Δ' Μέρος - Κεφάλαιο (95) : POV Θέμης
Ανέκαθεν μισούσα τα γενέθλια μου. Αλλά αυτήν την φορά νομίζω πως τα απεχθάνομαι λίγο περισσότερο.
Στέκομαι στο μεγάλο φουαγιέ του αρχοντικού που νοίκιασα, με την χλιδή του τόπου να ξεχειλίζει από παντού. Τα φώτα λαμπυρίζουν πάνω στα γυαλισμένα, μαρμάρινα πατώματα σαν μικρές κοπές από χρωματισμένα κρύσταλλα, αμέτρητα σε ποσότητα και το γέλιο αντηχεί στις αίθουσες σαν μια σπασμένη συμφωνία.
Γυναίκες ντυμένες σχεδόν με τίποτα εκτός από τα εσώρουχα τριγυρνούν, μισοχορεύοντας, συγκρουόμενες η μία με την άλλη για να δώσουν απλόχερα θέαμα στους θαμώνες να αλληθωρίσουν με την πληθωρικότητα των ζηλευτών κορμιών τους.
Οι αυτοαποκαλούμενοι φίλοι μου, περισσότερο σαν συνεργάτες ή και γνωστούς που μεταμφιέζονται σε φίλους όποτε τους συμφέρει έχουνε μεταμορφώσει την περίσταση σε ένα είδους αισχρού, κακόγουστου γλεντιού που δεν γουστάρω να αποτελέσω μέρος.
Όπου κι αν κοιτάξω, επικρατεί μια ταραχή από γυμνό δέρμα και υπερβολή. Απαλοί μηροί, τονισμένοι κοιλιακοί και τα λιγδωμένα χέρια κάθε λυσσαλέου, πλούσιου καθάρματος που έχω την ατυχία να γνωρίζω να προσπαθεί να τα αγγίξει. Γελάνε με τις ατασθαλίες τους, καμώμενοι τα κατορθώματα τους στις όμορφες νεαρές με τα ψεύτικα χαμόγελα.
Ένας DJ, ανερχόμενο αστέρι μου είπαν περιστρέφει κομμάτια που σφύζουν από ενέργεια. Θα μπορούσα να βουτήξω στο χάος, να επιδοθώ στην εξωπραγματικότητα όλων αυτών των ανθρώπων, αλλά το μυαλό μου είναι δεσμευμένο στην μνήμη εκείνης. Της Ρεβέκκα.
Πόσο υπέροχο ήταν να ξυπνάω δίπλα της, το φως του ήλιου να περνάει μέσα από τις κουρτίνες και να ρίχνει απαλές σκιές στο γαλήνιο πρόσωπό της. Ένιωθα ακόμα τη ζεστασιά του δέρματός της, τον απαλό ρυθμό της αναπνοής της.
Αυτές οι στιγμές, φευγαλέες και πολύτιμες, με στοιχειώνουν σε κάθε μου προσπάθεια να πλοηγηθώ σε αυτό το πάρτι. Το τρεμόπαιγμα της απογοήτευσης στο πρόσωπό της την τελευταία φορά που μιλήσαμε κρέμεται από πάνω μου σαν μαύρο σύννεφο, θυμίζοντας μου πως ό,τι και να κάνω θα είμαι πάντα παγιδευμένος σε έναν αέναο κύκλο αποτυχίας.
Απογοήτευσα τον πατέρα μου νεότερος, αργότερα τον εαυτό μου δεχόμενος να παντρευτώ μια μοχθηρή γυναίκα εξαιτίας της δύναμης που κρατούσε η οικογένεια της, μετά ακολούθησε ο γιος μου και τώρα εκείνη.
Πήρα ένα ρίσκο μαζί της, ένα όμορφο αλλά τρομαχτικό άλμα σε κάτι αληθινό και ένιωθα ότι το σαμπόταρα.
Διάολε, η προσωπική μου ζωή είναι ένας χάος.
Ευτυχώς τα ποτά ρέουν ελεύθερα, οπότε αρπάζω ένα και βυθίζομαι στον μεγάλο, δερμάτινο καναπέ παρακολουθώντας το εκτυλισσόμενο σκηνικό μπροστά μου με αυξανόμενη δυσαρέσκεια.
