15. Ήλιοι, Ρούνοι και Στάχτες
Το κόκκινο της ζωής θα αναμειγνύεται με το σκοτάδι του θανάτου με την υγρή μορφή πόνου που κατρακυλάει στα μάγουλα της...
Αιφνιδιάζω τη Σκιά και τα κοφτερά της νύχια εισχωρούν βαθιά μέσα στο δέρμα μου. Νιώθω το σώμα μου να έχει τυλιχτεί στις φλόγες, αλλά καμία φωτιά δεν μας έχει περικυκλώσει. «Τι συμβαίνει», αναρωτιέμαι ψιθυριστά και η Σκιά καταφέρνει να διακόψει την επαφή, μα το σώμα της αρχίζει να διαλύεται.
Εγώ το κάνω αυτό;
«Τι νομίζεις ότι κάνεις;!», με ρωτάει εξοργισμένη. «Θες αλήθεια να θυσιαστείς για εκείνους; Για τους γονείς σου, εκείνη τη ψυχολόγο και ολόκληρο το τάγμα;»
«Μην μιλάς σα να τους γνωρίζεις. Ναι, θέλω.», τα λόγια μου βγαίνουν με δυσκολία, το κόκκινο αίμα έχει αντικατασταθεί από το βρώμικο μαύρο και τα αυτιά μου βουίζουν.
«Ηρέμησε μικρή σπίθα.», κάνει μικρά αστεία γύρω από το άτομο μου και είμαι σίγουρη ότι αν είχε ανθρώπινη μορφή θα έκανε κύκλους γύρω από το σώμα μου, σαν κάποιο αρπακτικό που παρατηρεί καλά το θύμα του προτού το καταβροχθίσει. «Αυτό που αντίκρισες στο όνειρό σου είναι όλα όσα σου επέτρεψα εγώ. Η μισή αλήθεια. Πώς νομίζεις ότι σε εντοπίσαμε; Μέσω εκείνης της ψυχολόγου.»
«Δεν είσαι τόσο καλή στο να χειραγωγείς ανθρώπους. Η τουλάχιστον εμένα.», την προειδοποιώ.
«Θα έπρεπε να είχες πεθάνει ήδη.», παρατηρεί και αρπάζει βίαια το χέρι μου.
«Και εσύ δεν πας πίσω», της δείχνω με το βλέμμα μου τις στάχτες που έχουν αντικαταστήσει τη μαύρη πίσσα.
«Τι είναι αυτά τα σημάδια;», αλλάζει θέμα.
«Τατουάζ με άσπρο μελάνι, Μοίρα.», ψεύδομαι. Για να ρωτάει τόσο ανήσυχη, σημαίνει ότι είναι κάτι σημαντικό, και δε πρόκειται να της το προσφέρω απλόχερα.
«Άσπρο μελάνι;»
«Ναι, δε σε κατηγορώ, είχες σχεδόν είκοσι χρόνια να βγεις από εκείνο το μαντείο, έχεις μείνει πίσω στις νέες τάσεις», αρχίζω να το διασκεδάζω.
«Είναι ρούνος. Κάποιος σε προστατεύει.», τη κοιτάω ανέκφραστη. Ποιος; Οι γονείς μου; Το ταίρι μου που μου είχε αναφέρει ο πατέρας μου; Εκείνη η Σκιά που με είχε επισκεφτεί όταν ήμουν ακόμα παιδί; Μπορεί καμία από τις δύο να μην γνωρίζει ποιο είναι το άτομο που με προσέχει, αλλά τουλάχιστον μόλις επιβεβαιώθηκα ότι εάν της είχα αναφέρει πως πρόκειται για σημάδια εκ γενετής, πιθανών να μην κέρδιζα αυτή τη πληροφορία.
«Είναι πολλά για να τα συγκρατήσει ο εγκέφαλος μου. Καλύτερα να πηγαίνεις.», χαμηλώνω το βλέμμα μου και εύχομαι από μέσα μου να έχει κουραστεί το ίδιο και να αφήσει τη συζήτηση. Σε λίγο θα ξημερώσει και ο χρόνος θα μετράει αντίστροφα, για τη τελευταία φορά που θα δω τα πρόσωπα των δικών μου.
«Για αυτό που έκανες θα τιμωρηθείς, να το ξέρεις αυτό, Πυρόξανθη. Όταν αγγίζει τη μνήμη της η Αλίκη, η θύμηση σου να γίνεται φωτιά και έπειτα στάχτη, σαν να μην υπήρξες ποτέ. Μπορεί από τα τρία αδέλφια, να ξέφυγες από τα δύο, όμως έμεινε ένα, το χειρότερο- η Λήθη. Και ξέρεις τι λένε ε; Ένα παιδί σταματάει να υπάρχει από τη στιγμή που το ξεχνάει η μητέρα του. Για πάντα.»
