19. Η Σκοτεινή Θηλυκότητα, το Φεγγάρι και η Ψυχή
Αρχίζω να χάνομαι μέσα στη ψυχή του δάσους και να τρέχω όσο περισσότερο μπορώ για να ξεφύγω από τις Σκιές που έχουν κατακτήσει τη σκυτάλη των προβλημάτων μου. Άραγε έτρεχαν με την ίδια επιθυμία και οι τελευταίες νυχτοπεταλούδες για να σωθούν από τον θεό του σκότους; Ο ήλιος αρχίζει να εμφανίζεται και να σκιαγραφεί κάθε χαρακτηριστικό των βουνών απέναντι μου. Θυμάμαι πόσες φορές ένιωθα ανακουφισμένη όταν οι δείκτες του ρολογιού μου επιβεβαίωναν ότι τα μυθικά πλάσματα του σκότους εξαφανίστηκαν και η δύναμη του ήλιου, η δύναμη του καλού, τους νικάει...Μέχρι να ξανανυχτώσει όμως. Και άραγε, όλα αυτά τα πλάσματα που φωλιάζουν, που κρύβονται; Σκάβω και κρύβω όσο περισσότερο μπορώ το βιβλίο της οικογένειας μου. Δεν μπορώ να εμπιστευτώ κανέναν.
Η Αυγή με ενημέρωσε ότι τα άστρα ευθυγραμμίστηκαν στον ουρανό και αυτό σημαίνει ότι η Λίλιθ, επισκέφτηκε τους γονείς μου και ενίσχυσε τη λήθη. Προσπαθεί απεγνωσμένα να με βρει μέσω της πληγής που μου άφησαν τα κοφτερά νύχια της Σκιάς, όμως υποσχέθηκε ότι το έχει υπο έλεγχο, δίνοντας μου δικά της βότανα. ''Η φύση είναι φίλος μας''. Εισπνέω δυνατά, σαν να αφήνω τη φύση να με αγκαλιάζει και εκπνέω ακόμα πιο δυνατά για να φύγουν όλα τα προβλήματα μου. Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο. Ο Ρουσσώ είχε αναφέρει ότι τα παιδιά είναι οι μοναδικές ανθρώπινες οντότητες που έχουν την ικανότητα να καταλάβουν τις αισθήσεις της φύσης, τη ζωή της, εκείνη εξ' ολοκλήρου. Δεν είναι τρομακτικό πόσες αισθήσεις έχουμε ως παιδιά και απλά μια μέρα αρχίζουν και υποχωρούν; Που πηγαίνουν; Είναι σαν τα παιδιά που όταν νιώθουν ανασφάλεια αρχίζουν και φεύγουν για να κρυφτούν σε ένα μέρος που νιώθουν σαν το σπίτι τους; Ποιος τις προσέχει και σε ποιον ανήκουν πια; Ο τωρινός μου εαυτός προσπαθεί να επανασυνδεθεί με τη παιδική οντότητα που υπάρχει μέσα του, κάνοντας σενάρια για το τι θα έκανε η μικρή πυρόξανθη αν ήταν εδώ: θα αγκάλιαζε τα γέρικα δέντρα, θα τους έλεγε ιστορίες, θα τα χαϊδευε, θα τους υπενθύμιζε πόσο όμορφα είναι, θα χόρευε γύρω από αυτά, θα μάζευε βελανίδια, θα πρόσφερε νερό στα ζώα, θα άφηνε τα γυμνά της πόδια να γίνουν ένα με το καρδιοχτύπι της φύσης. Πώς γίνεται να τιμωρούν ένα τέτοιο παιδί; Τιμωρούν εκείνο όμως ή εμένα, μια ενήλικη που δε κατάφερε να το σώσει όταν προσπαθούσε μέσα από τις κραυγές να αρθρώσει λέξεις; Πώς θα μπορούσα να ελευθερώσω το παιδί μέσα μου όταν ο Δημήτρης, το ανώτερο μέλος των Φυλάκων, παραμονεύει συνεχώς για το επόμενο μου λάθος; Πώς γίνεται να έχει προσδοκίες για κάτι που δεν επέλεξα ποτέ η ίδια; Χαιδευω το γέρικο δέντρο και αποχαιρετώ τη φύση, υποσχόμενη ότι θα ξανά επιστρέψω, θυμίζοντας στον εαυτό μου ότι η φύση είναι ο πιο μοναχικός άνθρωπος και θέλει φροντίδα. Στον δρόμο της επιστροφής ετοιμάζω έναν πρόλογο, τις ερωτήσεις και το πώς θα μπορούσα να τον πλησιάσω, χωρίς να μου επιτεθεί. Μπορώ να καταλάβω τον λόγο της αντίδρασης του, αλλά δεν μπορώ να αιτιολογήσω σε καμία περίπτωση τον τρόπο του προς εμένα, αν έπρεπε να τα βάλει με κάποιον ας τα έβαζε με τις Σκιές, ακόμα και με τον εαυτό του που δέχτηκε τον ρόλο του Φύλακα. Δεν είναι υποχρεωμένος να με σώσει, το μόνο άτομο που θα με σώσει από τον κόσμο του σκότους είναι μονάχα εγώ. Εισπνέω δυνατά, ενθαρρύνοντας τον εαυτό μου ότι έχω καταφέρει να ξεφύγω από μια άμορφη μάζα που μετατρέπεται σε μαύρες ανθρώπινες φιγούρες, δε θα κολλήσω σε έναν φύλακα. Αντιθέτως, εκείνος θα έπρεπε να με φοβάται.
