17. Η Γραφίδα του Πεπρωμένου
Βγαίνοντας καθαρή από τις στάχτες, θα μου δινόταν η ευκαιρία να μάθω ποια στ'αλήθεια είμαι. Υπό άλλες συνθήκες, θα ορκιζόμουν ότι φοβάμαι να γνωρίσω το σκοτάδι μου. Η πραγματικότητα όμως είναι χειρότερη. Ξέρω τι μπορώ να γίνω, αλλά δεν ξέρω εάν είμαι ικανή για το πως θα το διαχειριστώ. Είμαι εκείνο το σκοτεινό κορίτσι; Γιατί πονούσε τόσο μέσα του; Τι του είχαν κάνει; Πώς μπορώ να την απελευθερώσω και να της δώσω τη ζωή που αξίζει; Τι σημαίνει σκοτάδι; Και γιατί να το ξορκίσω εάν δεν μου προκαλεί κακό; Γιατί πολλές φορές υπάρχουν άνθρωποι που ισχυρίζονται ότι είμαστε μόνο άσπρο και μαύρο; Και αν εγώ θέλω να είμαι πολύχρωμη; Το μαύρο; Θα φύγει; Παρατηρώ το είδωλο μου στο καθρέφτη. Προσπαθώ να με κάνω να νιώσω ασφαλής ακόμα και στο σώμα αυτό που δεν θυμίζει πια εμένα. Τι και αν ήταν το εσωτερικό μου παιδί που καλεί για βοήθεια; Τι και αν τόσο καιρό δεν θέλουν να πάρουν εμένα αλλά εκείνο το παιδί που έχει χαθεί στο πιο σκοτεινό δάσος της ψυχής μου και αναζητά βοήθεια; Γιατί διάλεξε εμένα αυτή η παιδική ψυχή;
Ίσως επειδή με εμπιστεύεται. Ίσως τελικά, το δύσκολο της υπόθεσης, δεν είναι να πείσεις τον εαυτό σου ότι τον αγαπάς, αλλά να τον πείσεις ότι αξίζει την αγάπη- από όπου και αν προέρχεται... Και αυτό το παιδί μέσα μου κάποιος το προστατεύει. Σκια; Ρούνος; Δε ξέρω τι αλλά πρέπει να μάθω. Πιάνω το βιβλίο και προσπαθώ να βρω τη σελίδα με την ηλιαχτίδα. Η γεύση της απογοήτευσης αγγίζει τον ουρανίσκο μου και τον γρατζουνάει αλλά δεν τα παρατάω. Εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία και αποφασίζω να χαθώ στον κόσμο των σκιών.
Σε κάθε πόλεμο από την αρχαιότητα, υπήρχε και από μία Νυχτοπεταλούδα. Τη χρησιμοποιούσαν ως κλεψύδρα ζωής, για το πόσο θα ζούσαν, πόσους χαμένους θα είχαν, ποιοι θα έφευγαν, πως... Για αυτό το λόγο, υπήρχαν αυστηροί κανόνες που θα έπρεπε να τηρήσουν, αλλά ο βασικότερος ήταν να μη κάνουν οικογένεια. Έτσι, ήταν λίγες και σημαντικές-σχεδόν ανύπαρκτες, αφού οι υπόλοιπες χαρισματικές οντότητες μπορούσαν να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια-άρα υπήρχαν πολλές χαρισματικές γενιές για να ακολουθήσουν την αποστολή τους-, οι Νυχτοπεταλούδες δε μπορούσαν, έπρεπε να είναι συγκεντρωμένες στο έργο τους, το οποίο ήταν το πιο σημαντικό, με κύριο εχθρό και σύμμαχο τον ίδιο τον θάνατο.
