Δ' Μέρος - Κεφάλαιο (97) : Σκληρές Εξομολογήσεις (Vol. 3)
Συνήθως τις διαλέξεις της κυρίας Μαγγενάκη τις απορροφώ καλύτερα κι από ηλεκτρική σκούπα, ωστόσο σήμερα δεν το βλέπω να συμβαίνει επειδή πολύ απλά ο εγκέφαλος μου δεν λέει να συνεργαστεί.
Κοντεύω να αποκοιμηθώ πάνω στο έδρανο με το κεφάλι στηριγμένο στον αγκώνα όταν φωτίζεται η οθόνη του κινητού μου από ένα εισερχόμενο μήνυμα.
Προέρχεται από τον Ηλία και λακωνικά γράφει επακριβώς :
«Πρέπει να μιλήσουμε!»
«Οκ», του γράφω πίσω μισογελώντας μιας και δεν αρμόζει στον συνήθη χαλαρό του τόνο το επιθετικό ύφος του μηνύματος. «Για ποιο πράγμα;»
«Καλύτερα να μην τα πούμε από το τηλέφωνο. Έχεις χρόνο να συναντηθούμε αργότερα, κατά το απόγευμα ας πούμε;»
«Φυσικά», θα μου κάνει καλό να δω ένα φιλικό πρόσωπο. Ένιωθα κάπως μόνη τις τελευταίες μέρες κλεισμένη στο διαμέρισμα μετά την σχολή.
Κανονίζουμε να βρεθούμε σε ένα σουβλατζίδικο μιας και το στομάχι μου οργιάζει. Μέχρι βέβαια να τελειώσουν τα μαθήματα και να φτάσω στην προβλεπόμενη τοποθεσία η περιέργεια μου για το φλέγον θέμα που επιθυμεί να συζητήσουμε δυναμώνει.
Ανεβάζω το φερμουάρ της ζακέτας να κλείσει ψηλά, ώστε να μην παγώσει η μύτη μου όσο κάνω πετάλι προς το σημείο της συνάντησης μας, αναρωτιόμενη τι θα μπορούσε να δικαιολογήσει τέτοια επείγουσα ανάγκη.
Φτάνοντας βρίσκω τον Ηλία καθιστό σε ένα από τα τραπέζια πλησίον της ψησταριάς, όπου κάνει ζέστη με το μέτωπο αυλακωμένο από τις σκέψεις που τον ταλαιπωρούν. Τρίβω τα χέρια μαζί με την ερεθισμένη μου μύτη και χαιρετιόμαστε.
Όχι πως έχουμε πολύ καιρό να βρεθούμε. Μετά την απρόσμενη εμφάνιση του στο διαμέρισμα του Θέμη ξαναπέρασε να αφήσει τα ρούχα που μου είχε αγοράσει.
Επαινεί το ανανεωμένο, αθλητικό μου στιλ και μου κάνει νόημα να καθίσω.
«Ένα σουβλάκι με γύρο κοτόπουλο από όλα χωρίς κρεμμύδι κι έξτρα σάλτσα μουστάρδας», παραγγέλνω στον σερβιτόρο που με κοιτάει σαν χάνος και τότε συνειδητοποιώ πως παρεισέφρησε το αθηναϊκό οπότε δοκιμάζω ξανά.
Ευτυχώς είναι ευγενικός μαζί μου και γελάει.
«Λοιπόν...», γέρνω προς τα εμπρός με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο τραπέζι. «Τι ήταν τόσο επείγον που έπρεπε να συναντηθούμε;»
«Πρέπει να γίνει κάτι για να τα πούμε εμείς οι δύο;»
«Όχι αλλά, μπορώ να ξεχωρίσω πότε θες να βγούμε για παρέα και πότε...», ο τόνος μου αλλάζει. «Αφορά κάτι σημαντικό»
«Έμαθα τι συνέβη το περασμένο Σαββατοκύριακο», ξεκινάει λέγοντας και τα μάγουλα μου ζεσταίνονται στη μνήμη των συναισθημάτων που εκείνη η βραδιά μου γέννησε. Τη συγκίνηση, το γέλιο, τα τεταμένα βλέμματα.
Το σοβαρό ύφος του Ηλία ωστόσο καταστέλλει την θαλπωρή αυτών των αναμνήσεων.
«Το πράγμα όλο και σοβαρεύει Ρεβέκκα», και το γνώριζα πολύ καλά, όμως δεν το έβλεπα καθόλου με αρνητικό μάτι. Σε αντίθεση προφανώς με εκείνον. «Δένεστε πολύ ο ένας με τον άλλον. Αρχίζει και γίνεται... επικίνδυνο»
«Δυσκολεύομαι να καταλάβω. Γιατί είναι αυτό τόσο κακό;», ακουμπούν μπροστά μας τα αναψυκτικά με έναν ξύλινο γδούπο.
