13. Η Νυχτοπεταλούδα του Θανάτου

Έχει περάσει σχεδόν ένα εικοσιτετράωρο μετά τον θάνατο της Ζωής. Νιώθω τα καυτά δάκρυα να ρέουν προς τα κάτω και να αγγίζουν φευγαλέα τις πληγές που μου άφησε η σκοτεινή φιγούρα. Άραγε από τι είδους βασανιστήρια να πέρασε η Ζωή για να ομολογήσει ο,τι ξέρει για εμένα; Ένα βουητό κλάματος περνάει μέσα από τον κρυστάλλινο αέρα και μεταφέρεται παντού, σαν ψίθυρος, υπενθυμίζοντας το πόσο αισθητή είναι η απουσία της. Ο κόσμος αρχίζει και λιγοστεύει και ΄γω απορώ, πόσοι στ΄αλήθεια ξέρουν τι πραγματικά έχει συμβεί; Με τι θράσος θα κοιτάξω την οικογένεια της και θα τους συλλυπηθώ έναν προς έναν; Κοιτάω το μπουκέτο με τα λουλούδια μου. Αποτελείται από το λουλούδι του Νάρκισσου, το οποίο συμβολίζει το τέλος του χειμώνα και την αρχή της άνοιξης-κάτι που αποτυπώνει τον βασικό μου στόχο της πρώτης κι όλας επίσκεψης στο γραφείο της: να λιώσω κάθε πάγο που με εμπόδιζε από το να ανθίσω. Το δεύτερο λουλούδι είναι ο Γαλαξίας, συμβολίζοντας το πόσο ενθαρρυντική ήταν μαζί μου. Μαζί με τον Γαλαξία είναι δεμένη μια μώβ γερμανική Ίρις, η οποία συμβολίζει την υπόσχεση που μου έδωσε-ότι θα παλέψει με αυτές τις Σκιές και δεν θα έρχονται πια στον ύπνο μου. Μετά, σειρά έχει η Μυρτιά, τονίζοντας πως για εμένα η Ζωή, αυτή τη θέση θα έχει πάντα στη καρδιά μου: τη πιο γλυκιά ανάμνηση. Η κόκκινη παπαρούνα, η οποία συμβολίζει τον αιώνιο ύπνο και συμβολίζει τα όνειρα-μέσα από τα οποία την είδα να χάνεται εξαιτίας μου, είναι το επόμενο λουλούδι της ανθοδέσμης. Γύρω από αυτή, βρίσκεται τυλιγμένη η γερμανική Ίρις, το σύμβολο της φλόγας- το βασικό στοιχείο που έβαλε τέλος στη ζωή της. Ακριβώς δίπλα από τη γερμανική Ίρις, τον πρωταγωνιστικό ρόλο κλέβει το άνθος του Βιβούρνου, το οποίο ονομάζεται «Το Λουλούδι της Μαυρίλας». Το συγκεκριμένο λουλούδι δεν είναι καθόλου τυχαίο δίπλα από το άνθος της φλόγας, μιας και συνδέεται με εμένα-η υπεύθυνη της κατάστασης-.Ακριβώς πιο δίπλα, το πέταλο της Μαυρίλας, αγκαλιάζει την Ευφορβία, η οποία φλερτάρει με την έννοια της εμμονής. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στη πραγματικότητα. Χαϊδεύω με την άκρη του δαχτύλου μου τη ψεύτικη ιαπωνική βερικοκιά, που μου έκανε δώρο εκείνη, υπενθυμίζοντας μου να αντιστέκομαι πάντα και να παλεύω τις Σκιές. Η σημασία της αντίστασης παίρνει τη μορφή της έννοιας του «δεν», συμπληρώνοντας την αρνητική έννοια της παραίτησης που υποδηλώνει το Κάρδαμο. Δεν θα τα παρατήσω, στο υπόσχομαι, σκέφτομαι νοερά, κλειδώνοντας την υπόσχεση μου με μια απλή Ίρις, σύμβολο της υπόσχεσης και της ελπίδας.

