16. Του Ουρλιαχτό του Λύκου - Η Αντανάκλαση

Halsey - Control

Κάποτε ο Σαίξπηρ είχε πει «Θεέ μου, ξέρουμε τι είμαστε, μα δεν ξέρουμε τι μπορούμε να γίνουμε».

Εγώ όμως ξέρω τι μπορώ να γίνω. Μπορώ να γίνω χειρότερη από κάθε φόβο που προσπαθεί να με υποτάξει σε εκείνες.

Πέρασε σχεδόν μια εβδομάδα από τη τελευταία επίσκεψη των Σκιών. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι ήρθε το τέλος.

Τοποθετώ τις κίτρινες ζερμπέρες στο χώμα της Ζωής ως ένδειξη συγγνώμης. «Τη τελευταία φορά που ήρθα εδώ, σου υποσχέθηκα ότι θα τις νικήσω. Με ελέγχουν, το μυαλό μου είναι σαν μια θανατηφόρα ασθένεια, από τότε που με επισκέφτηκε, είμαι ένα βήμα πριν τη παράνοια. Σε κάθε γωνιά του σπιτιού βρίσκεται και κάποια άσχημη στιγμή των γονιών μου να με στοιχειώνει. Η συμπεριφορά μου αλλάζει από λεπτό σε λεπτό, γίνομαι απότομη, ψυχρή, ακόμα και βίαιη. Δεν είμαι εγώ αυτή

Η ζωή μου εξελισσόταν σαν εκείνες τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Σαν να βρίσκομαι παγιδευμένη μέσα σε έναν στρατό ανθρώπων που προσπαθούν να ξεφύγουν, αλλά οι ανώτερες δυνάμεις τους ελέγχουν. Νιώθω σαν να έχουν εισχωρήσει μέσα στον οργανισμό μου, μια σύριγγα με όλες τις διαταραχές για να με κάνουν υποχείριο τους. Να εκτελώ εντολές. Γιατί η απάντηση τους στη τρέλα δεν είναι παρά μόνο ο φόβος.

Τρελό, έτσι;

Σηκώνομαι από το έδαφος. «Σήμερα, θα τελειώσουν όλα», χαϊδεύω το χώμα και αρχίζω να περπατάω προς την έξοδο.

Μέσα σε μια εβδομάδα έχασα δέκα κιλά, η μητέρα μου διαγνώστηκε με άνοια και οι ρούνοι στο σώμα μου έχουν γίνει σύμμαχοι με το μαύρο χρώμα της φουρτούνας που προσπαθεί να με πνίξει μανιωδώς. Μπορεί να πνίξει τους δαίμονες μέσα μου αλλά εμένα όχι. Γιατί εγώ δεν είμαι η θάλασσα, είμαι ολόκληρος ο άνεμος που παίζει μαζί της και με τα συναισθήματα της. Κάνω τα νερά της να χορεύουν για εμένα, άλλοτε ήπια και άλλοτε άγρια. Για να της θυμίζω. Ότι εγώ, και μόνο εγώ, την ελέγχω.

Κοιτάζω το σώμα μου στον καθρέφτη. Η προσοχή μου επικεντρώνεται στο χρώμα των ματιών μου. Καφέ. Το καφέ είναι χρώμα που δημιουργείται από το μαύρο και το κόκκινο. Δηλαδή από τη φωτιά και τις στάχτες. Σαν τις Σκιές. Το πράσινο υπάρχει για να μου θυμίζει ότι υπάρχει ελπίδα να ξεφύγω από εκείνες. Η μετατροπή όμως σε χρυσή απόχρωση όταν αντικρίζω το φως του ήλιου, υπάρχει για να επιβεβαιώσει την ελπίδα του πράσινου και για να μου θυμίσει από τι πραγματικά είμαι φτιαγμένη. Το βλέμμα μου πέφτει στα μαλλιά μου. Είναι περίεργη και ταυτόχρονα ενδιαφέρουσα η εναλλαγή τους. Το φθινόπωρο γίνονται ένα με τον αργό θάνατο της φύσης, τον χειμώνα παίρνουν την απόχρωση των ηλικιωμένων δέντρων, την άνοιξη ανοίγουν στις άκρες, σαν να ξυπνάει κάτι μέσα μου μαζί με την αφύπνιση της γης. . και το καλοκαίρι, γίνονται κατάξανθα. Αλλά με τον ερχομό των Σκιών, ο εαυτός μου ποτέ δεν γνώρισε την άνοιξη, παρά μόνο τους χειμώνες. Τα μαλλιά μου δεν έγιναν ποτέ ξανθά, μόνο πυρόξανθα, θυμίζοντας μου πως κάθε στιγμή που περνάει, η κοπέλα που ήμουν κάποτε πεθαίνει πριν καν ανθίσει. Το σώμα μου, που κρατάει ζεστή τη ψυχή μου για να μη κρυώνει, σαν σπίτι, έχει αλλάξει και δε θυμίζει πια τη πυρόξανθη. Θυμίζει σαν...ένα εφηβικό σώμα που δε πρόλαβε να μεγαλώσει.