«Επειδή ο Θέμης είναι παντρεμένος. Ένας σκληρά εργαζόμενος, παντρεμένος άνδρας με μια δύσκολη δουλειά στα χέρια του. Σίγουρα, διασκεδάζει τώρα, αλλά η πραγματικότητα θα επιστρέψει κι όταν αυτό συμβεί, θα σε πληγώσει», λέει με πάσα βεβαιότητα, γεγονός που με θλίβει βαθύτατα.
«Γιατί το κάνεις τόσο μεγάλο θέμα;»
«Επειδή ποτέ πριν δεν προσκολλήθηκε πάνω σε κανένα από τα κορίτσια», πόσες είχε δηλαδή τέλος πάντων; «Και μπορώ να καταλάβω γιατί», εκεί που πάει να μου ισοπεδώσει την ψυχολογία αραδιάζει και μια φιλοφρόνηση.
Θυμίζει την τακτική του Θέμη. Δεν πρόκειται να πιάσει.
«Εκτιμώ το ενδιαφέρον σου, όμως ό,τι και να συμβαίνει ανάμεσα σε μένα και τον Θέμη, θα το λύσουμε μεταξύ μας», δεν έχω ουδεμία πρόθεση να τσακωθώ μαζί του. Αλλά είχα μια κουραστική μέρα, τα νεύρα μου έχουνε τεντώσει και δεν πολύ ελέγχω τις λέξεις που βγαίνουν από το στόμα μου.
«Ρεβέκκα», καλμάρει τον δικό του τόνο. «Είσαι φίλη μου και σε νοιάζομαι. Οι φίλοι όμως είναι ειλικρινείς μεταξύ τους, κάνω λάθος;», κουνάω το κεφάλι. «Δεν σου αξίζει αυτού του είδους η ζωή. Να είσαι η κρυμμένη ερωμένη. Κάποια που... κατά πάσα πιθανότητα θα την απατήσουν. Δεν θέλεις κάτι καλύτερο για τον εαυτό σου;»
«Έχει αλλάξει...», διαμαρτύρομαι παραπονιάρικα. «Προς το καλύτερο», λέω με έναν αυθόρμητο ενθουσιασμό συνοδευμένο από ένα ακράτητο χαμόγελο. Ο Ηλίας ξεφυσάει από τη μύτη δείχνοντας απαισιόδοξος.
«Προσωρινά, ίσως. Τον ξέρεις πόσο; Τρεις μήνες;», όταν το ρωτάει έτσι πράγματι ακούγεται λίγος καιρός. Άλλοι όμως ερωτεύονται σε μια βδομάδα, σε μερικούς συμβαίνει κεραυνοβόλα.
Εμείς είχαμε μπόλικο χρόνο να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλο.
«Εγώ τον γνωρίζω εφτά ολόκληρα χρόνια», συνεχίζει εμμένοντας. Σερβίρουν τα φαγητά μας σε κόκκινους, πλαστικούς δίσκους περιτυλιγμένα σε μπεζ χαρτί. «Πίστεψε με, νομίζω πως έχω μια καλύτερη εικόνα του τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι του», λέει με ένα ύφος απαξίωσης.
«Το κάνεις να ακούγεται σαν να είμαι κάποιο χαζό, αφελές κοριτσάκι»
«Δεν είμαστε όλοι όταν πρόκειται για κάποιον που αγαπάμε;», ρωτάει αποσιωπώντας με και μου παίρνει λίγο να συνειδητοποιήσω ότι το άνω μου χείλος τρέμει.
«Είναι ευτυχισμένος μαζί μου», παραθέτω με πνιγμένη φωνή.
«Το ξέρω», κουνάει καταφατικά το κεφάλι με ύφος μελαγχολίας. «Αλλά αν παραμείνεις μαζί του θα τον κάνεις εξίσου δυστυχισμένο», πάνω που πάω να συγχυστώ με τον ισχυρισμό του αρχίζει να μου εξηγεί. «Είσαι όλα όσα δεν θα μπορέσει ποτέ να έχει», μα με έχει ήδη. Εξακολουθώ να μην μπορώ να κατανοήσω ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα.
«Πρεσβεύεις ό,τι αντιτίθεται στην δική του κοσμοθεωρία», γέρνει προς τα εμπρός. «Δεν θέλησες ποτέ τα λεφτά του επειδή ξέρεις ότι δεν έχουν καμία αληθινή αξία μπροστά σε αυτά που πραγματικά μετράνε στην ζωή», φορτισμένος κι ο ίδιος μου λέει τώρα. «Μπορείς να δεις την ομορφιά στα απλά πράγματα»
Ρίχνεται μια στιγμή προς τα πίσω σκουπίζοντας επίμονα την περιοχή γύρω από το στόμα ψάχνοντας να εκτονωθεί.
