που απειλούσαν το βασίλειο μου, το στέμμα, περιβάλλει τον βασιλιά Ήλιο, το χρυσαφένιο χρώμα του αντικαθίσταται από το σκοτεινό, έτσι, το μόνο που φωτίζει πια το βασίλειο μου είναι ένας μαύρος κύκλος, με ασημένιες ακτίνες, και ο Δημήτρης προσπαθεί να με σώσει από το δάσος της μοίρας που τον καθοδήγησε σε ένα νέο κάστρο, μα πάντα το δικό μου.

Δεν είναι τυχαίο που οι θάλασσες, οι λίμνες και τα ποτάμια έχουν ως στο βάθος της ψυχης τους ανεκτίμητους λίθους, κοχύλια και πέτρες. Κάθε πλάσμα του σκότους είχε στη κατοχή του και απο ενα ορυκτό, για να ενισχύσει τις δυνάμεις του. Οι θάλασσες που περιείχαν άμμο ηταν μονο και μονο για να εμποδίσουν το πέρασμα τους, μεσα απο συμβόλαια τις κλείδωναν για να ειναι ασφαλείς οι υπόλοιποι θνητοί που δεν διέθεταν σκοτεινά ένστικτα και χαρίσματα.
Οι Νυμφαλίδες πήραν το όνομά τους επειδή από την αρχαιότητα υπήρχε ο μύθος ότι οι ψυχές των αγαπημένων μας γίνονται πεταλούδες και ανάλογα με τα χρώματα τους ξέρουμε εάν έχουν λυτρωθεί ή οχι. Οι Νυμφαλίδες είχαν πάντα το χρώμα του γαλάζιου, για να συμβολίζει την ελπίδα, ενώ οι Νυχτοπεταλούδες του μαύρου, για να θυμούνται όλοι ποιες ήταν.Ίσως ήρθε η ώρα να τους μάθω και άλλα χρώματα εκτός από το μαύρο.  Μου εξηγεί οτι για ολα υπήρχε ενα πλάνο, για να σκοτώσεις μια μάγισσα επρεπε να σκισεις με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο το μέρος της παλάμης τους για να διακοπεί το νήμα της Μοίρας: δεν ειναι τυχαιο που σε καθε τηλεοπτική σειρα οι μάγοι και οι χαρισματικοί δημιουργούν πληγές στα χέρια τους και συγκεκριμένα στο εσωτερικό τους. Για αυτο αλλωστε, αρκετοι ερασιτέχνες σταματούν θύματα στον δρόμο με τη δικαιολογία να διαβάσουν τη μοιρα τους με το άγγιγμα της παλάμης τους.
Τα κάστρα πάντα ήταν χωρισμένα με τα κοσμήματα του ουρανού, του ήλιου, του φεγγαριού και των αστέρων. Ο ήλιος συμβόλιζε το καλό, το φεγγάρι το σκοτάδι και τα αστέρια ουδετερότητα. Του αρέσουν τα αστέρια και ο νυχτερινός ουρανός, λέει. Εγώ όμως δε θέλω να είμαι το φεγγάρι, ούτε τ'αστέρια, θέλω να είμαι ο ήλιος. Και η ιστορία του ήλιου είναι υποτιμημένη. Τι και αν ο ήλιος ήταν ο κακός της ιστορίας; Τι και αν δεν ήθελε να φωτίζει μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά του ουρανού και κάποια μέρα άφησε πίσω του το χάος; Τι και αν ο ήλιος είναι ο δειλός χαρακτήρας που φοβάται να φωτίσει μαζί με τους υπόλοιπους γιατί δε γνωρίζει την πραγματική αξία του; Ισως ο δικός μου ήλιος να ζηλεύει εκείνο το φεγγάρι για το οποίο κλαίνε οι λύκοι, γιατι τουλάχιστον κάποιος θρηνεί για εκείνο, ενώ για εμένα, τον Ήλιο,κανένας. Και ίσως για αυτό δεν μπορώ να τον εμπιστευτώ τόσο εύκολα, γιατί η ψυχή μας ανήκει σε διαφορετικά αστέρια που κάνουν την ίδια δουλειά, αλλά πρώτα θα πεθαίνει το δικό μου αστέρι για να γεννηθεί το δικό του.

Και αν οι Σκιές είναι δαίμονες που μετατρέπονται σε φίδια, εγώ είμαι ο Ήλιος που τους τυφλώνει.

Θεωρίες σχετικά με το πλάνο που ετοιμάζει η Λίλιθ, συμβολισμοί, αναγραμματισμοί, γίνονται η πορεία της συζήτησης μας και εγώ την ακολουθώ, χωρίς να με νοιάζει το τέλος της διαδρομής. Και τότε, το πλάνο των Θεών, των Άστρων και του Χάους, εμφανίστηκε μπροστά μου. Φράσεις που είχα ξεχάσει και αποτελούσαν το κλειδί του γρίφου έρχονται στη μνήμη μου σαν να ξυπνάω απο κάποιο σοκ. Συνδέοντας τα στοιχεία που έχω μέχρι στιγμής στη διάθεση μου, όλα τα γράμματα, οι λέξεις, σχηματίζουν έναν αστρολογικό χάρτη, και όσο πιο κοντά βρισκόμαστε, τόσο πιο γρήγορα αργοπεθαίνει κάποιο αστέρι ενώ ταυτόχρονα μια σκιά γεννιέται. Και για να καταλάβω τον χάρτη, πρέπει να με καθοδηγήσει εκείνος που το δημιούργησε, η μητέρα μου. Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα να θυμηθεί, προτού σβηστούν όλα τα αστέρια και μαζί μ'αυτά και ο ήλιος.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top