«Γιατί τέτοια μούτρα;», ο Σάκης με στριμώχνει ρωτώντας με μία αλαζονική λάμψη στα μάτια του που απλώς εκλιπαρεί για αντιπαράθεση.
Το χαμόγελο στο πρόσωπό του κάνει το στομάχι μου να ανακατεύεται. Έχει αυτή την κακόβουλη γοητεία και λίγα πράγματα με τρομάζουν περισσότερο από το πόσο εύκολα περιηγείται στα σκοτεινά νερά της επιθυμίας και της χειραγώγησης.
Γνέφει ανέμελα σε δύο ημίγυμνα κορίτσια να καθίσουνε μαζί μας. Το ένα κατασκηνώνει στην αγκαλιά του ενώ το άλλο μπαστακώνεται στο πλευρό μου με μια λάμψη αταξίας στα μάτια της.
«Είναι το πάρτι σου φίλε, γιατί δεν διασκεδάζεις λίγο;», το κορίτσι πλησιάζει πιο κοντά και παρόλο που θα έπρεπε να νιώσω κάτι, οτιδήποτε δεν μπορώ να ανταποκριθώ, ακόμη και υποκρινόμενος.
«Πονοκέφαλος», κατεβάζω μονοκοπανιά το ουίσκι μου κι εκείνος γελάει.
«Τους παθαίνεις συχνά τελευταία», μιλάει με υπαινιγμούς παρατηρώντας την αδιαφορία μου ενώ το κορίτσι παίζει με τα δάχτυλά μου. «Τις προάλλες στο club, την ημέρα που επέστρεψες από Θεσσαλονίκη», προφέρει αργά το όνομα της πόλης. «Απόψε. Εκτός κι αν υπάρχει λόγος για αυτό», συνεχίζει να πιέζει.
«Τι είδους λόγος μπορεί να υπάρχει;», αποτυγχάνω να κρύψω την ένταση στα λόγια μου.
«Δεν με ξεγελάς εμένα Θέμη», το γέλιο του ηχεί κούφιο και προκλητικό. «Εκείνη την πιτσιρίκα από το τένις. Έλα τώρα, παραδέξου ότι την πηδάς»
«Μακάρι να με άφηνε», αραδιάζω το ψέμα μου με ευκολία ευχόμενος να το πιστέψει. Δηλαδή δεν το λες και τελείως ψέμα, μετά από όσα έγιναν αποκλείεται να με αφήσει να την αγγίξω ξανά.
«Μπορώ να την πηδήξω εγώ τότε;», τα μάτια μου καρφώνονται πάνω του σαν στιλέτα. «Βγαίνει με εκείνο το αγόρι σωστά; Τον ακόλουθο σου»
«Δεν είναι ακόλουθος», τον σταματώ από το να παρεκτραπεί για το δικό του καλό. Δεν θα του συγχωρήσω καμία μαλακία εις βάρος του Ηλία.
«Ίσως προσπαθήσω για να της δείξω πως είναι να βρίσκεται με έναν αληθινό άνδρα», καταπίνω τον θυμό μου, απρόθυμος να του δώσω την ικανοποίηση ότι έχει τη δύναμη να με επηρεάσει.
Ακόμη περισσότερο... να καταλάβει πόσο νοιάζομαι για την Ρεβέκκα. Θα το δει σαν παιχνίδι, μια πρόκληση για εκείνον να ανταπεξέλθει μόνο και μόνο για να με τσατίσει.
Και μόλο που το ξέρω ότι δεν έχω κανένα δικαίωμα να επεμβαίνω στα ερωτικά της, ο Σάκης είναι ένας άνδρας που δεν θα επέτρεπα ποτέ στο ελάχιστο να πλησιάσει την Ρεβέκκα. Του αρέσει να έχει τον τρόπο του με τις γυναίκες. Σαδιστής, εμμονικός με φρικαλέες σεξουαλικές φαντασιώσεις. Τους κάνει πλύση εγκεφάλου και μετά αφού έχει χορτάσει να τις βασανίζει ψυχικά τις παρατάει.
Περισσότεροι από τους δήθεν φίλους μου μαζεύονται την κατάλληλη στιγμή, ειδάλλως δεν ξέρω πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα με τον Σάκη, κι ένας από αυτούς οδηγεί μια δελεαστική κοκκινομάλλα στην κατεύθυνση μου.