«Δεν έχω οικογένεια Ρεβέκκα. Όχι πια τουλάχιστον», με σκωπτική διάθεση γελάει τώρα. «Μία από τις προϋποθέσεις αυτής της δουλειάς. Ο Θέμης έχει οικογένεια αλλά... το βλέπει περισσότερο σαν υποχρέωση παρά σαν απαραίτητη συνθήκη στη ζωή του»
«Συνθήκη;», μου δείχνει να περιμένω μια στιγμή με ένα νεύμα του χεριού του προτού αρπαχτώ.
«Εσύ όμως... τον φέρνεις πιο κοντά στην συναισθηματική του πλευρά»
«Γίνεται πιο ανθρώπινος», με σθένος αντιτείνω.
«Γίνεται επίσης απρόσεκτος. Πιο ευσυνείδητος. Χάνει την προσοχή του»
«Εξαιτίας μου;», ακούγεται παρανοϊκό στα αυτιά μου αλλά να που μου γνέφει καταφατικά.
«Το παρελθόν του δεν ήταν εύκολο. Κι έχει βρει τον τρόπο να αποστασιοποιηθεί από αυτό, το ίδιο κι εγώ. Αν αφήσει τα συναισθήματα να παρεισφρήσουν, μπορεί να βλάψει την πνευματική του υγεία. Και κατά επέκταση την ζωή του»
«Θα του σταθώ ό,τι και να συμβεί»
«Πιστεύεις ότι αξίζει το ρίσκο; Να τα χάσει όλα;», με ρωτάει και στα αλήθεια δεν ξέρω τι να απαντήσω. Ο Ηλίας τα έχει ορθώς υπεραναλύσει τα πάντα στο μυαλό του για αυτό και κατάφερε να με στριμώξει έτσι.
Δεν υπολόγισα ποτέ το παρελθόν του Θέμη, την καταστροφική σχέση με τον πατέρα του. Την άδικη απώλεια της μητέρας του την οποία ήξερα πόσο αγαπούσε.
Σκλήρυνε ώστε να μην επιτρέψει να τον αγγίξει το βάναυσο παρελθόν του, εξού και η ψυχρή του προσωπικότητα.
«Γαμώτο!», πιέζω τις βάσεις από τις παλάμες πάνω στα κλειστά μου βλέφαρα.
«Αν δεν το κάνεις για τον εαυτό σου, κάνε το για εκείνον»
«Ο Θέμης σε έστειλε να μου τα πεις αυτά;», μπορεί να ακούγομαι παρανοϊκή, κι αυτό διότι ο Θέμης δεν θα δείλιαζε ποτέ να μου μιλήσει στα ίσα αλλά θέλω να εξαλείψω την πιθανότητα.
«Όχι... είναι ανίκανος να σε αφήσει», παρηγορητικά μου λέει φορώντας μου στιγμιαία ένα νικηφόρο χαμόγελο. «Για αυτό πρέπει να το κάνεις εσύ», όπως προείπα. Στιγμιαία.
«Και πιστεύεις ότι εμένα μου είναι εύκολο;», σταυρώνω τα χέρια στο τραπέζι και τον ρωτάω εμφανώς αναστατωμένη. «Η γυναίκα του πήρε τις προάλλες και του φώναζε για το παιδί. Και με πόνεσε... το πόσο άσχημα ακουγόταν. Προσπαθώ να κάνω ό,τι μπορώ για να κρατήσω τους πάντες χαρούμενους. Το ίδιο κι ο Θέμης»
«Το ξέρω. Αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα στην ζωή»
Θέλω να διαμαρτυρηθώ, να επιχειρηματολογήσω ενάντια στα λόγια του, αλλά κατά βάθος νιώθω την αλήθεια να βουίζει μέσα μου σαν μακρινή βροντή.
Γνωρίζω καλύτερα από τον καθένα τι σημαίνει να αφοσιώνεσαι στο έργο σου. Τι θυσίες απαιτούνται. Ούτε εγώ είχα προσωπική ζωή όλα αυτά τα χρόνια που μοχθούσα ακούραστη στα γήπεδα.
«Δεν νομίζω πως έχω όρεξη τελικά να φάω», λέω τελικά, σπρώχνοντας τον δίσκο στην μεριά του.
«Ρεβέκκα», το όνομα μου πέφτει από το στόμα του μια απεγνωσμένη έκκληση για βοήθεια. «Προσπάθησε τουλάχιστον να σκεφτείς αυτά που σου είπα», κάνω μια παύση αντιγυρίζοντας την σοβαρή του έκφραση.
«Θα το κάνω», υπόσχομαι με βαριά καρδιά κι ένα άδειο στομάχι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top