Οι Ακαδημίες φτιάχτηκαν για να καλλιεργήσουν οι μάγισσες, τις δυνάμεις τους. Συνήθως ήταν γυναίκες που τελετουργούσαν με δαιμονικές οντότητες, με τον Σατανά, πουλούσαν τη ζωή τους για μια στιγμή δόξας, αγνοώντας το ότι όλες οι υπόλοιπες στιγμές θα καιγόντουσαν στον βωμό της θλίψης, της απογοήτευσης και των τύψεων. Από τα συστατικά που αποτελούν τη συνταγή της τιμωρίας, ολόκληρης της κόλασης. Ο Διάβολος είναι εκείνος ο ευγενικός τύπος στο μπαρ που στην αρχή θα σου συμπεριφερθεί όπως σου αξίζει, θα ενισχύσει το εγώ του και αργότερα θα σε εγκαταλείψει, σαν να μην υπήρξες ποτέ. Χρειάστηκαν να περάσουν τρία ολόκληρα χρόνια για να συνειδητοποιήσουν ότι οι διαβολικές συμφωνίες, στη πραγματικότητα αντιστοιχούσαν σε συμβόλαια θανάτου. Με σκοπό να ολοκληρώσουν τα έργα τους πριν είναι αργά, οι μάγισσες αιχμαλώτιζαν παρά τη θέληση τους τις Νυχτοπεταλούδες και τις ανάγκαζαν να γράψουν σε μια πέτρα τα ονόματα τους και μέσα από ξόρκια να μάθουν πότε θα πεθάνουν. Σύμφωνα με αυτές, ακόμα και αν πέθαιναν, η ψυχή τους θα ήταν δυνατή και θα μπορούσαν να εξασκούν μαγεία και οι επόμενες γενιές- συνήθως το χάρισμα κληρονομούταν από την εγγονή. Αυτή η εκτέλεση ήταν ενάντια στη φύση τους και πολλές φορές, οι Νυχτοπεταλούδες πέθαιναν. Για να τις κρατήσουν κρυφές, σαν να ήταν ένας θησαυρός, χρησιμοποιούσαν δικαιολογίες ότι πρόκειται για απλά μέντιουμ ή μπάνσι (banshee), τα οποία δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Στη πραγματικότητα αυτό δεν μπορούσε να ισχύει γιατί οι Νυχτοπεταλούδες δε γνώριζαν το μέλλον για τον συνάνθρωπο τους, αλλά μόνο για εκείνες και πολύ θολά. Γνώριζαν μόνο τον θάνατο για τους συνανθρώπους και τίποτα άλλο. Όσο για τη θεωρία των μπάνσι, δεν μπορούσε να ευσταθεί εξίσου γιατί δεν γνώριζαν μόνο το κάλεσμα του θανάτου για τις οικογένειες τους, αλλά για όλους.
Τη νύχτα του Σάλεμ, υπήρχαν έξι συνολικά Νυχτοπεταλούδες. Όλες είχαν μυρίσει τον Θάνατο, τον είχαν γευτεί, τον είχαν κλειδώσει μέσα τους, όμως καμία δεν ενημέρωσε τις μάγισσες. Είχαν κουραστεί να τους συμπεριφέρονται έτσι. Ήθελαν εκδίκηση. Αλλά η κάθε μια ήθελε με διαφορετικό τρόπο και έτσι χωρίστηκαν σε αντιπαραθέσεις. Κάποια από αυτές πίστευε ότι οι μάγισσες χρειάζονται απλά τον φόβο του θανάτου και μέσω συζήτησης θα μπορούσαν να βγουν όλοι κερδισμένοι. Κάποια άλλη πίστευε ότι πρέπει να τις βασανίσουν όπως έκαναν και εκείνες σ'αυτές και να τους πάρουν τις δυνάμεις τους. Οι υπόλοιπες, ήταν ενωμένες σαν μια γροθιά. Ισχυρίζονταν ότι η καλύτερη ιδέα θα ήταν να τις προδώσουν.
Η πρώτη Νυχτοπεταλούδα έτρεξε να τις βοηθήσει, όμως δεν τη πίστεψαν, διότι καμία άλλη του είδους της δεν παραδέχτηκε τη σκληρή προφητεία. Ο εγωισμός των μαγισσών βάφτηκε στα χρώματα του θυμού και έγινε η αιτία για να κάψουν τη Νυχτοπεταλούδα, χλευάζοντας τη. Την έδεσαν σε έναν κορμό σφιχτά και αργότερα οι φλόγες τύλιξαν το κορμί της, ενώ τα ουρλιαχτά της ξύπνησαν κάθε άγριο πλάσμα που περπατούσε ολομόναχο τη νύχτα. Οι υπόλοιπες Νυχτοπεταλούδες ένιωσαν ντροπή, η οποία μετατράπηκε σε μίσος. Τόσο για εκείνες που επέτρεψαν να καεί ένα κομμάτι τους, όσο για τη συμπεριφορά των μαγισσών.