Η γοητεία της είναι αναμφισβήτητη, γεμάτη φυσικές καμπύλες και νεανική αυτοπεποίθηση. Την σπρώχνουν μπροστά σαν να είναι θυσία στην ακολασία αυτού του κόμματος που έχουνε θεσπίσει.
Θα μπορούσε να γίνει ο τέλειος οπτικός περισπασμός σωστά; Η Ρεβέκκα δεν πρόκειται να με δεχθεί πίσω κι εξάλλου δεν μπορώ να αρνηθώ αυτήν την ομορφιά μπροστά σε όλους αυτούς τους ανθρώπους, πόσο μάλλον στον Σάκη γιατί θα αναρωτιέται... ποια είναι αυτή η γυναίκα για την οποία απορρίπτω όλες τις άλλες;
Ζυγίζει καχύποπτος τις αντιδράσεις μου οπότε αρπάζω τον καρπό της κοκκινομάλλας εισπράττοντας πλήθος επιδοκιμασιών καθώς την οδηγώ προς την κύρια κρεβατοκάμαρα της έπαυλης και σαφώς την μεγαλύτερη.
Η πόρτα κλείνει πίσω μας, απομονώνοντας μας από το χάος.
Αρχίζει να γδύνεται, ξεγλιστρώντας από τα ρούχα της με ευκολία και το στήθος της, μεγάλο και φυσικό χύνεται στον θώρακα της. Το βλέμμα της εκπέμπει λαγνεία. Αληθινή λαγνεία. Αν και πληρωμένη φαίνεται ανυπόμονη να τελέσει τα καθήκοντα της.
Κανονικά, ο πιστός μου φίλος εκεί κάτω θα ανταποκρινόταν με χαρά, στεκόμενος προσοχή όπως απαιτεί η φύση. Αλλά καθώς μου επιδεικνύει τα καλούδια της, το μόνο που είμαι ικανός να κάνω είναι να κοιτάζω επίμονα με την απογοήτευση να ξεχειλίζει.
Η επιδερμίδα της δεν φέρνει καθόλου στην σταρένια απόχρωση που θυμάμαι να καλύπτει το αψεγάδιαστο σε μένα κορμί της. Τα μαλλιά της είναι μακριά αλλά δεν στροβιλίζουν σε σκούρες, καστανές μπούκλες σαν εκείνες που πλέκονται τα δάχτυλα μου κάθε φορά που την φιλάω. Τα μάτια της... δεν εκπέμπουν την αγάπη που τα δικά της κάνουν.
Μία αγάπη που δεν αξίζω.
Όταν η άγνωστη κοπέλα γέρνει στο μέρος μου να με φιλήσει, ξεκινώντας από τον λαιμό μου, στοχεύοντας με άγριες προθέσεις το στόμα μου στην προσπάθεια της να με ανάψει, νιώθω τον εαυτό μου να σβήνει.
Δεν υπάρχει τίποτα. Κανένας πόθος, κανένα είδους επιθυμίας...
Τουλάχιστον όχι για την γυναίκα που αντικρίζω εμπρός μου.
«Περίμενε», μουρμουρίζω απαλά εμποδίζοντας την από το να με αγγίξει περισσότερο αλλά εκείνη κατεβάζει τολμηρά το χέρι στον κάβαλο του παντελονιού μου και με χουφτώνει.
Είναι απογοητευτικό πόσο μαλακός είμαι μετά την προσπάθεια που κατέβαλε να με «ξυπνήσει». Απογοητευτικό για εκείνη.
«Συγνώμη», απολογούμαι και τραβιέται προς τα πίσω.
«Δ-δεν με βρίσκεις ελκυστική;», προσβεβλημένη με ρωτάει κι αυθόρμητα της χαμογελάω μην την ντροπιάσω.
«Φυσικά και το κάνω. Αλλά νομίζω... πως έχω πράγματι βραχυκυκλώσει», αυτοσαρκάζομαι χρησιμοποιώντας τα ίδια τα λόγια της γυναίκας που ευθύνεται για την δυσλειτουργία μου.