Φτάνοντας στην έπαυλη αντικρίζω δύο νέα αυτοκίνητα και εύχομαι να είναι των δικών μου. Ο Θεός γελάει με τα σχέδια που κάνω και πέφτω απότομα από το συννεφάκι που είχα αναπαυτεί για λίγο. Ο Δημήτρης έρχεται προς το μέρος μου με βαριά βήματα, το πρόσωπο του είναι ανέκφραστο όπως πάντα, αλλά, η ενέργεια που εκπέμπει είναι αρνητική, σαν να θέλει να μου μεταδώσει κάποιον κακό οιωνό. «Που ήσουν;», ρωτάει λες και έσπασα κάποιον κανόνα. Δύο μαυροφορεμένες γυναίκες μας πλησιάζουν και τον κοιτάω απορημένη. «Είναι σύμβουλοι, θέλουν απλά να μάθουν ποιος σε προστατεύει. Από εκεί θα ξεκινήσουν όλα.», Σύμβουλοι; Ορίστε; Πώς να μάθουν εάν δεν γνωρίζω εγώ η ίδια;
Η Αυγή είναι συνοδός τους και μου κάνει νόημα ότι μπορώ να τους εμπιστευτώ. Τους ακολουθώ. Οι Νυμφαλίδες; Πού είναι; «Δεν μπορούσαν να έρθουν, το τάγμα δε τους το επιτρέπει. Η σκέψη τους είναι μαζί σου.», η Αυγή απαντάει στα ερωτήματα μου, διαβάζοντας τις εκφράσεις του προσώπου μου. Κοιτάω τις συμβούλους. Τι σημαίνει σύμβουλος στον κόσμο τους; Δίνουν συμβουλές; Τους καθοδηγούν; Η μια μαυροφορεμένη κοπέλα φοράει έναν μαύρο μανδύα, τα μάτια της είναι στο χρώμα του πάγου, η επιδερμίδα της είναι σκούρα και έχει σγουρά μαλλιά. Η ομορφιά της μοιάζει σαν εκείνες τις θεές της Αιγύπτου: μυστικιστική, επικίνδυνη και θανατηφόρα. Το όνομα της είναι Καλλιστώ, που σύμφωνα με τη μυθολογία, αυτό ήταν το όνομα της νύμφης που ήταν πιστός οπαδός της Άρτεμις, της θεάς του φεγγαριού. Η άλλη κοπέλα φοράει έναν μανδύα στις αποχρώσεις του μαύρου και του κόκκινου, μια μείξη από τη ζωή και τον θάνατο.. Τα μάτια της είναι στις αποχρώσεις της φύσης, του πράσινου, το χρώμα του δέρματος είναι δεμένο με την νόσο της Λεύκης, μιας αρρώστιας που αφήνει άσπρα στίγματα, άσπρα ελαττώματα, άσπρα ψεγάδια. Ολόκληρη η παρουσία της είναι μια αντίφαση της πραγματικότητας, όλων των ηθών και των ιδεών, μέσα σε ένα σώμα- το όνομα της είναι Άρτεμις, η θεά του φεγγαριού.