Τις παρέδωσαν στο λαό. Τις κρέμασαν. Δεν τις έκαψαν. Οι Νυχτοπεταλούδες όμως διέδωσαν τον μύθο ότι τις έκαψαν προς μνήμην της αδελφής που έχασαν εκείνο το βράδυ. Εκείνο το βράδυ ξύπνησαν το σκοτάδι μέσα τους και του επέτρεψαν να τις κυριεύσει, να μη μπορούν να πάρουν ανάσα από τις στάχτες και τον καπνό της αναγέννησης του. Εκείνο το βράδυ, οι Ακαδημίες κάηκαν, αλλά οι ψυχές των μαγισσών όχι. Οι Νυχτοπεταλούδες προσπάθησαν μέσα από ξόρκια και προσευχές να επαναφέρουν τη ψυχή της αδελφής τους όμως δε τα κατάφεραν. Ξύπνησαν όλες τις σκοτεινές δαιμόνιες ψυχές του Άδη. Τις πιο παλιές μάγισσες που διψούσαν για εκδίκηση, κάθε ψυχή που ήταν πιόνι του Διαβόλου, κάθε πνεύμα που εισχωρούσε στο σώμα ενός διαταραγμένου ανθρώπου και του απαιτούσε να εκτελέσει απάνθρωπες πράξεις για να ενισχύει το σκοτάδι μέσα του.
Οι Σκιές, από τότε, ορκίστηκαν ότι θα κυνηγάνε τις Νυχτοπεταλούδες μέχρι το τέλος, μέχρι να τις οδηγήσουν στο ναό της τρέλας. Και δε θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο από τα Μαντεία. Και όλο αυτό; Επειδή δεν δεχόντουσαν να είναι υποταγμένες στη δύναμη του σκότους.
Το κουδούνι τρυπάει τα αυτιά μου και βαριεστημένη σηκώνομαι για να ανοίξω. Τρία μαυροφορεμένα άτομα βρίσκονται απέναντι μου και εγώ παραμένω στάσιμη και πιομπερδεμένη από ποτέ. Το αγόρι της παρέας αγγίζει τα δύο μέτρα σε ύψος. Θα μπορούσε να είναι η ανθρώπινη μεταμόρφωση ενός επικίνδυνου δαίμονα, όπως του Αββαδώνος-ενός αγγέλου της αβύσσου που αναφέρεται στη Καινή Διαθήκη. Το χρώμα των μαλλιώνκαι των ματιών είναι βουτηγμένα στο μαύρο και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του,θυμίζουν την ιδιαίτερη ομορφιά των Αρχαίων Ελλήνων. Το κορίτσι που στέκεταιδίπλα του, θυμίζει εξίσου Αρχαία Ελληνική Θεά. Το γυμνά της άκρα ειναι ζωγραφισμένα από μαύρη μελάνι. Ήλιοι, τρίγωνα, φεγγάρια και διάφοροι συμβολισμοί προσδίδουν μια αυθεντικότητα πάνω της, μια καλλιτεχνική πινελιά για να ολοκληρωθεί πλήρως το έργο του καλλιτέχνη. Τα ξανθά μαλλιά της είναι κοντά,σαν ένδειξη γυναικείου δυναμισμού, σαν να είναι αντίθετη σε κάθε επιθυμία που ειναι αρσενικά φορτισμένη. Τα μάτια της απεικονίζουν μια θάλασσα που μόνοεκείνη ξέρει πως να ηρεμήσει. . Σε μαγνητίζουνκαι σε κάνουν να μη μπορείς να αρθρώσεις λέξη. Το τρίτο άτομο που ολοκληρώνει την άγνωστη παρέα, είναι ένα κορίτσι, κοντά στην ηλικια μου. Σε σύγκριση με τους άλλους δύο, ακόμα και σωματικά είναι πιο μικρή καιλεπτεπίλεπτη, όπως και οι μικρές κινήσεις αμηχανίας της. Είμαι σίγουρη πως ηφωνή της είναι το ίδιο απαλή και λεπτή. Τα μαύρα μαλλιά της είναι αγορέ και ηστυλιστική της επιλογή θυμίζει κάτι από τη Φιλοσοφία. Εάν την έβλεπα κάπου έξω,θα έβαζα στοίχημα ότι πρόκειται για μια κοπέλα που προτιμά να κάθεται σπίτι της και να γράφει ποιήματα για τον έρωτα. Για το πώς θα έπρεπε να είναι ο έρωτας.Ταξιδεύει σε παλιές εποχές, γίνεται φάντασμα και στοιχειώνει κάθε 'παραλίγο΄ και κάθε 'αν' που συγκροτούν τις ανθρώπινες σχέσεις και αργότερα τις αποτυπώνει σε χαρτί. H τέχνη της είναι καταραμένη, γράφει σαν ένας νεκρός συγγραφέας για ζωντανούς έρωτες, για βλέμματα και που δεν είχαν ονόματα, μόνο τάσεις φυγής από τις ίδιες τους τις αμαρτίες.
