1. Δυσοίωνα Μωρά
19 χρόνια πριν....
Ο κρυστάλλινος αέρας τρυπώνει σε κάθε γωνία του Μαντείου και σχηματίζει τη μελωδία της προφητείας. Θαρραλέα, εισχωρεί μέσα στη σκοτεινή πύλη και χαϊδεύει τη σπονδυλική στήλη για να ξυπνησει τις ψυχες απο στάχτη που έχουν ξεχάσει να ζουν.
Η Μοίρα είναι η πρώτη που ξυπνάει. Εισπνέει δυνατά το μεθυστικό άρωμα που ταξιδεύει στην ατμόσφαιρα.
«Άνοιξη....η μετάβαση απο τον θάνατο στην ιδια τη ζωή.
Η εποχή της χαρμολύπης.» η σκέψη της μετατράπηκε σε έναν γλυκό ψίθυρο που ταξίδεψε στο σκοτεινό υποσυνείδητο των υπολοίπων Σκιών.
Ο ουρανός ξαφνικά γίνεται σκοτεινός, σαν να διαδραματίζεται η πιο κρίσιμη μάχη ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό. Τα μαύρα σύννεφα απειλούν κάθε ακτίνα φωτός που προσπαθεί να εμφανιστεί. Η ομίχλη αιωρείται πάνω απο τα κεφάλια των ανθρώπων σαν μια αφανή και άγνωστη απειλή που τους εμποδίζει να δράσουν όπως επιθυμούν. Καταφεύγουν προς τα κρυστάλλινα Ιωάννινα, τη πόλη που πλημμυρίζει απο τα δάκρυα των θεών και των αγγέλων κάθε χρονιά, τη πόλη που η λίμνη απορροφά όλα τα μυστικά των κατοίκων της...
Οι Σκιές έχουν εισχωρήσει ήδη μέσα στο κτήριο και ψάχνουν μανιωδώς εκείνη τη ψυχη που θα αποτελέσει τη τροφή τους για να ξαναβγούν στο φως.
Στο χώρο βρίσκονται δυο κατηγοριες ανθρωπων: Εκεινοι που περιμένουν με ανυπομονησία να επισκεφθούν τους αγαπημένους τους που υποφέρουν σε ένα απο τα δωμάτια πόνου... Και οι ιδιοι ασθενείς που τους αρέσει να παίζουν με τη φωτιά.
Φωτιά.
Η Μοίρα καγχάζει και παρατηρεί τον εαυτό της.
Έγινε η στάχτη που απέμεινε απο τη φλόγα της αδρεναλίνης.
Μα θα τα κατάφερνε, θα έδινε στον εαυτό της μια δεύτερη ευκαιρια στη ζωή, όπως της αξιζε.
Τα φώτα αρχιζουν να τρεμοπαίζουν απο την αρνητική αύρα της. Προσπαθεί να εξισορροπήσει τα συναισθήματα που υπάρχουν σαν αυλές ψυχες ανάμεσα τους και ακολουθεί κάθε κλαμα χαράς και λύπης που ακούει.
Η μεγαλύτερη Σκιά, δίνει εντολή στις υπόλοιπες να την ακολουθήσουν πιστά.Κατευθύνονται προς τον πιο οξύμωρο όροφο του νοσοκομείου, όπου το νοημα της ζωής το δίνει ο Θάνατος.
Σ'αυτόν τον όροφο, η σιωπή είναι η κυρίαρχη κραυγή των ανθρώπων. Όλοι θρηνούν τη ζωή.
«Δυσοιωνα μωρα; Μπορεις και καλύτερα απο αυτό.»στάζει δηλητήριο η Μοίρα. «Γιατί είμαστε εδώ; Δεν γνωρίζεις ότι πρόκειται για τα πιο αδύναμα νεογνά; Ακομα και η ίδια τους ονομασία σε αποτρέπει. Ονομάζονται δυ-σοι-ω-να! Είναι βρέφη που προμηνεύουν κάτι κακό Εύα!» την επιπλήττει φανερά οργισμένη.