«Τι;», καγχάζει έκπληκτη, δείχνοντας αρκετά ενοχλημένη από την ανικανότητα της αλλά στα αλήθεια δεν ευθύνεται εκείνη. Δεν υπάρχει λόγος να την συγχύσω άλλο έτσι τραβώ μπόλικα χαρτονομίσματα από το πορτοφόλι μου να της παραδώσω στο χέρι.
«Για τον κόπο σου. Και σε παρακαλώ... μην τους πεις ότι δεν κοιμηθήκαμε μαζί», σιγανόφωνα της ψιθυρίζω εμπιστευτικά κι εκείνη μου νεύει με κατανόηση. Έχω μια φήμη να διατηρήσω αν είναι να κρατήσω καθαρό το όνομα της Ρεβέκκα.
Διότι αν μαθευτεί πως κάποια κοπέλα μου πήρε τα μυαλά θα μπουν στον πειρασμό να την γνωρίσουν με τον έναν τρόπο ή με τον άλλο. Και μόλις καταφέρουν να φτάσουν σε εκείνη, Θεός φυλάξοι αν κάποιος την πειράξει.
«Εντάξει. Μόνο ότι κάναμε απίστευτο σεξ», δήθεν ζαλισμένα λέει κατευθυνόμενη προς την πόρτα, αλλά τελευταία στιγμή γυρνάει. «Ξέρετε, δεν είστε καθόλου όπως σας περιέγραψαν», έχω ξανακούσει κάτι παρόμοιο από γυναικεία χείλη μόνο στην ανάποδη εκδοχή.
Στην πρώτη μου γνωριμία με την Ρεβέκκα.
«Πώς δηλαδή;»
«Έναν ακόλαστο άνδρα με αχόρταγες ορέξεις», το γέλιο μου βγαίνει κοφτό και σύντομο.
«Οι άνθρωποι αλλάζουν»
«Όχι από τη μία μέρα στην άλλη. Εκτός κι αν κάποιος τους επηρεάσει. Ή κάποια», πονηρή, μικρή αλεπουδίτσα.
«Είσαι πολύ έξυπνη για την δουλειά που κάνεις»
«Είμαι αρκετά έξυπνη ώστε να με πληρώνομαι πολλά από αυτήν», με κοιτάζει επίμονα και παρατηρώ ότι η επιθυμία στο βλέμμα της υπάρχει ακόμη. «Δεν νομίζω ότι έχω υπάρξει ποτέ μου πιο χαρούμενη που κάποιος άνδρα με απογοήτευσε. Πρέπει να είναι πολύ ξεχωριστή», είναι. Σκέφτομαι.
Κάτι σιωπηλό μεγαλώνει ανάμεσα μας, ένα αίσθημα αλληλοσεβασμού. Φεύγει παίρνοντας μαζί τα ρούχα και ακέραιη την αυτοπεποίθηση της.
Δεύτερη φορά που η Ρεβέκκα καταφέρνει να σταθεί εμπόδιο στην προσπάθεια μου να χαρώ την ατελείωτη περίοδο ακολασίας μου.
Εννοώ την πρώτη φορά ήταν να περάσω την νύχτα στο σπίτι της Τζούλια, γιατί είχαμε καιρό να βρεθούμε οι δυο μας και χρειαζότανε απεγνωσμένα ένα διάλειμμα από τον σύζυγο της. Εγώ δεν ήθελα να κινήσω υποψίες.
Ότι δηλαδή είχα φάει κόλλημα με μία πιτσιρίκα. Κι εξάλλου έπρεπε κάπως να την διώξω μετά από ό,τι έκανα το βράδυ εκείνο.
Προσπάθησα να την κάνω να ζηλέψει ώστε να μην με αφήσει.
Πόσο παρανοϊκό ήταν αυτό; Λες και το σεξ αποτελούσε καλό λόγο για εκείνη να μείνει. Έπρεπε να το καταλάβω ότι κάτι δεν πήγαινε αλλά όχι, έπρεπε να φερθώ σαν μαλάκας και να το φτάσω στα άκρα.
«Ηλίθιε», με βρίζω.
Τα πράγματα έχουνε ξεφύγει εντελώς μετά από αυτό. Δεν το έχω σκοπό ωστόσο να αλλάξουν, είμαι βολεμένος τόσα χρόνια με την κατάσταση ακριβώς ως έχει.