Άραγε ποιανού δημιούργημα να είμαι; Των Σκιών;

Ποια είναι αυτή στον καθρέφτη; Είμαι εγώ; Η είναι μια αντανάκλαση του δαίμονα που προσπαθούν να ξυπνήσουν μέσα μου;

Η οθόνη του κινητού μου φωτίζεται.

Θα αργήσουμε, η μαμά θα κάνει κι άλλες εξετάσεις. Να φας. Αν χρειαστείς κάτι πάρε με τηλέφωνο.

Σχεδόν θυμώνω που έχω φτάσει σε σημείο να μου υπενθυμίζουν να φάω. Τόσο άσχημη είναι η κατάσταση μου πια;

Πιάνω στα χέρια μου το βιβλίο της ακαδημίας και ανεβαίνω γρήγορα τα σκαλιά του σπιτιού, σαν να με κυνηγάει το πιο τρομακτικό πλάσμα. Ξεφυλλίζω γρήγορα τις σελίδες και όταν βρίσκω αυτό που ψάχνω, το φωτογραφίζω με το κινητό μου, σε περίπτωση που αρπάξει ξανά φωτιά λόγω της ανεπιθύμητης Σκιάς.

«Μα, δεν μπορεί...», όσες φωτογραφίες έχω τραβήξει είναι είτε θολές είτε μαύρες. Γιατί δεν μπορώ να τις φωτογραφίσω σωστά; Μήπως δεν μου το επιτρέπει το βιβλίο; Η ενέργεια του; Κάποιος δεσμός, κάποιος κανόνας; Ξόρκι; Κάποια Σκιά κρύβεται πίσω από αυτό; Τι συμβαίνει πια;

Τα παρατάω και διαβάζω από μέσα μου τη μέθοδο που καλεί τις Σκιές. . . Σημαντικό 'εργαλείο' για τη πραγματοποίηση της είναι η παρουσία κάποιου καθρέφτη. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη μητέρα μου να μου προκαλεί φόβο ότι αν συνηθίσω να παρατηρώ τον εαυτό μου τα μεσάνυχτα, θα πεθάνει νέα. Μπορεί να μην έβγαζε νόημα αλλά ήταν αρκετό για να με κάνει να σταματήσω. Καθώς μεγάλωνα και το επεξεργαζόμουν, σκεφτόμουν ότι είχε απλά μια ματαιόδοξη οπτική για τους καθρέφτες. . Τώρα όμως ξέρω . . . μέσα από αυτή τη συνήθεια στέλνεις συχνή ανατροφοδότηση στη κακή ενέργεια του σύμπαντος, απρόσκλητοι επισκέπτες σε ενοχλούν τα βράδια και η ζωή δεν είναι ίδια. Σύμφωνα, με τις πηγές που βρήκα στο διαδίκτυο, ο καθρέφτης για πολλές θρησκείες λειτουργεί ως πύλη μιας άλλης διάστασης. Ψέμα ή αλήθεια μόνο αυτό μου έχει απομείνει.

«Ξέρω ότι είσαι εδώ. Είναι η τελευταία ημέρα του όρου άλλωστε, δεν θα μπορούσες να λείπεις.», ψιθυρίζω. «Φοβάμαι να μάθω για το αν θέλετε να με οδηγήσετε εσείς στον θάνατο ή να με σκοτώσετε μόνες σας.»

«Κοιτάξου στον καθρέφτη. Αυτό είσαι. Μια σκοτεινή ύπαρξη έχοντας ως καμουφλάζ τα ανοιχτά χρώματα της ψυχής που θα μπορούσες να είχες αν δεν ήσουν δικιά μας.», κάθε της λέξη ξέρει ακριβώς πως να πυροδοτήσει τη φωτιά μέσα μου.

«Δεν βγάζει νόημα αυτό που λες. Τίποτα απ' όλο αυτό δεν βγάζει νόημα.», κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου. «Δεν θα μάθεις ποτέ τα πραγματικά χρώματα της ψυχής μου.»