«Δεν ονομάζονται δυσοίωνα μωρά, Μοίρα.» τη διορθώνει και νιώθει τη φωτιά να ξεγλιστράει απο το σώμα της σαν πύρινη λάβα.
Η συζήτηση σταματαει αποτομα και οδηγούνται προς το δωμάτιο των βρεφων. Η ατμόσφαιρα γεμίζει από τα αισθήματα που δυναμώνουν και καταστρέφουν την ανθρώπινη ψυχη: Θλίψη, οργή, χαρα, ευτυχία, ελπίδα, απογοήτευση. Ρουφάνε δυνατα τη δόση τους και δεν την εισπνέουν. Τη κλειδώνουν. Μέσα τους.
«Ας μη σπαταλάμε τον χρόνο που δεν εχουμε», ήταν τα τελευταία λόγια της Εύας πριν εισχωρήσουν στη μονάδα.
Η Εύα ρίχνει μια τελευταία ματια σε εκείνον για να σιγουρευτεί ότι δεν έγινε αντιληπτός απο τις υπόλοιπες αρνητικές οντότητες.
Το μελί χρωμα των ματιών του έχει ξεθωριάσει και στη θέση του βρίσκεται ένα έντονο πρασινο. Πρασινο, το χρωμα της ελπίδας– σκέφτεται και χλευάζει τη τραγικότητα της κατάστασης.
Ο φωτισμός του δωματίου είναι χαμηλός, προκαλώντας τα μικρα θαύματα να χαθούν σε έναν λήθαργο...Και αν ειναι τυχερά-ίσως ξυπνήσουν.
Τα δυο βρέφη που κοιμούνται δεν ειναι τα κατάλληλα για τη τροφή τους. Οι στάχτες που διατηρούν το κορμί της Μοίρας, αρχιζουν να πυροδοτούνται απο θυμό. «Μην αφήνεις την οργή να σε υποτάσσει. Θα ξυπνήσεις τα μωρά, Μοίρα!»
Φωτιά, λάβα και αίμα. Τα κυρία χαρακτηριστικά που συναρμολογούσαν το σώμα τους.
Το κόκκινο χρωμα της φωτιάς που παραμονεύει ερχεται σε σύγκρουση με το χρωμα της στάχτης. Ακόμα και αυτό ήταν αντιφατικό πάνω τους. Το κόκκινο χρωμα συμβόλιζε το πάθος, τη διέγερση, την επιθετικότητα, τη δύναμη, το κίνδυνο και πάνω απ' όλα την επαναστατικότητα της ζωής— όλα όσα είχαν χάσει για λιγες στιγμές θεοποίησης.
Αντιθέτως, το μαύρο αντιπροσώπευε τον εγωισμο, τη σοβαρότητα, τη μυστικοπάθεια, τη κατάθλιψη, το θάνατο, το πένθος, τη μοναχικότητα.
Τα ματια της Μοίρας γέρνουν προς τα πίσω. Τα κλείνει ελάχιστα, σαν να αφήνεται ελεύθερη στα χέρια της ηδονής. «Το ακούς;» το κλαμα ηχεί στα αυτια της. «Το Κάλεσμα Ψυχής που περιμέναμε χρόνια. Το Κορίτσι των Σκιών μας καλεί.»
Οι Σκιές στοιχειώνουν κάθε δωμάτιο μέχρι να φτάσουν στη πύλη του φωτός που αναζητούν. Ο Ιερέας σηκώνει το μωρό στον αέρα τρεις φορές, παρακαλώντας μέσα απο προσευχές στον Θεό Του, να ζήσει το ετοιμοθάνατο κοριτσάκι που κρατα στα χέρια του. Και τότε, το κλαμα της, ήταν η καλύτερη μελωδία που είχαν ακούσει ποτε τους.