Κι όμως παλιότερα δεν με ενδιέφερε αν κάποια από τις κοπέλες πληγωνόταν. Ένιωθα πως εφόσον έχω ξεκαθαρίσει την θέση μου, δεν θα έδινα απολογίες σε κανέναν.
Για αυτό και η Ρεβέκκα πρέπει να φύγει. Με κάνει να νοιάζομαι υπερβολικά.
Αλλά πώς να την διώξω διάολε; Η ίδια δεν θέλει να φύγει κι εγώ είμαι πολύ εγωιστής για να την αφήσω...
Διάολε, δεν έχω την δύναμη ούτε από το κεφάλι μου να την εβγάλω.
Η Ρεβέκκα νομίζει πως η κατάσταση αρχίζει να στρώνει μα εγώ πως έχω χάσει το τιμόνι από τα χέρια. Καταπατά το ένα όριο μετά το άλλο και δεν μπορώ ούτε να της θυμώσω, γιατί μου αρέσει να την κάνω χαρούμενη.
Έπρεπε να είχα διακόψει μαζί της εκείνο το βράδυ που την πήγα στις ελιές. Ο Πέρη έχει δίκιο. Θα γινόταν μόνο πιο περίπλοκο όσο περνούσε ο καιρός. Ήδη βασανίζομαι, διάολε! Δεν αναγνωρίζω αυτόν τον νέο τύπο στον οποίο με μετατρέπει.
Δεν είμαι συναισθηματικός εγώ, ούτε δίνω ποτέ λογαριασμό σε κανέναν.
Αλλά μετά με χρειαζόταν και εγώ δεν υπήρχε περίπτωση να την εγκαταλείψω. Κούρνιασε στην αγκαλιά μου και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πόσο θα ήθελα να μείνει εκεί για πάντα.
«Σύνελθε Λουκρέζη», μου χτυπάω το κεφάλι μπας και μπει ο εγκέφαλος στην θέση του αλλά δεν το βλέπω.
Την άφησα να με πλησιάσει...
Λες και δεν ήξερα ήδη τι ζημιά μπορεί να προκαλέσει.
Κι όλο αυτό ξεκίνησε αργά σαν... σαν αρρώστια. Στις αρχές που βρισκόμασταν πήγαινα και με άλλες γυναίκες μέσα στη βδομάδα. Η Ρεβέκκα κι εγώ έχουμε ξεχωριστές ζωές εξάλλου, εγώ είμαι αφοσιωμένος στην δουλειά κι εκείνη προσανατολίζεται ακόμη ψάχνοντας να βρει τι θέλει από την δική της.
Η απόσταση ήταν καλή κι ο χρόνος υπεραρκετός για να επιδίδομαι στις συνηθισμένες μου ενασχολήσεις. Κι όταν λέω ενασχολήσεις εννοώ δουλειά, σεξ, ύπνο και πάλι το πρωί από την αρχή.
Αλλά αυτή μου η επιθυμία να παραμείνω πιστός στην βολική μου ρουτίνα άρχισε να ξεθωριάζει όσο περισσότερο χρόνο περνούσα μαζί της. Το πείσμα της μέσα που δεν λέει ποτέ να το βάλει κάτω. Εκτός από αυτήν την φορά, που χρειάστηκε να μάθει για το πάρτι με τέτοιον αισχρό τρόπο.
Πίστεψε ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει, κι αυτό όντως ίσχυε. Δεν μπορώ όμως να της επιτρέψω να το δει.
Πώς να της εξηγούσα; Τι να της έλεγα ακριβώς;
Μετά το βράδυ εκείνο στο club που την παρακολούθησα να φεύγει με τον Ηλία, σκέφτηκα ότι οφείλω να της φερθώ σωστά. Έστω για ένα βράδυ, της το χρωστούσα. Δεν θα τελειώναμε έτσι.
Τώρα όμως δεν έχει να κάνει καν με δίλημμα. Το ίδιο μου το σώμα δεν λέει να ανταποκριθεί.
Έπρεπε να μιλήσω να πω κάτι. Ακόμη και πριν μάθει για τα γενέθλια μου. Αλλά τι να έλεγα; Ρεβέκκα, δεν με απασχολεί το πάρτι ούτε με ενδιαφέρει άλλη γυναίκα εκτός από σένα; Και προς τα πού θα κατευθυνόμασταν από εκεί; Η Ρεβέκκα θα το εκλάμβανε, κι ορθώς μάλιστα, σαν σημάδι να επενδύσει κι άλλο στη σχέση μας.