Αυτή τη φορά επιλέγω να μη πολεμήσω τη φωτιά με φωτιά και να την αφήσω να σβήσει μόνη της. Δυστυχώς, πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται αρνητικές σκέψεις οι οποίες ρουφάνε την ενέργεια του σώματος μου. Πόσες φορές άραγε σκέφτηκα ότι μόλις βρω τρόπο να φύγω χωρίς να πληγώσω τα αισθήματα της μητέρας μου θα είναι το τέλος; Άπειρες. Ο χρόνος και η στιγμή φαντάζουν ιδανικά για να φύγω μια και καλή, ειδικά τώρα που η μητέρα μου δε (θα) με θυμάται, αλλά μια πλευρά του εαυτού μου δεν θα μου το συγχωρέσει ποτέ.
Θα δημιουργήσουμε νέες στιγμές, καλύτερες, έτσι δεν λένε πάντα για να πονάει λιγότερο;
Πρωί της ίδιας ημέρας
Δεν κοιμήθηκα. Προσπαθούσα να συσχετίσω το νόσημα της Λήθης με κάποια από τον ευρύ χώρο της Ιατρικής. Θα μπορούσε να είναι η Άνοια, το Αλτσχάιμερ, το οτιδήποτε που ανήκει στις νευροεκφυλιστικές ομάδες. Υπάρχουν θεραπείες και φάρμακα όμως, έτσι δεν είναι;
Η Μοίρα αντικατέστησε τη προφητεία του θανάτου με εκείνη της λήθης γιατί αυτά τα δύο συνδέονται: εάν δε σε θυμάται κάποιος, δεν υπήρξες ποτέ...και ως προς τιμήν των νεκρών δεν θα γινόντουσαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα μνημόσυνα, γιατί τότε ο θάνατος τους δεν θα είχε νόημα.. μια ψυχή θα ζει αιώνια μόνο αν τη θυμάσαι. Η μνήμη είναι η πιο κοντινή πύλη που έχουμε από κοινού με την άλλη πλευρά.
Το κεφάλι μου πονάει και εγώ με γρήγορα αντανακλαστικά το τοποθετώ ανάμεσα από τα χέρια μου, κάνοντας λίγο μασάζ για να απαλύνω τον πόνο. «Δεν κοιμήθηκες απόψε;», η φωνή του πατέρα μου ακούγεται και εγώ ως απάντηση απλά κλείνω τα βλέφαρα μου.
Η μητέρα μου έρχεται προς το μέρος μας και η μόνη ερώτηση που έρχεται στο μυαλό μου είναι η εξής: με θυμάται; Η λήθη θα δράσει αμέσως ή είναι σαν ουσία που θέλει χρόνο για να την απορροφήσει ο οργανισμός και να καταστραφεί;
Το μυαλό μου γεμίζει από άσχημες στιγμές του παρελθόντος που είχα μαζί τους και ο πόνος γίνεται ακόμα πιο οξύς. Σηκώνομαι από τη θέση μου και πηγαίνω να βρέξω το πρόσωπο μου. Μια κραυγή πόνου βγαίνει άθελα μου από το στόμα μου και σχεδόν γονατίζω από τον πόνο.
«Είμαστε το ίδιο Πυρόξανθη, εκείνοι φταίνε που δεν ζήσαμε όλα όσα λαχταράει μια νέα, άγρια και ελεύθερη ψυχή», ακούγεται η φωνή της Μοίρας.
«Να μιλάς για τον εαυτό σου. Εγώ είμαι είκοσι και έχω όλη τη ζωή μπροστά. Μη προσπαθείς να με πνίξεις στην μαυρίλα των απωθημένων σου. Δεν είμαστε το ίδιο!», σχεδόν φωνάζω.
«Λυδία; Όλα καλά εκεί μέσα; Σε ποιόν μιλάς;», οι φωνές των γονιών μου με επαναφέρουν στη πραγματικότητα και ρίχνω μια τελευταία ματιά στον εαυτό μου προτού βγω έξω.
Όλο αυτό είναι τρέλα.
«Έκαψες το βιβλίο;», με ρωτάει ο πατέρας μου και δαγκώνω νευρικά τα χείλη μου. Ο εαυτός μου είναι χωρισμένος στα δύο. Η μια πλευρά μου φωνάζει να του αποκαλύψω την αλήθεια για την επίσκεψη της Σκιάς, ενώ ο άλλος φοβάται πως εάν το τολμήσει, η τιμωρία της Λήθης θα είναι μονάχα η αρχή για αυτά που έπονται να συμβούν. «Προσπάθησες να εκτελέσεις κάποια τελετουργία από αυτές που υπάρχουν εδώ μέσα;»
Τελετουργία;
«Λυδία σε παρακαλώ πες μου ότι δε προσπάθησες να καλέσεις μόνη σου κάποια Σκιά...», η σιωπή μεταξύ μας αρχίζει και με πνίγει σα θηλιά.
«Όχι, όχι», αρνούμαι αμέσως τα πάντα όταν τα υπονοούμενα που επέτρεψε να ειπωθούν, μετατρέπονται σε έντονο πόνο.
Συγγνώμη μπαμπά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top