Και κάπως έτσι, ένα μπουκέτο λουλουδιών, θα τους πρόδιδε τη πραγματικότητα. . . Η Ζωή άρχισε συνεδρίες με μια κοπέλα, προσπαθώντας να την ενθαρρύνει να ξανα ανθίσει, δίνοντας την υπόσχεση ότι θα το παλέψουν μαζί. Μα μια μέρα, ένα όνειρο που μύριζε στάχτη, με πρωταγωνιστές μια πυρόξανθη κοπέλα και μαύρες εμμονικές φιγούρες, έγραψαν τον επίλογο της ζωής της. Η Πυρόξανθη κοπέλα, θλιμμένη και οργισμένη γιατί λαμβάνει το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης, δίνει μια υπόσχεση ότι δεν θα τα παρατήσει και θα παλέψει για τη δικαίωση. Πια δε παλεύει μόνο για τον εαυτό της, αλλά για την υπόσχεση που κρατά ζωντανή τη φλόγα μέσα της.

Τοποθετώ προσεκτικά τα λουλούδια σαν να φοβάμαι ότι κάθε κίνηση μου θα πονέσει το άψυχο σώμα της αγαπημένης μου ψυχολόγου.

Βαριά βήματα αιχμαλωτίζουν τη προσοχή μου και υψώνω το βλέμμα μου, γεμάτη απορία. Ένα αγόρι, ντυμένο στα μαύρα, προσφέρει ένα μπουκέτο από μονόχρωμες, ροζ Γλαδιόλες, οι οποίες συμβολίζουν το σπαθί. Το κορίτσι από δίπλα του, τοποθετεί με αργές κινήσεις μια μάζα από ηλίανθους, οι οποίοι συμβολίζουν το φως. Άραγε να κρύβουν κάποιες σημασίες που θέλουν κωδικοποίηση για να τις κατανοήσει κάποιος; Σαν τη δική μου περίπτωση;

Η επιστροφή προς το σπίτι μοιάζει αιώνας, μιας και ζήτησα από τους γονείς μου να μην επιστρέψουμε όλοι μαζί. Στην αρχή δεν δέχτηκαν, όπως το είχα προβλέψει, όμως μετά από αρκετή πίεση, συμφώνησαν. Χρειάζομαι χρόνο. Χρειάζομαι χρόνο και αέρα για να τα βάλω όλα σε μια σειρά. Θέλω να είμαι σίγουρη για ο,τι τους αποκαλύψω σε λίγη ώρα. Επιλέγω να μην ακούσω μουσική, θέλω να είμαι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο ανά πάσα στιγμή και ώρα. Οι Σκιές είναι παντού και παραμονεύουν για το επόμενο μου λάθος. Είναι εκείνος ο άγνωστος που παραμονεύει σε κάθε γωνία της πόλης για να τραφεί από τη μορφή φόβου που αποτυπώνεται στα πρόσωπα περαστικών και να δώσει ένα απότομο τέλος. Είναι εκείνος ο γνωστός που ανταλλάζετε καθημερινά «καλημέρα» και τον θεωρείς πρότυπο οικογενειάρχη, αγνοώντας όλες τις άλλες εκδοχές που το βράδυ βγάζουν κραυγές και σου ζητάνε βοήθεια. Παρόμοιες σκέψεις μου δημιουργούν ανατριχιαστικές σκέψεις μέχρι να φτάσω έξω από τη μεγάλη καγκελόπορτα του σπιτιού μου.