Θα πετάγαμε τα μάτια μας έξω, θα με έσφιγγε κοντά της μπήγοντας τα νύχια της στην πλάτη μου ουρλιάζοντας το όνομα μου και μετά... δεν έχω ιδέα τι θα συνέβαινε μετά. Θα με κοιτούσε με αυτά τα μεγάλα, αμυγδαλωτά της μάτια και θα προσπαθούσε να σβήσει όλα μου τα προβλήματα. Και εν μέρει θα το έκανε.
Ίσως είναι καλύτερα που συνέβη έτσι, σαν να τραβάς τσιρότο. Θα χρειαστεί να μιλήσουμε βέβαια...
Εξακολουθεί να είναι δεσμευμένη μαζί μου. Αν νομίζει ότι θα την αφήσω στα δόντια εκείνων των δόλιων αρπακτικών που έχει μπλέξει, είναι γελασμένη. Μπορεί να μην μου το επιτρέψει να χαθώ ξανά μέσα της αλλά δεν θα την αφήσω να χαραμίσει την ζωή της.
Θα δεχτεί την προσφορά μου, με όποιες προσαρμογές θελήσει και θα την φτάσω εκεί που πρέπει. Αλλά θα κινηθώ φιλικά... ναι, νομίζω μπορώ να βαδίσω σε αυτήν την πορεία.
Επιστρέφω στο σαλόνι με την εκκωφαντική μουσική να πάλλεται συνδυαστικά με τις παιχνιδιάρικες φωνές και τα γελάκια. Μερικοί από τους καλεσμένους μου, τους κοντινότερους ανθρώπους μου μάλιστα, βρίσκονται συγκεντρωμένοι γύρω από το τραπέζι με τα δώρα.
Τριγύρω τους ένα σωρό στρίπερ ταλαντεύονται αναποτελεσματικά στον ρυθμό ενός ποπ τραγουδιού. Κάποιες με γδύνουνε με τα πονηρά τους ματάκια περιμένοντας από τους άνδρες που τις έχουνε καβαντζώσει να μου τις συστήσουμε αλλά δεν μου περισσεύει ενέργεια ώστε να νοιαστώ για την παρουσία τους.
Στα λεφτά μου αποσκοπούνε εξάλλου και για μία μέρα θα ήθελα πραγματικά να μην με γλείφουν και να μου τρίβονται σαν τα γατιά ώστε να κερδίσουν κάτι.
Ελπίζω η τούρτα να κάνει γρήγορα την εμφάνιση της ώστε να βρω την ευκαιρία κι εγώ να ξεκουμπιστώ.
«Σε αποτελείωσε γρήγορα η τύπισσα ε;», τούτο το ακούραστο τυπάκι δεν λέει να ξεκολλήσει. Κόλλησα κάποτε με τον Σάκη επειδή μου φαινότανε χαλαρός κι ανοιχτόμυαλος σε σύγκριση με τους άλλους σφιχτοκώληδες της υψηλής κοινωνίας, και δεν αντιλέγω, η παρέα του μπορεί να γίνει απολαυστική, όχι όμως όταν έχεις γίνει μάρτυρας της διαστροφής που κουβαλάει. «Πρέπει να ήταν... φανταστική», η καχυποψία στο βλέμμα του εξακολουθεί να στέκει.
«Εξωπραγματική», συμφωνώ με ένα κλείσιμο του ματιού που τον ωθεί να γελάσει τρανταχτά.
Κάποιος από τους άνδρες δίπλα παίρνει στα χέρια του ένα κουτί μικρότερο από τα υπόλοιπα και το ταρακουνά σαν μαράκα. Σκίζει το περιτύλιγμα με απερίσκεπτο ενθουσιασμό και καταλήγει με μία μικροσκοπική, βελούδινη κοσμηματοθήκη στα χέρια. Όχι αρκετά μικρή ώστε να με πείσει πως αφορά δαχτυλίδι, ούτε αρκετά μεγάλη ώστε να υποθέσω πως κρύβει κάποιο, ακριβό ρολόι.
Όπως και να έχει δεν με ενδιαφέρει.