Οι πηγές/κολυμπήθρες του Παπιγκου εμφανίζονται μπροστά μας και τα μάτια μου βουρκώνουν. Είμαι στ'αλήθεια τόσο κοντά με τους δικούς μου; Είμαι ακόμα εδώ; Η άγρια ομορφιά του τοπίου φέρνει στην επιφάνεια συναισθήματα και πλευρές του εαυτού μου που συνήθως αποφεύγω να αντιμετωπίσω. Οι οβίρες –όπως αλλιώς ονομάζονται-, είναι κοιλώματα στα ασβεστολιθικά πετρώματα τα οποία δημιουργήθηκαν από τα νερά του ρέματος Ρογκοβού και συγκεκριμένα την κίνησή τους. Η φύση οργιάζει, τα χρώματα της φύσης αλλάζουν κάθε εποχή και το μυστήριο βρίσκεται σε κάθε γωνιά. Χρειάζεται να περπατήσουμε δέκα ολόκληρα λεπτά για να φτάσουμε στις τελευταίες κολυμπήθρες. Η πυκνή βλάστηση, τα απόκρυφα μυστικά πίσω από το τοπίο, οι καταρράκτες, οι βράχοι, δίνουν μια άλλη νότα στο τραγούδι της μελαγχολίας που αγκαλιάζει τον επισκέπτη. Η Καλλιστώ, πετάει στις πετρωτές πηγές κόκαλα κογιότ, με σκοπό να επικοινωνήσει με το πνεύμα της φύσης. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να επικοινωνήσεις με τα πνεύματα, όμως πρώτα απ' όλα πρέπει να γνωρίζεις το πνευματικό σου ζώο, πέρα από τη παιδική ψυχή σου. Όσο πιο κοντά είσαι με τον εσωτερικό σου κόσμο, τόσο πιο κοντά είσαι με την άλλη διάσταση που θες να προσελκύσεις. Η Αρετή αποφάσισε να μη ρίξει τις κάρτες της, η άγρια ομορφιά της φύσης ίσως επιφέρει ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Πρέπει να πολεμάς τη φωτιά με φωτιά σε αυτές τις περιπτώσεις.
Η Αυγή με κοιτάει σχεδόν μαζεμένη, σαν να έχει γευτεί ήδη τη πικρή γεύση της απόρριψης με την άκρη της γλώσσας της. «Μπορούμε να εφαρμόσουμε κάτι σαν το shadow work, εάν σε βρίσκει σύμφωνη.», με επεξεργάζεται προτού προχωρήσει στην επόμενη αναφορά. «Δαμάζεις τη σκοτεινή ενέργεια μέσα σου και ξεμπλοκάρεις αναμνήσεις, συνδέεσαι με τη ψυχή μέσα σου.». Είμαι έτοιμη για κάτι τέτοιο; Τη σκοτεινή δύναμη μέσα μου τι θα επιλέξω να τη κάνω; Να την εξουδετερώσω; Να τη δαμάσω; Να την ενισχύσω; Να την απορρίψω; Και όλα αυτά; Οι δαίμονες; Οι δαίμονες είναι φίλοι των μαγισσών, πώς γίνεται να χρησιμοποιούν τέτοιου είδους μέσα για να παλέψουν με το σκοτάδι μέσα μου και να βρουν απαντήσεις; Πώς μπορώ να τους εμπιστευτώ τόσο εύκολα για κάτι τόσο σημαντικό; «Έχεις χρόνο να το σκεφτείς. Μέχρι το βράδυ πρέπει να γνωρίζω όμως. Το αποψινό φεγγάρι θα είναι το πιο φωτεινό όλων, ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε για να καθαρίσεις.». Μέσα σ'αυτό το μικρό διάστημα που μου επέτρεψε η Αυγή να σκεφτώ, μου εξιστόρησε μύθους για τις πηγές θανάτου: οι άνθρωποι που είχαν αμαυρώσει το όνομά τους, κολυμπούσαν στα πιο κρύα νερά των ποταμών.. Αν καθάριζαν τότε ήταν ασφαλείς, αν δεν καθάριζαν από τις αμαρτίες τους όμως, η φύση θύμωνε τόσο πολύ που τα νερά τους ρουφούσαν στο εσωτερικό της και χανόντουσαν. Μόνο οι αγνοί επιβίωναν. Είναι η πρώτη της φορά που θα επιχειρήσει κάτι τέτοιο, επειδή, πιστεύει σε εμένα και θεωρεί ότι το συστατικό που λείπει από το τέλειο 'ξόρκι απελευθέρωσης', είναι η πίστη μου σε εμένα. Είναι η κατάλληλη στιγμή, οι ρούνοι, η πληγή, το φεγγάρι, όλο το σύμπαν συνομοτεί για να με παρακινήσει. Ήταν αρκετό για να με κάνει να δεχτώ τη πρόταση. Ίσως αυτό χρειάζεται η τρέλα, την ανταπόκριση της συμπόνιας, της λύπης, και ξαφνικά, γεύεσαι τη σκόνη των σκιών στο στόμα σου. Υπό άλλες συνθήκες το ξορκι θα ήταν στα αρχαία, παρόλα αυτά επιλέγουν τον εκσυγχρονισμό της κατάστασης— Είναι μια νέα ιστορία που θα ταξιδεύει απο σπίτι σε σπίτι γύρω απο τη φωτιά.