Είναι άνθρωποι της Λίλιθ; Είναι οι Σκιές σε ανθρώπινη διάσταση; «Παρακαλώ;», ρωτάω απορημένη.
«Γεια σου. Χθες βράδυ μας κάλεσες και σε επισκεφτήκαμε για να δούμε εάν είναι όλα καλά.», η ξανθιά κοπέλα που θυμίζει σειρήνα που ελέγχει τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, τείνει το χέρι προς το μέρος μου για χειραψία, αλλά εγώ είμαι αρκετά συγχυσμένη και φοβισμένη για να ανταποδώσω.
«Δεν- δεν νομίζω να σας κάλεσα. Δεν σας γνωρίζω ούτως ή άλλως. Μάλλον μπερδευτήκατε.»
«Δεν εννοούμε τηλεφωνικώς.», η καλλιτέχνιδα που δραπέτευσε από κάποια χρονομηχανή παίρνει το λόγο και γελάει ελαφρώς. Αμέσως κάνει παρατήρηση στον εαυτό της για την δήθεν αγένεια της και ζητά συγγνώμη.
«Δεν έχω όρεξη για παιχνίδια. Μπορείτε να πάτε κάπου αλλού για να διασκεδάσετε. Καλή συνέχεια.», τους ενημερώνω σχεδόν νευριασμένη, έτοιμη να τους κλείσω τη πόρτα κατάμουτρα, αλλά το δυνατό αντανακλαστικό του αγοριού με σταματάει.
«Ξέρουμε.», με ενημερώνει ανέκφραστος αλλά ταυτόχρονα σοβαρός.
«Ναι, μάλλον κάτι που δεν θέλω να ξέρω εγώ.Οπότε αντίο.», η απάθεια γίνεται η μόνη γλώσσα που ξέρω να μιλάω. ΟιΝυμφαλίδες εμφανίζονται τη πιο κατάλληλη στιγμή και εύχομαι από μέσα μου οι άγνωστοινα εξαφανιστούν όσο το συντομότερο δυνατόν. Παρόλα αυτά, μου εγγυούνται και οι ίδιεςότι πρόκειται για ακίνδυνα άτομα που αποτελούν μέλη του τάγματος. Ζητάω συγγνώμηκαι τους προσκαλώ μέσα.
Μας συστήνονται και μας εξηγούν πως το κάλεσμα που εννοούσαν δεν ήταν άλλο, από το χθεσινό ουρλιαχτό.
«Που έχεις φτάσει;», ρωτάει η Μπέλλα -όπως ονομάζεται η κοπέλα με τη φιλοσοφική στυλιστική-, δείχνοντας με το βλέμμα της το βιβλίο που διάβαζα πριν.
«Αα -Δεν θυμάμαι. Θα το ξεκινούσα αλλά χτυπήσατε το κουδούνι και δεν πρόλαβα.», ψεύδομαι αμήχανα. Μπορώ όντως να τους εμπιστευτώ;
«Είναι προτιμότερο να μας πεις την αλήθεια ότι δεν θέλεις να αναφέρεις για το βιβλίο από το να πεις ψέματα. Το χάρισμα μου είναι να διαβάζω αύρες και τα χρώματα τους.», με συμβουλεύει η Αυγή.
«Εγώ από την άλλη θα σε απογοητεύσω αλλά δεν έχω κάποιο χάρισμα. Είμαι φύλακας της Σελήνης. Αν έχεις ακουστά τι είναι.», αναφέρει με παιγνιώδη τρόπο ο Νιξ. Κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου. «Μην ανησυχείς δεν μπορούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σου.», με πειράζει και γελάω αμήχανα.