«Άνοιξε το», τον ενθαρρύνω και τότε η περιέργεια χορεύει στο πρόσωπο του Παναγιώτη, του εύσωμου λογιστή μου όπως και των υπολοίπων γύρω του.
«Τι είδους μαλακία είναι αυτή;», το γυρνάνε στο μέρος μου και μια περίεργη μίξη συναισθημάτων μαζεύεται στο στομάχι μου.
Σηκώνομαι, πλησιάζοντας κοντύτερα να το επεξεργαστώ.
Είναι ένα βραχιόλι, φτιαγμένο από γυαλιστερές, μαύρες πέτρες. Η καρδιά μου χτυπάει και σε κάθε της παλμό μία ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων ξεπετάγεται να με συγκινήσει.
Περίμενε... τα μάτια μου. Έχουν... έχουνε βουρκώσει;
«Είναι οψιδιανός», απαντώ στην ερώτηση του λογιστή μου.
«Δεν υπάρχει όνομα», φωνάζει ένας άλλος, όμως εγώ το γνωρίζω καλά από ποιον είναι.
Η μητέρα μου είχε δωρίσει ένα πανομοιότυπο βραχιόλι, το οποίο είχα χάσει. Βέβαια αυτό είναι ολίγον διαφορετικό, πιο περίτεχνο να το πω έτσι.
Κι ενώ μπορούσα να βρω να το αγοράσω μοναχός, δεν θα ήταν το ίδιο. Εχει μεγαλύτερη αξία να σου χαρίζουν κάτι σημαδιακό.
Τα χείλη μου κυρτώνουν ανοδικά χαϊδεύοντας το σχέδιο του ταύρου στην μία άκρη και την ουρά του σκορπιού στην άλλη. Δεν είμαι βέβαιος για το τι αντιπροσωπεύουν αλλά... σκοπεύω να μάθω.
«Αναθεματισμένο κορίτσι», σε μια στιγμή κατάφερε να ξεδιαλύνει όλη την θολούρα που σαν ομίχλη είχε σκεπάσει το μυαλό μου.
Αυτή ήταν η ξεχωριστή της υπογραφή, να μου αποδείξει ότι πράγματι είχε συνδεθεί μαζί μου σε ένα επίπεδο βαθύτερο από όσο ήθελα να παραδεχτώ. Ο διακριτικός της τρόπος να με τραβήξει κοντά της και πάλι.
Σηκώνομαι απότομα, με την αδρεναλίνη να ρέει άφθονη στο αίμα μου.
«Πρέπει να φύγω», λέω απλά αγνοώντας τα ερωτηματικά βλέμματα των φίλων μου.
«Τι;», φωνάζει ο ένας. «Πού πας ρε μεγάλε; Και η τούρτα;», κραυγάζει κάποιος άλλος
«Επείγον από την δουλειά», αγνοώ παντελώς τις εκκλήσεις τους να μείνω. Το μυαλό μου ήδη πετάει προς την Θεσσαλονίκη. «Τραγουδήστε για μένα», πετάω μισό χαμογελώντας πάνω στον παραλογισμό μου. «Στείλτε μου βίντεο στο What's up την τούρτα. Βάλε τα κορίτσια να φυσήξουνε για χάρη μου», τουλάχιστον αυτές θα ευχηθούνε όντως να ζήσω χίλια χρόνια.
Δεν φοράω το βραχιόλι ακόμη, το κρατάω στο μικρό του κουτάκι σαν φυλαχτό που θα οδηγήσει κοντά της.
Μια επείγουσα ανάγκη με έχει καταβάλει που κάνει το σώμα μου να τρέμει. Μπαίνω βιαστικά στο αυτοκίνητο κανονίζοντας στον δρόμο την πτήση. Η απόσταση δεν θα με σταματούσε. Θα έφτανα κοντά της προτού η ώρα να σημάνει δώδεκα.
Δεν ξέρω γιατί αλλά το ένιωθα πως έπρεπε να την δω απεγνωσμένα πριν να παρέλθει η σημερινή μέρα. Αυτό θα την κάνει να καταλάβει πως...
Πως εγώ... κουνάω το κεφάλι.
Δεν έχει σημασία. Τη σήμερον μέρα επιλέγω για πρώτη φορά στα χρονικά να κάνω ένα αληθινό δώρο στον εαυτό μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top