Η αντανάκλαση του εαυτού μου αρχίζει να αλλάζει μορφή. Το χρώμα των ματιών μου γίνεται μαύρο. Τα μάγουλα μου λερώνονται από μαύρο εξίσου. Οι φλέβες μου και οι ρούνοι δεν ξεφεύγουν από το χάος. Ακόμα και τα πυρόξανθα μαλλιά μου έχουν πάρει τη πιο σκούρα απόχρωση τους. «Νομίζω πως τα έμαθα, Πυρόξανθη.», παίζει με το μυαλό μου.

Κλείνω στιγμιαία τα μάτια μου και επαναλαμβάνω ξανά και ξανά ότι δεν είμαι εγώ αυτή, αλλά μια εκδοχή του εαυτού μου που επιθυμούν να βγάλουν προς τα έξω οι Σκιές.

«Προσπάθησες να με σκοτώσεις, σκότωσες τη Ζωή, η μαμά μου παλεύει με φάρμακα για να με κρατήσει στη μνήμη της...», σφίγγω τα χέρια μου σε γροθιές. «Δεν με αναγνωρίζω πια. Νιω-νιώθω σαν να είμαι τρελή. Δεν ξέρω γιατί πρέπει να κουβαλάω τις αμαρτίες των άλλων. Δεν ξέρω γιατί πρέπει να το πληρώνω όλο αυτό ενώ δεν-»

«Δεν σε αναγνωρίζεις ή δεν θέλεις να αποδεχτείς τη πλευρά που έκρυβες τόσα χρόνια;Είμαι οι σκέψεις σου, το υποσυνείδητο σου, είμαι κάθε σου κρυφή επιθυμία. Έλα τώρα, μόνη σου το είπες, μπορείς να γίνεις χειρότερη από κάθε εντολή...είμαι παντού, Πυρόξανθη. Στο αίμα που κυλάει στις φλέβες σου. Παντού. Δεν μπορείς ναμε διώξεις. Είμαι σαν ένα αυτοάνοσο νόσημα που όλο χειροτερεύει.», η αντανάκλαση του εαυτού μου ακούγοντας τα λόγια της αρχίζει να δακρύζει.

«Δεν είμαι εσύ!», φωνάζω, ουρλιάζω, φτύνω τις λέξεις. Το φωνάζω τόσο δυνατά σαν να θέλω να ξεριζωθεί από τους πνεύμονες μου, από μέσα μου. Οι φωνητικές μου χορδές καίγονται, η φωνή που βγαίνει είναι σχεδόν τρομακτική. Ο καθρέφτης ραγίζει, η Σκιά χάνεται, οι νυχτοπεταλούδες μαζεύονται σαν σμήνος και χάνονται στο σκοτάδι.

Αυτό ήταν.

Τα πυρόξανθα μαλλιά μου μετατρέπονται σε χρυσά, τα μάτια μου δεν θυμίζουν εκείνον τον δαίμονα, είναι σαν να έχω ξανα γεννηθεί μέσα από τις στάχτες. Σαν να έσπασα τους δεσμούς της κατάρας.Τρέχω αμέσως στο μπάνιο, βγάζω τα ρούχα μου, θέλω να φύγει το οτιδήποτε τους θυμίζει, κάθε ίχνος μαύρου. Τρίβω το σώμα μου με μανία, επαναλαμβάνοντας ότι πρέπει να καθαρίσω. «Θέλω να φύγει από μέσα μου. Πρέπει να φύγει από μέσα μου», η φωνή μου σπάει και νιώθω το σώμα μου να με εγκαταλείπει.

Και εκείνο το βράδυ, η μητέρα γη τραντάχτηκε ολόκληρη. Οι νυχτοπεταλούδες που φώλιαζαν μέσα στη ψυχή της, μετατράπηκαν σε άγρια κοράκια που απομακρύνονταν ολοένα και περισσότερο από τη γη. Στο δάσος, ένας κατάμαυρος λύκος με κρυστάλλινα γκρίζα μάτια, άρχισε να ουρλιάζει προς την όψη του φεγγαριού, για να καλέσει τη ψυχή της. Οι ροζ Γλαδιόλες της Ακαδημίας έπεφταν στο πάτωμα και φλέγονταν...

Η στιγμή για να επιστρέψει η ψυχή της εκεί που άνηκε είχε φτάσει...με κλεψύδρα τη Λήθη της μητέρας της.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top