Το φεγγάρι λούζει το γυμνό κορμί μου και προσπαθώ να αφεθώ στην ενέργεια του. Το σώμα μου βρίσκεται στο κέντρο της πηγής που μοιάζει σαν μάτι, ενώ γύρω μου βρίσκονται κυκλικά, τα γυμνά κορμιά των υπόλοιπων τριών κοριτσιών. «Συνδέσου με τη σκοτεινή πλευρά σου Πυρόξανθη και χρησιμοποίησε τη για να ανοίξεις τη πύλη. Η σκιά σου είναι το εισιτήριο σου για τη σκοτεινή σου ενέργεια. Αποδέχοντας αυτή, είναι σαν να αποδέχεσαι ολόκληρο τον εαυτό σου. Ποιος σε προστατεύει; Αν ακολουθούσες το κάλεσμα που θα σε καθοδηγούσε; Ποια είναι η πρώτη λέξη που σου έρχεται στο μυαλό;», οι ερωτήσεις της Αυγής γίνονται ολοένα και πιο ψιθυριστές, σαν νανούρισμα, ακολουθώ το ένστικτό μου και βυθίζομαι μέσα στο κρύο νερό ενώ ταυτόχρονα νιώθω τους ενεργειακούς λίθους να αγγίζουν τη πληγή μου. Η ψευδαίσθηση ότι βρίσκομαι στον ωκεανό, πολύ βαθιά, σαν να βρίσκομαι παγιδευμένη μέσα σε μια ανθρώπινη ψυχή και το μόνο που ακούω είναι παιδικές φωνές. Το καθαρό νερό της πηγής γίνεται μαύρο, οι φωνές με οδηγούν προς την επιφάνεια αλλά δεν μπορώ να ξεφύγω, η επιφάνεια είναι παγωμένη και εγώ πανικοβλημένη προσπαθώ να τη σπάσω. Τα γυμνά κορμιά εξαφανίζονται από το οπτικό μου πεδίο και το μαύρο πια έχει ανθρωπόμορφα χέρια που με τραβούν στο βάθος της ψυχής του. Η προσοχή μου αποσπάται όταν ο εαυτός μου παρατηρεί μια κοπέλα, ίδια με εμένα να με κοιτάει ανέκφραστη. «Μη φοβάσαι Πυρόξανθη, είμαι εγώ, η ψυχή σου, που σε καλεί.», τα λόγια της ταξιδεύουν σε διάφορους τόνους, άλλοτε ως ψίθυροι και άλλοτε ως αντίλαλος. Αμέτρητες στιγμές περνάνε από μπροστά μου σαν ακτίνα φωτός, αλλά το κλάμα του μωρού δυναμώνει ολοένα και περισσότερο. Όλα αυτά είναι μια ψευδαίσθηση; Πόση ώρα βρίσκομαι εδώ; Ακολουθώ το κλάμα του νεογνού και καταφέρνω να βγω στην επιφάνεια. Προσπαθώ να βρω την ανάσα μου και κοιτάω προς το φεγγάρι. Τα ουρλιαχτά του λύκου είναι τα μόνα που ακούγονται σε συνδυασμό με τον χτύπο της καρδιάς που σφυροκοπά ασταμάτητα.
Ίσως τελικά δεν είμαι ολόκληρο το βιβλίο αλλά οι σελίδες που έκαψαν κάποτε οι πρόγονοι μου για να σώσουν τους επόμενους, χωρίς αίσιο τέλος, εφόσον κατάφερα να γεννηθώ μέσα από τις στάχτες τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το κάλεσμα δεν έχει να κάνει με εμένα, αλλά με κάποιον που έχουμε τις ίδιες ψυχές και πεταμε σαν πουλιά, κελαϊδώντας το δικό μας κάλεσμα, τον δικό μας οιωνό. Και αυτό με παρακινεί να πιάσω την ιστορία από τη στιγμή που γεννήθηκα.
Ανεβαίνω στη κορυφή ενός βράχου, προσπαθώντας να καταλάβω τι έγινε, πώς έγινε και γιατί. Τι ήταν αυτό; Ποια είναι αυτή; Αυτή η φράση μου είναι τόσο γνώριμη, σαν να είναι οι πρώτες λέξεις που έμαθε η παιδική ψυχή μέσα μου. Η παρουσία του Δημήτρη με αποσπά και σφίγγω πάνω μου περισσότερο το ύφασμα που καλύπτει τα γυμνά μου σημεία. «Καλώς ήρθες στο Κόσμο των Σκιών Πυρόξανθη.», ψιθυρίζει δίπλα από το αυτί μου και η καυτή του ανάσα καίει το γυμνό μου δέρμα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top