Η χαραμάδα ανάμεσα στα σύννεφα, από την οποία διαφαίνεται έστω μια ακτίνα ηλίου, δείχνει ότι η ελπίδα διατηρείται ζωντανή.
Ο άντρας που καθόταν πριν απομωνομενος στο τελος του θαλάμου και θρηνούσε το ζωντανό μωρό του σα νεκρό, ακολούθησε με το βλέμμα του την ακτίνα ηλίου. Το κλάμα της ζωής κατάφερε να γκρεμίσει κάθε τοίχο απαισιοδοξίας που εμπόδιζε την ανθρώπινη επικοινωνία.
Η μάχη τελείωσε.
Η πιο δυνατή και φωτεινή ψυχή, ήταν εκεί.
Έτοιμες να τη κατασπαράξουν για να ζωντανέψουν εκεινες.
«Αναστασία!», το ονομα που της χαρίζουν.
-Το όνομά της, ήταν μια ακομη επιβεβαίωση. Πως θα μπορούσε να κανουν λάθος όταν το όνομα του μικρού θαύματος αντιπροσώπευε την εξέγερση και την επιστροφή στη ζωή ξεπερνώντας τον ανίκητο Θεό του Κάτω Κόσμου: τον Θάνατο;
«Εγω πρώτη!» ενημερώνει η Μοίρα και κατευθύνεται προς το μικρο θαύμα για να εξασφαλίσει τη θέση της πρωτιάς.Η επιθυμία της να γευτεί το μικρο θαύμα, ειναι μεγαλύτερη απο την υπακοή προς την Εύα αυτή τη στιγμή.
«Δεν συμφωνήσαμε έτσι.» της υπενθυμίζει η Εύα και εκείνη επιλέγει την αδιαφορία ως απάντηση.
«Είστε ίδιες», ανακαλύπτει τρομοκρατημένη η Μοίρα. «Και τη θέλεις μόνο για'σενα! Αυτό ήταν το σχέδιο σου. Καταριέμαι τη στιγμή που γεννήθηκε αυτό το βρέφος! Να έχει πυρόξανθα μαλλια, που θυμίζουν τη φωτιά απο την οποία είμαστε φτιαγμένες, εμεις! Οι πονεμένες, νεκρές, ψυχές του Άδη! Η ομορφια της να θυμίζει τη δικη μας πριν αιώνες, ξεπερασμένη! Το δέρμα της καταλευκο και παγωμενο, σαν νεκρή! Όπως θα έπρεπε να ειναι... και η καρδιά της; Να χτυπάει σαν τρελή μέχρι να κουραστει και να κοιμηθεί για πάντα!» η δύναμη της κατάρας της ήταν τόσο μεγάλη που μετέτρεψε τα γλυκά όνειρα των δυσοίωνων μωρών σε εφιάλτες.
Η Εύα τρεχει προς το μέρος της και προσπαθεί να καθησυχάσει το μωρό. «Τα μαλλια σου να αλλάζουν χρωμα, όπως αλλαζει η φύση κάθε εποχή. Μα να γινουν χρυσά, όπως το χρωμα της ψυχής σου. Η ομορφια σου, να ειναι ιδιαίτερη. Το δέρμα σου να ειναι λευκό, για να θυμίζει τη κάθαρση. Η καρδιά σου, να ειναι φτιαγμένη απο φως και να χτυπάει σαν τρελή μόνο όταν ερωτευτείς. Στο υπόσχομαι, θα είμαι εγω, η ψυχη σου που σε καλεί και θα εισαι ασφαλής.»
Ζωγραφίζει με τη φλόγα της το λουλούδι του ηλίου, δημιουργώντας μικρα εγκαύματα
που μοιάζουν σαν να ειναι κεντημένα απο αγκάθια αγάπης και αγώνα. «Αυτό εδώ θα ειναι το σημάδι σου ηλιαχτίδα μου, να προσεχεις.»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top