Πάλι καλά.
Η Μπέλλα σμίγει τα φρύδια της και προσπαθεί να μυρίσει κάτι. «Λήθη. Κάποιος από την οικογένεια σου αρχίζει και ξεχνάει.», κλείνει τα μάτια της. «Η Σκιά δε σε τιμώρησε με τον Θάνατο αλλά με την απογραφή. Η μαμά σου αρχίζει και..ξεχνάει;», γνέφω. «Το χάρισμα μου είναι να γνωρίζω τις ασθένειες του άλλου και να γράφω συμβόλαια ψυχών. Ξέρεις, συμφωνίες με τις ψυχές ότι θα συναντηθούν σε κάποια άλλη διάσταση- το γνωστό 'αδελφή ψυχή'.»
Σχεδόν ρομαντικό.
«Σε επισκέφθηκε η Λίλιθ μετά από το ουρλιαχτό;», ρωτάει η Μπέλλα. Η πόρτα ανοίγει και όλοι σηκώνονται όρθιοι στο θέαμα. Η μητέρα μου στηρίζει ολόκληρο το σώμα της στον πατέρα μου και τα μάτια της είναι κλειστά. Δεν νομίζω να την έχω ξανα δει σε τόση άθλια κατάσταση.
«Μαμά!», σχεδόν φωνάζω και τρέχω προς το μέρος τους για να ρωτήσω τι έγινε και να τη βοηθήσω.
Όσο η μητέρα μου κοιμόταν στο δωμάτιο, ο πατέρας μου συμφώνησε μαζί τους ότι το πιο ασφαλές για όλους θα ήταν να φύγω και να τους ακολουθήσω. Θα προσέχει τη μητέρα μου εκείνος. Οι απαντήσεις για αυτό που ψάχνω βρίσκονται στο κάλεσμα της ψυχής μου και σε όσους φέρει στη πόρτα μου. Και πρέπει να το εμπιστευτώ, γιατί εκείνο με διάλεξε και ποτέ δε κάνει λάθος.Όσο εγώ γεννιέμαι ξανά από τις Στάχτες, τόσο περισσότερο η μαμά μου θα αποδυναμώνεται και θα με ξεχνάει. Η μόνη λύση για να δοθεί ένα τέλος είναι να φύγει μια από τις δύο. Και προτιμώ να φύγω εγώ. Έστω σωματικά. «Στο υπόσχομαι, μαμά, θα είμαι εγω, η ψυχη σου που σε καλεί και θα εισαι ασφαλής.», χρησιμοποιώ τα λόγια της Σκιάς που με πρόσεχε όσο ήμουν μικρή όπως εσύ.
Και το σπίτι που ζούσε κάποτε το πυρόξανθο κορίτσι θα μετατρεπόταν σε ένα κάστρο, στο οποίο θα ζούσε η Αλίκη...Και όταν θα περιτριγυριζόταν σα χαμένη από δωμάτιο σε δωμάτιο, χωρίς να ξέρει που είναι, ποια είναι, το μόνο κάλεσμα που θα την έκανε να θυμηθεί, θα ήταν τα παιδικά γέλια της κόρης της... Εκείνου του κοριτσιού που δεν αναγνώριζε πλέον στις φωτογραφίες αλλά πάντα χάιδευε τα πυρόξανθα μαλλιά της και ένιωθε μια χαρμολύπη στην συνειδητοποίηση ότι λείπει πια και δεν είναι το κοριτσάκι της... γιατί πια μεγάλωσε. Και από κορίτσι της μαμάς, έγινε το κορίτσι των σκιών, και από κορίτσι των σκιών έγινε η σκιά του κοριτσιού που προσπαθεί να κάψει. Και οι άνθρωποι θα φτιάχνουν ιστορίες για αυτό το κορίτσι... Ιστορίες για ένα Πυρόξανθο κορίτσι, ατίθασο, που οι φλόγες των ματιών της καίνε ολόκληρο τον Κόσμο των Σκιών...Μύθοι και θρύλοι που κάποτε ήταν οιωνοί για τον ερχομό της...πια θα αποτελούν επιβεβαίωση...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top