Προσπαθώ να αγνοήσω τις νυχτοπεταλούδες που προσπαθούν να κατοικίσουν στη ψυχή του σπιτιού μας και προχωρώ με σταθερά βήματα, υπενθυμίζοντας ασταμάτητα στον εαυτό μου ότι έχουν απομείνει άλλες εννιά μέρες. Θα τα καταφέρουμε. Ανοίγω τη πόρτα και τη κλείνω ακόμα πιο γρήγορα, εμποδίζοντας την είσοδο των νυχτοπεταλούδων. «Υπάρχουν σε κάθε γωνιά της αυλής.», αναστενάζω απογοητευμένη.

«Δεν μπορώ να θυμηθώ περισσότερα από το προηγούμενο βράδυ, μόνο αυτά που σας ανέφερα το πρωί.», κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη και νιώθω την φλόγα της οργής να πυροδοτεί όλο μου το είναι. Τα μάτια μου δείχνουν κουρασμένα και το κάτω μέρος είναι πλημμυρισμένο από μαύρη μπογιά, σαν υπόλοιπο της μάσκαρας. Κλείνω στιγμιαία τα μάτια μου και στρέφω το βλέμμα μου προς τους γονείς μου και τις Νυμφαλίδες.

Αλλά κανένας δε μιλάει. Οι Νυμφαλίδες μένουν σιωπηλές, χαμένες στις σκέψεις τους, σαν να θέλουν να αποσυνδεθούν για πάντα από τη πραγματικότητα. Το μυαλό μου πάει αμέσως σε εμένα: μήπως βιάστηκα και δε ρώτησα πως είναι; Μήπως η κατάσταση με κάνει να φέρομαι εγωιστικά; «Όσο έλειπες προσπαθούσαμε να βρούμε απαντήσεις και στοιχεία που μας βοηθούν να δούμε πιο καθαρά τη πρώτη επίσκεψη. Και βρήκαμε.», τον λόγο παίρνει η Ίριδα. «Δεν είσαι σαν...εμάς. Σαν τις Νυμφαλίδες...είσαι η Νυχτοπεταλούδα του Θανάτου. Η τουλάχιστον αυτό βρήκαμε σαν... πρώτη εκδοχή...»

«Τι; Δεν-«δεν μπορώ να καταλάβω.Γιατί να μην είμαι Νυμφαλίδα; Τι σημαίνει αυτό; Τι είναι Νυχτοπεταλούδα του Θανάτου; Τι;», τους βομβαρδίζω με ερωτήσεις και η μαύρη σταγόνα λερώνει το άσπρο δέρμα μου.«Mη μου πεις οτι πετάω!»

Η Κρίστι γελάει κρυφά και κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. «Καμία απο εμάς δε πετάει. Είναι τίτλοι που έχουν δοθεί απο τις Ακαδημίες που δεν υπάρχουν πια. Όλες οι Ακαδημίες έχουν καεί, την ημέρα που πραγματοποιήθηκε η δίκη των μαγισσών του Σάλεμ. Της λεηλάτησαν όλες. Δεν άφησαν τίποτα όρθιο.»

«Είσαι η..πρώτη...Νυχτοπεταλούδα...έχεις το χάρισμα να έρχεσαι σε επαφή με τον θάνατο μέσω των ονείρων σου. Η μητέρα σου θυμήθηκε κάτι πολύ βασικό, από τα δέκα σου έτη, γνωρίζεις πότε κάποιος ετοιμάζεται να φύγει από τον Πρώτο Κόσμο των ανθρώπων και να ταξιδέψει στον Άδη...έβγαζες το βακτήριο της κρίθης στο μάτι σου όταν ο χρόνος άρχισε να μετράει αντίστροφα. Και το ένιωθες. Της παραδεχόσουν τι νιώθεις, τι λέει το ένστικτο σου, ποιος θα είναι ο επόμενος. Η κρίθη είναι κοντά στο μάτι σου επειδή...το μάτι ως όργανο μας βοηθάει να δούμε σωστά; Στον κόσμο μας όμως αποτελεί σύμβολο πρόβλεψης...όλα συνδέονται μεταξύ τους...Επίσης-«Όταν ήσουν μικρότερη, μύριζες τη βροχή που θα γινόταν ένα με το χώμα τους. Συγκεκριμένα,ακόμα και όταν η ημέρα ήταν ηλιόλουστη, εσύ έλεγες 'Μαμά, μυρίζει βροχή.', ενώ κάτι τέτοιο..δεν ίσχυε. Και τώρα ίσως να το κάνεις, αλλά δεν δίνεις σημασία γιατί το έχεις συνηθίσει. «Είσαι Νυχτοπεταλούδα γιατί από τη φύση τους προβάλλουν τον θάνατο...ενώ στη φύση μας δεν-«Δεν ξέρουμε αν ισχύει σπιθάκι, είναι μια πρώτη εκδοχή.», με καθησυχάζει και σκουπίζει με τον αντίχειρα της τα δάκρυα μου.

«Έχει δίκιο! Η δεύτερη εκδοχή είναι να είσαι ανταλλαγμένη. Να..να είσαι μια νεράϊδα! Σίγουρα χωρίς μαύρα φτερά αλλά.. αλλά πολύχρωμα. Όπως και να ΄χει, δεν είσαι μόνη σου.», η Κρις προσπαθεί να με ενθαρρύνει φωτίζοντας τη θετική πλευρά των πραγμάτων. Καλύπτει γρήγορα το χέρι της για να μη δω τη πληγή της και σφίγγω τα δόντια μου εμποδίζοντας τα δάκρυα.

«Συγγνώμη για αυτό», της ψιθυρίζω. Με τα μεγάλα πράσινα μάτια της μου υπόσχεται ότι είναι εντάξει, δε χρειάζεται να τροφοδοτώ τη ψυχή μου με μαύρο δηλητήριο.

«Αλλά δυστυχώς η πρώτη εκδοχή αγγίζει περισσότερο τις Σκιες..και εμένα. Οπότε..πώς..πώς το έχω αυτό το χάρισμα;», ρωτάω πνίγοντας την επιθυμία μου να κλάψω από τη σκοτεινή μοίρα που με κρατά φυλακισμένη στον πύργο των σκιών.

«Το χάρισμα της πρόβλεψης θα το είχες ούτως ή άλλως από το...οικογενειακό σου περιβάλλον ως κληρονομιά...το άλλο σκέλος όμως που σχετίζεται με τον θάνατο, σου το έδωσε η Σκιά ως κατάρα επειδή κατάφερες να σωθείς.», απαντάει η Κρυσταλλία.

«Και οι Σκιές; Γιατί θέλουν εμένα; Η Λίλιθ στο όνειρο μου με το μαντείο είχε πει ότι επιθυμούν να ζήσουν. Εμένα τι με θέλουν;», ρωτάω συγχισμένη.

«Δουλεύεις σαν κλεψύδρα ζωής για εκείνες. Όταν καταφέρουν να λεηλατήσουν τη ψυχή σου και να τραφούν από εσένα, για να γίνουν νέες, δεν θα σε σκοτώσουν αμέσως. Θέλουν να ξέρουν πόσο χρόνο θα έχουν. Αυτή είναι η πρώτη εκδοχή. Η δεύτερη είναι ότι ακριβώς επειδή υπάρχεις, επικρατεί μια ισορροπία στη ζωή, και έτσι, δεν μπορούν να εκτελέσουν τη διαδικασία της αναγέννησης.», απαντάει ο πατέρας μου, τοποθετώντας μια κρύα πετσέτα πάνω στο τραύμα του. Αμέσως η πετσέτα αρπάζει φωτιά και το σπίτι γεμίζει από φωνές πόνου.

Οι ώρες περνούν γρήγορα και ΄γω βρίσκομαι στο κρεβάτι μου. Με βασανίζει ότι δε μπορώ να μιλήσω στους δικους μου για το τι πρεπει να κάνω ή με ποιόν τρόπο σκέφτομαι να αντιμετωπίσω τις Σκιες. Μου το απαγόρευσαν, έχοντας ως εύλογο επιχείρημα ότι οι Σκιες θα γνωρίζουν τις κινήσεις μου και θα χρειαστούν μονάχα ένα βράδυ να με εξουδετερώσουν μονομιάς αντί για δέκα ολόκληρα. Ίσως θα μπορούσα να παίξω μαζί τους. Να κάνω ότι δε γνωρίζω τίποτα για το χάρισμα μου, έτσι θα τρελαθούν περισσότερο , προδίδοντας όσα στοιχεία ξέρουν για εμένα, χρησιμοποιώντας τα ως πλάνο για να ξέρω πως θα φερθώ κάθε φορά.

Τα βλέφαρα μου βαραίνουν και χωρίς να το ελέγξω, αφήνομαι στην αγκαλιά του Μορφέα. Το σώμα μου τραντάζεται δυνατά σαν να πάθαινα κάποια μορφή επιληψίας στον ύπνο μου και ανοίγω γρήγορα τα μάτια μου. Το στρώμα αρχίζει να γίνεται πιο βαρύ, σαν να κάθεται κάποιος στην άκρη. Διστάζω να κοιτάξω, φοβούμενη πως αυτό που θα αντικρίσω θα είναι κάποιο απόκοσμο πλάσμα που με δοκιμάζει ξανά. Όμως όχι. Τίποτα το αφύσικο δεν υπάρχει. «Ο πρώτος σου φόβος είναι ο θάνατος κάποιου δικού σου, είτε ο λόγος είσαι εσύ, είτε όχι. Ο δεύτερος φόβος όμως είναι εκείνος με τον οποίο κοιμάσαι και ξυπνάς κάθε μέρα, έτσι δεν είναι; Να ανακαλύψεις πρώτη απ'όλους ποιος θα είναι ο εκλεκτός που θα ταξιδέψει προς τον Άλλον Κόσμο.», η Σκιά είναι πιο μικρή σε σύγκριση με τη πρώτη που με επισκέφτηκε, μα μακάρι να έλεγα το ίδιο και για τον φόβο που μου προκαλεί.

«Για να το λες εσύ, έτσι θα είναι», απαντάω ψιθυριστά, παίζοντας το δικό της παιχνίδι.

«Δεν ξέρεις ποιο είναι το χάρισμα σου Πυρόξανθη;», ρωτάει αινιγματικά και αν είχε ανθρώπινα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο της, σίγουρα θα είχε το δεξί της φρύδι σηκωμένο, ανάβοντας φιτιλιές για να διασκεδάσει.

«Όχι. Σίγουρα όμως είναι σημαντικό, για να με επισκέπτεσαι ξανά και ξανά, έτσι δεν είναι;», ρωτάω με τον ίδιο τόνο.

«Αν συνεχίσεις έτσι θα σε κάνω να αντιμετωπίσεις τον χειρότερο σου φόβο απ'όλους!», με απειλεί και νιώθω τη Σκιά να τυλίγει σφιχτά τον λαιμό μου.

«Δοκίμασε με λοιπόν», τα λόγια βγαίνουν από το στόμα μου χωρίς να το σκεφτώ, μετανιώνοντας κάθε λέξη προς λέξη.

«Θα πέσεις σε έναν βαθύ λήθαργο και θα ονειρευτείς Πυρόξανθη, τους γονείς σου βαμμένοι στο κόκκινο. Και εσύ; Θα πρέπει να διαλέξεις έναν από τους δύο.», πιέζει με το νύχι της τον λαιμό μου σαν πράξη ότι οτιδήποτε λέει, το εννοεί. «Αυτό για να κάνω σίγουρο ότι δε θα μιλήσεις για να γλυτώσεις.»

«Και επειδή δε συστηθήκαμε, το όνομά μου είναι Μοίρα

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top